Του π. Παύλου Α. Βαταβάλη,
(Θεολόγου - Γραμματέως της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων)
Τὸ ἀποψινό μας θέμα, μᾶς δίδεται, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, ὁ ὁποῖος γράφοντας πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κορίνθου γίνεται σφοδρὸς κατήγορος ἀτόπων συνηθειῶν καὶ πολλῆς ἀταξίας, ἡ ὁποία ἐπεκράτει κατὰ τὴν συνάθροισιν τῶν πιστῶν εἰς τὸ Κυριακὸν Δεῖπνον, εἰς τὴν Τράπεζαν δηλαδὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Διαιρέσεις, σχίσματα, ἀταξία κατὰ τὴν προσέλευσιν, ἀναγκάζουν τὸν Ἀπόστολο νὰ ὁμιλήσῃ μὲ σκληρὰ λόγια. «Ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου».
Καὶ τὶς ἐστίν ὁ «ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως»; Τὶ μᾶς καθιστᾶ ἀναξίους καὶ πολὺ περισσότερο τὶ μᾶς καθιστᾶ ἀξίους νὰ κοινωνήσωμεν Σώματος καὶ Αἵματος Χριστοῦ; Ἡ ἔννοια τῆς ἀξιότητος ἢ ἀναξιότητος ὑπέστη βαριὰ ταλαιπωρία, ἄλλοτε ἀπὸ ἀνοήτους εὐσεβισμοὺς ἄλλοτε ἀπὸ ἀνεξόδους φιλελευθερισμούς, ποὺ θολώνουν τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση, διαστρέφουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ βίωμα καὶ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Ποτηρίου τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν βρώσιν καὶ πόσιν τοῦ Θεοῦ.
Ποιὸς εἶναι λοιπόν ἄξιος; Κανείς! Ἀπολύτως κανένας. Εἰς τὴν ζυγαριάν τῆς ἀξιότητος ἡ ἠθικὴ δὲν διαδραματίζει κανέναν ρόλον. Οὐδὲν ἀνθρώπινον ἐπίτευγμα ἢ ἀγὼν δὲν μᾶς προσπορίζει ἀξιότητα διὰ νὰ δεχθῶμεν τὸν Κύριον ἐντὸς ἡμῶν.
Κὶ ὅμως ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ Μυστηρίου καλεῖ σὲ προσοχὴ καὶ ἐπαγρύπνηση: «Πρόσχωμεν. Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του νὰ δοθοῦν εἰς τοὺς ἁγίους! Πῶς λοιπὸν αἴρεται ἡ ἀντινομία; Μὲ τὴν ἀπόκριση τῶν πιστῶν: «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός».
Μόνον ὁ Κύριος τελεῖ τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κτίσματος πρὸς τὴν τελειότητα τῆς ἁγιότητος. Μόνον τὸ ἔλεός Του καὶ ἡ Ἀγάπη Του. Ὅστις ἀποζητᾶ τὸ ἔλεος Του ἀνοίγει τὰ φτερὰ τοῦ αὐτεξουσίου του εἰς τὴν παντοδύναμον καὶ μεταποιητικὴν θέλησιν τοῦ Κυρίου. Ὅστις ὅμως ἀναζητεῖ τὴν ἀξιοσύνη του εἰς τὰ συντρίμια τῆς ἀνθρωπίνης ἀθλιότητος, εἰς τὰ ἔργα του καὶ εἰς τὰς ἀρετάς του καὶ θεωρεῖ πώς διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἔχει δεσμεύσει τὴν Θείαν Χάριν πλανᾶται πλᾶνιν οἰκτράν.
Ὁ ἀπόστολος κάνει μίαν σπουδαίαν διάκρισιν διδάσκοντας ἀκριβῶς τὴν «διάκρισιν». Ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται, λέγει, ἀναξίως δὲν διακρίνει τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Τότε ἀποκαλύπτεται ἡ ἀναξιότητα. Πότε; Ὅταν δὲν συνειδητοποιοῦμεν τὶ ἐσθίομεν καὶ τὶ πίνομεν, τὸ ὁποῖον καὶ ὁδηγεῖ εἰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους συμπεριφοράς, διὰ τὰς ὁποίας ἤδη ἐπέπληξε ὁ Ἀπόστολος τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κορίνθου.
