Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Η Υπαπαντή

Μία από τις Δεσποτικές εορτές της Εκκλησίας, τις εορτές δηλαδή τις αφιερωμένες στον Δεσπότη Χριστό, είναι και η εορτή της Υπαπαντής. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διηγείται και περιγράφει τα περιστατικά του καθαρισμού της Παναγίας, σαράντα ημέρες μετά τη θεία Γέννηση, και της αφιερώσεως του Ιησού στον Θεό, "κατά τον νόμον Μωϋσέως". Ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν ανάγκη να γίνη. Τι να καθαρισθή η πανάχραντη Θεοτόκος; Και σε ποιόν να αφιερωθή ο Θεός; Όμως γίνονται και τα δύο: "Ο παλαιός ημερών, νηπιάσας σαρκί, υπό μητρός Παρθένου τω ιερώ προσάγεται του οικείου νόμου πληρών το επάγγελμα". Συμμορφώθηκε ο Ιησούς Χριστός προς το νόμο και υποβλήθηκε η Παναγία στις διατάξεις του καθαρισμού, για να φανή πως όλοι χωρίς εξαίρεση οφείλουν νά εκτελούν με ταπεινό φρόνημα ό,τι εντέλλεται ο Θεός και ορίζει η Εκκλησία.

Πηγή: Οικουμενικό Πατριαρχείο - Ημερήσιος Μικρός Συναξαριστής

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Για τους Τρεις Ιεράρχες...

Ένα σπουδαίο κείμενο, με αφορμή τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, δημοσιεύεται σήμερα στη διαδικτυακή «Ιδιωτική Οδό» (panagiotisandriopoulos.blogspot.com) του φίλτατου θεολόγου Παναγιώτη Ανδριόπουλου.
Τίτλος του: Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα»(;) μιας γιορτής(;) για την Παιδεία και συντάκτης του ο Χριστόφορος Γ. Παπασωτηρόπουλος, εκπαιδευτικός θεολόγος.

Συγχαίρω θερμά τον κύριο Παπασωτηρόπουλο για το λαμπρό ποιητικό και θεολογικό του πνεύμα, για τις καίριες επισημάνσεις του, για την «καθαρή» του ματιά και τον ευχαριστώ για τη συν-κίνηση...
Ιδού:

Έπρεπε να μιλήσω για τους Τρεις Ιεράρχες, όμως είχα κουραστεί ν’ ακούω μεγάλες κουβέντες και να μιλώ για ανθρώπους άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους σαν να διαφημίζω ένα προϊόν στο ραδιόφωνο. Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, κι έτσι βάλθηκα να περπατώ στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η παιδεία μας -Του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου- και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τον σημερινό μας βίο.
Προχώρησα κι είδα ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια ή αδιαφορία, μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας τρυφηλότητα;
Προχώρησα κι είδα ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή τους, να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει». Και θυμήθηκα τον Ελύτη: «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου αν θέλεις να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια».
Είδα τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και μη, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο μπροστά μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Αγάπη που ’ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια».
Είδα ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία.
Είδα παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο, θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος» παιδιά στα Εξάρχεια, που σιχαινόμαστε τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλλα παραπάνω.
Είδα δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει», να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί -με καθαρά, μεν αλλά άδεια χέρια!- να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους, να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά. Και σκέφτηκα τον Μίλτο Κουντουρά: «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».
Κι είδα γονείς πιο κάτω, στραμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν «μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο», μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή αγκάλιαζε. Η κραυγή της σιωπής σκέφτηκα…
Κι είδα γονείς να ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους -με θάρρος ή με θράσος;- γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες… κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο, που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές για να βολεύονται και σκέφτηκα και πάλι τον Ελύτη: «Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο».
Κι είδα την Εκκλησία να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λήθης και να πληρώνει σκληρά το τίμημα χρόνιων παθογενειών, ακέραιων καρκινωμάτων στο σώμα της που άλλες φορές η αγάπη της κι άλλες φορές η αδυναμία της, τα σκέπαζε για να μη φαίνονται. Κι έτσι βαυκαλιζόταν πως δεν υπήρχαν…
Κι είδα πιο κάτω ένα φως αχνό, μάλλον σα φωτοστέφανο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος -λες κι έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω;-…
Ένας παπάς μοίραζε τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους που είχαν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβούσε από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της που έφτασαν από απέναντι, πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου, κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φόρτωνε στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από πρεζόνια κι αλαφιασμένους απόκληρους. Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα μυρίζουν θάνατο…
Κι έκανα «ένα βήμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά». Κι είδα στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες, χωρίς πλουμιστά άμφια και μίτρες χρυσοκέντητες, μα με ράσα φθαρμένα αλλά καθαρά και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούσαν σιωπηλοί κι ολόμονοι, κρυμμένοι θαρρείς, κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν.
Εκεί πλησίασα, γονάτισα κι αφέθηκα στην παραμυθία τους:
Μου ψιθύρισε ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται -«Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»- στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει.
Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν.
Για την απελπισία της φτώχειας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
Κι ο Μέγας Βασίλειος, μου θύμισε για τους ψευτο - ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη - άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους.
Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία, που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του.
Μου είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους, -όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα- τους άλλους, που ξέρουν οτι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης…
Μου είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά από έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα.
Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν.
Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού!
Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές τους, σ’ αυτά τα σχολεία, μ’ αυτές τις συνθήκες, μ’ αυτές τις ανημποριές :
«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…».
Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ(!):
«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο,
Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια
λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια.
Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα,
Λοιπόν ,
αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.»

