Του π. Σεργίου Μαρνέλλου
(Δρ. Θεολογίας - Εφημερίου Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου «της Μητρόπολης»)
Ομιλία στο φετεινό Εσπερινό συγχωρήσεως, στις 17/3/13
«Έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, η πάνοπλος εγκράτεια, η των Αγγέλων ευπρέπεια, η προς Θεόν παρρησία»[1], σήμερα σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί, εισερχόμαστε στο στάδιο της νηστείας, στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ατενίζοντας από μακριά το Πάθος του Κυρίου και την φωτοφόρο Ανάστασή του. Η Εκκλησία μάς καλεί ως σώμα Χριστού, ως κοινωνία προσώπων να συμπορευθούμε το στάδιο των αγώνων και της άσκησης κάνοντας το πρώτο βήμα σε λίγο με την αλληλοσυγχώρηση.
Ξεκινώντας την πορεία της Σαρακοστής προς το Πάσχα θα ήθελα να μοιραστώ λίγες σκέψεις για το τι είναι η άσκηση, ποιο το νόημα και ποιος ο σκοπός της. Σε ποιους απευθύνεται, τι έχει να πει στο σύγχρονο άνθρωπο του οποίου οι ανάγκες διαρκώς αλλάζουν, που ζει σ’ ένα κόσμο συνεχών και αλλεπάλληλων μεταβολών και ανατροπών.
Για να ερευνήσουμε τις απαρχές της άσκησης, δεν μπορούμε παρά να ανατρέξουμε στη δημιουργία του ανθρώπου από το Θεό. Μετά τη δημιουργία του κόσμου ο παντοκράτωρ Θεός πλάθει τον άνθρωπο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του”[2] και του δίνει πνοή ζωής[3]. Τον προικίζει με το αγαθό της ελευθερίας, στοιχείο δικό Του, θεϊκό. Για να κάνει ο άνθρωπος χρήση της ελευθερίας του, για να τη κατανοήσει, να την εφαρμόσει και να τη χαρεί, του δίνει παράλληλα μια εντολή, μια άσκηση, να μην φάει από τους καρπούς του δένδρου της γνώσης του καλού και του κακού, προειδοποιώντας τον μάλιστα για τη συνέπεια της παρακοής που είναι ο θάνατος. Παράλληλα του αναθέτει και την άσκηση “εργάζεσθαι και φυλλάτειν”[4] τη δημιουργία Του[5]. Με τον τρόπο αυτό, τη νηστεία, την άσκηση, οι πρωτόπλαστοι μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα και να εφαρμόσουν την ελευθερία τους, η οποία είναι αλληλένδετη με την έννοια της ευθύνης, καθώς χρήση της ελευθερίας δίχως ευθύνη δεν υφίσταται, δεν είναι πραγματική, όπως και άσκηση δίχως ελευθερία δεν είναι πραγματική άσκηση. Ο ιερός Χρυσόστομος αναλογιζόμενος τη νηστεία αυτή των πρωτοπλάστων λέγει πολύ σωστά: «αν η νηστεία ήταν απαραίτητη στον παράδεισο, πολύ περισσότερο είναι απαραίτητη έξω από τον παράδεισο»[6].
Με τον τρόπο που δίδεται η άσκηση από το Θεό στον κτιστό άνθρωπο, μπορούμε να κατανοήσουμε πως δεν είναι θέμα μόνο νοητικής, ψυχικής, ή θα λέγαμε πνευματικής διεργασίας αλλά συνδέεται αναπόσπαστα και με την ύλη, με τη δημιουργία, τον κόσμο. Έτσι η παρακοή του Θεού συνδέεται και υλικά με την τροφή, με τον απαγορευμένο καρπό, όπως και η σωτηρία του ανθρώπου συνδέεται με τη νηστεία των τροφών και πάνω απ’ όλα με την “αληθινή βρώση και πόση”[7], τη μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μονοδιάστατος, είναι διττός, δεν είναι μόνο πνευματικός αλλά και υλικός, είναι ψυχοσωματικό όν, είναι χοϊκός, έχει σώμα αλλά και ψυχή δεμένα μαζί, ενωμένα αρμονικά: «Της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός…», όπως ψάλλουμε στα πολύ όμορφα νεκρώσιμα ιδιόμελα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η άσκηση ως έννοια και κυρίως ως πράξη είναι τόσο αρχέγονη όσο η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου. Όμως πρότυπο άσκησης δεν είναι άλλο από τον ίδιο το Χριστό˙ είναι ο τέλειος ασκητής, ο οποίος όχι μόνο με την τεσσαρακονθήμερη μετάβασή του στην έρημο «εν προσευχή και νηστεία»[8] αλλά γενικότερα, με το λόγο και με την πράξη του, το έργο του επί της γης, τη θυσία του, μας καταδεικνύει ότι η άσκηση είναι πολλά περισσότερα από την αποχή κάποιων τροφών, όπως πιστεύεται από ορισμένους. Αυτό το αντιλήφθησαν οι αναρίθμητοι Άγιοι, εκείνοι που κατάφεραν να ευαρεστήσουν το Θεό με τον αγωνιστικό βίο τους.
Για να ορίσουμε τι είναι άσκηση πρέπει να δούμε το σκοπό της, τον προσανατολισμό της που είναι ο καθαρισμός των παθών, ο φωτισμός, ο αγιασμός, η αιώνια ζωή, η θέωση. Είναι η προσπάθεια και ο αγώνας να φέρει κανείς τον ουρανό στη γη, να ταυτίσει τη ζωή του με το θέλημα του Θεού, ώστε να πολιτογραφηθεί από το Θεό στη Βασιλεία του, όπως ψάλλαμε το πρωί στον όρθρο «Ουκ έστιν η Βασιλεία τού Θεού βρώσις και πόσις αλλά δικαιοσύνη και άσκησις, συν αγιασμώ…»[9]. Συνεπώς θα λέγαμε πως η άσκηση έχει εσχατολογική προοπτική, βιώνεται τώρα, στην παρούσα ζωή και συνεχίζεται στη Βασιλεία του Θεού, γι’ αυτό και είναι γνώρισμα των πολιτών Της. Στα πλαίσια αυτά το ασκητικό βίωμα λογίζεται ως πάλη με τον εαυτό μας και το διάβολο αλλά κυρίως ως θέληση συμπόρευσης των ανθρώπων με το Χριστό στην Βασιλεία Του. Γι’ αυτό και ο Χριστός μάς προτρέπει λέγοντας «ζητείτε την Βασιλεία του Θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμιν»[10].
Η λέξη άσκηση δηλώνει τη διάθεση για αγώνα, για προσπάθεια, για προετοιμασία, για άθληση. Μας έρχεται πολύ εύκολα στο μυαλό μας η εικόνα κάποιου με την αθλητική του περιβολή, που πηγαίνει στο γυμναστήριο, που βάζει στόχους και προσπαθεί να τους φτάσει, που θέλει να γίνει καλύτερος αθλητής. Έτσι και ο κάθε χριστιανός είναι ένας αθλητής. Έχει ενδυθεί και αυτός την αθλητική του περιβολή: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε», όπως ψάλλουμε στη βάπτιση. Έχει ενδυθεί το Χριστό, δηλαδή έχει Χριστοποιήσει τη ζωή του και ρίχνεται στο στίβο της ζωής ανακαινισμένος. Το γεγονός ότι πρόκειται να επιδοθεί σε άσκηση, σε αγώνες και μάλιστα σε πάλη δηλώνεται αμέσως από τη βάπτισή του με τη χρήση του ελαίου. Όπως ακριβώς οι αρχαίοι παλαιστές που άλειφαν το σώμα τους με λάδι, για να ξεφεύγουν από τις λαβές των αντιπάλων τους, έτσι και ο αθλητής του Χριστού αλείφεται προκειμένου να αγωνιστεί, να παλέψει. Ο Ιερομόναχος Γρηγόριος θα πει σχετικά πως: «Ο Χριστός ως Θεός αθλοθετεί, ως σοφός ορίζει τους κανόνες τους αγώνος και ως αγαθός ετοιμάζει ωραία έπαθλα για τους νικητάς»[11].
Η άσκηση είναι υπόθεση όλων μας, δεν απευθύνεται σε μερίδα των χριστιανών, δεν είναι θέμα μόνο των μοναχών ή των ασκητών της ερήμου αλλά συνολικά του πληρώματος της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν τέτοιοι διαχωρισμοί, γιατί, αν υπήρχαν, θα διέφερε και η προοπτική της άσκησης. Δηλαδή, πολύ απλά, η Θέωση είναι θέμα μόνο των μοναχών; Και οι λοιποί; Δεν έχουν ως στόχο τη Βασιλεία του Θεού; Είμαστε, συνεπώς, όλοι αθλητές, ή καλύτερα συναθλητές, λαϊκοί και κληρικοί, έγγαμοι και άγαμοι, μικροί και μεγάλοι, όλοι καλούμαστε «τον αγώνα τον καλόν αγωνίσασθαι, τόν δρόμον τής νηστείας εκτελέσαι, τήν πίστιν αδιαίρετον τηρήσαι, τάς κεφαλάς τών αοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τής αμαρτίας αναφανήναι»[12]. Όλοι στον ίδιο στίβο, όλοι αθλητές, όλοι θέλουν να στεφανωθούν τον «άφθαρτον στέφανον»[13] ως νικητές από το Χριστό, αλλά είναι διαφορετικός ο τρόπος της άσκησης προς επίτευξη του κοινού στόχου. Αυτό γίνεται φανερό, αν προστρέξουμε στους βίους των Αγίων μας. Άλλος ασκήθηκε στην έρημο, άλλος στην πόλη, άλλος ήταν ιεράρχης, όπως ο Άγιος Αθανάσιος, άλλος μοναχός, άλλος ένας οικογενειάρχης ιπποκόμος, όπως ο Άγιός μας Γεώργιος. Οι δρόμοι της άσκησης είναι τόσοι όσο και οι δρόμοι προς τη θέωση, ο στόχος και το περιεχόμενό της είναι πάντα ίδιο, αρκεί η να υπάρχει η θέληση και η απόφαση του καθενός.
Τα αναγνώσματα της περιόδου και η υμνολογία του Τριωδίου, αν τα προσέξουμε, μας μεταλαμπαδεύουν την εμπειρία της Εκκλησίας και μας δείχνουν τον ασκητικό στίβο. Έτσι, άσκηση είναι να εξαγνίσουμε την ψυχή, να καθαρίσουμε τη σάρκα, να νηστεύσουμε τόσο από τις τροφές όσο και από τα πάθη, να εντρυφήσουμε στις αρετές του Αγίου Πνεύματος, να συνειδητοποιήσουμε την αμαρτωλότητά μας, να συμμετέχουμε στη λατρεία και τα ζωοποιά μυστήρια της Εκκλησίας, να έχουμε σωφροσύνη, ταπείνωση, υπομονή, συγχωρητικότητα, πνεύμα θυσίας και προσφοράς, κατάνυξη και φόβο Θεού, να κάνουμε σιωπή, αγάπη, ελεημοσύνη, προσευχή, εγκράτεια, να αποτινάξουμε από πάνω μας την κατάκριση, την κακία, τα έργα του σκότους και να ενδυθούμε τα όπλα του φωτός, να αφήσουμε την ακόλαστη ζωή, τους εγωισμούς, τις φιλονικίες, τους φθόνους μα κυρίως να ενδυθούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό, να Χριστοποιήσουμε τη ζωή μας. Να θέσουμε ως πυξίδα της ζωής μας Εκείνον, ώστε να μην περιπλανιόμαστε άσκοπα και μάταια στον κόσμο τούτο αλλά να θησαυρίζουμε «θησαυρούς εν τω ουρανώ»[14].