Ὁλάκερη ἡ ἀθλιότητα, ἡ μιζέρια καὶ ἡ κακοτοπιά ποὺ μαστίζει σήμερον τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὴν ἀφετηρίαν της εἰς ταύτην τὴν ἔλλειψιν τῆς διακρίσεως. Ἂς ἐπισκεφθῶμεν νοερῶς τὴν συνάθροισίν μας καὶ ἄς ἐξετάσωμεν λοιπόν τὴν στάσιν μας καὶ τὴν συμπεριφοράν εἰς αὐτήν.
Καὶ ἂς ξεκινήσωμεν μὲ τὴν συχνότητα τῆς προσελεύσεώς μας. Πότε λοιπόν συναθροιζόμαστε διὰ τὸ Κυριακὸν Δεῖπνον; Ἀς μὴν ἀκούσω καθ’ ἑκάστην Κυριακήν, διότι ψευδόμεθα ἀνοήτως. Διότι τὸ νὰ παρευρεθῶμεν εἰς Δεῖπνον, χωρὶς νὰ γευθῶμεν, ὄχι μόνον τιμὴν δὲν μᾶς προσδίδει ἀλλὰ τουναντίον εἰς κρῖμα ἑαυτοῖς παριστάμεθα.
Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Εἰπέ μοι, εἴ τις εἰς ἑστίασιν κληθεὶς, τὰς χεῖρας νίψαιτο καὶ κατακλιθείη, καὶ ἕτοιμος γένοιτο πρὸς τὴν τράπεζαν, εἶτα μὴ μετέχοι, οὐχ ὑβρίζει τὸν καλέσαντα; οὐ βέλτιον τὸν τοιοῦτον μηδὲ παραγενέσθαι;»
Πές μου ἀδελφέ μου, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐὰν κάποιος ἔχει προσκληθεῖ σὲ δεῖπνο, καὶ ἀφοῦ καταφθάσει στὸ χῶρο τῆς τράπεζης, πλύνει τὰ χέρια του καὶ καθίσει εἰς τὴν τράπεζαν ἀλλ’ ὅμως δὲν τρώγει κανένα ἀπὸ τὰ ἐδέσματα ποὺ τοῦ ἔχουν προσφέρει, τότε δὲν προσβάλλει αὐτὸν ποὺ τὸν ἔχει προσκαλέσει; Δὲν θὰ ἤτο ἑπομένως καλύτερον τὸ νὰ μὴν εἴχε ἔρθῃ καθόλου;
«Ὢ τῆς συνηθείας, ὢ τῆς προλήψεως. Εἰκῇ θυσία καθημερινή, είκῇ παρεστήκαμεν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδεὶς ὁ μετέχων»! Οὕτω διεκτραγωδεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὴν τραγικὴν συνήθειαν τῶν ἡμερῶν του. Εἰς μάτην ἡ θυσία ἡ καθημερινή, εἰς μάτην οἱ ἱερεῖς κυκλώσαμεν τὸ θυσιαστήριον, κανεὶς δὲν μετέχει. Καὶ πῶς, ἀδελφοί μου, τότε ἀληθῶς νομίζομεν ὅτι διακρίνομεν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου;
Μὰ δὲν ἑτοιμασθήκαμε διὰ νὰ λάβωμεν τὸν Χριστόν, θὰ εἴπῃ τις. Μὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν κοινωνήσης, νομίζεις ὅτι μπορεῖς, ὡς ἔτυχεν, νὰ μετέχῃς καὶ νὰ ἀκοῦς τὰ φριχτὰ λόγια καὶ νὰ παρίστασαι τὴν φριχτὴν ὥραν, καθ’ ἥν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέρχεται, ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταποιοῦνται εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα;
«Πᾶς γὰρ ὁ μὴ μετέχων τῶν μυστηρίων, ἀναίσχυντος καὶ ἱταμὸς ἑστηκώς». Ἰδοὺ καὶ πάλιν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προειδοποιεῖ: Μὲ θρασύτητα καὶ μὲ ἀναισχυντία παριστάμεθα εἰς τὸ μυστήριον ὅταν δὲν μετέχωμεν εἰς τὸ μυστήριον.
