Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Λάμπρος Τσιάρας,
Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος Ι. Μ. Ιωαννίνων
Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο
της Εξόδου, αναφέρεται ένα φαινόμενο θαυμαστό, διά του οποίου ο Θεός έδειχνε
πόσο κοντά ήταν στο λαό του τον Ισραήλ και πόσο τον προστάτευε. Πρόκειται για
την εμφάνιση υπεράνω του λαού μιας νεφέλης, μέσω της οποίας ο Θεός οδηγούσε τον
λαό κατά την έξοδό του από την Αίγυπτο. «Ο δε Θεός ηγείτο αυτών, ημέρας μεν εν
στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα εν στύλω πυρός» (Έξ.
13,21). Την ημέρα η νεφέλη έδειχνε το δρόμο, και συνάμα έριχνε τη σκιά της για
να δροσίζει τον πορευόμενο λαό, και τη νύχτα έριχνε φως για να τον φωτίζει.
Αυτή όριζε –δηλαδή ο Θεός μέσω αυτής- πότε, που και για πόσο χρόνο οι
Ισραηλίτες έπρεπε να στρατοπεδεύσουν. Η νεφέλη, που φαινόταν να κατεβαίνει από
τον ουρανό, πότε προπορευόταν του λαού, για να του δείχνει προς τα που να
πορεύεται, πότε έμενε πίσω, ως οπισθοφυλακή. Ταυτόχρονα αναπαυόταν επί της
Σκηνής∙ και πολλές φορές ο Θεός μιλούσε στο Μωϋσή και τον Ααρών μέσα από τη
νεφέλη. Όταν οι Ισραηλίτες βρέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο, μπροστά τους να
απλώνεται η θάλασσα και πίσω τους να έρχεται ολοταχώς ο στρατός και τα άρματα
του Φαραώ, η νεφέλη πήγε και στάθηκε πίσω, ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, και
έγινε σκοτάδι και πυκνή ομίχλη, ώσπου πέρασε η νύχτα, χωρίς τα στρατόπεδα να
πλησιάσουν το ένα το άλλο, και στο ξημέρωμα έγινε η θαυμαστή διάβαση της
Ερυθράς θαλάσσης «ως διά ξηράς», και σώθηκε ο λαός.
Η
Βυζαντινή παράδοση –και ιδίως η ιερή Υμνογραφία- είδε στη νεφέλη εμφανή την
προτύπωση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία, ως άλλη νεφέλη, «πλατυτέρα» εκείνης
–της παλαιάς- ασυγκρίτως «πλατυτέρα», σκέπει, προστατεύει και οδηγεί τον νέο
Ισραήλ στην πορεία του προς την «επιλεγμένη» ουράνια γη. Στους Βυζαντινούς,
αλλά και τους νεότερους χρόνους, η Παναγία πιστεύεται και είναι η Οδηγήτρια των
πιστών στη Βασιλεία του Θεού. Στη σύνδεση αυτή της νεφέλης με την Παναγία
συνετέλεσαν και διάφορα γεγονότα, που σχετίζονται με την ιστορία της Βασιλίδος
των πόλεων, της Κωνσταντινούπολης, και τη διάσωσή της από διάφορους εχθρούς που
την επιβουλεύονταν. Είναι γνωστό, ότι σε ώρες δύσκολες για τη Βυζαντινή
αυτοκρατορία και για τη Βασιλεύουσα (επιδρομές αλλοφύλων, πολιορκίες), ο λαός
του Θεού με τους άρχοντές του προσευχόταν στη Μεγάλη Εκκλησία∙ δεν είναι δε
λίγες οι φορές που άνθρωποι ευλαβείς έβλεπαν με τα μάτια τους την Παναγἰα να
προσεύχεται για την Πόλη, και να έχει το πέπλο της απλωμένο πάνω από αυτήν και
να την σκεπάζει…
Ο
πρώτος, που είδε αυτό το όραμα της θείας Σκέπης, ήταν ο Άγιος Ανδρέας, ο «διά
Χριστόν σαλός». Το όραμα του Αγίου έχει ως εξής: Σε αγρυπνία που ετελείτο στο
ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, κατά την τέταρτη ώρα της νύχτας, ο Άγιος
Ανδρέας, αφοσιωμένος στην προσευχή, είδε με τα μάτια του την Υπεραγία Θεοτόκο
να στέκεται στην πύλη του Νάρθηκα, περιστοιχιζόμενη από μια φοβερή ακολουθία
Προφητών, Αποστόλων και Αγγέλων, και υποβασταζόμενη από τον Τίμιο Πρόδρομο.
