Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015
Αλέξανδρος Σμέμαν: «Το Νέο Έτος»
Εἶναι παλιὸ τὸ ἔθιµο: τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους, ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει
µεσάνυχτα, σκεφτόµαστε τὶς ἐπιθυµίες µας γιὰ τὸ νέο ἔτος καὶ προσπαθοῦµε νὰ εἰσέλθουµε στὸ ἄγνωστο µέλλον µ’ ἕνα ὄνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα τὴν ἐκπλήρωση κάποιας ἀγαπητῆς µας ἐπιθυµίας.
Σήµερα, γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ βρισκόµαστε
µπροστὰ σ’ ἕνα νέο ἔτος. Τί ἐπιθυµοῦµε γιὰ τοὺς ἴδιους, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν καθένα; Ποιὸ εἶναι τὸ τέλος ὅλων µας τῶν ἐλπίδων; Ἡ ἀπάντηση εἶναι µονίµως ἡ ἴδια αἰώνια λέξη: εὐτυχία. Εὐτυχὲς τὸ Νέο Ἔτος! Εὐτυχία γιὰ τὸ Νέο Ἔτος! Ἡ ἰδιαίτερη εὐτυχία ποὺ ἐπιθυµοῦµε εἶναι φυσικὰ διαφορετικὴ καὶ προσωπικὴ γιὰ τὸν καθένα, ἀλλὰ ὅλοι µας µετέχουµε
στὴν κοινὴ πίστη πὼς αὐτὸ τὸ ἔτος ἡ εὐτυχία θὰ µᾶς πλησιάσει, πὼς µποροῦµε νὰ ἐλπίσουµε σ’ αὐτὴ µὲ προσδοκία.
Πότε ὅµως εἶναι κάποιος ἀληθινὰ εὐτυχισµένος; Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐµπειρίας καὶ γνώσης σχετικὰ µὲ τὸν ἄνθρωπο, δὲν µποροῦµε πλέον νὰ ἐξισώσουµε τὴν εὐτυχία µὲ ὁποιοδήποτε ἐξωτερικὸ γνώρισµα, π.χ.
χρήµατα, ὑγεία, ἐπιτυχία κλπ.
Γνωρίζουµε πὼς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνεται
πλήρως σ’ αὐτὴ τὴ µυστηριώδη καὶ πάντοτε φευγαλέα ἔννοια τῆς εὐτυχίας. Εἶναι σαφὲς πὼς ἡ φυσικὴ ἄνεση φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ ἄγχος. Ἡ ἐπιτυχία φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ φόβο. Εἶναι ἐκπληκτικὸ πὼς ὅσο περισσότερη ἐξωτερικὴ εὐτυχία διαθέτουµε,
τόσο περισσότερο εὔθραυστη γίνεται καὶ πιὸ ἀτίθασος ὁ φόβος πὼς θὰ τὴ χάσουµε καὶ θὰ µείνουµε µὲ ἄδεια χέρια. Πιθανῶς αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ εὐχόµαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «µία νέα εὐτυχία» γιὰ τὸ Νέο Ἔτος. Ἡ «παλιὰ» εὐτυχία ποτὲ δὲν πραγµατοποιήθηκε, κάτι πάντοτε ἔλειπε. Τώρα ὅµως ἀτενίζουµε ξανὰ µπροστὰ µας µὲ µία εὐχή, ἕνα ὄνειρο, µία ἐλπίδα...
Χριστὲ καὶ Παναγία! Τὸ εὐαγγέλιο πρὶν ἀπὸ πάρα πολὺ καιρὸ εἶχε καταγράψει τὴν ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πλούτισε, ἔκτισε καινούριες ἀποθῆκες γιὰ νὰ ἀποθηκεύσει τὰ ἀγαθά του, καὶ ἀποφάσισε πὼς πλέον εἶχε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ ἐγγυῶντο τὴν εὐτυχία του! Εἶχε ἄνεση καὶ µέσα. Ἐκείνη ὅµως τὴ νύχτα ἄκουσε: «ἄφρων, ταύτη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου, ἃ δὲ ἠτοίµασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12,
20).
Ἡ σταδιακὴ συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθεῖ, πὼς µπροστὰ µας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος
θάνατος καὶ ἡ φθορά, εἶναι τὸ δηλητήριο ποὺ δηλητηριάζει τὴ µικρὴ καὶ περιορισµένη εὐτυχία ποὺ διαθέτουµε. Αὐτὸς εἶναι σίγουρα καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴ συνήθεια ποὺ ἔχουµε νὰ κάνουµε τέτοιο
σαµατὰ καὶ θόρυβο,
φωνάζοντας καὶ γελώντας, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει
δώδεκα τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους. Φοβούµαστε νὰ µείνουµε µόνοι καὶ σιωπηλοί, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει σὰν τὴν ἀνελέητη φωνὴ τῆς µοίρας: πρῶτο κτύπηµα,
δεύτερο, τρίτο καὶ συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁµοιόµορφα, τόσο τροµακτικὰ µέχρι τέλους.
Τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἀλλάξει, τίποτε νὰ τὸ σταµατήσει.