Ὀφείλομεν νὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας δὲν εἶναι Ἐσπερινός, δὲν εἶναι ἀπλῶς προσευχητικὴ ἀκολουθία, ἀλλὰ τὸ ὄντως μυστήριον, ἔνθα ὁ Χριστὸς οὐχί ἁπλῶς εἶναι παρών ἀλλὰ γίνεται ὁρατὸς καὶ ἀπτόμενος.
Τὰ λέγω αὐτὰ ὄχι διὰ νὰ σᾶς ἀπομακρύνω ἀλλὰ διὰ νὰ ἀντιληφθῶμεν τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου, τὶ ἐσθίομεν καὶ τὶ πίνομεν, καὶ οὕτω νὰ προσερχώμεθα, διακρίνοντες τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου! Θεὸς παρατίθεται εἰς βρῶσιν διὰ νὰ μᾶς καταστήσῃ Θεούς. Τίς ποτέ, γνωρίζοντας καὶ πιστεύοντας τοῦτο ἀληθῶς δὲν θὰ προσέρχεται πάντοτε εἰς τὸ μυστήριον.
Ἄς ἐπανέλθωμεν ὅμως. Πότε λοιπόν προσερχόμεθα εἰς τὸ Δεῖπνον; Δύο, τὸ πολὺ τρεῖς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους. Διατί; Διότι ἐπιλέγουμε τὶς καλούμενες μεγάλες ἑορτὲς τῆς χριστιανοσύνης.
Πεῖτε μου, λοιπόν, ὅταν προσερχώμεθα μόνο Χριστούγεννα ἢ Πάσχα εἰς τὸ Δεῖπνον διακρίνωμεν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου; Συνειδητοποιοῦμε ὅτι κοινωνοῦμε Θεό; Ὄχι βέβαια. Ὁ Κύριος καθ’ ἑκάστην δι’ ἐσὲ προσφέρεται εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν καὶ ἐσὺ ἢ μᾶλλον ἡ ἐπικρατοῦσα ἀνόητος συνήθεια ἐπιλέγει διὰ σὲ νὰ προσέρχεσαι ἀναισχύντως μόνον εἰς τὰς μεγάλας ἑορτάς. Ἄλλος Χριστὸς παρατίθεται τότε; Ἄλλος Χριστὸς θυσιάζεται; Ἐπομένως δὲν προσέρχεσαι διὰ τὸν Χριστὸν ἀλλὰ δια τὴν ἑορτὴν.
Μὰ κὶ ὅταν προσερχώμεθα, τὶ λέγομεν; Ἐνήστευσα καὶ ἄρα θὰ προσέλθω ἢ δὲν ἐνήστευσα καὶ δὲν θὰ προσέλθω. Ὄμορφος καὶ εὐτυχὴς οὗτος ὁ χριστιανισμός. Ἡ ἀποχὴ ἐκ τῶν τροφῶν μᾶς δίδει τὸ εἰσιτήριον διὰ τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Αὕτη δὲ ἡ καινοτομία ἔχει προξενήσει καὶ ἐρωτήματα ποὺ ἐγγίζουν τὰ ὅρια τῆς παραφροσύνης. «Εἶμαι ἀσθενὴς, δύναμαι νὰ πάρω τὰ φάρμακά μου τὸ πρωί τῆς Κυριακῆς;» Εἰς μίαν τοιαύτην Ἐκκλησίαν ἔχομεν ἐκβάλλει ἔξω τὸν Χριστόν, ἡ Χάρις ὄχι μόνον δὲν ἐπιδιώκεται ἀλλὰ καὶ ἐξοβελίζεται ὡς ἀχρείαστη καὶ παράταιρη, ἀφοῦ τὰ ἔργα μας ὑπερισχύουν τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ.