Όταν έφτασε στο μέσον του ναού η μεγαλοπρεπής γυναίκα, έκλινε τα γόνατα και
προσευχήθηκε επί μακρόν και μετά δακρύων υπέρ της σωτηρίας του κόσμου και υπέρ
του «περιεστώτος» λαοῦ. Έπειτα εισήλθε στο Άγιο Βήμα, άνοιξε τη λάρνακα, πήρε
το άγιο μαφόρι της που φυλασσόταν εκεί, και από τα Βημόθυρα το άπλωσε απάνω από
το εκκλησίασμα. Μετά από αυτό αναχώρησε προς τον ουρανό και χάθηκε…
Γνωρίζουμε,
ότι κατ’ εκείνο τον καιρό η Βασιλεύουσα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο να πέσει στα
χέρια των Αγαρηνών. Όμως το όραμα του Αγίου
Ανδρέα –που δεν άργησε να διαδοθεί παντού, στόμα με στόμα- έδωσε θάρρος στο λαό
κι ελπίδα∙ κι όταν με τη βοήθεια της Παναγιάς γλύτωσε από τον κίνδυνο, γιόρτασε
και ύμνησε δεόντως την αγία Σκέπη και προστασία της. Από τότε θεσπίστηκε το γεγονός
ως μία ακόμη θεομητορική γιορτή, και ορίσθηκε η 1η Οκτωβρίου ως
ημέρα εορτής της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, εις ανάμνησιν της
οπτασίας που είδε ο άγιος Ανδρέας, και για να θυμόμαστε οι πιστοί ευγνωμόνως την
Υπέρμαχο Στρατηγό, που μας σκεπάζει και μας προστατεύει πάντοτε από αοράτους
και ορατούς εχθρούς.
Κατά
ταύτα, η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, πέραν της θεολογικής
της σημασίας, παρουσιάζει και κάτι το ιδιάζον εν σχέσει προς τις λοιπές
θεομητορικές γιορτές, συνδέεται δηλαδή και με τις αγωνίες του ορθόδοξου λαού
της Βασιλεύουσας και, εν συνεχεία, του νέου Ελληνισμού στις κρίσιμες στιγμές
του βίου του.
Αλλ’
εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες –για την ακρίβεια οι παληότεροι από εμας- ζήσαμε
προσφάτως μια ακόμη προσφυγή μας στη βοήθεια της Παναγίας, τότε που μια μεγάλη
δύναμη επιβουλεύθηκε την ακεραιότητα της πατρίδας μας και απείλησε την
ελευθερία μας. Μιλούμε για τις μέρες του ιστορικού «ΟΧΙ» στον πόλεμο του 1940,
τη νικηφόρο έκβαση του οποίου η συνείδηση σύμπαντος του Ελληνισμού αποδίδει
κατά μέγιστο βαθμό στην Υπέρμαχο Στρατηγό, η οποία –κατά μαρτυρίες πολλών-
περιέσκεπε τις Ελληνικές στρατιές και τις προστάτευε από τις εχθρικές
προσβολές. Οι μεγαλύτεροι έχουμε ακούσει από ανθρώπους, που είχαν πάρει μέρος
σε αυτό τον πόλεμο, διηγήσεις για εμφανίσεις της Παναγίας και για υπερφυσικές
εμπειρίες που είδαν κι έζησαν οι ίδιοι τις μέρες εκείνες του ’40.