Ἔτσι ἔχουµε δύο πολὺ βαθεῖς καὶ ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης
συνείδησης: φόβος καὶ εὐτυχία, ἐφιάλτης καὶ ὄνειρο. Ἡ καινούρια εὐτυχία ποὺ ὀνειρευόµαστε τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους θὰ µπορέσει τελικὰ νὰ ἠρεµήσει, νὰ σκορπίσει καὶ νὰ κατανικήσει τὸ φόβο; Ὀνειρευόµαστε µιὰ εὐτυχία στὴν ὁποία νὰ µὴν παραµονεύει ὁ φόβος βαθιὰ µέσα της, ἕνας φόβος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προσπαθοῦµε πάντοτε νὰ προφυλαχθοῦµε, πίνοντας, ἢ µὲ τὸ νὰ εἴµαστε συνεχῶς ἀπασχοληµένοι, περιβαλλόµενοι ἀπὸ θόρυβο. Ἡ σιγὴ ὅµως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο θόρυβο. «Ἄφρων»! Μάλιστα, τὸ ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕναν κόσµο
µολυσµένο ἀπὸ φόβο καὶ τὸ θάνατο.
Ἀκόµη καὶ στὶς ἀνώτερες στιγµὲς τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, οἱ ἄνθρωποι τὸ γνωρίζουν καλά.
Μποροῦµε νὰ νιώσουµε τὴ θλίψη καὶ τὴ θλιβερὴ ἀλήθεια πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ µεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν,
ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ὅταν ἔγραφε: «Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία στὸν κόσµο». Ὄντως, µία βαθιὰ θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια
τέχνη. Μόνο χαµηλά, στὸν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, τὰ πλήθη ξετρελαίνονται µὲ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνές, ὡς ἐὰν ὁ θόρυβος καὶ τὰ θορυβώδη πάρτυ θὰ µποροῦσαν νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία.
«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰωαν. 1,4-5). Αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πὼς τὸ φῶς δὲν µπορεῖ νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος, δὲν µπορεῖ νὰ σκορπισθεῖ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀπελπισία. Νὰ µποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή, σ’ αὐτὴ τὴ µάταιη δίψα γιὰ στιγµιαία εὐτυχία, νὰ ἔβρισκαν µέσα τους
τὴ δύναµη νὰ σταµατήσουν, νὰ σκεφτοῦν, νὰ ἀτενίσουν τὰ βάθη τῆς ζωῆς! Νὰ µποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια, τὴ φωνὴ ποὺ τοὺς καλεῖ αἰώνια µέσα σ’ αὐτὰ τὰ βάθη. Ἂς γνώριζαν µόνο τί
εἶναι ἀληθινὴ εὐτυχία. «Τὴν χαρὰν ὑµῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑµῶν» (Ἰωαν. 16, 22). Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόµαστε ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει
µεσάνυκτα; Τὴ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει. Πόσο
σπάνια ὅµως φτάνουµε σὲ τέτοια βάθη! Πόσο
τὰ φοβόµαστε γιὰ κάποιο λόγο καὶ τὰ παραµερίζουµε: «Ὄχι σήµερα, ἀλλὰ αὔριο, ἢ µεθαύριο, θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ στὰ οὐσιώδη καὶ αἰώνια, µόνο, ὄχι σήµερα. ὑπάρχει καιρός».
Ὁ καιρὸς ὅµως στὴν πραγµατικότητα εἶναι τόσο λίγος.
Μόνο στιγµὲς περνοῦν πρὶν τὸ βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει
πετώντας πρὸς τὸ µοιραῖο στόχο. Γιατί
καθυστεροῦµε; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάµεσά µας, δίπλα
µας, στέκεται Κάποιος: «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ἂν µόνο παραµερίζαµε τὸ φόβο µας καὶ Τὸν κοιτάζαµε, θὰ βλέπαµε ἕνα τέτοιο, µία τέτοια χαρά, καὶ µία τέτοια
περίσσεια ζωῆς, ποὺ σίγουρα θὰ καταλαβαίναµε τὸ νόηµα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καὶ µυστηριώδους
λέξης «εὐτυχία».
Πηγή: Αλεξάνδρου Σμέμαν, Εορτολόγιο, Ακρίτας 2005, σσ. 71-74
Ετικέτες
ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015
«Βασιλείου του Μεγάλου»
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Βασιλείου Aρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας του Μεγάλου1.
Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω.
Ζη και παρ’ ημίν ως λαλών εκ των βίβλων.
Ιαννουαρίοιο θάνες Βασίλειε πρώτη.
Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω.
Ζη και παρ’ ημίν ως λαλών εκ των βίβλων.
