Ὑπὸ τοῦ πρωτ. Λάμπρου Χ. Τσιάρα,
προϊσταμένου τοῦ ἱ. Μητροπολιτικοῦ ναοῦ ἁγίου Ἀθανασίου
«Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον».
Ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες.
Ἡ χάρις τοῦ δι’ ἡμᾶς νηπιάσαντος ἐν Βηθλεέμ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν.
Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, καὶ ἡ ἀνταπόκριση τῶν ἀνθρώπων στὴν παρουσία του, εἶναι τὰ δύο μέρη τῆς παρούσης διαδικτυακῆς ὁμιλίας μας.
Α΄. Στὴν ἁγία Έκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶναι σὲ ὅλους γνωστὸ καὶ ὀρθοδόξως ὁμολογούμενο, ὅτι «μέγα ἐστί τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον». Τὸ μυστήριον αὐτὸ εἶναι ὅτι «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ…» (Α΄ Τιμ. 3, 15-16). Καὶ καλούμεθα οἱ πιστοὶ νὰ «ἴδωμεν» μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς πίστεως «τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. 2,15), νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε αὐτόν «Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ… σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα» (Σύμβ. τῆς πίστεως).
Αὺτὸ λοιπόν τὸ μέγα μυστήριον, τὸ «ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων» στὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ, φανερώθηκε στὸν κόσμο μὲ τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν. Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ: «Καὶ ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάν. 1,14). Ἦλθε στὸν κόσμο ὡς «Φῶς μέγα» και «φῶς τὸ ἀληθινόν», γιὰ νὰ φωτίσει τούς «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους»· ἦλθε ὡς ζωή, ὥστε «τὸ θνητόν» γένος μας νὰ «ἐνδυθῇ ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15,53). Μᾶς ἐπισκέφθηκε ὡς Σωτήρας καὶ Λυτρωτής, ὡς «Ἄγγελος Μεγάλης Βουλῆς» καὶ «ἄρχων εἰρήνης». Μὲ ἕνα λόγο, γιὰ ὅσους εἶχαν -καὶ ἔχουν- μάτια γιὰ νὰ βλέπουν καὶ αφτιὰ γιὰ νὰ ἀκούουν, ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς «ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμός καὶ ἀπολύτρωσις» (Α΄ Κορ. 1, 30). Γιατί, ἂν καὶ ἀποκαλύφθηκε στὸν κόσμο τὸ θεανθρώπινο μυστήριο, ὅμως ἡ φανέρωσή του δὲν ἔγινε μὲ ἀγοραῖο τρόπο, σὲ κοινὴ θέα, ὥστε νὰ τὸ βλέπει καὶ νὰ τὸ περιεργάζεται κάθε περαστικὸς καὶ ἀδιάφορος… Τὸ μυστήριο ὁρᾶται μόνον ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸ πιστεύουν καὶ τὸ προσκυνοῦν. Ἡ πίστη, ἀδελφοί, δὲν εἶναι θεωρία· εἶναι ὅραση ἐσωτερικὴ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία μᾶς πληροφορεῖ γιὰ ὅσα δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ αἰσθήσεις καὶ ὅσα δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ὁ νοῦς. Ὁ Ἀπόστολος ὁρίζει τὴν πίστη ὡς ἑξῆς: «πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος ού βλεπομένων» (Ἐβρ. 11,1), δηλ. ἡ πίστη ψηλαφίζει πράγματα μὴ ὁρατά, ἀλλὰ ὑπαρκτά.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, μάλιστα καὶ ἐκ τῶν οἰκείων τῆς πίστεως, δὲν διακρίνουν τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ στὴ γνώση (Ἐπιστήμη). Πρόκειται, ὡστόσο γιὰ δύο ἐντελῶς διαφορετικὰ γνωστικὰ πεδία, δύο διαφορετικὲς προσεγγίσεις. Ὁ ἐπιστήμων γιὰ νὰ γνωρίσει κάτι, πρέπει πρῶτα νὰ τὸ μετρήσει, νὰ τὸ ἐρευνήσει, νὰ τὸ ὁρίσει. Ὁ πιστὸς γνωρίζει ὅ,τι δὲν ὁρίζει· προσεγγίζει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὄχι μὲ ἐπιστημονικὲς μεθόδους, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς πίστεως, ἀκολουθώντας τὴν ἀποφατικὴ ὁδὸ μιᾶς ἀληθινῆς θεογνωσίας· αὐτὴ δὲ ἡ πορεία δὲν εἶναι θεωρητική, τοῦ μυαλοῦ, τῆς φαντασίας, ἀλλὰ τελεῖ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ διὰ βίου ἐσωτερικὴ κάθαρση. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται», βεβαιώνει ὁ Χριστός (Ματθ. 5,8). Μὲ τὴ διάκριση αὐτὴ τῶν δύο γνωσιολογικῶν δρόμων γίνεται φανερό, ὅτι δὲν μπορεῖ καμμιὰ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς νὰ εἰσπηδήσει στὰ ὅρια τῆς ἄλλης… Μιὰ καθηγήτρια γιατρὸς ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν εἰδικῶν, ποὺ κοπιάζουν ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ, ὅταν ρωτήθηκε πῶς γίνεται – διακεκριμένη ἐπιστήμων οὖσα- νὰ ἐκκλησιάζεται, καί, μάλιστα, νὰ συμμετέχει στὰ μυστήρια, ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἀφοπλιστικὴ ἀπάντηση· «ὅταν πηγαίνω στὴν Ἐκκλησία, ἀφήνω ἀπ’ ἔξω τὴν ἐπιστήμη μου»! Πιὸ θεολογική – καὶ συνάμα λακωνική- διατύπωση ἀπὸ αὐτήν, δὲν θα μποροῦσε νὰ ὑπάρξει. Ὁ χῶρος τοῦ μυστηρίου δὲν ὑπόκειται σὲ ἐργαστηριακὲς ἀναλύσεις· μένει σφραγισμένος καὶ ἀνεξιχνίαστος στὴν λογικὴ καὶ στὴν ἔρευνα. Τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ ὑμνωδός, «ἐσφράγισται τοῖς ἐρευνῶσι· πεφανέρωται δὲ τὰ θαύματα τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τὸ μυστήριον» (στιχηρὸ τροπ. πλ. α΄ ἤχου). Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία βιώνεται στὴν Ἐκκλησία μας δύο χιλιάδες χρόνια τώρα…
Ὁ λόγος μᾶς πηγαίνει στὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὴ Θ. Εὐχαριστία, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία καὶ πνευματική ζωή καὶ ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου εὐλόγησε τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον καὶ εἶπε στοὺς μαθητές του· «Λάβετε φάγετε, τοῦτό ἐστι τὸ Σῶμά μου…», καὶ «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τὸ Αἷμά μου…» (Ματ. 26, 26-27 καὶ πρλ). Συνέστησε δὲ σὲ αὐτούς, νὰ τελοῦν αὐτὴ τὴ μυστηριακὴ Πράξη «ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26). Αὺτὸ σημαίνει, ὅτι σὲ κάθε θ. Λειτουργία συνεχίζεται τὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ μετὰ τῶν μαθητῶν του, καί, ἐν ταὐτῷ, διαιωνίζεται στὴν Τράπεζα τῆς Εύχαριστίας τὸ μυστήριον τῆς θείας Ἐνσαρκώσεως, ἀφοῦ ὁ Λόγος συνεχίζει νὰ σαρκώνεται πραγματικὰ στὰ στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Ὅποιος πιστεύει σὲ ὅσα ἐδῶ μὲ εὐθύνη σᾶς κηρύττουμε, δὲν φοβεῖται νὰ προσέλθει στὸ Ποτήριον τῆς ζωῆς, γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἅγιος μὲ ἀπόλυτη ἔννοια καὶ ἀμόλυντος. Ἀμόλυντος θὰ πεῖ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ μολυνθεῖ. Κι ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ μολυνθεῖ, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μολύνει τοὺς μεταλαμβάνοντες τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του; «Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», βεβαιώνει ὁ ἴδιος (Ἰωάν., 6, 51)· καὶ συνεχίζει: «καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστι…»· «ἐὰν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (ὅ.π.).
