Γράφει ο π. Θωμάς Ανδρέου*
Μ’ αρέσει να
ακούω ιστορίες, αλλά περισσότερο μ’ αρέσει να τις αφηγούμαι στους άλλους! Δεν
είναι καλό, τα καλά να τα κρατάς για σένα. Και τώρα ψάχνοντας το σεντούκι της
μνήμης μου, θέλησα να ζωντανέψω στην σκέψη, τον Κωνσταντή τον Κουρεντή, τον
τραγικό ήρωα μιας τραγικής εποχής.
Δεν είναι παραμύθι αλλά μια αληθινή ιστορία που
συνέβει κάποια Χριστούγεννα, όχι πολύ μακρινά στο ορεινό χωριό της Μακεδονικής
γης, στην οποία ζωντανεύει ο πρωταγωνιστής όταν οι άνθρωποι συχνά πυκνά τον
θυμούνται.
Κάποιοι λένε πως ήταν τρελός και κάποιοι πως έκανε τον
τρελό! Το θέμα όπως και να χει ήταν πως ο Κουρεντής είχε το τίτλο του τρελού
του χωριού και το περίεργο είναι πως καμάρωνε κιόλας. Άκακος και ακίνδυνος ήταν
ο φουκαράς, μόνο μικροσκανταλιές έκανε από καιρού εις καιρόν κιαν καμιά φορά
άκουγε το γνωστό: ’’να σε κλείσουν στο τρελάδικο να ησυχάσεις’’, εκείνος
έπαιρνε ύφος σοβαρό και κάνοντας βαθεία υπόκλιση απαντούσε στον προσβολέα: ’’σας ευχαριστώ πολύ, εκεί είμαι 35 χρόνια τώρα’’, εννοώντας ασφαλώς το χωριό που
γεννήθηκε και μεγάλωσε…
Και αν βρισκόταν κανείς να τον προφτάσει του δινε
καμιά, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό που ο Κουρεντής πίστευε και ομολογούσε:
πως οι πραγματικά τρελοί, δεν είναι κλειδωμένοι αλλά λεύτεροι… Ούτε λόγος να
ανταποδώσει ο Κουρεντής τις προσβολές ακόμα και τα λακτίσματα που αν δεν
πρόφταινε να τρέξει να τα αποφύγει τα δεχόταν και αυτά καρτερικά από τους
συγχωριανούς του.
Κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, ακόμα και τα
πιτσιρίκια που έβλεπαν τους γονείς τους να φέρονται έτσι στο δόλιο τον Κουρεντή,
χαχάνιζαν πειρακτικά και του έκαναν ακόμα χειρότερα… Ο Κουρεντής όμως, άνθρωπος
γνησίας υπομονής, χαμογελούσε καρτερικά στους διώκτες του και πολλές φορές τους
έφερνε σε αμηχανία, όταν σε ανύποπτο χρόνο, τους πλησίαζε γιομίζοντας τις
φούχτες τους καλούδια διάφορα, γλυκίσματα και καραμέλες που από καμιά φορά είχε
την καλοσύνη να τον φιλέψει καμιά Χριστιανή, όταν τον έβλεπε να περνά έξωθεν
του σπιτιού της.
Η κίνησις αυτή, συγκινούσε τους αποδέκτας, που επ’
ολίγον κοιτούσαν με χαμόγελο τον Κουρεντή. Χαμόγελο που χανόταν πάραυτα όταν ο
ευλογημένος κινούσε πάλι τα παράξενα του, βγάζοντας κοροϊδευτικά την γλώσσα του, έκανε ένα σάλτο και έφευγε τρέχοντας αφήνοντας τον άνθρωπο να τον κοιτά
σαστισμένος…
-«Αχ! Βρε τρελέ...» μονολογούσε αδιάφορα ο αποδέκτης
των γλυκισμάτων, συνεχίζοντας τον δρόμο του, κουνώντας περιφρονητικά την κεφαλή
του… Έκανε και άλλα παράξενα ο Κωνσταντής ο Κουρεντής, ο τρελός και πάμπτωχος
κουρελής, που χαίρονταν να τον εξονομάζουν τρελό, θλιβερό προσωνύμιο, αρεστόν
στον αποδέκτη του.