Ιαννουαρίοιο θάνες Βασίλειε πρώτη.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Βασίλειος, ήκμασε κατά τους χρόνους του
βασιλέως Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ [364], προς τον οποίον Ουάλεντα
επαρρησιάσθη διά την Ορθόδοξον πίστιν, και ήλεγξεν αυτόν. Eπειδή και
έπεσεν εις την κακοδοξίαν των Aρειανών, και με άγριον και θηριώδη τρόπον
εκακοποίει και επολέμει τας Eκκλησίας των Ορθοδόξων. Ούτος λοιπόν από
μεν τον πατέρα, ήτον Μαυροθαλασσίτης. Aπό δε την μητέρα, ήτον
Καππαδόκης, ήτοι εκατάγετο από την λεγομένην Καραμανίαν. Κατά δε τους
λόγους και την παιδείαν, υπερέβαλεν, όχι μόνον τους ελλογίμους του
καιρού του, αλλά ακόμη και τους παλαιούς φιλοσόφους. Περάσας γαρ κάθε
είδος παιδείας, εις κάθε μίαν από αυτάς το κράτος και την νίκην
απόκτησεν. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και την διά πράξεως ήσκησε
φιλοσοφίαν. Και διά της πράξεως ανέβη και εις την θεωρίαν των όντων. Eκ
τούτων δε, ανέβη και εις τον θρόνον της Aρχιερωσύνης.
Όταν δε έγινεν Aρχιερεύς, πολλούς αγώνας εποίησεν ο μακάριος διά την Ορθόδοξον πίστιν. Με την σταθερότητα γαρ και γενναιότητα του φρονήματός του, κατέπληξε τον έπαρχον Μόδεστον. Με τους Oρθοδόξους δε λόγους οπού συνέγραψε, των κακοδόξων τα φρονήματα κατεβρόντησε. Και προς τούτοις, την των ηθών κατάστασιν ερρύθμισε. Την ασκητικήν φιλοσοφίαν εδίδαξε, την των όντων γνώσιν εσαφήνισε. Και διά να ειπώ συντόμως, ούτος ο Άγιος οδηγήσας εις σωτηρίαν την λογικήν του Χριστού ποίμνην διά μέσου κάθε αρετής, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτον δε ο Μέγας Βασίλειος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, πολλά μακρύς. Ξηρός και ολιγόσαρκος, μελανός εις το πρόσωπον κατά το χρώμα, πλην είχεν αυτό σύμμικτον και με κιτρινάδα. Ήτον μακρομύτης. Είχε τα οφρύδια στρογγυλά, το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον. Eφαίνετο όμοιος με έναν οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Είχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς. Τα μάγουλα είχε μακρά. Τους μήνιγγας, δασείς από τρίχας συνεστραμμένας κυκλοειδώς. Eφαίνετο κατά την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Τελείται δε η αυτού Σύναξις, εν τη Aγιωτάτη Μεγάλη Eκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Θησαυρόν.)
Όταν δε έγινεν Aρχιερεύς, πολλούς αγώνας εποίησεν ο μακάριος διά την Ορθόδοξον πίστιν. Με την σταθερότητα γαρ και γενναιότητα του φρονήματός του, κατέπληξε τον έπαρχον Μόδεστον. Με τους Oρθοδόξους δε λόγους οπού συνέγραψε, των κακοδόξων τα φρονήματα κατεβρόντησε. Και προς τούτοις, την των ηθών κατάστασιν ερρύθμισε. Την ασκητικήν φιλοσοφίαν εδίδαξε, την των όντων γνώσιν εσαφήνισε. Και διά να ειπώ συντόμως, ούτος ο Άγιος οδηγήσας εις σωτηρίαν την λογικήν του Χριστού ποίμνην διά μέσου κάθε αρετής, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτον δε ο Μέγας Βασίλειος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, πολλά μακρύς. Ξηρός και ολιγόσαρκος, μελανός εις το πρόσωπον κατά το χρώμα, πλην είχεν αυτό σύμμικτον και με κιτρινάδα. Ήτον μακρομύτης. Είχε τα οφρύδια στρογγυλά, το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον. Eφαίνετο όμοιος με έναν οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Είχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς. Τα μάγουλα είχε μακρά. Τους μήνιγγας, δασείς από τρίχας συνεστραμμένας κυκλοειδώς. Eφαίνετο κατά την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Τελείται δε η αυτού Σύναξις, εν τη Aγιωτάτη Μεγάλη Eκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Θησαυρόν.)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Εις τον Μέγαν Βασίλειον εγκώμια έπλεξαν Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Έμελλεν άρα». Ο αυτάδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης, ου η αρχή· «Καλήν επέθηκεν». Εφραίμ ο Σύρος, ου η αρχή· «Κλίνατέ μοι τας ακοάς αδελφοί» (σώζονται εν τοις εκδεδομένοις)· και ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ου η αρχή· «Αγαπητοί, ουκ ην απεικός» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων).
1. Εις τον Μέγαν Βασίλειον εγκώμια έπλεξαν Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Έμελλεν άρα». Ο αυτάδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης, ου η αρχή· «Καλήν επέθηκεν». Εφραίμ ο Σύρος, ου η αρχή· «Κλίνατέ μοι τας ακοάς αδελφοί» (σώζονται εν τοις εκδεδομένοις)· και ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ου η αρχή· «Αγαπητοί, ουκ ην απεικός» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ετικέτες
ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
Η κατά σάρκα Περιτομή τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
῾Η κατά σάρκα περιτομή καί
ὀνοματοδοσία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ὄγδοη μέρα ἀπό τή γέννησή Του,
ἀποτελεῖ τή βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Θεό Λόγο
τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στό λαό
τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν μιλᾶμε γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο
πρέπει νά τήν ἀντιλαμβανόμαστε καί ὡς μυστήριο πρέπει νά τήν
προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τά γεγονότα τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς σαρκώσεως
τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μέ θαυμαστό τρόπο πού ξεπερνᾶ τό νοῦ
ἀνθρώπου. Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας λένε ὅτι, ἐάν θεία ἐνανθρώπηση ἦταν
καταληπτή, δέν θά ἦταν θεία καί παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἤ δέν
πιστεύουν μέ ἐκεῖνον πού καθόταν στό σκοτάδι καί πληρώθηκε ἀπό φῶς,
ἐπειδή ὅμως δέν γνώριζε τό πῶς ἦλθε τό φῶς, δέν δέχθηκε τό φωτισμό.
Τήν κατά σάρκα
περιτομή τοῦ Κυρίου ἠμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος
νά λάβει σύμφωνα μέ τή σχετική νομική διάταξη, ὅμως μέ σκοπό τήν
κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νά εἰσαγάγει τήν πνευματική
καί ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδή τό ῞Αγιο Βάπτισμα, μᾶς τήν παρέδωσαν
οἱ ῞Αγιοι Πατέρες νά τήν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως
καταδέχθηκε πρός χάρη μας τήν ἔνσαρκη Γέννηση καί ἔλαβε ὅλα τά ἰδιώματα
τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νά
λάβει καί τήν περιτομή πού ὅριζε ὁ ᾿Ιουδαϊκός Νόμος.
Καί βασικά τήν
περιτομή ὁ Κύριος τή δέχθηκε γιά δύο λόγους· Πρῶτον, γιά νά φράξει τά
στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τή θρασύτητα νά ἰσχυρίζονται ὅτι
δέν ἔλαβε πραγματικά ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλά ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατά
φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θά περιτεμνόταν, ἄν δέν εἶχε λάβει
ἀληθινή ἀνθρώπινη σάρκα; Δεύτερον, γιά νά κλείσει τά στόματα τῶν
᾿Ιουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ
Σαββάτου, καί ὅτι καταλύει τό Νόμο.
«᾿Επειδή ὁ Θεός»,
λέγει ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νά κοινωνήσουμε τό
καλύτερο καί δέν τό φυλάξαμε, γι αὐτό μεταλαβαίνει τό χειρότερο, ἐννοῶ
τή φύση μας, ὥστε ἀπό τή μιά μεριά νά ἀνακαινίσει τόν ἑαυτό Του καί μέ
τόν ἑαυτό Του τό κατ εἰκόνα καί καθ ὁμοίωσιν, καί ἀπό τήν ἄλλη νά
διδάξει καί σέ μᾶς τήν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μέ τόν ἑαυτό Του τήν ἔκανε
σέ μᾶς δυνατή. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή φθορά μέ τήν κοινωνία τῆς ζωῆς
γενόμενος ἀπαρχή τῆς ἀναστάσεώς μας. Νά ἀνακαινίσει τό σκεῦος πού
ἀχρειώθηκε καί κομματιάστηκε, νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν τυραννία τοῦ
διαβόλου, μέ τό νά μᾶς καλέσει στή θεογνωσία καί νά τόν νεκρώσει, νά μᾶς
μάθει νά παλεύουμε ἀποτελεσματικά μέ τόν τύραννο, ὁπλισμένοι μέ ὑπομονή
καί ταπείνωση».
῾Ο Θεός ἔγινε
τέλειος καί ἀληθινός ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφῇ»,
χωρίς νά πάψει νά εἶναι τέλειος καί ἀληθινός Θεός, γιά νά κάνει τόν
ἄνθρωπο πλήρη καί τέλειο υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό κατά χάριν. «῾Ο Θεός
πτωχεύει τήν ἐμήν σάρκα, ἵνα ἐγώ πλουτήσω τήν αὐτοῦ Θεότητα.... κενοῦται
τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵνα ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
῾Η δημιουργία καί
σωτηρία, ὅλη ἐλεημοσύνη καί φιλανθρωπία τῆς ῾Αγίας Τριάδος,
ἀνακεφαλαιώνονται στόν Θεάνθρωπο Χριστό, πού μέ τήν ἐνσάρκωση καί τήν
περιτομή Του καί ὅλα τά μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε
τή χριστολογική καί χριστοκεντρική ρίζα καί προοπτική κάθε
πραγματικότητος καί ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος. Αὐτός, ὁ Κύριος,
εἶναι κεφαλή κάθε ἀρχῆς καί ἐξουσίας. Σ αὐτόν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μέ
περιτομή καμωμένη μέ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλά μέ τήν ἀποβολή τοῦ σάρκινου
σώματος, δηλαδή μέ τήν περιτομή τοῦ Χριστοῦ, καί ἐνταφιασθήκαμε μαζί Του
κατά τό βάπτισμα, κατά τό ὁποῖο καί ἀναστηθήκαμε μαζί Του μέ τήν πίστη
στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος Τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. ᾿Ακόμη, ὅταν
εἴμασταν νεκροί ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί ἐξ αἰτίας τους εἴμασταν
ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζί μ Αὐτόν καί μᾶς συγχώρεσε ὅλες τίς
ἁμαρτίες.
Μετά τήν περιτομή
Του ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπέστρεψε στήν οἰκία Του μέ τή μητέρα Του καί τόν ᾿Ιωσήφ.
᾿Εκεῖ ζοῦσε ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατά τή σοφία, τήν
λικία καί τή χάρη γιά τή σωτηρία μας.
Ετικέτες
ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015
«Αγιοβασιλειάτικα»
Πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο, διαβάστε ένα κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για την Πρωτοχρονιά, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νέα Εστία», το 1941:
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/christougenna_2003/text1_tria.html
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/christougenna_2003/text1_tria.html
Ετικέτες
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015
Ο Ιαμβικός κανόνας των Χριστουγέννων
Ένα κείμενο του ομότιμου καθηγητή Θεολογίας κ. Μιχάλη Τρίτου*:
Μεταξύ των ύμνων των Χριστουγέννων, που γοητεύουν με την
ομορφιά τους, πείθουν με το πνευματικό τους περιεχόμενο και εντυπωσιάζουν με
τον πλούτο των εξαισίων εικόνων τους, δεσπόζουσα θέση κατέχει ο ιαμβικός
κανόνας της γιορτής.
• Όπως είναι γνωστό στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας σώζονται τρεις ιαμβικοί κανόνες. Στα Χριστούγεννα σε ήχο α’, στα Θεοφάνεια σε ήχο β’ και στην Πεντηκοστή σε ήχο δ’. Η ιδιοτυπία αυτών των κανόνων είναι ότι δεν έχουν γραφεί στα συνήθη τονικά μέτρα, αλλά σε προσωδιακά και κυρίως σε ιαμβικό τρίμετρο. Το λεξιλόγιό τους είναι αρχαιοπρεπές και η ακροστιχίδα τους τετράστιχη σε δακτυλικό εξάμετρο. Και οι τρεις ιαμβικοί κανόνες έχουν όλη τη δύναμη και το ύψος του ιαμβικού τριμέτρου ή του εξάποδος ιαμβικού στίχου. Όπως παρατηρεί ο Κάρολος Κρουμβάχερ «εις τους τρεις εις ιαμβικούς τριμέτρους συντεθειμένους κανόνας, η νέα μετρική της τονικής στιχοποιΐας ενασκεί τα δίκαιά της, καθ’ όσον εις ωρισμένα μέρη του στίχου επανέρχονται τακτικώς τονιζόμεναι συλλαβαί».
• Ο ποιητής των ιαμβικών κανόνων Ιωάννης ο Δαμασκηνός για να σχηματίσει τους ειρμούς των ποιημάτων του μιμείται μελικά ποιήματα. Αυτό φαίνεται καθαρά στην αντιπαράθεση των μελικών ποιημάτων με τους στίχους του Δαμασκηνού, όπου διαπιστώνεται η τήρηση από αυτόν των αρχαίων μέτρων.
• Στον ιαμβικό κανόνα των Χριστουγέννων η τετράστιχη ακροστιχίδα είναι εσωτερική. Για το σχηματισμό της κάθε στίχος δίνει το πρώτο του γράμμα. Έχει δημιουργηθεί από στίχους ελεγείας, οι οποίοι αποτελούνται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και έναν πεντάμετρο ή κατ’ άλλους εξάμετρο και αυτό δικατάληκτο.
• Το κείμενο της ακροστιχίδας του ιαμβικού κανόνα των Χριστουγέννων έχει ως εξής:
Ευεπίης μελέεσσιν εφύμνια ταύτα λιγαίνει.
Υία Θεού μερόπων είνεκα τικτόμενον
εν χθονί και λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου.
Αλλ’, Άνα, ρητήρας ρύεο τώνδε πόνων.
Η μετάφραση του κειμένου έχει ως εξής:
Οι ωδές αυτές υμνούν με καλλιεπή μέλη τον Υιό του Θεού, που γεννιέται στη γη για τη σωτηρία των ανθρώπων και δίνει τέλος στα πολυστένακτα πάθη του κόσμου.
Αλλά, ω Βασιλιά, λύτρωσε από τα βάσανα αυτά τους υμνωδούς Σου.
• Στον ιαμβικό κανόνα των Χριστουγέννων, παρά την αρχαΐζουσα γλώσσα, την ανώμαλη σύνταξη και το δύσκολο περιεχόμενο, χαίρεται κανείς το θεολογικό βάθος των τροπαρίων, τη δογματική ακριβολογία τους και την πλαστική δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Όλα αυτά ενταγμένα στο μεγαλείο της Χριστουγεννιάτικης μυσταγωγίας δημιουργούν τις κατάλληλες αναγωγικές δυνατότητες για την προσέγγιση και βίωση του ξένου και παραδόξου μυστηρίου της Βηθλεέμ.
Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τους ειρμούς του ανεπανάληπτου αυτού κανόνα.