Ἀρκετὰ εἶναι αὐτὰ γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς «ἐν σαρκί» φανερώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, καὶ γιὰ τὴ διαιώνιση τοῦ Μυστηρίου τούτου στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς ὅμως ἀνταποκρίθηκε ὁ κόσμος, οἱ ἄνθρωποι, στὴν ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ Θεοῦ;
Β΄. Στὴ φιλάνθρωπη κίνηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀναμορφώσει τὴν πεσοῦσα φύση μας, ὥστε νὰ πάψουμε πιὰ νὰ εἴμαστε «ξένοι καὶ πάροικοι», ἀλλὰ νὰ γίνουμε «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 2, 18), οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς, τὸν ἀντιμετωπίσαμε ὡς … ξένο.
Ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ γεννηθεῖ, καὶ δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ κατάλυμα γι’ αυτόν. Γεννήθηκε λοιπὸν στὶς παρυφὲς τῆς Βηθλεέμ σὰν ξένος, σὲ χῶρο ποὺ ἤτανε γιὰ ζῶα. Ἔπειτα ἄρχισε νὰ τὸν καταζητεῖ ὁ Ἡρώδης. Γι΄ αὐτὸν τὸν διωγμὸ τοῦ Ἡρώδη κατὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὴν προσφυγικὴ περιπέτεια τῆς ἁγίας οἰκογένειας στὴν Αἴγυπτο μᾶς μιλάει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς μετὰ τὰ Χριστούγεννα. Ὅταν οἱ τρεῖς μάγοι, ἀναχώρησαν γιὰ τὴ χώρα τους χωρὶς νὰ «ἀνακάμψουν πρὸς Ἡρώδην», Ἄγγελος Κυρίου φαίνεται στὸν Ἰωσήφ «κατ’ ὄναρ» καὶ τοῦ λέγει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ Μητέρα του καὶ «φεῦγε εἰς Αἴγυπτον», διότι ὁ Ἡρώδης ἀναζητεῖ τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει. Ὁ Ἰωσήφ, ὑπάκουος ὅπως πάντοτε στὴ θεία βουλή, ἀναχωρεῖ νύχτα γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ ἁγία οἰκογένεια ἔμεινε ἐκεῖ, μέχρι ποὺ ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ διέπραξε καὶ τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ φρικτὰ ἐγκλήματά του, δηλ. τὴ σφαγὴ ὅλων τῶν νηπίων τῆς Βηθλεέμ καὶ τῆς περιχώρου «ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω», βρῆκε κακό, κάκιστο θάνατο. Τότε Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται στὸν Ἰωσήφ καὶ τοῦ λέγει νὰ γυρίσει, μὲ τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του, στὴ χώρα τοῦ Ἰσραήλ, γιατὶ ἔχουν πιὰ πεθάνει ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦσαν «τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Ἐπέστρεψαν λοιπόν, καὶ πῆγαν πρὸς τὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν πόλη Ναζαρέτ· σ’ αὐτήν ἀνατράφηκε καὶ αὐτὴν ἔκανε πατρίδα του, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐπονομασία Ναζωραῖος.
Στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νηπίου Ἰησοῦ «ἐξ Αἰγύπτου», ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος – κατὰ τὴν προσφιλῆ σ’ αὐτὸν συνήθεια – βλέπει ἐκπληρούμενη τὴν προφητεία τοῦ Ὡσηὲ ποὺ λέγει· «ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ὠσ. 11, 1 στὸ Ἐβρ. κ). Ὁ προφήτης πρωτίστως άναφέρεται στὴν κλήση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου, καὶ τὴν ἀποκατάστασή του στὴ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο ἀποτελοῦσε καὶ προτύπωση τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ νέου Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία στὸ νοητὸ Φαραώ (τὸν διάβολο) καὶ τὴν ἀποκατάστασή του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ νέου Μωϋσέως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ ὁ διωγμὸς κατὰ τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἔπαψε μὲ τὴ ἐγκατάστασή του στὴ Ναζαρέτ. Οἱ συμπολίτες του ἐκεῖ, δὲν τὸν εἶδαν μὲ καλὸ μάτι· τὸν ἀντιμετώπισαν ὡς ξένο. Δύο φορὲς μάλιστα σήκωσαν πέτρες νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ἐνῶ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν ὁδήγησαν μἐχρι τὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ· ἀλλ’ αὐτὸς πέρασε κατά τρόπο θαυματουργικὸ ἀπ’ ἀνάμεσά τους κι ἔφυγε. Ἐκεῖ, στοὺς συμπατριῶτες του, εἶπε κάποτε τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας: «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐστὶ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ».