Η άσκηση είναι μια διαρκής και συνεχόμενη προσπάθεια, ένας σταθερός αγώνας. Δεν υπάρχει στιγμή χωρίς αυτήν, όλη η ζωή μας ως μαρτυρία Χριστού είναι αγώνας, είναι άσκηση. Προφανώς, πάντα επιζητούμε την επιστροφή στους κόλπους του Θεού και όχι μόνο τον καιρό της νηστείας, πάντα το ζητούμενο είναι η μετάνοια και όλα τα παραπάνω. Η ασκητικότητα δεν αφορά συγκεκριμένες μόνο περιόδους του εκκλησιαστικού βίου, δεν καλούμαστε να αγωνιστούμε μόνο τις μεγάλες περιόδους προετοιμασίας, όπως για παράδειγμα τώρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Σε αυτές τις περιόδους εντείνουμε την προσπάθεια, η εκγύμναση γίνεται πιο αποφασιστική, πιο δυνατή στα πλαίσια της νηστείας και της πλούσιας λατρείας, για να συμπορευθούμε όλοι οι πιστοί μαζί με το Χριστό και να προετοιμαστούμε ως αθλητές, θα λέγαμε, για την Ολυμπιάδα, δηλαδή, για το μεγάλο γεγονός της Θείας Οικονομίας, του Πάθους και της Ανάστασης του Σωτήρος.
Η άσκηση είναι απόφαση ελευθερίας, όπως και το να ακολουθήσει κανείς το Χριστό: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν»[15] λέγει ο Κύριος. Βασική προϋπόθεση για τη σταυρική πορεία, που είναι οδός «στενή και τεθλιμμένη»[16], προσανατολισμένη στον ουρανό και όχι προσκολλημένη στα επίγεια. Το γεγονός αυτό δε νοείται ως άρνηση του κόσμου αλλά ως απελευθέρωση από την αφοσίωση που δείχνουμε στα πρόσκαιρα, στα απατηλά, στα πάθη του κόσμου τούτου που μας αποπροσανατολίζουν από το κάλεσμά μας να γίνουμε Άγιοι. Η απόφαση είναι μεγάλη, να δουλώσουμε το θέλημά μας, το εγώ μας και να το ταυτίσουμε με εκείνο του Θεού ή καλύτερα να ενεργούμε και να κάνουμε πράξη το θέλημα του Θεού. Αυτό μας ορίζει ο Χριστός λέγοντας: «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς…»[17].
Αν συνειδητοποιήσουμε ότι άσκησή μας είναι να κάνουμε το θέλημα του Θεού, τότε ίσως μπορεί να αποφύγουμε τον κίνδυνο της αυτοδικαίωσης. Γιατί πολλές φορές ο αγώνας μας μπορεί να είναι εγωπαθής, να κρύβει έπαρση, αλαζονεία, υποκρισία ιδίως όταν γίνεται για “το θεαθήναι τοις ανθρώποις” δηλαδή όταν γίνεται προς εγκωμιασμό και κοσμικό έπαινο. Μάλιστα η ματαιοδοξία πολλών τους οδηγεί στο να κακολογούν και να υποτιμούν την ασκητική προσπάθεια άλλων ξεχνώντας πως η άσκηση δεν είναι ανταγωνιστική, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο θέωσης. Αυτό δεν το αντιλαμβάνονται και πολλοί άλλοι που δεν κατανοούν την ασκητική ζωή, αλλά την χλευάζουν ως κάτι περιττό ή αναχρονιστικό, ως θυσία ανούσια.