Ἐνήστευσα ἀλλὰ δὲν μιλάω μὲ τὴ νύφη μου ἤ τὴν γειτόνισά μου. Μὰ πρέπει νὰ συγχωρέσεις καὶ νὰ συγχωρηθείς, ἀνταπαντᾶ ὁ πνευματικός. Ἐγώ, ποτέ! Ἕχω ὅμως νηστεύσει σαράντα ἡμέρες, καὶ ἀπὸ κρέας καὶ ἀπὸ γάλα καὶ ἀπὸ λάδι! Ἄρα θὰ κοινωνήσω, ἐπιμένει. Ὤ τῆς ἀσκήσεως!
Ἐνῶ λοιπόν κάθε εἴδους ἄσκησις καὶ ἀγών εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοῦτο ἔχει συσταθεῖ διὰ νὰ μάθωμεν να μὴν προσερχώμεθα ὡς ἔτυχεν εἰς τὴν Τράπεζαν καὶ νὰ μάθωμεν νὰ διακρίνωμεν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅτι κοινωνοῦμεν, δηλαδή, Θεόν, τοῦτο ἡμεῖς μετεποιήσαμεν εἰς προϋπόθεσιν ἀξιότητος.
Διότι εἰπέ μοι πῶς διακρίνεις τὶ ἐσθίεις καὶ τὶ πίνεις ὅταν μπορεῖ μὲν νὰ εἶσαι νηστικὸς ἀπὸ τροφὰς εἶσαι ὅμως χορτάτος ἀπὸ τὴν βρῶσιν τοῦ ἀδελφοῦ σου; Πῶς θὰ κοινωνήσῃς Θεὸν καὶ πῶς θὰ συμμετάσχῃς εἰς ἐκείνην τὴν φριχτὴν Τράπεζαν, ὅταν ὁ Θεὸς ποὺ τολμᾶς νὰ γευθεῖς δι’ ὅλους θυσιάζεται καὶ δἰ ὅλους προσφέρεται; Πῶς περιμένεις τὴν Οὐράνιόν Του Βασιλείαν, ὅταν ἐκεῖ θὰ εὑρίσκεται καὶ ὁ μισητὸς ὑπὸ σοῦ ἀδελφός;
Ἕτερον πάλι. Ὅταν προσερχώμεθα εἰς τὴν Τράπεζαν τῆς ζωῆς καὶ συμμετέχωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, τοῦτο δὲν εἶναι μία πρᾶξις ἀτομικὴ τοῦ καθενός, εἶναι ὑπόθεσις ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν πιστῶν. Κοινωνοῦμεν λοιπὸν καὶ φεῦ ἀδιαφοροῦμεν διὰ τὸν ἑπόμενον καὶ πολλὲς φορὲς ἐπειγόμεθα νὰ φύγωμεν, ἐνῶ ἀκόμη ὑπάρχουν ἀδελφοί μας, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσιν.