Ἀλλὰ τὶ νὰ ποῦμε γιὰ τὴν ἐχθρότητα καί τόν μέγιστο διωγμό τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῦ Ἰησοῦ; Στοιχεῖα τοῦ κορυφαίου τούτου διωγμοῦ εἶναι: οἱ συγκρούσεις μὲ τοὺς ὑποκριτὲς καὶ τυπολάτρες Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς, ὁ κατατρεγμὸς καὶ οἱ κατ’ αὐτοῦ συκοφαντίες καὶ ψευδομαρτυρίες, τὸ τυφλὸ μῖσος καὶ οἱ ἐπιθέσεις ἐναντίον του, ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἀχαριστία ποὺ τοῦ ἔδειχναν, τὰ βουλευτήρια καὶ τὰ πονηρὰ συνέδρια, ὅπου συσκέπτονταν γιὰ τὸ πῶς θὰ τὸν ξεκάμουν, ἡ προδοσία καὶ ἡ παράδοσή του στὶς ρωμαϊκὲς ἀρχὲς μὲ τὸ αἴτημα νὰ σταυρωθεῖ, τὰ φρικτὰ Πάθη ποὺ ὑπέμεινε καί, τέλος, ὁ θάνατος διὰ σταυροῦ… Ὡς ξένος γεννήθηκε, ὡς ξένος ἔζησε, ὡς ξένος πέθανε καὶ ὡς κακοῦργος. Ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ πέθανε, σὲ ξένο τάφο μπῆκε· στὸν τάφο ποὺ εἶχε λαξεύσει ὁ Ἰωσήφ, γιὰ προσωπική του χρήση πιθανότατα… Ἔτσι, ἀντὶ ἐμεῖς, ποὺ ἤμασταν «ξένοι καὶ πάροικοι» νὰ γίνουμε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἀποξενώσαμε τὸν Θεὸ άπὸ τὸν κόσμο μας καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὁ «ἠγαπημένος μαθητής» τὰ λέει ὅλα, μέσα σὲ μία φράση: «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. 1, 11).
Κι ὁ διωγμὸς τελειωμὸ δὲν ἔχει… Ὁ Ἰησοῦς, λίγο πρὸ τοῦ ἑκουσίου Πάθους του, στὶς ὑποθῆκες πρὸς τοὺς μαθητές του, εἶπε κοντὰ στ’ ἄλλα καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστοῦν στὸν κόσμο: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι» (Ἰωάν. 15, 20). Δὲν πέρασε καιρὸς καὶ οἱ διωγμοὶ ἄρχισαν, μὲ πρῶτο καὶ μεγάλο θῦμα τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ εἶναι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φυτεύθηκε στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ κόσμος τὴ βλέπει ὡς ξένη καὶ δὲν τὴν ἀνέχεται· ἂν εἶχε προέλθει ἀπὸ τὰ σπλάχνα του, ὁ κόσμος θὰ τὴν ἀγαποῦσε, ὡς δική του… Αὐτὸς ὁ πόλεμος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διωγμὸς κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί, καθὼς τὸ εἴπαμε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός· «ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. 5, 30).
Ἀδελφοί.
Τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως μπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ σ΄ ἐμᾶς ὑπὸ δύο προϋποθέσεις: ἡ μία εἶναι νὰ τό προσκυνήσουμε μὲ πίστη καὶ μετάνοια, καὶ ἡ ἄλλη εἶναι: ὁ Χριστὸς νὰ πάψει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ξένος, ἀλλὰ νὰ εἶναι οἰκεῖος μας, δικός μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου