Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

π. Σέργιος Μαρνέλλος: «Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάλεσμα στη Βασιλεία»

Ηνέωκται της θείας, μετανοίας τα πρόθυρα, προσέλθωμεν προθύμως, αγνισθέντες τα σώματα, βρωμάτων, και παθών την αποχήν, ποιούντες ως υπήκοοι Χριστού, του καλέσαντος τον κόσμον, εις βασιλείαν την επουράνιον, δεκάτας του παντός ενιαυτού, προσφέροντες τω πάντων Βασιλεί, όπως και την Ανάστασιν αυτού, πόθω κατίδωμεν.[1]

Αγαπητοί αδελφοί, ο παραπάνω ύμνος ο οποίος ψάλθηκε στον όρθρο της Δευτέρας της Τυρινής εξαγγέλλει πανηγυρικά την απαρχή της Μ. Τεσσαρακοστής. Της εκκλησιαστικής περιόδου όπου κυριαρχούν έννοιες όπως η νηστεία, η κάθαρση, η εγκράτεια, η μετάνοια και άλλες. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί πρόταση ζωής της Εκκλησίας στην πορεία της προς το Πάσχα και είναι ανοικτή σε όλους, αφορά τον κάθε άνθρωπο προσωπικά αλλά και συνολικά το σώμα της Εκκλησίας. Είναι στο χέρι του κάθενός μας να ανταποκριθούμε ελεύθερα, πρόθυμα και με ειλικρινή διάθεση στην πρόταση αυτή και να ακολουθήσουμε τον ιερώτατο καιρό της «αγίας νηστείας»
[2], έναν τρόπο ζωής ο οποίος διαφέρει από εκείνο του υπόλοιπου εκκλησιαστικού χρόνου. Ποια είναι όμως ουσιαστικά η πρόταση ζωής την οποία κομίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και που στοχεύει;
Όλοι γνωρίζουμε ότι η περίοδος την οποία θα διανύσουμε χαρακτηρίζεται από την ένταση και την αύξηση των αγώνων για αγιοΠνευματική βιωτή. Στα πλαίσια αυτά ο πιστός προτρέπεται από την Εκκλησία να απέχει όχι μόνο από κάποιες τροφές αλλά να κάνει τρόπο ζωής του την αγάπη, την προσευχή, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη, τη μετάνοια, την ευπραξία, την εγκράτεια, την ελεημοσύνη παράλληλα με την αποστροφή στην αργολογία, στο ψέμα, στη συκοφαντία, στην κακία, στην οκνηρία, στο θυμό και τόσα άλλα τα οποία μας είναι γνωστά και τα οποία ψάλλουμε καθημερινά στο Τριώδιο.
Προφανώς η Εκκλησία δεν μας προτρέπει σε ένα τυπολατρικό τρόπο ζωής, γεμάτο από καθήκοντα, υποχρεώσεις και κανόνες ή σε κάποια μορφής δίαιτα για να χάσουμε τα περιττά μας κιλά. Άλλωστε αν συνέβαινε αυτό η νηστεία της Εκκλησίας θα καταντούσε τυπολατρία και δε θα διέφερε από τον τρόπο ζωής που προτρέπουν τόσες και τόσες θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα. Άλλωστε όπως σημειώνει ο υμνωδός του τριωδίου και οι δαίμονες δεν έχουν ανάγκη τροφής και αυτοί νηστεύουν
[3]. Εκείνο το οποίο καθιστά διαφορετική τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη νηστεία της Εκκλησίας μας είναι ότι αποτελεί ένα ηχηρό κάλεσμα προς τη Βασιλεία του Χριστού. Ένα κάλεσμα το οποίο βρίσκεται πάντα σε ισχύ αλλά ειδικά τώρα προ της Αναστάσεως αυτό γίνεται πιο ηχηρό και πιο δυνατό από κάθε άλλη φορά.
Τις πύλες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Βασιλείας δεν τις ανοίγει μόνος του ο πιστός, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία του. Ο αγώνας εγκαινιάζεται και επευλογείται από την Εκκλησία και δια της Εκκλησίας. Διαφορετικά ένας αυτονομημένος αγώνας οδηγείται αναπόφευκτα στην αξιομισθία, στην τόνωση του εγωισμού μας και στην αυτοδικαίωση. Δηλαδή παύει να αποτελεί μέσο σωτηρίας και καταντά φαρισαϊσμός
[4]. Χωρίς αμφιβολία είναι απαραίτητος ο προσωπικός αγώνας ο οποίος όμως εδράζεται όχι στην ανάγκη, ούτε στο φόβο της τιμωρίας και της κολάσεως αλλά στην αγάπη προς το Χριστό και τον άνθρωπο. Το αντίδοτο του φόβου δεν είναι άλλο από την ελευθερία και την αγάπη, έννοιες αλληλένδετες που κυριαρχούν στη ζωή της Εκκλησίας.
Ο Χριστός «διψά» όπως τονίζει ο υμνωδός για τη σωτηρία μας
[5] και γι’ αυτό μας περιμένει στηρίζοντας, ευλογώντας και αγιάζοντας τον όποιο αγώνα μας που γίνεται ουσιαστικός όταν απεκδύεται την ωφελιμιστική του διάθεση της αξιομισθίας και κινείται με αυθεντικότητα, ειλικρίνεια, προθυμία και ανδρεία προς το Θεό. O Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο Χριστός δια της νηστείας μας καλεί να γίνουμε φίλοι και συγγενείς του Θεού [6]. Μπορούμε εμείς να αρνηθούμε τέτοια φιλία και τέτοια συγγένεια; Για να φανούμε αντάξιοι αυτής της κλήσεως ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει «η νύχτα όπου να ’ναι φεύγει κι η μέρα κοντεύει να έρθει. Γι’ αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους, κι ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός. Η διαγωγή ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φώς. Ας πάψουν τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό» [7]. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ειλικρινή διάθεση Χριστοποίησης της ζωής μας τώρα την Αγία Τεσσαρακοστή γίνεται ή μάλλον οφείλει να γίνεται με χαρά και ευφροσύνη ως αποτέλεσμα της αγάπης και παράλληλα δεν επιδεικνύεται και δεν εκφράζεται με σκυθρωπά πρόσωπα αλλοιωμένα από τον κόπο και το μόχθο της άσκησης και της νηστείας. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας παραδίδει το πρότυπο της νηστείας από τον Χριστό ο οποίος λέγει «όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπο σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις και ο Πατέρας σου που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά» [8]. Πως είναι λοιπόν δυνατόν σκοτεινά πρόσωπα να ενδύονται τα όπλα του φωτός και ιδίως το φώς του Κόσμου, τον Χριστό; Ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει «να μην αλλοιώσεις το πρόσωπο σου όπως ακριβώς οι υποκριτές. Το πρόσωπο αμαυρώνεται, όταν η εσωτερική διάθεση επισκιάζεται με το επίπλαστο εξωτερικό σχήμα, καλυπτόμενη με το ψεύδος σαν με παραπέτασμα. Διότι εκείνα που γίνονται επιδεικτικά δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον περιορίζουν στον έπαινο των ανθρώπων» [9].
Ο προσωπικός αγώνας της Μ. Τεσσαρακοστής, για να μην αυτονομηθεί, απαιτεί ακόμη ένα στοιχείο, απαιτεί την αγάπη προς τον πλησίον μας. Οι αρετές στις οποίες ασκούμαστε αυτή την περίοδο βρίσκουν την εφαρμογή τους και ενεργοποιούνται σε σχέση με το συνάνθρωπο. Γιατί στην Εκκλησία είμαστε ο ένας μέλος του άλλου και λειτουργούμε ως σώμα Χριστού. Για ποια μετάνοια να μιλήσουμε όταν εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε έχθρες και αντιπαλότητες; Για ποια συγχωρετικότητα όταν η σκληροκαρδία μας κάνει δικαστές των πάντων; Για ποια ταπεινοφροσύνη όταν η κατάκρισή μας δεν έχει όρια; Για ποια νηστεία όταν κατατρώγουμε τους αδελφούς μας
[10]; Δεν υπάρχει αληθινή νηστεία και δε θα βιώσουμε αυθεντικά την Τεσσαρακοστή δίχως την αγάπη από την οποία ξεκινούν και καταλήγουν όλες οι αρετές. Ο Απόστολος Παύλος λίγο πριν απαριθμήσει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος δηλαδή την αγάπη, τη χαρά, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, την αγαθότητα, την πίστη και την εγκράτεια, σημειώνει «ο Θεός, λοιπόν, αδελφοί μου, σας κάλεσε για να ζήσετε ελεύθεροι. Μόνο να μη γίνει η ελευθερία αφορμή για αμαρτωλή διαγωγή, αλλά με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Άλλωστε όλος ο νόμος συνοψίζεται σε μια φράση, στο ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Αν όμως δαγκώνετε και τρώτε ο ένας τον άλλον, προσέξτε μήπως αλληλοεξοντωθείτε» [11].
Η Χριστοποίηση της ζωής μας σημαίνει συγχρόνως και εκκλησιαστικοποίηση της. Ως υπήκοοι Χριστού είμαστε μέλη της Εκκλησίας Του και υπηρέτες της Βασιλείας Του. Το κάλεσμα της Τεσσαρακοστής προς τη Βασιλεία του Θεού περνά μέσα από τη συμμετοχή μας στην πλούσια λατρεία της Εκκλησίας δια της οποίας ο αγώνας μας αποκτά περιεχόμενο. Στο πλάι της ατομικής προσευχής η Εκκλησία προτάσσει κυρίως την κοινή προσευχή και λατρεία.
Η συνείδηση της Εκκλησίας και ο ζήλος των πιστών ενέταξε πλήθος ακολουθιών κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, οι οποίες όμως έχουν ως κέντρο την Βασιλεία του Θεού, την Ευχαριστία. Ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχει κάποιο κέρδος από τους πολλούς πόνους και ιδρώτες της νηστείας εάν δεν μπορέσουμε να απολαύσουμε την ιερά τράπεζα. Γι’ αυτό το λόγο η νηστεία και η τεσσαρακοστή, και τόσων ημερών συνάξεις και ακροάσεις και ευχές και διδασκαλίες… ώστε με παρρησία πνευματική να μετέχουμε της αναίμακτης θυσίας»
[12]. Οι αγώνες της Τεσσαρακοστής έχουν από τώρα ορατό τέρμα, τη Βασιλεία του Θεού την οποία προγευόμαστε στην Εκκλησία. Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν σημειώνει «ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου, ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου στον καθένα που Τον ακολουθεί, και η Εκκλησία με το να μας αποκαλύπτει την ομορφιά της Βασιλείας, κάνει τη ζωή μας μια προσκυνηματική πορεία προς την ουράνια πατρική γη» [13].
Η ομορφιά της Βασιλείας στολίζεται από λαμπρούς και πλούσιους σε νοήματα ύμνους της περιόδου της Τεσσαρακοστής που χαρακτηρίζονται έντονα από το στοιχείο της χαρμολύπης, η οποία όμως γίνεται έκφραση πόθου για το Χριστό και τη Βασιλεία του
[14]. Ο πόθος αυτός και ο θείος έρωτας της υμνολογίας προς το Χριστό δεν μιλά με απαγορεύσεις, δεν ορίζεται από υποχρεώσεις και καθήκοντα αλλά προτρέπει τους πιστούς σε αγώνες στο στάδιο της άσκησης.
Γι’ αυτό αγαπητοί μου αδελφοί όπως λέγει ο Υμνωδός του Τριωδίου «μη σκυθρωπάσωμεν Ιουδαϊκώς, αλλά Εκκλησιαστικώς φαιδρυνθώμεν, μη φαρισαϊκώς υποκριθώμεν, αλλ’ Ευαγγελικώς καλλωπισθώμεν»
[15]. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή εγκαινιάζει λοιπόν η Εκκλησία και φέτος την πορεία της προς το Πάσχα και μας καλεί να συμμετάσχουμε όλοι σε αυτήν όχι ασθμένοντας, βαρυγκομώντας και δυσανασχετώντας για το βάρος της Τεσσαρακοστής αλλά με απλότητα, προθυμία, σθένος και αγάπη προς αυτή. Ώστε η πορεία προς τη Βασιλεία να είναι αυθεντική και να μας οδηγήσει δια της Εκκλησίας στην προσωπική μας μεταμόρφωση.

π. Σέργιος Μαρνέλλος, Δρ. Θεολογίας.
Εφημέριος Ι. Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Αθανασίου Ιωαννίνων.

(Εσπερινός της Συγχωρήσεως - Κυριακή 9/3/2008).


[1] A΄ Κάθισμα του Όρθρου της Δευτέρας της Τυρινής.
[2] Βλ. Θ΄ ωδή της Δευτέρας της Τυρινής.
[3] Βλ. Α΄ Απόστιχο των Αίνων της Τετάρτης της Τυρινής.
[4] Βλ. Παραβολή Τελώνου και Φαρισαίου, Λουκ. 18, 9 και εξής.
[5] Ωδή Η΄ του Όρθρου της Πέμπτης της Τυρινής.
[6] Εις κήρυγμα νηστείας λόγος α΄.
[7] Ρωμ. 13, 11-14.
[8] Ματθ. 6, 16-18.
[9] Μ. Βασιλείου, Ομιλία α΄ περί νηστείας.
[10] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία γ΄ εις τους ανδριάντας.
[11] Γαλάτας 5, 13-15.
[12] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία κ΄ εις τους ανδριάντας.
[13] Αλεξάνδρου Σμέμαν, Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκδ. Ακρίτας, σ. 32.
[14] Βλ. Ίδιο, σ. 51.
[15] Α΄ Απόστιχο των Αίνων της Παρασκευής Β΄ Νηστειών.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή

ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΠΑΡ' HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ.

«Δεύτε λαοί, σήμερον υποδεξώμεθα των νηστειών το χάρισμα ως θεοδώρητον καιρόν της μετανοίας…».

Αδελφοί και τέκνα αγαπητά εν Κυρίω,

Η νηστεία, την οποίαν μας προτείνει η Αγία μας Εκκλησία, δεν είναι στέρησις, αλλά χάρισμα. Και η μετάνοια, εις την οποίαν μας καλεί, δεν είναι τιμωρία, αλλά θείον δώρημα.

Και όταν η Εκκλησία μας προτρέπη να μη θησαυρίζωμεν θησαυρούς επί της γης, «όπου σης και βρώσις αφανίζει», αλλά να θησαυρίζωμεν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου καμμία απειλή φθοράς δεν υπάρχει, μας λέγει την αλήθειαν.

Διότι η Εκκλησία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά ζη εις τον κόσμον τούτον και τον γνωρίζει.

Γνωρίζει τον άνθρωπον· τας πραγματικάς του ανάγκας και ταλαιπωρίας.
Γνωρίζει καλώς την εποχήν μας. Την εποχήν των μεγάλων εξελίξεων και ταχυτήτων. Του καταιγισμού των πληροφοριών και των συγχύσεων. Των πολλών φόβων, απειλών και καταρρεύσεων…

Δι’ αυτό, ήρεμα και σταθερά καλεί τους πάντας εις μετάνοιαν. Δι’ αυτό, αποτρέπει τα τέκνα της να πάρουν εσφαλμένον δρόμον με το να θησαυρίζουν τον κόπον τους και να στηρίζουν την ελπίδα τους επί βάσεων σαθρών.

Αλλά τα προτρέπει να θησαυρίζουν εν ουρανώ. Διότι όπου είναι ο θησαυρός ημών, εκεί ευρίσκεται και η καρδία ημών.

Ο θησαυρός που δεν φθείρεται και η ελπίς που δεν καταισχύνει, είναι η θεία Αγάπη· η συνεκτική των πάντων Δύναμις.

Είναι ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, που μένει μεθ’ ημών εις τον αιώνα.

Αυτός είναι ο αγιασμός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Και δεν ήλθε να κρίνη αλλά να σώση τον κόσμον. Δεν ήλθε να επιπλήξη αλλά να θεραπεύση. «Πλήττει συμπαθώς και σπλαγχνίζει θερμώς».

Κατήργησε τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον. Εξήλειψε το αμειδές του θανάτου. Δηλαδή την χωρίς μειδίαμα σκοτεινήν μορφήν και παρουσίαν του θανάτου. Η οποία όταν υπάρχη, αμαυρώνει και δηλητηριάζει όλην την ζωήν και την χαράν του ανθρώπου.