Λίγα
χρόνια μετά από το έπος εκείνο, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων Βλάχος –ο από Ιωαννίνων-,
εκφράζοντας τα αισθήματα ευγνωμοσύνης των απανταχού Ελλήνων προς την Θεοτόκο
που έσωσε την πατρίδα μας από τα επικρεμασθέντα δεινά, έκρινε ως εύλογο και
συνεπές προς την ενιαία Βυζαντινή, και τη μεταγενέστερη νεοελληνική παράδοση, ο
ετήσιος πανηγυρισμός του «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου να προσλάβει κι
έναν θρησκευτικό, ας το πούμε κι έτσι, χαρακτήρα, πού ούτως ή άλλως «κέκτηται».
Εισηγήθηκε λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων το 1952, και η Ιερά Σύνοδος της
Εκκλησίας της Ελλάδος ομόφωνα επικρότησε την πρότασή του, όπως από το έτος
εκείνο η γιορτή Αγίας Σκέπης, που ήταν την 1η Οκτωβρίου, να
εορτάζεται την 28η, συνδυασμένη προς την Εθνική μας εορτή.
Η
θεομητορική γιορτή της Αγίας Σκέπης, όσο κι αν έχει για μας έναν ιδιάζοντα
–καθώς τα είπαμε- χαρακτήρα, από της θεσπίσεώς της ως τα σήμερα, πρέπει να
πούμε, ότι έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια των τοπικών περιστάσεων κι από
περιορισμένο τοπικό γεγονός, απλώθηκε παντού στον κόσμο κι απέκτησε οικουμενική
σκοπιά και νόημα. Αυτό που κυριαρχεί τώρα στη γιορτή της Αγίας Σκέπης είναι η
εικόνα μιας Μητέρας που παρηγορεί τα όπου γης βασανισμένα παιδιά της, η εικόνα
μιας Μητέρας που αγαπάει, που συγχωρεί∙ μιας Μητέρας που παραστέκει στον
ανθρώπινο πόνο, αφού, πονεμένη μάνα κι αυτή, ξέρει καλά από πόνο…
Είναι
βέβαιο –και να το πιστεύετε- ότι η Παναγία Μητέρα δεν προσευχήθηκε και δεν
έκλαψε μόνο τότε, πριν από χίλια χρόνια, στο ναό των Βλαχερνών, αλλά
προσεύχεται και κλαίει σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο και θα το κάνει αυτό
μέχρι τα τέλη των αιώνων. Το ιερό πέπλο της δεν προστατεύει μόνο εκείνους που
ήσαν παρόντες τότε, στην αγρυπνία του ναού της. Σκεπάζει και προστατεύει κάθε
γενιά σε κάθε τόπο. Φυλάσσει υπό την Σκέπη της και όλους εμάς τους αμαρτωλούς,
που άλλη πλην αυτής μεσιτεία προς Θεόν «ουκ έχομεν». Γεμάτη αγάπη και συμπάθεια,
απαντά στην αμαρτία και την κακία μας με προσευχές και δάκρυα. Στα βάσανά μας
και στις θλίψεις μας συμπάσχει… Πιστεύουμε ότι και στις κρίσιμες μέρες που
περνά η Πατρίδα μας, η Παναγία Μητέρα μεσιτεύει στο Θεό με προσευχές και δάκρυα
υπέρ ημών. Κατά πόσο βέβαια εμείς αισθανόμαστε απάνω μας το προστατευτικό της
πέπλο, είναι αυτό ένα ερώτημα… Όπως και να ‘χει, η απαστράπτουσα εικόνα της
Θεοτόκου ως μεσίτριας, ως παρηγορήτριας και ως Σκέπης του κόσμου είναι μαζί
μας, μέσα μας. Η γιορτή της, η γιορτή της Αγίας Σκέπης, είναι για μας ευκαιρία
να επιστρέψουμε και να ανακαλύψουμε στο πανάγιο Πρόσωπο της Παρθένου τη νοητή
νεφέλη, που μας συνοδεύει στην πορεία μας, την οδηγήτρια, που μας οδηγεί στην
υπεσχημένη Βασιλεία του Θεού.
«Υπερένδοξε,
αειπάρθενε, ευλογημένη Θεοτόκε… φύλαξον ημάς υπό την ΣΚΕΠΗΝ σου».