Γράφει ο
Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Πατάρων Ιωσήφ
Πώς, Κύριε, η αμαρτωλότητά μου
με την Ιεροσύνη μου να σχετίζεται,
και ακόμα να διενεργεί;
Πώς η ασθένειά μου με την Χάρη Σου
να σμίγει, αλλά να μην την κωλύει;
Πώς η αφροσύνη μου παράδειγμα
στους ανθρώπους
να γίνει, χωρίς την Εικόνα Σου
να αλλοιώνεται;
Πώς η αμέλειά μου σου τη Διδασκαλία
να προβάλλει και η Αγάπη σου
να μην εκφυλίζεται;
Πώς της ψυχής αυτή η σύγχυση
-και των φρενών ο διχασμός-
Σου την Ιεροσύνη να χωρούν;
Πώς μου όλο το είναι
σε Χριστού τύπο και τόπο
να συν-υπάρχει;
Αμαρτωλότητας και αποστολής
τον συνδυασμό να υποφέρω
λογικά πλέον δεν δύναμαι. Δειλιάζει η ψυχή.
Ο νους θολώνει.
Επαναστατεί το σώμα.
Από την ηθικολογία μέχρι την δεοντολογία
το δίλλημα διαμετρικά απλώνεται
-και διενεργεί-,
ενώ της σάρκας μου το σθένος εξασθενεί,
καθώς της ψυχής μου το άλγος
προαισθάνεται –ήδη γευόμενη-
της απολογίας το αδύνατο.
Σαν η αδυναμία μου
με την παντοδυναμία σου να ισοδυναμεί:
όσο η Δόξα και Σου η Παντοκρατορία
τόσο η αμαρτωλότητά μου:
ανάλογα μεγέθη
σε δυσανάλογα είναι:
Ιδού λογικής, και ηθικής -και φυσικής-,
και κρίσεως τέλος: έσχατο το αδιέξοδο.
Ποιό, λοιπόν, του διλλήματος
το συμπέρασμα;
Πού το τελεσίδικο σκέλος,
που την υποκρισία να διαλύεται δύναται;
Όχι πάντως σε μένα: αλλού
του λαβύρινθου η έξοδος:
Διότι Σου η Χάρη τελικά υπερισχύει
-υπερνικά.
Τα μεγέθη ισορροπεί,
τις φύσεις αλληλοσυνδέει,
την ετερότητα άθικτη κρατά,
και το παράδοξο εξαίρει
σου της αγάπης
ως εικόνα.
Τότε
-αντί γελοίας καρικατούρας-
παράδοξη Σου εικόνα γίνομαι,
ενώ Συ σε μένα ενεργείς
και διά της ασθένειάς μου φαίνεσαι
-και αποκαλύπτεσαι-,
την αναξιότητά μου
-την πανταχού παρούσα-
στο θαύμα κρύβοντας
Σου της αγάπης.
Να κατανοώ ακόμα δεν δύναμαι:
Αλλά σφόδρα πλέον προαισθάνομαι
ότι για μένα δεν πρόκειται·
για Σένα επρόκειτο, πάντα:
για Σένα, που στον άλλο βρίσκεσαι
και φιλάνθρωπα και ευγενικά
την εικόνα μου
-την αληθινή μου εικόνα-
αντανακλάς ως
ἀμφίπλευρος ἀγάπης ἔσοπτρος!
Δεν πρόκειται για μένα! Όχι!
Ούτε για την αδυναμία μου,
Ούτε καν για την αναξιότητά μου:
Δεδομένα είναι! Όσο κι αν είναι!
Σύ είσαι!
Ο άλλος είναι!
Ο απέναντί μου είναι,
Ο πλάι μου είναι!:
Ὁ ἐν ἑτέροις –συν-ανθρώποις-
ἐντελῶς Ἕτερος!
Εγώ, ό,τι είμαι το ξέρεις,
-πάντα το ήξερες-,
να κρύβομαι δεν δύναμαι,
--ούτε θέλω--,
κι όμως επιτρέπεις
-ή ευδοκείς-
σε μένα να ενεργείς.
Και ενεργείς!
Ενώ
συνείδηση δειλά-δειλά γίνεται
ότι δική σου μόνο η προβολή,
ενώ δική μου η ανομία
-αλλά και η προσπάθεια:
μία η οδός,
ακέραια η κατεύθυνση,
μια και αυτή η Ιεροσύνη
--η Αγάπη--
που με μένα μοιράζεσαι,
ενώ με την ίδια στους πάντες αποκαλύπτεις
-και ταυτόχρονα εκμηδενίζεις-
της αμαρτίας μου
το ανεξιχνίαστο βάθος.