Διὰ τοῦτο καὶ δεῖπνον καὶ Τράπεζα καλεῖται. Καὶ ἐνῶ εἰς ἑκάστου τὴν κατ’ οἶκον τράπεζαν συγκεντρωνόμεθα πρώτα ὅλοι, καὶ ἀφοῦ εὐχαριστήσομεν, ἔπειτα τρώγομεν καὶ κανεὶς δὲν ἀπομακρύνεται, εἰς τὴν ἰδικὴν μας τὴν ἱερὰν καὶ Θεοποιὸν Τράπεζαν, εἰς τὸ Δεῖπνον τῆς Βασιλείας, ὅπου Χριστὸς παρατίθεται, ἡμεῖς, μόλις ἀτομικῶς κοινωνήσωμεν φεύγομεν καὶ ἀδιαφοροῦμεν διὰ τοὺς ὑπολοίπους; Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ, ἂς ἀπαντήσωμεν εἰλικρινῶς εἰς τοὺς ἑαυτούς μας, διακρίνομεν τὶ ἐσθίομεν καὶ τὶ πίνομεν;
Καὶ τοῦτο τὸ φρόνημα ἔχει καὶ ἑτέραν, φρικτὴν καὶ αἰσχρὰν συνέπειαν. Διότι, τόσο πλέον ἀδιαφοροῦμεν ὥστε καταντήσαμε νὰ σπρώχνουμε καὶ νὰ σπρωχνόμαστε διὰ νὰ συμμετάσχωμεν εἰς τὴν Τράπεζαν. Ποία γλῶσσα δύναται νὰ περιγράψῃ τὰ γενόμενα εἰς τὰς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ μὴν φρίξῃ; Πῶς ἀκόμη ἀλήθεια νομίζομεν ὅτι κοινωνοῦμεν ἀξίως; Ποία τότε νηστεία θὰ δυνηθῇ νὰ μᾶς ἐξιλεώσῃ;
Ἀδυνατῶ νὰ συλλάβῳ τὸ μέγεθος ταύτης τῆς διαβολικῆς διαστροφῆς. Ποίος ποτε θὰ ἔσπρωχνε κάποιον εἰς ἕν ἑστιατόριον ἢ εἰς ἕν σουπερμάρκετ; Οὐδείς! Καὶ ὅμως αὐτὸ ποὺ δὲν κάνωμεν εἰς τὸ σούπερμάρκετ διὰ λόγους κοινῆς ντροπῆς, τοῦτο ἐπιχειρῶμεν σχεδὸν καθ’ ἑκάστην εἰς τὸ Δεῖπνον τῆς Εὐχαριστίας, ἰδία δὲ εἰς τὰς μεγάλας ἑορτάς. Φεῦ, ὄντως εἰς κρῖμα ἑαυτοῖς ἐσθίομεν καὶ πίνομεν.
Τὴν αὑτὴν διάκρισιν ὀφείλομεν νὰ ἐπιδεικνύωμεν καὶ ὅσοι εἰσερχόμεθα εἰς τὸν χῶρον τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ἂν καὶ βεβαίως εἰς τὸ ἱερὸν αὐτὸν χῶρον, οὐδεὶς θὰ πρέπῃ νὰ εὑρίσκεται παρὰ μόνον ὁ ἱερεὺς καὶ ὅσοι διακονοῦν.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἀφοῦ ὑψώσαμεν τὸ τέμπλον ἕως οὐρανοῦ συστεγάσαμεν τὴν ἀταξίαν. Διότι καὶ πάλιν ὅταν ἀτάκτως καὶ ὅλως ἀδικαιολογήτως εἰσερχώμεθα καὶ ἐξερχώμεθα τοῦ ἱεροῦ Βήματος, δὲν διακρίνομεν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν.
Νὰ δικαιολογήσῳ τὰ γενόμενα; Θὰ ἔχω τὸν καλὸν λογισμὸν νὰ εἴπῳ ὅτι εἰσερχόμεθα διὰ κάποιαν ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἱερέως. Καὶ ὅμως πολλὲς φορὲς ἐνὼ ὅσο εὑρισκόμεθα ἔξωθεν τοῦ ἱεροῦ, στεκόμεθα μετὰ δέους και προσοχῆς, εἰσερχόμενοι ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος συχνάκις ὁμιλοῦμεν καὶ κινούμεθα ἀτάκτως. Καὶ συμβαίνει πολλὲς φορὲς ὁ τελῶν τὸ μυστήριον, ὁλίγον πρὸ τῆς κοινωνίας νὰ στρέφεται ἐντὸς τοῦ βήματος διὰ να ζητήσῃ συγχώρεσιν καὶ τὸ βλέμμα του δὲν συναντᾶ τὸ βλέμμα κανενός.