Πάτρα, Ιανουάριος 2011

σημείωση: ευτυχώς που για να γραφτούν αυτές οι λιγοστές αράδες εκτός από τους Τρεις Ιεράρχες, τα όσα είπαν και κυρίως τα όσα έκαναν και μας άφησαν κληρονομιά, βοήθησαν και ο Οδυσσέας Ελύτης (Μαρία Νεφέλη), ο Μίλτος Κουντουράς (Κλείστε τα σχολειά), ο Γιώργος Σεφέρης (Fog), ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (εν Κατακλείδι).

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βελλάς...

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου

Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός προς τιμήν του Αγίου Νεομάρτυρος Αυξεντίου, του εκ χώρας Βελλάς...

Στο θρόνο ο Γέρων Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Αθανάσιος...

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Ο Χαλκηδόνος στο Ναό μας

Τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου («εις Κοπάνους») επισκέφθηκε σήμερα το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Γέρων Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Αθανάσιος και προσκύνησε το δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Ο πρώτος τη τάξει Αρχιερεύς του Οικουμενικού Θρόνου έφτασε στην πόλη μας, προκειμένου να προεξάρχει των λατρευτικών εκδηλώσεων, αύριο και μεθαύριο, στην πανηγυρίζουσα τη μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Αυξεντίου (του εκ χώρας Βελλάς) Ιερά Πατριαρχική & Σταυροπηγιακή Μονή Βελλάς Ιωαννίνων.

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος*: «Ρόδον μυροβόλον, φυτεμένο στην αυλή του μοναστηριού μας, είναι ο νεομάρτυρας Αυξέντιος…»

Ο βίος και η πολιτεία του αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Αυξεντίου, του εκ χώρας Βελλάς ορμωμένου και εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος προς δόξαν Χριστού, εν έτει 1720, επιβεβαιώνει τη σοφή ρήση οσίου Γέροντος πως ο Παράδεισος είναι γεμάτος από αμαρτωλούς που όμως μετανόησαν και σώθηκαν. Με τη μετάνοια, την εξομολόγηση, τη Θεία Κοινωνία συσσωματούμεθα στο Κυριακό Σώμα, την Εκκλησία, γινόμαστε «σώοι», τέλειοι δηλαδή και άρα εύθετοι για τη βασιλεία των ουρανών.

Ο νεομάρτυρας Αυξέντιος βάδισε με αποφασιστικότητα στο υψηλότερο σκαλί της πνευματικής αναβαθμίδος, στο μαρτύριο, γενόμενος υπήκοος τω Κυρίω «άχρι θανάτου». Η θέλξη της αγάπης του για το Χριστό αφήνει ξεκάθαρα το στίγμα της σε όσους θέλουν και επιζητούν να ιχνηλατήσουν στο στιβαρό του βηματισμό, που οδηγεί στα αιώνια, στα άφθαρτα, τα προάγοντα στην όντως ζωή και όχι στα φθαρτά και πρόσκαιρα, που ανήκουν μόνο στον παρόντα και πλανώντα βίο.

Ο άγιος Αυξέντιος, όπως τον γνωρίσαμε στις σελίδες του Συναξαρίου, το Νέον Μαρτυρολόγιον, ήταν μια ευαίσθητη ψυχή. Ήπιε το ποτήρι της αμαρτίας μέχρι την τελευταία σταγόνα. Δεν άντεξε όμως τη σκλαβιά της. Αισθάνθηκε την πτώση του. Πόνεσε. Έκλαψε. Μετανόησε. Εξομολογήθηκε. Μαρτύρησε και ανακαινίσθηκε στην όντως ζωή με το μαρτύριο του αίματος. Δεύτερο βάπτισμα το μαρτύριό του. Είθε να ελκύσει του παράδειγμά του όλους μας.

Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Βελλάς έχει ένα λόγο παραπάνω να τιμά ξεχωριστά το νεομάρτυρα, γιατί είναι Βελλάς σεπτόν εκβλάστημα. Γιατί είναι δόξα και καύχημα της περιοχής και θερμός της παραστάτης. «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν η πόλις... του φωτός του μάρτυρος υπέρ αστραπήν άπασαν την πόλιν ημίν καταυγάσαντος».

Στο Μοναστήρι μας φιλοξενείται το Εκκλησιαστικό Λύκειο και η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Βελλάς. Στους μαθητές και φοιτητές ο άγιος, νέος και εκείνος, είναι φίλος γνήσιος, οδηγός - φρουρός στην πορεία της νεότητάς τους, συμμαθητής στον αγώνα τους για τα «προς Κύριον», ασφαλής υπό την αγία Σκέπη και φοβερά προστασία της εφεστίου θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου της Βελλαίτισσας.
Ρόδον μυροβόλον, φυτεμένο στην αυλή του μοναστηριού μας, είναι ο νεομάρτυρας Αυξέντιος…

*Ο Αρχιμανδρίτης Δοσίθεος Σερεπίσος είναι ηγούμενος της Ιεράς Πατριαρχικής & Σταυροπηγιακής Μονής Βελλάς Ιωαννίνων.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του π. Δοσιθέου στην νεοεκδοθείσα «Ακολουθία του Αγίου Ενδόξου Νεομάρτυρος Αυξεντίου».
Η εν λόγω έκδοση, εμπλουτισμένη, με πρωτότυπα σχέδια του ζωγράφου Χρήστου Μαρκίδη, περιλαμβάνει την Ασματική Ακολουθία, που έγραψε ο γνωστός υμνογράφος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, μαζί με τον Παρακλητικό Κανόνα και τους 24 Χαιρετιστήριους Οίκους γραμμένους από τον Μεγάλο Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαράλαμπο Μ. Μπούσια.

Πρόγραμμα εορτασμού αγίου Αυξεντίου

Στην Ιερά Πατριαρχική & Σταυροπηγιακή Μονή Βελλάς Ιωαννίνων

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ο Χαλκηδόνος Αθανάσιος στην Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Βελλάς

Ο Σεβασμιώτατος Γέρων Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Αθανάσιος, ο πρώτος τη τάξει Αρχιερεύς του Οικουμενικού Θρόνου, θα προεξάρχει των λατρευτικών εκδηλώσεων στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Βελλάς Ιωαννίνων για τον εορτασμό του Αγίου Νεομάρτυρος Αυξεντίου, του εκ χώρας Βελλάς, στις 25 Ιανουαρίου.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Είναι ο θεολόγος...

Στις 25 Ιανουαρίου η Εκκλησία γιορτάζει την μνήμη ενός από τους τρείς μεγάλους Ιεράρχας και Οικουμενικούς Διδασκάλους, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Ο άγιος Γρηγόριος είναι ο πνευματικός άνθρωπος, ο θεωρητικός νους, που πάντα εξαίρεται πάνω από τα ανθρώπινα. Είναι ο θεολόγος, ο ρήτορας, ο ποιητής, που αντι δια τον κοσμικό θόρυβο και την αίγλη των αξιωμάτων προτιμά την ησυχία της ερήμου και την απλότητα του ιδιωτικού βίου. Οι αγώνες του για την επικράτηση της ορθοδόξου πίστεως τον ανέβασαν αρχιεπισκοπικό θρόνο της Νέας Ρώμης. Μα εκείνος αφήνοντας τις μικρότητες των ανθρώπων και χαιρετίζοντας συγκινητικά το ποίμνιό του, έφυγε για ν' αφιερωθή στις πνευματικές του θεωρήσεις. Ίδε ο άνθρωπος του Θεού· "Ηγνόουν γαρ ότι προς υπάτους ημιν και υπάρχους η άμιλλα και στρατηγών τους ευδοκιμωτάτους, οι μη έχουσιν όποι τα εαυτών ρίψουσι".

Πηγή: Οικουμενικό Πατριαρχείο - Ημερήσιος Μικρός Συναξαριστής

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Γιορτάζει ο Πολιούχος μας

Οι τριήμερες καθιερωμένες εκδηλώσεις για τον εορτασμό της μνήμης του Νεομάρτυρος Γεωργίου και του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 16, τη Δευτέρα 17 και την Τρίτη 18 Ιανουαρίου, σύμφωνα με το πρόγραμμα που ανακοινώθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων.
Συγκεκριμένα, την Κυριακή 16 Ιανουαρίου, στη 4 μ.μ. στον Σεπτό Οίκο του Αγίου Γεωργίου, θα γίνει δέηση και μεταφορά της ιεράς εικόνος στο παρά την κεντρική πύλη του Φρουρίου εικονοστάσιο. Εκεί θα πραγματοποιηθεί δέηση και ακολούθως, μεταφορά της ιεράς εικόνος στον Ναό του Νεομάρτυρος στην Πλατεία Πάργης.
Στις 5 μ.μ., στον Μητροπολιτικό Ναό όπου βρίσκεται το παρεκκλήσι του Τάφου του Νεομάρτυρος θα τελεσθεί Εσπερινός και στις 6 μ.μ., στον Ναό του Νεομάρτυρος στην Πλατεία Πάργης, Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός μετ' Αρτοκλασίας. Στις 9 μ.μ. θα τελεσθεί ιερά αγρυπνία.
Κατά την Δευτέρα, ημέρα εορτασμού του Νεομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, στις 7:30 π.μ., στο ναό της Πλατείας Πάργης θα γίνει όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Όρθρος και Θεία Λειτουργία θα τελεσθούν και στον Σεπτό Οίκο του Αγίου, όπως και στον Μητροπολιτικό Ναό. Η λιτάνευση των ιερών Λειψάνων του Νεομάρτυρος θα ξεκινήσει στις 10:30 π.μ., ενώ στις 5 μ.μ. στον Σεπτό Οίκο του Αγίου θα τελεσθεί Ιερά Παράκληση και στη Μητρόπολη Μέγας Εσπερινός μετ' αρτοκλασίας και θείου κηρύγματος.
Την ημέρα της εορτής του Αγίου Αθανασίου, Τρίτη 18 Ιανουαρίου, όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία θα τελεστεί στην Ιερά Μητρόπολη στις 7:30 π.μ. και στις 5 μ.μ. Εσπερινός και Ιερά Παράκληση του Νοεμάρτυρος Αγίου Γεωργίου. Τα λείψανα του Αγίου θα επιστρέψουν στον Ναό του Πολιούχου στις 5 μ.μ.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Τα Άγια Θεοφάνεια

Τω αυτώ μηνί ϛ΄, τα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Τους ουρανούς βάπτισμα του Χριστού σχίσαν,
Τους αυτό μη χραίνοντας ένδον εισάγει.
Βάπτισεν εν ποταμώ Χριστόν Πρόδρομος κατά έκτην.


+ Tα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον εν πάσαις ταις αγίαις του Θεού Eκκλησίαις, την αγρυπνίαν τελούντες από το εσπέρας. Eπειδή ύστερα από τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του, ηθέλησεν ο Κύριος να φανερωθή εις τους ανθρώπους, ότι είναι Θεός εν σώματι. Όταν γαρ ο Κύριος εβαπτίζετο από τον Ιωάννην, εμαρτυρήθη άνωθεν από τον Θεόν και Πατέρα με την φωνήν και με την επέλευσιν του Aγίου Πνεύματος, ότι είναι Yιός γνήσιος και ομοούσιος αυτού. Aπό τότε λοιπόν εγνωρίσθη εις όλους διά μέσου των θαυμάτων, και της υψηλής του διδασκαλίας, ότι αυτός είναι βέβαια ο Θεός, ο διά των Προφητών φανερώς κηρυττόμενος (1).
Ήλθε δε εις το Βάπτισμα δι’ αιτίαν τοιαύτην. Όταν ο Κύριος έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς, επλήρωσεν όλον τον νόμον εις όλον το διάστημα της ζωής του. Eπειδή δε ο Ιωάννης ήλθεν από την έρημον και εβάπτιζεν εις τον Ιορδάνην, κατά το γενόμενον εις αυτόν ρήμα Θεού, ήτοι κατά το πρόσταγμα και τον νόμον του Θεού, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. γ΄, 2). Διά τούτο ο Κύριος θέλωντας να πληρώση και το ρήμα τούτο ως ένα θεϊκόν νόμον, τούτου χάριν ύστερον από τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του, επήγεν εις τον Βαπτιστήν Ιωάννην διά να βαπτισθή, ως οι λοιποί άνθρωποι και μόλον οπού δεν είχε χρείαν βαπτίσματος, ως αναμάρτητος ων. O δε Iωάννης ευλαβούμενος τον Κύριον, και την εδικήν του αναξιότητα λογιζόμενος, έλεγεν· «Eγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Aλλ’ ο Κύριος θαρσοποιεί και παρακινεί τον Ιωάννην εις το να τον βαπτίση, δείχνωντας εις αυτόν, ότι εκείνο οπού νομίζει πως είναι απρεπές, αυτό μάλιστα είναι πρέπον, δηλαδή το να βαπτισθή ο Δεσπότης από τον δούλον. Διά τούτο και λέγει εις αυτόν· «Άφες άρτι. Ούτω γαρ πρέπον ημίν εστι, πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Δικαιοσύνην δε εδώ ονομάζει ο Κύριος, την τελείωσιν όλων των εντολών, κατά τον θείον Χρυσόστομον (λόγω εις το Βάπτισμα) ωσάν να λέγη. Eπειδή εγώ ετελείωσα όλας τας άλλας εντολάς του θείου νόμου, αύτη δε μόνη έμεινε, διά τούτο πρέπει να τελειώσω και αυτήν.
Τότε λοιπόν αφήκε την αντίστασιν ο Ιωάννης, όθεν βαπτισθείς υπ’ αυτού ο Κύριος, ευθύς ανέβη από του ύδατος (2). Και ιδού ανοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδεν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον εις τον Ιησούν. Aλλά και φωνή από τους ουρανούς ήλθε λέγουσα· «Ούτος εστιν ο Yιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Eκ τούτου λοιπόν έγινε φανερόν εις τους Ιουδαίους, ότι δεν ήτον ο Ιωάννης μεγαλίτερος από τον Χριστόν, κατά την εσφαλμένην υπόληψιν, οπού είχον περί αυτού οι πολλοί. Aλλά ήτον ασυγκρίτως πολλά κατώτερος του Χριστού, και δούλος και υποχείριος αυτού. Διά τούτο γαρ και το Πνεύμα κατελθόν, ετράβιζε την φωνήν του Πατρός εις τον Ιησούν. Και έδειχνε φανερώς και ωσάν με το δάκτυλον, ότι το «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός», δεν ερρέθη διά τον Βαπτιστήν Ιωάννην, και μόλον οπού αυτός είχε κοντά εις όλους πολλήν την δόξαν και το αξίωμα. Aλλά ερρέθη διά τον βαπτιζόμενον Ιησούν. Τελειώσας λοιπόν ο Κύριος και τούτο το νομικόν πρόσταγμα του βαπτίσματος, έλυσε την κατάραν, οπού εδόθη εις τον Aδάμ διά την παράβασιν του θείου νόμου. Και λυτρώσας ημάς από την καταδίκην, έτζι έπαυσεν εις το εξής κάθε νόμον τελετουργικόν, αναβιβάσας αυτόν εις το πνευματικώτερον και τελειότερον. Aκολούθως δε, έπαυσε και το ιουδαϊκόν βάπτισμα, και παρέδωκεν εις ημάς τους πιστεύοντας, να βαπτιζώμεθα το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον Βάπτισμα το οποίον έχει την χάριν του Aγίου Πνεύματος, από την οποίαν ήτον υστερημένον το βάπτισμα του Ιωάννου. Βαπτισθείς γαρ ο Κύριος εις ένα και τον αυτόν ποταμόν, επλήρωσε μεν το σκιώδες και ατελές βάπτισμα, ήνοιξε δε τας θύρας του πνευματικού, και θείου της Eκκλησίας Βαπτίσματος. Το οποίον ημείς αφ’ ου εβαπτίσθημεν, χρεωστούμεν εις το εξής να φυλάττωμεν την αυτού καθαρότητα άσπιλον και αμόλυντον από αμαρτίας, διά της εργασίας των ζωοποιών εντολών. Ίνα και της Βασιλείας των Ουρανών επιτύχωμεν. (Όρα εις τον Δαμασκηνόν, και εις τον Προκόπιον, και εις τον Χρύσανθον, και εις την Σάλπιγγα, και εις την Σαγήνην, και εις τους Μαργαρίτας, και εις Μακάριον τον Κωφόν, τους περί της εορτής απλοϊκούς λόγους.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Σημείωσαι, ότι κατά τον Ευσέβιον, όταν εβαπτίσθη ο Κύριος ήτον τρίτη ημέρα της εβδομάδος. Αι δε των ιερών Aποστόλων Διαταγαί λέγουσιν, ότι εβαπτίσθη ώρα δεκάτη της νυκτός.

(2). O θείος Χρυσόστομος απορεί. Διατί λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, και Μάρκος, ότι ανέβη ο Ιησούς ευθύς από του ύδατος; Λύων ουν την απορίαν λέγει. Ότι οι μεν άλλοι άνθρωποι βαπτιζόμενοι, επειδή ήτον αμαρτωλοί, εστέκοντο μέσα εις το νερόν βουτημένοι, έως οπού ήθελαν ομολογήσει όλας τας αμαρτίας των, και τότε εύγαινον από το νερόν. Όθεν επέρνα αναμεταξύ, διάστημα καιρού. O δε Κύριος, επειδή ήτον αναμάρτητος, και αμαρτίας δεν είχε να εξομολογηθή· διά τούτο ευθύς οπού εμβήκεν εις το νερόν, ευθύς και ευγήκεν έξω (παρά τη σειρά του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου).
Ότι δε ο Χριστός βαπτισθείς, όχι μόνον ηγίασε τον Ιορδάνην ποταμόν, αλλά και όλην την φύσιν των υδάτων, μαρτυρεί σαφώς και καθαρώς, ο αυτός θείος Χρυσορρήμων, ούτως αυτολεξεί λέγων εν τω εις το Άγιον Βάπτισμα του Σωτήρος λόγω αυτού· «Αύτη εστίν η ημέρα, καθ’ ην ο Χριστός εβαπτίσατο, και την των υδάτων ηγίασε φύσιν. Διά τοι τούτο και εν μεσονυκτίω κατά την εορτήν ταύτην άπαντες υδρεύονται, και οίκαδε τα νάματα αποτίθενται, και εις ενιαυτόν ολόκληρον φυλάττουσιν, ά τε δη σήμερον αγιασθέντων των υδάτων. Και το σημείον γίνεται εναργές, ου διαφθειρομένης της των υδάτων εκείνων φύσεως τω μήκει του χρόνου. Aλλ’ εις ενιαυτόν ολόκληρον, και δύω και τρία πολλάκις έτη, του σήμερον αντληθέντος ύδατος ακεραίου και νεαρού μένοντος. Και μετά τοσούτον χρόνον, τοις άρτι των πηγών εξαρπασθείσιν ύδασιν αμιλλωμένου» (τόμ. ε΄ της εν Eτόνη εκδόσεως). Σημείωσαι, ότι το βάπτισμα του Ιωάννου μίαν κατάδυσιν και μίαν ανάδυσιν είχε. Και ήτον, του μεν ιουδαϊκού βαπτίσματος υψηλότερον. Του δε ημετέρου, ταπεινότερον. Καθάπερ γέφυρά τις ον εκατέρων των βαπτισμάτων, απ’ εκείνου προς τούτο χειραγωγούν. Ου γαρ έλεγεν ο Ιωάννης. Πλύνον τα ιμάτιά σου, και λούσον το σώμα και έσο καθαρός. Aλλά τι; Ποιήσατε καρπούς αξίους της μετανοίας. Ουδέ Πνεύματος Aγίου χορηγίαν είχεν, ούτε αμαρτημάτων άφεσιν. O δε Κύριος, ούτε το ιουδαϊκόν, ούτε το ημέτερον Bάπτισμα εβαπτίσθη (το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον), αλλά το του Ιωάννου (το εις μίαν κατάδυσιν γινόμενον) και τούτο, διά δύω αιτίας. Μίαν μεν, ίνα φανή ότι είναι υιός Θεού, μαρτυρούμενος από την φωνήν του Πατρός, και από την επιφοίτησιν του Aγίου Πνεύματος. Και άλλην δε, διά να πληρώση κάθε δικαιοσύνην. Καθώς ταύτα πάντα βεβαιοί ο ίδιος Χρυσόστομος εις τον αυτόν λόγον. Σημείωσαι, ότι εις τα Θεοφάνεια έχουσι λόγους Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Πάλιν Ιησούς ο εμός». O θείος Eπιφάνιος (λόγ. εις την Aνάληψιν) πρώτην μεν εορτήν αριθμεί την Χριστού Γέννησιν, δευτέραν δε, την των Θεοφανείων ταύτην, και όρα εις την υποσημείωσιν την εις το Συναξάριον της Χριστού Γεννήσεως. O δε Νύσσης Γρηγόριος λόγον έχει εις το, «ούτός εστιν ο Yιός μου ο αγαπητός», ου η αρχή· «Ο μεν φιλόστοργος ούτος Πατήρ». Έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Νυν γνωρίζω την εμήν αγέλην». O Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Πάντες ημείς εν ευθυμία». Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ου η αρχή· «Άνδρες φιλόχριστοι και φιλόξενοι». Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ου η αρχή· «Πάλιν φως προερχόμενον». Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Μετάνοια και αρχή εστι και μεσότης», ο αυτός έτερον εις την αυτήν, ου η αρχή· «Χθες συνεκκλησιάζων και συνεορτάζων». (Σώζονται πάντες εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Βατοπαιδίου και Ιβήρων, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.) Aλλά και ο Πρόκλος, και ο Ιππόλυτος εγκώμια έχουσιν εις αυτήν (εν τη Iερά Tελετουργία).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

«Χρονιάρες μέρες»

Κυκλοφόρησε το 27ο τευχίδιο της σειράς «Μνημοσύνη», που εκδίδει η Ιερά Μονή Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων, αυτή τη φορά με την ηθογραφία του γιαννιώτη συγγραφέα Δημητρίου Σαλαμάγκα «Χρονιάρες μέρες», από τη συλλογή ηθογραφιών και άλλων πεζών του Σαλαμάγκα «Κάποιο βράδυ του Νοέμβρη», β' έκδοση, Γιάννινα, 1959.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την Πρωτοχρονιά

Ιερώτατοι αδελφοί Αρχιερείς,
Εντιμότατε κ. Πρόξενε της Ελλάδος,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Ελλογιμώτατοι, Εντιμότατοι,
Προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,

Εορτάζει σήμερον η Εκκλησία του Χριστού, ως «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1, 23), την κατά σάρκα Περιτομήν του «πάντα δρακί περιέχοντος και εν σπαργάνοις ειληθέντος» Σωτήρος ημών και την ιεράν μνήμην του «ιεραρχίας στολαίς ηγλαϊσμένου» ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, όστις «τη Εκκλησία δέδοται παρά Θεού, χαράκωμα και τείχος οχυρόν».

Εορτάζομεν ημείς, τα πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εις την ευλογημένην γην των Πατέρων ημών, εν Φαναρίω, εις το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας, την ευχαριστίαν της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, αισθανόμενοι ομοθυμαδόν, όπως γράφει επιφανής σύγχρονος θεολόγος, «σαν στο σπίτι μας», «παιδιά στο σπίτι του Πατέρα μας». Όντως, όπως προσθέτει άλλος σπουδαίος μύστης της ιεράς επιστήμης, «η βαθύτερη εμπειρία που έχουμε για την Εκκλησία είναι αυτή του "οίκου"». Είμεθα δεμένοι με την Εκκλησίαν «άμεσα, σωματικά, όπως δένεται το παιδί με τη μάνα του». Είναι «η ζωή» αυτό που συνδέει ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς με την Εκκλησίαν και «όχι οι ιδέες».

«Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Εκκλ. 1, 4) και όλοι ημείς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, φυλάσσομεν τον τόπον, ον ελάβομεν εις κληρονομίαν, τα όσια και τα ιερά του Γένους, επί των οποίων ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν φαίνεται να έχη πραγματικήν εξουσίαν. Η αιωνιότης ευρίσκεται εκεί, όπου ο χρόνος δεν έχει και δεν ημπορεί να έχη δύναμιν. Δια τούτο δεν ισχύει δι’ ημάς το «χρόνου φείδου», αναφορικώς προς την διακονίαν και την προθυμίαν να φυλάσσωμεν τούτον τον τόπον. Βιούμεν την ζωήν ημών ως «πλήρωμα χρόνου, φυλακής και μαρτυρίας», ενδυναμούμενοι από την επαγγελίαν του Χριστού: «Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20).

Το «φυλάσσειν τον ιερόν τόπον», τον οποίον γνωρίζομεν, επειδή ακριβώς τον αγαπώμεν, και αγαπώμεν επειδή τον γνωρίζομεν, είναι συνυφασμένον αρρήκτως με το «φυλάσσειν τον τρόπον του βίου», την Ορθοδοξίαν, την ορθήν λατρείαν και δοξολογίαν και την ορθοπραξίαν. Αυτός ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής εβιώθη και υμνήθη από ενθέους αγίους, από μάρτυρας και ασκητάς, κήρυκας του Ευαγγελίου του Χριστού, ποιητάς και μελωδούς, από αγιογράφους και χαρισματικούς τεχνίτας, από ευλογημένους χριστιανούς, διακόνους της φιλανθρωπίας. Είναι πίστις και δόγμα, αγάπη και ήθος, ελπίς εις Χριστόν και άσβεστος πόθος της αιωνιότητος, βιωμένη ελευθερία, δέσιμο με τον τόπον και εμπειρία οικειότητος, αλληλεγγύη και κοινωνία, αυθυπέρβασις και μαρτυρία ζωής εν Χριστώ.

Όλα αυτά συμπυκνώνονται και αποκαλύπτονται εις τας εορτάς, αι οποίαι δι’ ημάς αποτελούν τον άξονα της εκκλησιαστικής ζωής. «Ο πιστός ζει από γιορτή σε γιορτή», σημειώνει ο μακαριστός πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν. Πράγματι, η εορτή, η οποία είναι πάντοτε κάτι περισσότερον και πολυτιμότερον από τον «ελεύθερον χρόνον» και συνδέεται ουσιαστικώς και αναποσπάστως με την θείαν λατρείαν, είναι καιρός αποκαλύψεων. Η εορτή φωτίζει την πορείαν μας, απελευθερώνει την ζωήν από τας αντιφάσεις της, διαλύει την αχλύν των βιωτικών μεριμνών, πλαταίνει τον κόσμον, ανοίγει την διάστασιν του βάθους των πραγμάτων. Εορτή είναι η βίωσις της ζωής ως κοινωνίας και ευχαριστίας. Ο κλειστός άνθρωπος, ο άνθρωπος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, δεν ημπορεί να εορτάση πραγματικά η εορτάζει μόνον τον εαυτόν του. Ο homo clausus δεν είναι δυνατόν να ζη ως homo festivus. Ο χρόνος της ζωής του δαπανάται δια την ατομικήν του ευδαιμονίαν, δια το έχειν του εαυτού του και όχι δια την κοινωνίαν, την κοινωνίαν μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων.

Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι κατά τας λεγομένας «αργίας» η κατά τον «ελεύθερον χρόνον», επιτείνεται η αίσθησις της ματαιότητος και η αγωνία ότι η ζωή περνά χωρίς να την ζήσουν οι άνθρωποι εις βάθος. Είμεθα προφανώς εποχή της ψυχαγωγίας και των διασκεδάσεων, αλλά όχι εποχή της εορτής. Αι σύγχρονοι «εορταί» είναι καιρός του έχειν, παγίδες αυτοπραγματώσεως, εκδιονυσιασμού της ζωής και επιδεικτικού καταναλωτισμού. Είναι χαρακτηριστικόν ότι τας εορτάς, το περιεχόμενον και την μορφήν των διαχειρίζονται σήμερον οι διαφημισταί, η τηλεόρασις, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι πωλούντες και αγοράζοντες.

Και το αρχαίον «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», τονίζει μεν την ανάγκην και το νόημα της εορτής δια τον οδοιπόρον άνθρωπον, ημπορεί όμως να κατανοηθή με την έννοιαν ότι το πανδοχείον είναι «ο οίκος» του ανθρώπου. Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι «Τα παρόντα οδός εστιν» και ότι «Πανδοχείόν εστιν ο παρών βίος», τότε τοποθετούν την πατρίδα ημών εις την βασιλείαν του Θεού και θεωρούν τον παρόντα βίον πορείαν προς την αληθινήν ζωήν. Αυτήν την ζωήν υπενθυμίζουν αι εορταί, καθώς και την προσωρινότητα των παρόντων. Η εορτή έχει ουσιαστικήν εσχατολογικήν αναφοράν. Όχι μόνον δεν μας επιτρέπει να βλέπωμεν το «πανδοχείον» ως «οίκον», αλλά τρέφει την νοσταλγίαν της «πατρίδος». «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Αυτήν την ζωήν των εσχάτων υμνεί υπερεχόντως ο εορταζόμενος σήμερον Μέγας Βασίλειος, όστις «απέρριψεν των ουκ όντων τον πόθον» και «χαίρων ανεκήρυξεν το ευαγγέλιον της βασιλείας».

Ιερώτατοι, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Η κακή αλλοίωσις των εορτών η ακόμη η λήθη του νοήματος του εορτάζειν δεν είναι κάτι νέον. Το παρελθόν δεν είναι «ο χαμένος παράδεισος». Όσον άτοπον είναι όμως να πιστεύωμεν ότι παλαιότερα ήσαν όλα καλύτερα, τόσον λανθασμένον είναι να κλείνωμεν τους οφθαλμούς έναντι όσων αρνητικών συμβαίνουν σήμερον.

Εμφανέστατα η εποχή μας απολυτοποιεί πλείστα όσα ασήμαντα και απαξιώνει πολλά σημαντικά. Παραλλήλως προς τας εκπληκτικάς προόδους, ζώμεν σήμερον την αδυσώπητον κοινωνικήν αδικίαν, την αλαζονίαν των ισχυρών, την καταστροφήν της φύσεως, την σχάσιν των σχέσεων και τόσα άλλα δεινά. Ζωτικαί αλήθειαι, αι οποίαι έδιναν νόημα εις την ζωήν των ανθρώπων, πολύτιμοι παραδόσεις αιώνων, περιφρονούνται και χλευάζονται. Απεδείχθη περιτράνως ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός δεν αποτελεί πρόοδον.

Ισχύει, αντιστοίχως, ότι κάθε στροφή εις την παράδοσιν δεν αποτελεί οπισθοδρόμησιν. Έχομεν ημείς οι ορθόδοξοι μίαν παράδοσιν αληθείας, ελευθερίας και φιλανθρωπίας, η οποία τροφοδοτεί το παρόν και το μέλλον μας, μίαν παρακαταθήκην πίστεως, η οποία απελευθερώνει μέσα μας ανεξαντλήτους δυνάμεις κατ’ αλήθειαν ζωής και διακονίας. Δεν ανήκει το μέλλον εις τον αυτάρεσκον ατομιστήν, εις τον άνθρωπον «αυτοείδωλον», ο οποίος ζη αποκλειστικώς δια τον εαυτόν του και αρνείται να αναγνωρίση εις τον πλησίον τον «αδελφόν» του Χριστού, Εκείνου όστις απεκαλύφθη ως «Θεός μεθ’ ημών» και Θεός «υπέρ ημών».

Ο συγκαταβάς των γένει των ανθρώπων Σωτήρ ημών, ας χαρίζη εις όλους ημάς, πρεσβείαις του «εκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» ιεροφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ένα ευλογημένον και αγλαόκαρπον ενιαυτόν με υγείαν κατ’ άμφω και ας κατευθύνη τα διαβήματα ημών εις την οδόν της ειρήνης, της «πάντα νουν υπερεχούσης» (Φιλιππ. 4, 7).