Ναι, λοιπόν, «η Πόλις εάλω». Αυτή είναι μια ρεαλιστική και μαζί λεβέντικη παραδοχή, αλλά η «κατεδάφιση των θαυμάτων δεν είναι για να μας κάνει μεμψίμοιρους, διότι, φυσικά», σημειώνει ο Κυριάκος Μαργαρίτης, «η αποκατάσταση της συνέχειας δεν σημαίνει παλινόρθωση, αναπαλαίωση ή ανακαίνιση, αλλά ψαύση στις ουλές που άνοιξε η Ιστορία» (σ. 217). Μια ψαύση, που μας παραπέμπει ευθέως στη θεολογία του μυστηρίου της αφής, όπως αυτή αποκαλύφθηκε και με τον δύσπιστο και εξάπαντος όχι άπιστο Θωμά -οι αρχές τούτης της αισθητικής θεολογίας έχουν τις ρίζες τους στην περιγραφή του θαύματος του εκ γενετής τυφλού-, ο οποίος άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του τις πληγές της ιστορίας, εάν όντως αληθεύει, πως «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Γεγονός, που δικαιώνει και τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος γράφει, πως «τα γκρεμισμένα, δεν πρέπει να τα κλαίμε», διότι, «η ποιότητα της κληρονομιάς, ανήκει στη ζωντανή ύλη που περιέχουμε, κι όχι στο ήθος ή στο ύφος αλλοτινών καιρών». Μια ζωντανή ύλη που είναι η βαθιά αιτία της συνέχειας και της διαχρονίας του οικουμενικού σώματος.
Χρυσόστομος Σταμούλης