Ὑπάρχει δὲ καὶ μία παλαιοτάτη συνήθεια, τῆς ὁποίας ἀγνοῶ τὴν προέλευσιν ὡς καὶ τὴν αἰτίαν. Τὴν ἐνθυμούμαι παιδιόθεν ὅταν ἀκόμη ὡς «παπαδάκι» ἐβοηθούσα εἰς τὸ ἱερὸν τούτου τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Εἰσέρχονται τινὲς ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, εἰς ὥραν ἄκρως ἱεράν, τὴν ὥραν δηλαδὴ του καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, διὰ νὰ λάβωσιν τι; Ἀντίδωρον;;;; Τὸ Πνεῦμα κατέρχεται τὴν ὥραν ταύτην καὶ εἰσέρχεσαι διὰ νὰ λάβῃς τὸ ἀντὶ τοῦ Δώρου; Καὶ διατὶ εἰς τὸ ἱερὸν; Ἄλλο ἀντίδωρο θὰ λάβῃς κατὰ τὴν ἔξοδον; Καὶ διατὶ ἐσὺ καὶ οὐχὶ ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία;
Ὁ Χριστὸς ἀκόμη εἰς τὴν Τράπεζαν, ὑπὸ πάντων ἄγευστος καὶ ἀπρόσκλητος κι ἡμεῖς ἔπειτα νομίζωμεν ὅτι λειτουργηθήκαμε; Ὅτι μετείχαμε τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Ὅτι ἐκκλησιαζόμεθα; Πῶς τὸ ἐπιτρέπωμεν τοῦτο εἰς τοὺς ἑαυτοὺς μας; Διατὶ καταισχύνωμεν οὕτω τὴν θυσίαν τοῦ Κυρίου;
Τὸ μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας τελεῖται δι’ ἕν καὶ μόνον σκοπόν, τὴν μετάληψιν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου καὶ διὰ τοῦτο Τράπεζα καλεῖται καὶ Δεῖπνον.
Ὅλα ὅσα ἔχουν λεχθῇ, ὅσα ἔχουν ἐπισυμβῇ πάντα ταύτα διὰ τὴν ὥραν ταύτην γέγονασι, διὰ τὴν ὥραν τῆς μεταλήψεως. Αὕτη εἶναι ἡ ἱερότερη ὥρα τοῦ μυστηρίου. Αὕτη εἶναι ἡ κορυφὴ τοῦ μυστηρίου. Ὑπερτέρα ἀκόμη εἰς ἱερότητα καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων. Διότι τὴν στιγμὴν ταύτην τὸ Κτίσμα λαμβάνει τὸ ἄκτιστον, τὸ μεσότειχον τῆς φύσεως καθαιρεῖται! Τοῦτο εἶναι τὸ μέγα μυστήριον: Τὸ πῶς ὁ ἀχώρητος παντὶ χωρεῖται, πῶς ὁ ἀψηλάφητος ψηλαφεῖται, πῶς ὁ Θεὸς τῶν ὅλων ἐσθίεται καὶ πίνεται! Ἐδῶ ἐπισυμβαίνει ἡ συνάντησις τῆς κτίσεως μετὰ τοῦ ἀκτίστου.
«Ὥστε ἀδελφοί μου, συνερχόμενοι εἰς τὸ φαγεῖν ἀλλήλους ἐκδέχεσθαι», λέγει πάλι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κορίνθου ὁ Ἀπόστολος. Ὅταν συναθροιζώμεθα διὰ τὸ Δεῖπνον τῆς Εὐχαριστίας, ἀς περιμένομεν ὅ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἐὰν θέλομεν ἑπομένως νὰ διακρίνωμεν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, ὀφείλομεν ἅπαντες ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ νὰ ἵστάμεθα μετὰ δέους, μετὰ φόβου Θεοῦ, μετὰ πίστεως καὶ ἀγάπης, οὐχὶ ἁπλῶς νὰ περιμένωμεν τὸν τελευταῖον ἀλλὰ νὰ προσδοκῶμεν εἰς τὸν τελευταῖον διὰ νὰ κοινωνήσῃ, νὰ ἐπειγώμεθα ἅπαντες νὰ κοινωνήσωσιν ἵνα ὁμοθυμαδόν, ἐν ἀληθῇ ὁμονοία καὶ πίστει νὰ ὁμολογήσωμεν: «Εἴδωμεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα Ἐπουράνιον». Γένοιτο, ἀδελφοί μου!