Ο κάθε άνθρωπος ως μοναδική ύπαρξη και ανεπανάληπτο πρόσωπο έχει ιδιαίτερες δυνατότητες, ικανότητες και αδυναμίες. Όπως ακριβώς και στον αθλητισμό, δεν είναι όλοι άριστοι, αλλά μπορούν όλοι να είναι αθλητές που χαίρονται την άσκησή τους. Άλλος καλύτερος στο ένα άθλημα, άλλος στο άλλο και ούτω καθεξής. Πόσοι αρχάριοι δεν απογοητεύτηκαν και πόσοι υποτιθέμενα έμπειροι δεν παρασύρθηκαν από τον εγωισμό τους. Γι’ αυτό η άσκηση δεν είναι για όλους ίδια. Θέλει την ελεύθερη και συνειδητή απόφαση για αγώνα που θα χαρακτηρίζεται από την αγάπη. Μα πρώτα απ’ όλα θέλει το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και έπειτα την εμπειρία αλλά και την εξατομικευμένη καθοδήγηση από πνευματικούς, στους οποίους πρέπει να προστρέχουμε, για να μας βοηθήσουν στον αγώνα μας. Για να μιλήσουμε με όρους πάλι αθλητικούς, θα λέγαμε ότι και οι αθλητές του Χριστού έχουν προπονητή, τον εξομολόγο τους.
Μια ακόμα παρεξηγημένη διάσταση της άσκησης είναι ότι ο αγώνας αυτός είναι μοναχικός, αυτόνομος, ότι είναι αντικείμενο προσωπικής θέλησης και προσπάθειας απόκτησης αρετών, όμως όπως θα πει ο Παύλος Ευδοκίμοφ «ο ασκητισμός δεν έχει τίποτε το κοινό με την ηθικολογία. Το αντίθετο της αμαρτίας δεν είναι η αρετή, αλλά η πίστις των αγίων»[18]. Είναι συμπόρευση με τους Αγίους της Εκκλησίας από τη μια και με τους κλητούς Αγίους από την άλλη, δηλαδή τους αδελφούς εν Χριστώ. Η άσκηση δεν είναι απομόνωση αλλά κοινωνία, σχέση, συμμετοχή στη λατρευτική πράξη. Ακόμα και οι ερημίτες βρίσκονται σε διαρκή κοινωνία με τους ανθρώπους δια της προσευχής τους και όχι μόνο. Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος λέγει σε κάποιο κείμενό του «οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να αγαπούν˙ δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, ο οποίος είναι κοινωνία. Πράγματι, οι άνθρωποι γίνονται αληθινά άνθρωποι μόνο δια της σχέσεως τους με τους άλλους»[19]. Η άσκηση, συνεπώς, δεν απορρίπτει τους συνανθρώπους αλλά τους προϋποθέτει, για να είναι αυθεντική.
Η ασκητικότητα είχε και έχει ως στοιχείο της τη διαχρονικότητα και έτσι μπορεί να μιλά το ίδιο στις ψυχές όλων των ανθρώπων κάθε εποχής και κάθε τόπου, αρκεί να έχουμε ευήκοα ώτα και ανοιχτές τις καρδιές μας, ώστε να συνειδητοποιήσουμε τους λόγους του Χριστού ότι «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν»[20]. Η άσκηση θα μας βοηθήσει να Την ανακαλύψουμε μέσα μας και να Τη φανερώσουμε.
Αδελφοί και πατέρες, «η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν»[21], η Εκκλησία μας καλεί δια του υμνογράφου «Το στάδιον τών αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τόν καλόν τής Νηστείας αγώνα, οι γάρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται, καί αναλαβόντες την πανοπλίαν τού Σταυρού, τω εχθρώ αντιμαχησώμεθα, ως τείχος άρρηκτον κατέχοντες την Πίστιν, και ως θώρακα την προσευχήν, και περικεφαλαίαν την ελεημοσύνην, αντί μαχαίρας την νηστείαν, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν. Ο ποιών ταύτα, τον αληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά τού Παμβασιλέως Χριστού, εν τη ημέρα τής Κρίσεως»[22]. Γένοιτο!
[2] Γεν. 1, 26.
[3] Γέν., 2, 7.
[4] Γέν., 2, 15.
[5] Βλ.
[6] Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ομιλία περί νηστείας και εις τον προφήτην Ιωάναν, και Δανιήλ, και τους τρεις παίδας, PG, 49, 307.
[7] Ιωάν., 6, 55.
[8] Ματθ., 4, 1-11.
[9] Δοξαστικό Αίνων Κυριακής Τυρινής. