Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

«Ήταν κοντά ο Θεός…»


 

«Τις νύκτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε/Ήταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου/ Και μονάχα ύστερα ησυχία/ Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς/ Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά/ Από τους βράχους ως τα βουνά μας οδηγούσε ο Γαλαξίας/ Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντά ο Θεός…».

Γιώργος Σαραντάρης

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

«O δικός μας άγιος Βασίλης...»


 

«O δικός μας άγιος Βασίλης ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ως την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ως την Κύπρο. Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε. Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του. Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λες και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα...».

Δημήτρης Λουκάτος, «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών».

«Τα Χριστούγεννα του Κουρεντή»


 

Γράφει ο π. Θωμάς Ανδρέου*

Μ’ αρέσει να ακούω ιστορίες, αλλά περισσότερο μ’ αρέσει να τις αφηγούμαι στους άλλους! Δεν είναι καλό, τα καλά να τα κρατάς για σένα. Και τώρα ψάχνοντας το σεντούκι της μνήμης μου, θέλησα να ζωντανέψω στην σκέψη, τον Κωνσταντή τον Κουρεντή, τον τραγικό ήρωα μιας τραγικής εποχής.
Δεν είναι παραμύθι αλλά μια αληθινή ιστορία που συνέβει κάποια Χριστούγεννα, όχι πολύ μακρινά στο ορεινό χωριό της Μακεδονικής γης, στην οποία ζωντανεύει ο πρωταγωνιστής όταν οι άνθρωποι συχνά πυκνά τον θυμούνται.

Κάποιοι λένε πως ήταν τρελός και κάποιοι πως έκανε τον τρελό! Το θέμα όπως και να χει ήταν πως ο Κουρεντής είχε το τίτλο του τρελού του χωριού και το περίεργο είναι πως καμάρωνε κιόλας. Άκακος και ακίνδυνος ήταν ο φουκαράς, μόνο μικροσκανταλιές έκανε από καιρού εις καιρόν κιαν καμιά φορά άκουγε το γνωστό: ’’να σε κλείσουν στο τρελάδικο να ησυχάσεις’’, εκείνος έπαιρνε ύφος σοβαρό και κάνοντας βαθεία υπόκλιση απαντούσε στον προσβολέα: ’’σας ευχαριστώ πολύ, εκεί είμαι 35 χρόνια τώρα’’, εννοώντας ασφαλώς το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε…

Και αν βρισκόταν κανείς να τον προφτάσει του δινε καμιά, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό που ο Κουρεντής πίστευε και ομολογούσε: πως οι πραγματικά τρελοί, δεν είναι κλειδωμένοι αλλά λεύτεροι… Ούτε λόγος να ανταποδώσει ο Κουρεντής τις προσβολές ακόμα και τα λακτίσματα που αν δεν πρόφταινε να τρέξει να τα αποφύγει τα δεχόταν και αυτά καρτερικά από τους συγχωριανούς του.

Κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, ακόμα και τα πιτσιρίκια που έβλεπαν τους γονείς τους να φέρονται έτσι στο δόλιο τον Κουρεντή, χαχάνιζαν πειρακτικά και του έκαναν ακόμα χειρότερα… Ο Κουρεντής όμως, άνθρωπος γνησίας υπομονής, χαμογελούσε καρτερικά στους διώκτες του και πολλές φορές τους έφερνε σε αμηχανία, όταν σε ανύποπτο χρόνο, τους πλησίαζε γιομίζοντας τις φούχτες τους καλούδια διάφορα, γλυκίσματα και καραμέλες που από καμιά φορά είχε την καλοσύνη να τον φιλέψει καμιά Χριστιανή, όταν τον έβλεπε να περνά έξωθεν του σπιτιού της.