• Στον ειρμό της α’ ωδής ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός με εντυπωσιακό τρόπο συνδέει τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης από τους Ισραηλίτες με το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Όπως τότε ο Κύριος έσωσε τον ισραηλιτικό λαό «υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας», έτσι και τώρα ο ενανθρωπήσας Ιησούς για την εκπλήρωση του επί γης προορισμού μας «τρίβον βατήν τίθησιν ημίν».
* * *
• Ο ειρμός της γ’ ωδής αποτελεί μια εκ βαθέων ικεσία του υμνογράφου, ο οποίος εκ μέρους «της εν σκότει και σκιάς θανάτου ευρισκομένης ανθρωπότητος», παρακαλεί τον Κύριο να ταπεινώσει την «επηρμένην οφρύν» του διαβόλου, να αναδείξει τους μελωδούς που τον υμνούν νικητές της αμαρτίας και να τους κρατήσει σταθερούς «τη βάσει της πίστεως». Εδώ ο Ιησούς αποκαλείται «ευεργέτης», «παντεπόπτης», «μακάριος».
* * *
• Στον ειρμό της τετάρτης ωδής γίνεται αναφορά στον προφήτη Αββακούμ, ο οποίος αξιώθηκε να δει προφητικά τη σάρκωση του Λόγου και να την εκφράσει με τη φράση «ο Θεός από Θαιμάν ήξει και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος». Το «όρος κατασκίου δασέος» αναφέρεται στο πλήθος των αρετών της Θεοτόκου, από την οποία «εξήλθεν εις ανάπλασιν λαών» ο Λυτρωτής του κόσμου.
• Για το Φως, που ήλθε στον κόσμο με τη Θεία ενανθρώπηση, κάνει λόγο ο ειρμός της ε’ ωδής. Πριν από τον ερχομό του Χριστού οι άνθρωποι ζούσαν στο σκοτάδι της πλάνης και της αγνωσίας. Με την ενανθρώπησή του ο Κύριος λύτρωσε τον κόσμο «εκ νυκτός έργων εσκοτισμένοις πλάνης». Γι’ αυτό η λυτρωμένη πλέον ανθρωπότης τον υμνεί «ως ευεργέτην».
Στη συνέχεια ο ιερός υμνογράφος παρακαλεί τον Ιησού να χαρίσει στους πνευματικά γρηγορούντες πιστούς «ιχασμόν» και να τους κάνει «ευχερή την τρίβον», για να βαδίσουν με σιγουριά και συνέπεια τον δρόμο της εν Χριστώ σωτηρίας.
* * *
• Προσφιλές θέμα του υμνογράφου στον ειρμό της στ’ ωδής είναι η περιπέτεια του Ιωνά, ο οποίος αναγκάστηκε για τρεις ημέρες και νύχτες να μείνει «εν μυχοίς θαλαττίοις». Στο παλαιοδιαθηκικό αυτό περιστατικό ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αντιπαραβάλλει τη δική του τραγική κατάσταση και παρακαλεί τον Χριστό, που είναι «ο αναιρέτης των κακών» να έλθει κοντά του «θάττον» της πνευματικής του ραθυμίας.
* * *
• Ο ειρμός της εβδόμης ωδής παραμένει αποκλειστικά στη θεματολογία των τριών παίδων, εξαίροντας τον θεϊκό τους πόθο με τον οποίο κατετρώπωσαν «τυράννου δύσθεον γλωσσαλγίαν». Γι’ αυτό το «άσπετον φως», δηλ. η απερίγραπτη φωτιά υποχώρησε μπροστά στη δυνατή πίστη των τριών παίδων, οι οποίοι περπατούσαν ανάμεσα στις φλόγες, λέγοντας ότι ο Θεός είναι «ευλογητός εις αιώνας».
• Προτύπωση της παρθενικής μήτρας της Θεοτόκου αποτελεί η απάθεια των τριών παίδων, για την οποία γίνεται λόγος στον ειρμή της η’ ωδής του κανόνα. Η λέξη «εσφραγισμένη» αναφέρεται στο θαύμα της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, η οποία ήταν Παρθένος «προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον». Στους δύο τελευταίους στίχους ο υμνογράφος μένει εκστατικός μπροστά στη «θαυματουργία μία», η οποία «άμφω δρώσα» παρακινεί σε θεϊκή λατρεία τους λαούς. Αυτό σημαίνει ότι στα δύο θαύματα, της διασώσεως των τριών παίδων και της εκ Παρθένου γεννήσεως του Χριστού, ενήργησε η ίδια δύναμη του παντοδυνάμου Θεού.
* * *
• Τέλος στον ειρμό της Θ’ ωδής ο Δαμασκηνός κατανενυγμένος από το υπέρλογο μυστήριο της Θεοτόκου υποστηρίζει την αρετή της σιωπής «ως ακίνδυνον» για την πρόσβασή μας στον μυστηριακό χώρο της Θείας Επιφανείας.
Όμως η σφοδρή του επιθυμία να εγκωμιάσει την Θεοτόκο με «ύμνους συντόνως τεθηγμένους», τον κάνει να υπερβεί την ασφάλεια της σιωπής και να ζητήσει την βοήθειά της να του δώσει τόση δύναμη, όσος και ο πόθος του. «Αλλά δίδου, ω Μήτερ, σθένος όση πέφυκεν η προαίρεσις».
• Ο ιαμβικός κανόνας των Χριστουγέννων, όπως και όλη η υμνολογία των Χριστουγέννων, σκορπάει ελπίδα και εσωτερική ειρήνη στον εσωτερικά διχασμένο και πνευματικά αλλοτριωμένο άνθρωπο της εποχής μας.
Του προσφέρει ποιότητα και πληρότητα ζωής και κυρίως λύτρωση από την ανεστιότητα του παρόντος, τον πόνο και τον θάνατο.
• Όπως είναι γνωστό στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας σώζονται τρεις ιαμβικοί κανόνες. Στα Χριστούγεννα σε ήχο α’, στα Θεοφάνεια σε ήχο β’ και στην Πεντηκοστή σε ήχο δ’. Η ιδιοτυπία αυτών των κανόνων είναι ότι δεν έχουν γραφεί στα συνήθη τονικά μέτρα, αλλά σε προσωδιακά και κυρίως σε ιαμβικό τρίμετρο. Το λεξιλόγιό τους είναι αρχαιοπρεπές και η ακροστιχίδα τους τετράστιχη σε δακτυλικό εξάμετρο. Και οι τρεις ιαμβικοί κανόνες έχουν όλη τη δύναμη και το ύψος του ιαμβικού τριμέτρου ή του εξάποδος ιαμβικού στίχου. Όπως παρατηρεί ο Κάρολος Κρουμβάχερ «εις τους τρεις εις ιαμβικούς τριμέτρους συντεθειμένους κανόνας, η νέα μετρική της τονικής στιχοποιΐας ενασκεί τα δίκαιά της, καθ’ όσον εις ωρισμένα μέρη του στίχου επανέρχονται τακτικώς τονιζόμεναι συλλαβαί».
• Ο ποιητής των ιαμβικών κανόνων Ιωάννης ο Δαμασκηνός για να σχηματίσει τους ειρμούς των ποιημάτων του μιμείται μελικά ποιήματα. Αυτό φαίνεται καθαρά στην αντιπαράθεση των μελικών ποιημάτων με τους στίχους του Δαμασκηνού, όπου διαπιστώνεται η τήρηση από αυτόν των αρχαίων μέτρων.
• Στον ιαμβικό κανόνα των Χριστουγέννων η τετράστιχη ακροστιχίδα είναι εσωτερική. Για το σχηματισμό της κάθε στίχος δίνει το πρώτο του γράμμα. Έχει δημιουργηθεί από στίχους ελεγείας, οι οποίοι αποτελούνται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και έναν πεντάμετρο ή κατ’ άλλους εξάμετρο και αυτό δικατάληκτο.
• Το κείμενο της ακροστιχίδας του ιαμβικού κανόνα των Χριστουγέννων έχει ως εξής:
Ευεπίης μελέεσσιν εφύμνια ταύτα λιγαίνει.
Υία Θεού μερόπων είνεκα τικτόμενον
εν χθονί και λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου.
Αλλ’, Άνα, ρητήρας ρύεο τώνδε πόνων.
Η μετάφραση του κειμένου έχει ως εξής:
Οι ωδές αυτές υμνούν με καλλιεπή μέλη τον Υιό του Θεού, που γεννιέται στη γη για τη σωτηρία των ανθρώπων και δίνει τέλος στα πολυστένακτα πάθη του κόσμου.
Αλλά, ω Βασιλιά, λύτρωσε από τα βάσανα αυτά τους υμνωδούς Σου.
• Στον ιαμβικό κανόνα των Χριστουγέννων, παρά την αρχαΐζουσα γλώσσα, την ανώμαλη σύνταξη και το δύσκολο περιεχόμενο, χαίρεται κανείς το θεολογικό βάθος των τροπαρίων, τη δογματική ακριβολογία τους και την πλαστική δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Όλα αυτά ενταγμένα στο μεγαλείο της Χριστουγεννιάτικης μυσταγωγίας δημιουργούν τις κατάλληλες αναγωγικές δυνατότητες για την προσέγγιση και βίωση του ξένου και παραδόξου μυστηρίου της Βηθλεέμ.
Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τους ειρμούς του ανεπανάληπτου αυτού κανόνα.
• Στον ειρμό της α’ ωδής ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός με εντυπωσιακό τρόπο συνδέει τη διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης από τους Ισραηλίτες με το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Όπως τότε ο Κύριος έσωσε τον ισραηλιτικό λαό «υγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας», έτσι και τώρα ο ενανθρωπήσας Ιησούς για την εκπλήρωση του επί γης προορισμού μας «τρίβον βατήν τίθησιν ημίν».
* * *
• Ο ειρμός της γ’ ωδής αποτελεί μια εκ βαθέων ικεσία του υμνογράφου, ο οποίος εκ μέρους «της εν σκότει και σκιάς θανάτου ευρισκομένης ανθρωπότητος», παρακαλεί τον Κύριο να ταπεινώσει την «επηρμένην οφρύν» του διαβόλου, να αναδείξει τους μελωδούς που τον υμνούν νικητές της αμαρτίας και να τους κρατήσει σταθερούς «τη βάσει της πίστεως». Εδώ ο Ιησούς αποκαλείται «ευεργέτης», «παντεπόπτης», «μακάριος».
* * *
• Στον ειρμό της τετάρτης ωδής γίνεται αναφορά στον προφήτη Αββακούμ, ο οποίος αξιώθηκε να δει προφητικά τη σάρκωση του Λόγου και να την εκφράσει με τη φράση «ο Θεός από Θαιμάν ήξει και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος». Το «όρος κατασκίου δασέος» αναφέρεται στο πλήθος των αρετών της Θεοτόκου, από την οποία «εξήλθεν εις ανάπλασιν λαών» ο Λυτρωτής του κόσμου.
• Για το Φως, που ήλθε στον κόσμο με τη Θεία ενανθρώπηση, κάνει λόγο ο ειρμός της ε’ ωδής. Πριν από τον ερχομό του Χριστού οι άνθρωποι ζούσαν στο σκοτάδι της πλάνης και της αγνωσίας. Με την ενανθρώπησή του ο Κύριος λύτρωσε τον κόσμο «εκ νυκτός έργων εσκοτισμένοις πλάνης». Γι’ αυτό η λυτρωμένη πλέον ανθρωπότης τον υμνεί «ως ευεργέτην».
Στη συνέχεια ο ιερός υμνογράφος παρακαλεί τον Ιησού να χαρίσει στους πνευματικά γρηγορούντες πιστούς «ιχασμόν» και να τους κάνει «ευχερή την τρίβον», για να βαδίσουν με σιγουριά και συνέπεια τον δρόμο της εν Χριστώ σωτηρίας.
* * *
• Προσφιλές θέμα του υμνογράφου στον ειρμό της στ’ ωδής είναι η περιπέτεια του Ιωνά, ο οποίος αναγκάστηκε για τρεις ημέρες και νύχτες να μείνει «εν μυχοίς θαλαττίοις». Στο παλαιοδιαθηκικό αυτό περιστατικό ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός αντιπαραβάλλει τη δική του τραγική κατάσταση και παρακαλεί τον Χριστό, που είναι «ο αναιρέτης των κακών» να έλθει κοντά του «θάττον» της πνευματικής του ραθυμίας.
* * *
• Ο ειρμός της εβδόμης ωδής παραμένει αποκλειστικά στη θεματολογία των τριών παίδων, εξαίροντας τον θεϊκό τους πόθο με τον οποίο κατετρώπωσαν «τυράννου δύσθεον γλωσσαλγίαν». Γι’ αυτό το «άσπετον φως», δηλ. η απερίγραπτη φωτιά υποχώρησε μπροστά στη δυνατή πίστη των τριών παίδων, οι οποίοι περπατούσαν ανάμεσα στις φλόγες, λέγοντας ότι ο Θεός είναι «ευλογητός εις αιώνας».
• Προτύπωση της παρθενικής μήτρας της Θεοτόκου αποτελεί η απάθεια των τριών παίδων, για την οποία γίνεται λόγος στον ειρμή της η’ ωδής του κανόνα. Η λέξη «εσφραγισμένη» αναφέρεται στο θαύμα της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, η οποία ήταν Παρθένος «προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον». Στους δύο τελευταίους στίχους ο υμνογράφος μένει εκστατικός μπροστά στη «θαυματουργία μία», η οποία «άμφω δρώσα» παρακινεί σε θεϊκή λατρεία τους λαούς. Αυτό σημαίνει ότι στα δύο θαύματα, της διασώσεως των τριών παίδων και της εκ Παρθένου γεννήσεως του Χριστού, ενήργησε η ίδια δύναμη του παντοδυνάμου Θεού.
* * *
• Τέλος στον ειρμό της Θ’ ωδής ο Δαμασκηνός κατανενυγμένος από το υπέρλογο μυστήριο της Θεοτόκου υποστηρίζει την αρετή της σιωπής «ως ακίνδυνον» για την πρόσβασή μας στον μυστηριακό χώρο της Θείας Επιφανείας.
Όμως η σφοδρή του επιθυμία να εγκωμιάσει την Θεοτόκο με «ύμνους συντόνως τεθηγμένους», τον κάνει να υπερβεί την ασφάλεια της σιωπής και να ζητήσει την βοήθειά της να του δώσει τόση δύναμη, όσος και ο πόθος του. «Αλλά δίδου, ω Μήτερ, σθένος όση πέφυκεν η προαίρεσις».
• Ο ιαμβικός κανόνας των Χριστουγέννων, όπως και όλη η υμνολογία των Χριστουγέννων, σκορπάει ελπίδα και εσωτερική ειρήνη στον εσωτερικά διχασμένο και πνευματικά αλλοτριωμένο άνθρωπο της εποχής μας.
Του προσφέρει ποιότητα και πληρότητα ζωής και κυρίως λύτρωση από την ανεστιότητα του παρόντος, τον πόνο και τον θάνατο.
*Πηγή: Εφημ. Πρωινός Λόγος
Ετικέτες
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)