Δι' αυτό, όταν η καρδία και η αγάπη μας είναι εστραμμέναι εις τον Θεάνθρωπον Κύριον, τον και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχοντα, τότε όλα φωτίζονται και μεταμορφώνονται.

Και όταν ο Απόστολος προτρέπη να μη στηριζώμεθα «επί πλούτου αδηλότητι, αλλ’ εν τω Θεώ τω ζώντι, τω παρέχοντι ημίν πάντα πλουσίως εις απόλαυσιν» (Α΄ Τιμ. 6, 17), μας διαβεβαιώνει ότι η αληθινή απόλαυσις της ζωής είναι εκείνο που μας δίδει ο Θεός και ημείς το δεχόμεθα με ευγνωμοσύνην και ευχαριστίαν.

Τότε το ολίγον είναι πλούσιον ως ευλογημένον· και το πρόσκαιρον και στιγμιαίον λάμπει με φως αιωνιότητος.

Τότε, όχι μόνον αι χαραί της ζωής έχουν κάτι που δεν παρέρχεται. Αλλά και αι δοκιμασίαι και αι θλίψεις γίνονται αφορμαί θείας παρακλήσεως.

Η θεία οικονομία της σωτηρίας μας είναι βεβαία. Είναι «ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών». Και η παρακαταθήκη των κόπων μας εξησφα­λισμένη, διότι «παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν και την ελπίδα» εις τον Θεάνθρωπον Κύριον.

Δι’ αυτό, όταν το ευαγγέλιον μας παραπέμπη εις τον ουρανόν, κυριολεκτεί. Μας προσγειώνει εις την πραγματικότητα της γης η οποία έγινεν ουρανός.
Αυτήν την βεβαιότητα ζη και ομολογεί η Εκκλησία.

«Δια του Σταυρού σου, Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν Αγγέλων και ανθρώπων και μία Εκκλησία· ουρανός και η γη αγάλλεται, Κύριε, δόξα σοι».

Μας χαρίζει την δυνατότητα να ζήσωμεν το θαύμα ότι η γη έγινεν ουρανός. Και η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι.

Αι ρίζαι του ανθρώπου ευρίσκονται εις τον ουρανόν. Χωρίς την Εκκλησίαν είμεθα μετέωροι και ανέστιοι.

Η Εκκλησία είναι το σπίτι μας. Όσον επιστρέφει ο άνθρωπος εις αυτήν, τόσον επιστρέφει εις τον εαυτόν του, έρχεται εις εαυτόν. Όσον απομακρύνεται, χάνεται και εξαχρειούται.

Όσον πλησιάζομεν την Εκκλησίαν, αισθανόμεθα την γνησιότητα του αληθινού. Βλέπομεν τον ουράνιον Πατέρα να μας περιμένη έξω από την οικίαν.

Μας πείθει η αίσθησις του καλού και του κάλλους. Η παρουσία της κραταιάς αγάπης που νικά τον θάνατον. Και όχι του φθαρτού και αμφιβόλου που εμπαίζει τον άνθρωπον.

Ας ακούσωμεν, λοιπόν, την θείαν πρόσκλησιν να εισέλθωμεν εις το πέλαγος της νηστείας, δια να φθάσωμεν εις τον λιμένα του φωτός και της αναστάσεως συν πάσι τοις Αγίοις.

Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βθ
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών…

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ο Ιωαννίνων Θεόκλητος για την πόλη των Ιωαννίνων

Αν θελήσει κάποιος να χρωματίσει την πόλη των Ιωαννίνων μοιραία θα σταθεί σε δύο λέξεις: «ιστορία» και «θρύλος». Καμία άλλη πόλη στον ελληνικό χώρο δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα, δεν «κέκτηται» αυτήν την ιδιότητα. Ο πεζός λόγος έρχεται, βασισμένος σ’ αυτήν ακριβώς την σημειολογία, να οδοιπορήσει αφηγούμενος το μεγαλείο της ιστορικής καταξίωσης αυτού του κομματιού γης, το οποίο περικλείει θρυλούμενα και ιστορικά γεγονότα.
Η ίδια η πόλη είναι ένα βαρυσήμαντο «σημαίνον».
Τα Ιωάννινα λες και βγήκαν απ’ την εντελέχεια της ιστορίας. Το άκουσμά τους προκαλεί σημαίνοντες συνειρμούς, ανεξήγητους, ασύνδετους με συγκεκριμενοποιημένα γεγονότα. Θέλγουν στο άκουσμα, εισάγουν στην αιχμαλωσία της αποδοχής, δυναμιτίζουν τη στατικότητα της καθημερινότητας, βαπτίζουν στα νερά της λίμνης και πολιτοποιούν με δυναμισμό τον ακούονται μόνο το όνομα, παρασύρουν στον πυθμένα του μύθου τον επισκέπτη.
Τα Ιωάννινα «αιχμαλωτίζουν» μυστικά ακόμα και τους Δήλιους κολυμβητές στην άβυσσο της ομορφιάς και του κάλλους. Πόλη πραγματική, υφιστάμενη και ονειρική, παραμυθένια. Παίζει κανείς με ακούσματα, φωνές που εκπηγάζουν από τα βάθη του χωροχρονικού συνεχούς το οποίο ονομάσαμε, κατοπινά, ιστορία.
Τα Ιωάννινα έχουν μια μυθική μεταμορφωτική δύναμη. Ο πόνος και ο θάνατος, οι δυναμικές της ανθρώπινης αυθεντικότητας, γενεσιουργούν το αίτιο, προκαλούν το αιτιατόν της ενσωμάτωσης και δημιουργούν κειμένους πολίτες και αυτούς που δεν πέρασαν, δεν ήρθαν, μα αγάπησαν αυτή τη γη. Αλίμονο στους δύσμοιρος επισκέπτες! Αυτοί δεν θα λυτρωθούν από το μεγαλείο της αγάπης τους γι’ αυτή την πόλη…
Όλα τα πράγματα της πόλης αφηγούνται, μιλούν στη ετερότητά μας με γλώσσα μυστική, λειτουργούν βιώματα, ελέγχουν τα μη ορώμενα, μνημονεύουν στο νυν το αεί. Διασώζουν με καθαρότητα στιγμές ανθρώπινες, μορφές ανεξίτηλες περιφρονημένων του βίου μας τους οποίους εισάγουν στην αιωνιότητα. Μόνον ως πολίτης αυτής της πολιτείας δεν ονειρεύεσαι, ενοπτρίζεσαι. Βυθίζεσαι στην ενόραση των πραγμάτων της ζωής και του κόσμου. Ο πόνος ως λύτρωση, ο θάνατος ως ανάσταση, ο λίθος ως μετατόπιση, το κενό ως βεβαίωση, η απουσία ως απανταχού παρουσία, ο κάματος ως απόλαυση, είναι τα στοιχεία η τα «στοιχειά» της πόλης που ζούμε και στην οποία θα εναποθέσουμε τη θανή μας, με αγάπη και περηφάνια. Είναι η λυδία λίθος μιας διάβασης από μια ζωή «πεποικιλμένη» απ’ το ζείδωρο πνεύμα της υδάτινης πολιτείας μας, της τόσο πλούσιας σε παράδοση, δηλ. σε αέναη κίνηση και δημιουργία, σε μιαν άλλη χώρα στην οποία τα Ιωάννινα, πιστεύουμε, θα πρυτανεύουν και πάλι με τον πλούτο των ευεργετών, των δασκάλων, των παντοτινών φοιτητών στο μυστήριο του περισσού της ζωής, της αιωνιότητας.
Οδός και πορεία για μια συνάντηση με τη ζωή φαντάζει αυτή η πόλη και εμείς ζούμε την ευτυχία της συνοδοιπορίας με τόσους εκλεκτούς φίλους, τους οποίους αιχμαλωτίσαμε με την αγάπη μας σ’ αυτό το μυστήριο της ζωής…
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ιωαννίνων κ. κ. Θεόκλητο, «αντί προλόγου», για το βιβλίο «Τα Γιάννενα στη νεοελληνική πεζογραφία (Ανθολογία κειμένων 1898 - 1997)».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννίνων, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Ηπείρου, κ. κ. Θεόκλητος (Σετάκης) γεννήθηκε το 1930 στη Θεσσαλονίκη.
Τις γυμνασιακές του σπουδές επεράτωσε στην Κρήτη. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Χειροτονήθηκε το 1958 Διάκονος και το 1960 Πρεσβύτερος.
Από το 1961 μέχρι το 1968 υπηρέτησε ως Στρατιωτικός Ιερέας, από δε το 1968 έως της εκλογής του ως Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων. Εξελέγη και χειροτονήθηκε Επίσκοπος το 1975. Ασχολήθηκε με την συγγραφή βιβλίων και δοκιμίων σε περιοδικά και εφημερίδες.
Ονομαστήρια: 26 Φεβρουαρίου.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Εορτάζει ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων

Αύριο, Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου, εορτή του αγίου μάρτυρος Θεοκλήτου, εορτάζει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννίνων κ.κ. Θεόκλητος.
Του ευχόμαστε έτη πολλά!

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Ψυχοσάββατο...

Μνήσθητι...
«των επ' ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου κεκοιμημένων ευσεβώς ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, ιεροδιακόνων, μοναχών, μοναζουσών, πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, γονέων, συζύγων, τέκνων, αδελφών και συγγενών ημών εκ των απ' αρχής και μέχρι των εσχάτων».

Ψυχοσάββατο

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων των απ' αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, επ' ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου. Για να καταλάβουμε το νόημα, πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την καινή εντολή του αγαπάτε αλλήλους. Η αγάπη, που αποτελεί το θέμα της Κυριακής των Απόκρεω, είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας. Η προσευχή για τους κεκοιμημένους είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και μεις θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμαστε γι' αυτούς, τους συναντάμε εν Χριστώ, ο οποίος επειδή είναι Αγάπη, ξεπερνάει το θάνατο. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι, γιατί όλοι είναι ζώντες εν Αυτώ. Αυτός είναι η Ζωή. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτό το Σάββατο, λοιπόν, πριν την Κυριακή της Απόκρεω, τελείται η ακολουθία για την ανάμνηση των προαπελθόντων.
(Πηγή: www.monipetraki.gr).

Όλα τα Σάββατα από την Εκκλησία μας είναι αφιερωμένα στις ψυχές που απήλθαν από αυτό το κόσμο.
Όμως, αυτό το Ψυχοσάββατο και το άλλο της Πεντηκοστής, είναι αποκλειστικά αφιερωμένα για όλους τους κεκοιμημένους.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Ο Καρνάβαλος