Η κίνησις αυτή, συγκινούσε τους αποδέκτας, που επ’ ολίγον κοιτούσαν με χαμόγελο τον Κουρεντή. Χαμόγελο που χανόταν πάραυτα όταν ο ευλογημένος κινούσε πάλι τα παράξενα του, βγάζοντας κοροϊδευτικά την γλώσσα του, έκανε ένα σάλτο και έφευγε τρέχοντας αφήνοντας τον άνθρωπο να τον κοιτά σαστισμένος…

-«Αχ! Βρε τρελέ...» μονολογούσε αδιάφορα ο αποδέκτης των γλυκισμάτων, συνεχίζοντας τον δρόμο του, κουνώντας περιφρονητικά την κεφαλή του… Έκανε και άλλα παράξενα ο Κωνσταντής ο Κουρεντής, ο τρελός και πάμπτωχος κουρελής, που χαίρονταν να τον εξονομάζουν τρελό, θλιβερό προσωνύμιο, αρεστόν στον αποδέκτη του. 

Έλα όμως, που δεν έμενε μόνο σ’ αυτά, ο ευλογημένος. Ένα από τα καμώματα του, ήταν να πηγαίνει τα Σαββατόβραδα που όταν εσπέριζε ο Παπάς, κάποιες φιλόθεες γυναίκες, πήγαιναν τα πρόσφορα, το λάδι και το νάμα στην Εκκλησία, να τα προσφέρουν στον Θεό, να γίνει η Λειτουργία. Παρακολουθούσε λοιπόν κρυμμένος ο Κουρεντής κιαν έβλεπε καμιά που δεν μιλούσε με κάποιον να κρατά το πρόσφορο και το νάμα, έτρεχε ξαφνικά καταπάνω της και της βούταγε από τα χέρια τα προσφερόμενα, αφήνοντας την δύσμοιρη γραία να τον κοιτά αποσβολωμένη, όταν εκείνος σχεδόν κραύγαζε: «Έλα δω! Δεν είναι για το Θεό αυτά! Να πας πρώτα να συμφιλιωθείς με τον τάδε που χρόνια δεν μιλάτε και μετά να κάνεις πρόσφορα για την Εκκλησία…».

Είχε γίνει ο τρελός, ο φόβος και ο τρόμος των γραιών που απηυδισμένες πλέον, κρυφοκοιτούσαν τον δρόμο έξω από το σπίτι τους, να περάσει ο Παπάς για τον εσπερινό, να τα δώσουν στα χέρια του γιατί ήξεραν πως από τα χέρια του Παπά, δεν θα τα πείραζε ο Κουρεντής! Έφτανε φορτωμένος ο σεβάσμιος λειτουργός με τα πρόσφορα στην Εκκλησία κιαν το μάτι του έβλεπε κάπου τον Κουρεντή να έχει στήσει καρτέρι στις δύσμοιρες γραίες, του φώναζε με χαμόγελο: «Ε! Κωνσταντή. Πάλι εγώ φορτώθηκα τα καμώματα σου…».

Ο Ιερεύς, ολιγογράμματος αλλά φιλόθεος και ευλαβής Παπάς, μελετούσε την Αγία Γραφή και κάποτε στάθηκε στην φράση «ημείς μωροί δια Χριστόν» του Αποστόλου Παύλου από την ‘Α προς Κορινθίους επιστολή. Ο λογισμός του, φευγαλέα πήγε στον Κουρεντή!

-Μπααα! Μονολόγησε ο παππούλης, δεν μπορεί…

Και όμως! Όσες τρέλες έκανε έξω ο Κωνσταντής, τόσο ευλαβής ήταν μέσα στον Ναό του Θεού. Έπιανε μια γωνιά, σαν τον τελώνη, να μην φαίνεται στους άνθρώπους και κει γονατιστός, κρυμμένος από τα αδιάκριτα βλέμματα, σηκωνόταν μόνο στο τέλος που απολειτουργούσε ο Παπάς, να πάει να πάρει αντίδωρο από το χέρι του. Κοινωνούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα και κείνες τις φορές, ο ίδιος κρυμμένος, δεν κατάφερνε να κρύψει τους λυγμούς των δακρύων του, την ώρα που μιλούσε η ψυχή του στον Θεό!