Έλα όμως, που δεν έμενε μόνο σ’ αυτά, ο ευλογημένος.
Ένα από τα καμώματα του, ήταν να πηγαίνει τα Σαββατόβραδα που όταν εσπέριζε ο
Παπάς, κάποιες φιλόθεες γυναίκες, πήγαιναν τα πρόσφορα, το λάδι και το νάμα
στην Εκκλησία, να τα προσφέρουν στον Θεό, να γίνει η Λειτουργία. Παρακολουθούσε
λοιπόν κρυμμένος ο Κουρεντής κιαν έβλεπε καμιά που δεν μιλούσε με κάποιον να
κρατά το πρόσφορο και το νάμα, έτρεχε ξαφνικά καταπάνω της και της βούταγε από
τα χέρια τα προσφερόμενα, αφήνοντας την δύσμοιρη γραία να τον κοιτά
αποσβολωμένη, όταν εκείνος σχεδόν κραύγαζε: «Έλα δω! Δεν είναι για το Θεό
αυτά! Να πας πρώτα να συμφιλιωθείς με τον τάδε που χρόνια δεν μιλάτε και μετά
να κάνεις πρόσφορα για την Εκκλησία…».
Είχε γίνει ο τρελός, ο φόβος και ο τρόμος των γραιών
που απηυδισμένες πλέον, κρυφοκοιτούσαν τον δρόμο έξω από το σπίτι τους, να
περάσει ο Παπάς για τον εσπερινό, να τα δώσουν στα χέρια του γιατί ήξεραν πως
από τα χέρια του Παπά, δεν θα τα πείραζε ο Κουρεντής! Έφτανε φορτωμένος ο σεβάσμιος
λειτουργός με τα πρόσφορα στην Εκκλησία κιαν το μάτι του έβλεπε κάπου τον
Κουρεντή να έχει στήσει καρτέρι στις δύσμοιρες γραίες, του φώναζε με χαμόγελο:
«Ε! Κωνσταντή. Πάλι εγώ φορτώθηκα τα καμώματα σου…».
Ο Ιερεύς, ολιγογράμματος αλλά φιλόθεος και ευλαβής
Παπάς, μελετούσε την Αγία Γραφή και κάποτε στάθηκε στην φράση «ημείς μωροί δια
Χριστόν» του Αποστόλου Παύλου από την ‘Α προς Κορινθίους επιστολή. Ο λογισμός
του, φευγαλέα πήγε στον Κουρεντή!
-Μπααα! Μονολόγησε ο παππούλης, δεν μπορεί…
Και όμως! Όσες τρέλες έκανε έξω ο Κωνσταντής, τόσο
ευλαβής ήταν μέσα στον Ναό του Θεού. Έπιανε μια γωνιά, σαν τον τελώνη, να μην
φαίνεται στους άνθρώπους και κει γονατιστός, κρυμμένος από τα αδιάκριτα
βλέμματα, σηκωνόταν μόνο στο τέλος που απολειτουργούσε ο Παπάς, να πάει να
πάρει αντίδωρο από το χέρι του. Κοινωνούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα και
κείνες τις φορές, ο ίδιος κρυμμένος, δεν κατάφερνε να κρύψει τους λυγμούς των
δακρύων του, την ώρα που μιλούσε η ψυχή του στον Θεό!
Έφθασε η μέρα η Αγία και μεγάλη της Θείας Γεννήσεως
του Σωτήρος Χριστού. Όλοι οι χωριανοί, λαμπροφορεμένοι τα γιορτινά τους, πήγαν
στην Εκκλησία. Μαζί και ο Κουρεντής. Γλύκαναν οι ψυχές στο άκουσμα της θείας
αναγγελίας; «Χριστός γεννάται δοξάσατε!» Υποκλίθηκε το ανθρώπινο γένος, εμπρός
στο θαύμα: Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό…
Ο Κουρεντής, στο άκουσμα της κλήσεως του Ιερέως να
μεταλάβουν οι πιστοί τον Χριστό, πήγε σιγά-σιγά να μεταλάβει και εκείνος. Μόνο
που βαδίζοντας προς την Ωραία Πύλη, ταυτόχρονα μετάνιζε αριστερά και δεξιά
μουρμουρίζοντας συνεχώς: «Σχωράτε με αδελφοι. Χριστούγεννα σήμερα, χαρά στον
κόσμο. Μην κρατάτε κακία σε κανέναν, ούτε σε εμέ τον τρελό…». Κάποιοι,
θεωρούσαν και αυτό ένα από τα γνωστά του καμώματα του φτωχού και άσημου
συγχωριανού τους. Εκεί δε που έσκασαν όλοι στα γέλια, ήταν όταν στην έξοδο της
Εκκλησίας όταν βγήκαν όλοι μαζί, εμφανίσθηκε και ο Κουρεντής κρατών την αναμμένη
λαμπάδα φωνάζοντας: «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος…».
-Ε, τρελέ! Μπέρδεψες τις γιορτάδες…, του φώναξε ένας εκ
των εξερχομένων που μόλις είχε πάρει την ευλογία του Θεού, μέσα από την
Εκκλησία κρατώντας σφικτά το αντίδωρο, μπας και του φύγει η ευλογία μέσα από τα
χέρια… Χαχανητά συνόδεψαν το δεικτικό σχόλιο, που δεν έφθασαν όμως στα αφτιά
του Κουρεντή, μιας και ο ίδιος είχε ήδη απομακρυνθεί, κρατώντας άσβεστη την
λαμπάδα στα χέρια του.
Έφθασε ο Κουρεντής στο σπιτάκι που γεννήθηκε και
μεγάλωσε. Άνοιξε την παλιά πόρτα και μπήκε μέσα ευθυτενής ,ψάλλοντας στεντορεία
τη φωνή: «Χριστός γεννάται δοξάσατε…». Το σπιτάκι, σιωπηλό και πεντακάθαρο,
περίμενε τον νοικοκύρη του. Χρόνια είχε να κτυπήσει άνθρωπος την πόρτα του, να
διασχίσει το κατώφλι του, να δει πως ζει ο Κουρεντής. Ποιος είχε την διάθεση, να
ασχοληθεί με έναν τρελό! Όμως καμιά φορά δεν παραπονέθηκε για την απαξιωτική
συμπεριφορά των συγχωριανών του.
Μέσα στο σπίτι, έκαιγε νυχθημερόν αναμμένο καντήλι
εμπρός στα παλαιά εικονίσματα, αρχαία κειμήλια της οικογένειας του. Δυο τρία
εκκλησιαστικά βιβλία , όπως ο Συνέκδημος και το ψαλτήρι, αφημένα πρόχειρα στο
τραπέζι μαρτυρούσαν πως βρίσκονταν σε χρήση. Λίγο φαγητό, επιμελώς
τοποθετημένο στο τραπέζι, περίμενε τον Κουρεντή να κάμει και αυτός
Χριστούγεννα, μόνος, ολομόναχος χωρίς γέλια και χαρές και τραγούδια χωρίς
κανέναν να του ευχηθεί την μεγάλη αυτή μέρα, στον άμοιρο τρελό της διπλανής
πόρτας.
Χριστούγεννα… Εορτή χαράς για όλους, μικρούς και
μεγάλους. Όμως, κάθε σπίτι γιορτάζει διαφορετικά. Ποιος ξέρει τι γίνεται στην
διπλανή πόρτα, σκέφθηκε ο Κουρεντής κάνοντας τον σταυρό καθήμενος στο δικό του
γιορταστικό, μοναχικό τραπέζι. Το περίεργο είναι πως έλαμπε από χαρά κι ας ήταν
μόνος. Μόνος σε έναν κόσμο που αδιαφορεί για τον άλλον, τον διπλανό του. Που
έμαθε να ζει το σήμερα, χωρίς να ελπίζει για το αύριο… Και όμως! Γεννήθηκε η
χαρά στον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν το κατάλαβε…
Δειλά κτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Έτρεξε
περιχαρής ο Κουρεντής να ανοίξει μιας και τόσα χρόνια κανείς δεν είχε
φιλοτιμηθεί να την κτυπήσει. Στο άνοιγμα φάνηκε η μορφή του ευλαβούς
Ιερέως του χωρίου. Κρατούσε μικρό πανεράκι στα χέρια του γεμάτο από τα εόρτια
εδέσματα, γλυκίσματα και ένα μπουκάλι κρασί. Ο Κουρεντής, του φίλησε με
σεβασμό το χέρι του και εκείνος αφού πέρασε μέσα, κάθισε σε μια καρέκλα. Ο
Κουρεντής σιωπηλός στάθηκε μπροστά στον λειτουργό του Υψίστου. - Κωνσταντή παιδί μου, τέτοια μέρα που ναι θέλησα
να σου φέρω λίγα πραγματάκια από τα χέρια της παπαδιάς με αγάπη αδελφέ! Χριστός
Γεννάται! Είπε ο Ιερεύς. - Αληθώς Ανέστη ο Κύριος! Απάντησε ο Κωνσταντής… - Βρε παιδί μου, συνέχισε ο Παπάς λίγο
πειραγμένος, Χριστούγεννα έχουμε, Ανάσταση μελετάς; - Παππούλη, αν δεν ήταν η Γέννηση δεν θα είχαμε
την ελπίδα της Αναστάσεως, αυτό δεν γράφουν και τα βιβλία; Ρώτησε με παιδική
αφέλεια ο Κουρεντής. - Ε… ψέλλισε ο Ιερέας, ναι… έτσι είναι! Αλλά τι
μελετάς τώρα…
Ο Κουρεντής
δεν απάντησε. Ένα χαμόγελο μοναχά φάνηκε να στολίζει το αγαθό πρόσωπο του,
φωτίζοντας το ακόμη περισσότερο. Σηκώθηκε ο Ιερεύς να φύγει. Ο Κουρεντής του
φίλησε το χέρι του ξανά.
- Παππούλη, του λέει, σχώρα με αν σε πίκρανα!
- Ποτέ δεν με πίκρανες, του απάντησε ο Ιερεύς και
στράφηκε να φύγει. Φτάνοντας στην πόρτα μονολόγησε: «Εεε! Κωνσταντή, μακάρι
με τέτοιες πίκρες μοναχά, να πίκραιναν οι άνθρωποι τους ανθρώπους…».
Άνοιξε την
πόρτα και στράφηκε πίσω να χαιρετίσει τον Κουρεντή. Τον είδε καθιστό στο
κάθισμα να του χαμογελά!
- Άντε παιδί
μου ώρα καλή, του λέει.
Ο Κωνσταντής
δεν απάντησε. -Έ,
Κωνσταντή φεύγω, ξανάπε πιο δυνατά ο Ιερεύς. Ο Κωνσταντής ακίνητος χαμογελούσε…
Με αγωνία ο
Ιερεύς πλησίασε και του έπιασε το ακίνητο χέρι. Ο Κωνσταντής μέσα σε δευτερόλεπτα,
έφυγε από την Γέννηση για την ελπίδα της Αναστάσεως έτσι όπως το φώναζε στους
άλλους…
Σταυροκοπήθηκε ο Ιερεύς. Με μιας πέρασαν όλα μαζί από
τον νου του. Τους το χε πει ο Κουρεντής με τρόπο το φευγιό του, αλλά δεν το
κατάλαβαν, όπως δεν κατάλαβαν τόσα άλλα, από τον τρελό και άσημο Κωνσταντή τον
Κουρεντή που τα Χριστούγεννα εκείνα τα έζησε όπως κανείς, ο φτωχός, ο άσημος
Κουρεντής, ο τρελός για τους ανθρώπους, ο Άγιος του Θεού του Υψίστου…
*Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου π. Θωμάς Ανδρέου, είναι Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μ. Ιωαννίνων.