Αδελφοί μου,
Είναι απλή η αλήθεια, καθαρή, ωραία, χαριτωμένη και στην τελευταία της ανάλυση η αλήθεια είναι αγάπη. Έτσι μας την παρουσίασε αυτός, που τόσο πολύ την επλησίασε: Ο Πλάτων. Έτσι μας την απεκάλυψεν ωσάν Ευαγγελικήν χάριν, ο Κύριός μας, την αλήθεια. Απλή, απλά. Εμείς την περιπλέξαμε. Εζητήσαμε το πέραν της απλότητος. Και αυτό δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει επέκεινα της αληθείας.
Ανεζητήσαμε την αλήθεια μέσα εις τους λαβυρίνθους της σοφιστείας, μέσα εις τους μαιάνδρους της αληθοφάνειας. Αλλ’ η αλήθεια, υπομονετική όπως είναι, σταθερή και ακεραία, επανέρχεται πίσω και κρούει την θύραν της ζωής μας. Έτσι την κρούει και σήμερα με την Ευαγγελική περικοπή, πού ακούσατε. Στην περικοπή δεν υπάρχει τίποτε ποιητική αδεία ή ως ρητορικόν σχήμα λόγου. Είναι απλή η αλήθεια. Σαφής ο λόγος του Θεού. Τόσον σαφής και κατηγορηματικός, ώστε ούτε καν ανάγκην από ερμηνείαν έχει. Προσέξατε τι είπε: Απλά και αληθινά πράγματα: Εάν δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους δεν θα σας συγχώρηση ο Θεός. Το φαντασθήκατε ποτέ αυτό, ότι η θεία συγχώρησις εξαρτάται από την συγχώρησι του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπόν του; Και όλα τα άλλα, όλα τα δήθεν αγαθά μας έργα, όλος ο μοντανισμός μας, όλη η μέριμνά μας διά την σωτηρίαν των άλλων, όλη η κρίσις μας περί του κόσμου από του ύψους της δήθεν αρετής μας, όλα αυτά δεν έχουν καμμίαν αξίαν και δεν μπορούν να φέρουν την Θεία συγχώρησιν, εάν δεν συμπληρωθούν με την συγγνωμικότητά μας προς τον συνάνθρωπόν μας.
Και αυτό μάς λέγεται από τον Κύριον αυτή την στιγμήν, που εισερχόμεθα εις την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μάς λέγεται εν συνάφεια με ό,τι μας έχει λεχθή τις τρεις προηγούμενες Κυριακές του Τριωδίου. Την πρώτην Κυριακή, μάς είπε πως ο Τελώνης δικαιώθηκε, ο Φαρισαίος όχι. Την δεύτερη Κυριακή, μας είπε πως η μετάνοια του άσωτου έγινε δεκτή, ο άσωτος λυτρώθηκε, ενώ ο πρεσβύτερος αδελφός, ο δεύτερος άσωτος, η τραγική μορφή της παραβολής, έμεινε ανεξιλέωτος μέσα στην αυταρέσκεια του και αμέτοχος εις την παγκόσμια χαρά της σωτηρίας. Την τρίτη Κυριακή, μας απεκάλυψε το πλέον καταπληκτικό μυστικό των έσχατων, ότι η ανθρωπότης όλη θα κριθή με το πλέον απίθανο μέτρο. Το πλέον παράδοξον, επειδή είναι θείον μέτρον. Με τι; Με την ταυτοπροσώπησι του Θεού προς τον ελάχιστο άνθρωπο. Τον γυμνό, τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον άρρωστο, τον ξένο, τον από οιαδήποτε αιτία σε φυλακή πεταμένο. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε, ουδέ εμοί εποιήσατε». Διότι, εγώ ήμουν αυτός ο πεταμένος, ο περιφρονημένος άνθρωπος. Και, αδελφοί μου, το θεανδρικόν μυστήριον προχωρεί: Εάν δεν συγχωρήσετε δεν θα συγχωρηθήτε. Και περαιτέρω: μη υποκρίνεσθε, γίνετε απλοί και ακέραιοι. Αν έχετε και την ελάχιστη αρετή προσποιηθήτε πως δεν την έχετε.
Κρύψτε την, τότε την βλέπει ο Θεός, τότε αυτή φέρει καρπόν εις το φανερό. Μην είσθε σκυθρωποί και βλοσυροί, για να φαίνεσθε άγιοι. Ποτέ δεν κάνει επίδειξι η αγιότης. Την αισθάνονται οι άνθρωποι και την ροφούν όπως το άρωμα του ρόδου, το όποιο δεν εξαγγέλλει ούτε την ομορφιά του, ούτε τη χάρι του, ούτε το άρωμα του. Και ακόμη, μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της Γης. Και δεν εννοεί, βέβαια, μόνον τους περιουσιακούς, μα οτιδήποτε θεωρούμεν ως πολύτιμον αγαθόν και διά την απόκτησιν του όποιου είμεθα έτοιμοι να μετέλθωμεν κάθε μέσον έννομο ή άνομο και για το όποιο πολύτιμο αγαθό είμεθα έτοιμοι να πουλήσουμε και αυτή την καρδιά μας. Γιατί, αλήθεια, είπεν ο Κύριος ότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός του ανθρώπου, εκεί είναι και η καρδιά του. Αδελφοί μου, θα σταθώ δ’ ολίγον εις το πρώτο σημείον, της αλληλοσυσχετίσεως της Θείας συγχωρήσεως προς την ανθρωπίνην. Δεν υπάρχει βαθύτερη θεολογική αλήθεια από αυτήν. Μας εισάγει εις το μυστήριον της σωτηρίας. Συγχωρούντες τον συνάνθρωπόν όχι μόνον κατανοούμεν, συνειδητοποιούμεν και κατακτώμεν την θείαν συγχώρησιν, αλλά και συμπράττομε στη σωτηρία μας. Σωζόμενοι, σώζομεν και σώζοντες σωζόμεθα. Είμεθα αλληλέγγυοι ως ανθρώπινο γένος.
Συγχωρούντες λυπούμεθα ως μοναδική ανθρωπινή προσωπικότης. Όσοι δεν έχετε ποτέ συγχωρήσει στη ζωή σας, τότε, μετά τον Κύριο, υπάγετε και ερωτήσατε τον ψυχίατρο σας: που οφείλονται όλαι αι ψυχώσεις, νευρώσεις, πλέγματα, τα οποία, χωρίς να το θέλετε, κατευθύνουν πολλάς φοράς περίεργον κοινωνικήν συμπεριφοράν σας; Και αντιστρόφως, σεις που έχετε συγχωρήσει, αναγνωρίσατε και ομολογήσατε, πέραν της Κυριακής δικαιώσεως, τι εσωτερική βαθειά ελευθερία έχετε αποκτήσει.
Και τώρα έρχομαι εις το δεύτερο σημείον της περικοπής: Αυτό της υποκρισίας.
Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία.
Και ορθώς, εις αυτήν είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικόν αγγελοφανές φως. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμις της υποκρισίας. Τόσο γι’ αυτόν που τη ζει και την ασκεί, όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται.
Και είναι επικίνδυνη ή υποκρισία, γιατί ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου.
O άνθρωπος θέλει να φανεί αυτός πού δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του Θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά και από την μετάνοιαν και την σωτηρίαν.
Σε λίγες ώρες έξω από αυτόν τον ναόν, έξω από την γαλήνην του, εις τους δρόμους αυτής της Πολιτείας, θα παρέλαση ο Καρνάβαλος. Μη τον περιφρονήσετε και μη τον χλευάσετε και μη με κατακρίνετε, πού τον αναφέρω αύτη τη στιγμή. Δεν είναι καθόλου άσχετος με το μέγιστο πρόβλημα της υποκρισίας. Να τον προσέξετε εφέτος τον Καρνάβαλο με σεβασμό και βαθύ στοχασμό. Είναι πανάρχαιο το φαινόμενο και είναι φαινόμενο βαθύτατου και αγχώδους αιτήματος της ψυχής του άνθρωπου, να λυτρωθή από την καθημερινή του υποκρισία με μίαν έκφρασιν ανωνύμου, διονυσιακής νέας υποκρισίας.
Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος.
Ζητεί να λυτρωθή από την υποκρισίαν υποκρινόμενος.
Ζητεί να καταλύση όλες τις ποικίλες προσωπίδες, πού φορεί κάθε μέρα με μία νέα, την πιο απίθανη.
Ζητεί να εκκενώση ό,τι υπάρχει απωθημένο μέσα στο υποσυνείδητό του και να ελευθερωθή, αλλά ελευθερία δεν υπάρχει, η τραγωδία του Καρνάβαλου παραμένει άλυτη. Το βαθύτατο αίτημά του είναι να μεταμορφωθή.
Εδώ, λοιπόν, είναι η θέσις της Εκκλησίας, κοντά στον Καρνάβαλο. Σ’ αυτόν πού ζητεί μεταμόρφωση, το κεντρικό κήρυγμα της Ορθοδοξίας. Τη μεταμόρφωσι.
Να μη τον καταδικάσουμε, λοιπόν, τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησί του και το δάκρυ του.
Επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας το βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος
, περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας: Τη μεταμόρφωσι.
Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών.
Ίσως θα νομίσετε, ότι αστειεύομαι. Απολύτως όχι. Δεν υπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αύτη την ώρα δια την Εκκλησίαν. Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω ορούς κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτεια, που ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων.
Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζομεν από την σήμερον και η αυριον έρχεται άνευ ημών.
Ομιλών εις την 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν της Γενεύης, είχον ειπεί: «Η χθες παρήλθε προ πολλού, ούτε καν την σήμερον ζώμεν, μας προέλαβεν η μεθαύριον». Το επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονώτερον. Διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολωτέρα αντιμετώπισις των προβλημάτων είναι να τα χλευάση και να τα κατακρίνη κανείς και να αντιπαρέλθη, όπως ο Ιερεύς και ο λευΐτης της Σαμαρειτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράζει.
Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πη, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητας όλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλλη επένδυσις, όλη αυτή η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας;
Αν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελατυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνωμοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθή με θεανδρικήν κατανόησιν, ενανθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός νέου κόσμου, πού έρχεται μακρόθεν, και να ακούση αυτή την αγωνιώδη κραυγήν, πού αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πή με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός ο κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της Ιστορίας.
Τα νομιζόμενα έξαλλα δι' ημάς τους παλαιούς, όταν λάβωμεν υπ' όψιν το φοβερόν γεγονός, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι η τεραστία απόστασις, που υπάρχει στη διαδοχή των γενεών, δηλαδή η γενεά, η οποία έρχεται έπειτα από εμένα έχει απόστασιν τριών γενεών. Πώς έχομεν την αξίωσιν να την κατανοήσωμεν ημείς αυτήν την νέαν γενεάν, που έρχεται, εάν δεν είμεθα Εκκλησία Χριστού συνεχώς ενανθρωπίζομένη, συνεχώς μεταμορφουμένη και συνεχώς μεταμορφώνουσα;
Ασφαλώς θα έχετε πληροφορηθη την εμφάνισι μιας νέας επιστήμης, της μελλοντολογίας, επιστήμης που ασχολείται με την διερεύνησην και την μελέτην προκαταβολικώς του μέλλοντος ενός απίθανου μέλλοντος διά τον κόσμον εις την προόρασιν του οποίου καλείται και η Εκκλησία.
Τι υπάρχει εις το βάθος αυτής της νέας επιστήμης; Η νοσταλγία και αναζήτησις του προφητικού στοιχείου. Άνευ αυτού, η Εκκλησία είναι χωρίς πυξίδα. Με πλήρη γνώσιν αυτήν της ανάγκης και αυτού του αιτήματος των καιρών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υπό την εμπνευσμένην ηγεσίαν του μεγάλου Πατριάρχου Αθηναγόρου του Α', έχει συλλάβει το αίτημα του ανθρωπίνου γένους δι' ενότητα. Και είναι η μοίρα του προφητικού στοιχείου, ακόμη και εις αυτήν την Ιερουσαλήμ, «Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους Προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν. Πολλάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ως όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ ηθελήσατε· ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ. Κγ, 37-38). Αλλ' ο οίκος μας δεν θα μείνη έρημος. Τα νοσσία θα επισυναχθούν υπό την όρνιθα, την Μητέρα - Εκκλησία. Είναι η προφητεία του Κυρίου, είναι το θέλημα Του, η αγωνιώδης κραυγή της διαστημικής εποχής της Ανθρωπότητος.
Δεν θα επιζήσωμεν ως χριστιανικαί επί μέρους Εκκλησίαι καί Ομολογίαι του κύματος αυτού των επερχομένων, εάν δεν ενωθώμεν όλοι εν Χριστώ Ιησού. Είναι πλέον η ώρα να λυτρωθώμεν εκ της αντιπατερικής ιδέας, ότι η Εκκλησία μόνον μέχρις ενός ορισμένου σημείου της Ιστορίας ήτο δυνατόν να ερμηνεύση την θείαν Αποκάλυψην. Πρέπει, επί πλέον του πατερικού πνεύματος, να αναλάβωμεν ως Εκκλησία την θείαν υπευθυνότητα και τόλμην και γενναιότητα των Πατέρων και να θεολογήσωμεν τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησίαν. Όχι με νομοκρατικήν Φαρμακίδειον, φερ' ειπείν, σωματειακήν αντίληψιν της Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χρίστου, ζώντος εν τη αναστάσει.
Αδελφοί μου,
Τώρα εισερχόμεθα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν και στο βάθος μας αναμένει το δράμα, το θαύμα και το βίωμα της Αναστάσεως, το κατ’ εξοχήν βίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας πορευθώμεν προς αυτό το όραμα και βίωμα, όχι ασυγχώρητοι, όχι μη συγχωρήσαντες, όχι εν νηστεία απλώς κρέατος και ελαίου, όχι εν υποκρισία, αλλά εν θεία ελευθερία εν πνεύματι και αληθεία. Εν τω πνεύματι της αληθείας, εν τη αληθεία του πνεύματος.

Ομιλία του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κυρού Μελίτωνος (1913 - 1989) στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την Κυριακή της Τυροφάγου, 8η Απριλίου 1970.
(Πηγή: Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κύρου Μελίτωνος, «Λόγοι και Ομιλίαι», 1991, εκδ. Πανσέληνος).

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

«Της Απόκρεω»

Ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία -«αποχή κρέατος» όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει από εμάς επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθειά μας και προβλέπει τη πνευματική μας αδυναμία.
Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ. 25, 31 - 46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριό Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση: η αγάπη. Όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές. Να τον φέρει κοντά μου όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» ή για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Η αγάπη ξεπερνάει στον «άλλο» την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, την διανοητική του ικανότητα και φθάνει στην ψυχή του, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του. Είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά.
Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη απ’ αυτή τη προσωπική αγάπη, να τους αναγνωρίζεται η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Ξέρουμε ότι οι άνθρωποι βρίσκονται στη «φυλακή», είναι «πεινώντες και διψώντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε, γιατί «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».(Ματθ. 25, 40).

(Από το βιβλίο του π. Αλέξανδρου Σμέμαν «Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα», ε
κδόσεις «Ακρίτας»).

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009

«Του Ασώτου»

Διαβάζουμε από το Ευαγγέλιο την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ.15, 11 - 32). Η παραβολή αυτή μαζί με τους ύμνους της ημέρας, μας παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από τη εξορία. Ο άσωτος γιος, πήγε σε μια μακρινή χώρα και εκεί σπατάλησε ό,τι είχε και δεν είχε. Μια «μακρινή χώρα». Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που θα έπρεπε να αποδεχτούμε, καθώς αρχίζουμε την προσέγγισή μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, που ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι είναι εξόριστος από το Θεό και από την αληθινή ζωή, αυτός ποτέ δεν θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ο Χριστιανισμός. Αυτό το αίσθημα της αποξένωσης «από το Θεό», από την μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή, όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Να παραδεχθώ ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή.
Έλαβα από το Θεό θαυμαστά πλούτη: πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαίρομαι, να την ομορφαίνω με νόημα, αγάπη και γνώση. Ύστερα -με το Βάπτισμα- έλαβα τη νέα ζωή από τον ίδιο το Χριστό, τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας. Και όλα αυτά τα έχασα, τα χάνω καθημερινά, όχι μόνο με τις αμαρτίες, τις παραβάσεις, αλλά με την αμαρτία όλων των αμαρτιών: την απομάκρυνση της αγάπης μου από το Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του Πατέρα.
Η Εκκλησία όμως είναι εδώ παρούσα για να μου θυμίζει τι έχω εγκαταλείψει, τι έχω χάσει. Και, καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου την επιθυμία της επιστροφής και τη δύναμη να την πραγματοποιήσω. Αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια, να αποκτήσω ξανά το χαμένο σπίτι. «Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομασθώ γιος σου…».

(Από το βιβλίο του π. Αλέξανδρου Σμέμαν «Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα», εκδόσεις «Ακρίτας»).