Έφθασε η μέρα η Αγία και μεγάλη της Θείας Γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού. Όλοι οι χωριανοί, λαμπροφορεμένοι τα γιορτινά τους, πήγαν στην Εκκλησία. Μαζί και ο Κουρεντής. Γλύκαναν οι ψυχές στο άκουσμα της θείας αναγγελίας; «Χριστός γεννάται δοξάσατε!» Υποκλίθηκε το ανθρώπινο γένος, εμπρός στο θαύμα: Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό…

Ο Κουρεντής, στο άκουσμα της κλήσεως του Ιερέως να μεταλάβουν οι πιστοί τον Χριστό, πήγε σιγά-σιγά να μεταλάβει και εκείνος. Μόνο που βαδίζοντας προς την Ωραία Πύλη, ταυτόχρονα μετάνιζε αριστερά και δεξιά μουρμουρίζοντας συνεχώς: «Σχωράτε με αδελφοι. Χριστούγεννα σήμερα, χαρά στον κόσμο. Μην κρατάτε κακία σε κανέναν, ούτε σε εμέ τον τρελό…». Κάποιοι, θεωρούσαν και αυτό ένα από τα γνωστά του καμώματα του φτωχού και άσημου συγχωριανού τους. Εκεί δε που έσκασαν όλοι στα γέλια, ήταν όταν στην έξοδο της Εκκλησίας όταν βγήκαν όλοι μαζί, εμφανίσθηκε και ο Κουρεντής κρατών την αναμμένη λαμπάδα φωνάζοντας: «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος…».

-Ε, τρελέ! Μπέρδεψες τις γιορτάδες…, του φώναξε ένας εκ των εξερχομένων που μόλις είχε πάρει την ευλογία του Θεού, μέσα από την Εκκλησία κρατώντας σφικτά το αντίδωρο, μπας και του φύγει η ευλογία μέσα από τα χέρια… Χαχανητά συνόδεψαν το δεικτικό σχόλιο, που δεν έφθασαν όμως στα αφτιά του Κουρεντή, μιας και ο ίδιος είχε ήδη απομακρυνθεί, κρατώντας άσβεστη την λαμπάδα στα χέρια του.

Έφθασε ο Κουρεντής στο σπιτάκι που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Άνοιξε την παλιά πόρτα και μπήκε μέσα ευθυτενής ,ψάλλοντας στεντορεία τη φωνή: «Χριστός γεννάται δοξάσατε…». Το σπιτάκι, σιωπηλό και πεντακάθαρο, περίμενε τον νοικοκύρη του. Χρόνια είχε να κτυπήσει άνθρωπος την πόρτα του, να διασχίσει το κατώφλι του, να δει πως ζει ο Κουρεντής. Ποιος είχε την διάθεση, να ασχοληθεί με έναν τρελό! Όμως καμιά φορά δεν παραπονέθηκε για την απαξιωτική συμπεριφορά των συγχωριανών του.

Μέσα στο σπίτι, έκαιγε νυχθημερόν αναμμένο καντήλι εμπρός στα παλαιά εικονίσματα, αρχαία κειμήλια της οικογένειας του. Δυο τρία εκκλησιαστικά βιβλία , όπως ο Συνέκδημος και το ψαλτήρι, αφημένα πρόχειρα στο τραπέζι μαρτυρούσαν πως βρίσκονταν σε χρήση. Λίγο φαγητό, επιμελώς  τοποθετημένο στο τραπέζι, περίμενε τον Κουρεντή να κάμει και αυτός Χριστούγεννα, μόνος, ολομόναχος χωρίς γέλια και χαρές και τραγούδια χωρίς κανέναν να του ευχηθεί την μεγάλη αυτή μέρα, στον άμοιρο τρελό της διπλανής πόρτας.

Χριστούγεννα… Εορτή χαράς για όλους, μικρούς και μεγάλους. Όμως, κάθε σπίτι γιορτάζει διαφορετικά. Ποιος ξέρει τι γίνεται στην διπλανή πόρτα, σκέφθηκε ο Κουρεντής κάνοντας τον σταυρό καθήμενος στο δικό του γιορταστικό, μοναχικό τραπέζι. Το περίεργο είναι πως έλαμπε από χαρά κι ας ήταν μόνος. Μόνος σε έναν κόσμο που αδιαφορεί για τον άλλον, τον διπλανό του. Που έμαθε να ζει το σήμερα, χωρίς να ελπίζει για το αύριο… Και όμως! Γεννήθηκε η χαρά στον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν το κατάλαβε…

Δειλά κτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Έτρεξε περιχαρής ο Κουρεντής να ανοίξει μιας και τόσα χρόνια κανείς δεν είχε φιλοτιμηθεί να την κτυπήσει.  Στο άνοιγμα φάνηκε η μορφή του ευλαβούς Ιερέως του χωρίου. Κρατούσε μικρό πανεράκι στα χέρια του γεμάτο από τα εόρτια εδέσματα, γλυκίσματα και ένα μπουκάλι κρασί. Ο Κουρεντής, του φίλησε με σεβασμό το χέρι του και εκείνος αφού πέρασε μέσα, κάθισε σε μια καρέκλα. Ο Κουρεντής σιωπηλός στάθηκε μπροστά στον λειτουργό του Υψίστου. - Κωνσταντή παιδί μου, τέτοια μέρα που ναι θέλησα να σου φέρω λίγα πραγματάκια από τα χέρια της παπαδιάς με αγάπη αδελφέ! Χριστός Γεννάται! Είπε ο Ιερεύς. - Αληθώς Ανέστη ο Κύριος! Απάντησε ο Κωνσταντής… - Βρε παιδί μου, συνέχισε ο Παπάς λίγο πειραγμένος, Χριστούγεννα έχουμε, Ανάσταση μελετάς; - Παππούλη, αν δεν ήταν η Γέννηση δεν θα είχαμε την ελπίδα της Αναστάσεως, αυτό δεν γράφουν και τα βιβλία; Ρώτησε με παιδική αφέλεια ο Κουρεντής. - Ε… ψέλλισε ο Ιερέας, ναι… έτσι είναι! Αλλά τι μελετάς τώρα…

Ο Κουρεντής δεν απάντησε. Ένα χαμόγελο μοναχά φάνηκε να στολίζει το αγαθό πρόσωπο του, φωτίζοντας το ακόμη περισσότερο. Σηκώθηκε ο Ιερεύς να φύγει. Ο Κουρεντής του φίλησε το χέρι του ξανά.

- Παππούλη, του λέει, σχώρα με αν σε πίκρανα!

- Ποτέ δεν με πίκρανες, του απάντησε ο Ιερεύς και στράφηκε να φύγει. Φτάνοντας στην πόρτα μονολόγησε: «Εεε! Κωνσταντή, μακάρι με τέτοιες πίκρες μοναχά, να πίκραιναν οι άνθρωποι τους ανθρώπους…». 
Άνοιξε την πόρτα και στράφηκε πίσω να χαιρετίσει τον Κουρεντή. Τον είδε καθιστό στο κάθισμα να του χαμογελά!
- Άντε παιδί μου ώρα καλή, του λέει. 
Ο Κωνσταντής δεν απάντησε. -Έ, Κωνσταντή φεύγω, ξανάπε πιο δυνατά ο Ιερεύς. Ο Κωνσταντής ακίνητος χαμογελούσε…


Με αγωνία ο Ιερεύς πλησίασε και του έπιασε το ακίνητο χέρι. Ο Κωνσταντής μέσα σε δευτερόλεπτα, έφυγε από την Γέννηση για την ελπίδα της Αναστάσεως έτσι όπως το φώναζε στους άλλους…
Σταυροκοπήθηκε ο Ιερεύς. Με μιας πέρασαν όλα μαζί από τον νου του. Τους το χε πει ο Κουρεντής με τρόπο το φευγιό του, αλλά δεν το κατάλαβαν, όπως δεν κατάλαβαν τόσα άλλα, από τον τρελό και άσημο Κωνσταντή τον Κουρεντή που τα Χριστούγεννα εκείνα τα έζησε όπως κανείς, ο φτωχός, ο άσημος Κουρεντής, ο τρελός για τους ανθρώπους, ο Άγιος του Θεού του Υψίστου… 



*Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου π. Θωμάς Ανδρέου, είναι Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μ. Ιωαννίνων.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

«Ο Χριστός γεννιέται στην καρδιά μας...»


 
«Ας είμαστε ειλικρινείς, η εορτή των Χριστουγέννων δεν είναι για τους δυνατούς, ισχυρούς και καταναλωτές του εφήμερου. Ο Χριστός γεννιέται σε μια βρώμικη, λασπωμένη και σκοτεινή φάντη, στάβλο δηλαδή, γιατί ακριβώς έχει έρθει γι’ όλους τους «κολασμένους» και τα ρημαδιά της γης, που τα έχουν κάνει χάλια στην ζωή τους. Για εκείνους που δεν αισθάνονται άψογοι και τέλειοι, ούτε άτρωτοι, πολλώ δε μάλλον παντοδύναμοι. Ο Χριστός κενώνει τον εαυτό του από την θεϊκή Του δόξα, χάνει την ουράνια λάμψη του, για να γεννηθεί σε κάθε ψυχή και ανθρώπινη καρδιά που αισθάνεται Φάτνη, δηλαδή που νιώθει την σκοτεινιά και την βρωμιά της. 
Όχι, δεν τον φοβίζει το σκοτάδι μας, μήτε η παγωνιά της αμαρτία μας, οι λάσπες του βίου μας και τα βρώμικα χνώτα μας, δεν μπορούν να αποτρέψουν την θυσιαστική του αγάπη. Ο Χριστός δεν αγαπάει μονάχα τα φωτεινά μας σημεία, αλλά κυρίως τα σκοτάδια μας, γιατί ξέρει ότι εκεί στα ανείπωτα, τις περισσότερες φορές κρύβονται τα πληγωμένα, μα ωστόσο ωραιότερα και πιο δυναμικά στοιχεία της προσωπικότητα μας. 


Ο Θεός δεν συνεργάζεται μονάχα με εκείνο που υπήρξαμε ή υπάρχουμε, αλλά κυρίως με αυτό που μπορούμε να γίνουμε, κι εμείς δεν το γνωρίζουμε. Μιλάει πρωτίστως με τον βαθύτερο εαυτό μας. Γι' αυτό πολλές φορές αισθανόμαστε ότι σιωπά απέναντι στις δοκιμασίες μας, διότι δεν λαμβάνουμε απαντήσεις στα ερωτήματα του νου μας. Ο Χριστός όμως μιλάει και με την ψυχή μας, σε ένα άλλο χρόνο και αδιόρατο δια των αισθήσεων τόπο, και τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου έρχονται ως θαύμα πολλές φορές στην ζωή μας.
Ο Θεός, μονάχα εκείνος, γνωρίζει την ιστορία της ψυχής μας. Ξέρει ότι πίσω από τα λάθη μας κρύβονται πληγές, πίσω από τις αμαρτίες μας φόβοι και χαώδη ψυχικά κενά, πίσω από την άρνηση μας, τραυματικές επώδυνες εμπειρίες.
Γνωρίζει ο Χριστός ότι μέσα μας, όσο σκοτεινή κι αν είναι η φάντη της καρδιάς μας, όσο λασπωμένη και βρώμικη, μπορεί να γεννηθεί το «παιδί», το θεϊκό «βρέφος», μπορεί να ξεφύγει από τον Ηρώδη που το καταδιώκει, είναι δυνατόν ακόμη και με τα λάθη και τα πάθη μας, με τις πληγές και τα τραύματα μας, να δούμε στα μάτια του εν Βηθλεέμ βρέφους την δική μας ξεχασμένη «θεική» αθωότητα. Να θυμηθούμε ξανά εκείνο που λησμονήσαμε οτι ο Χριστός γεννιέται στην καρδιά μας κάθε φορά που επιλέγουμε να κοιτάξουμε μέσα μας ένα κρυμμένο ξεχασμένο Θεό, που έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς "θεοί"...». 

π. λίβυος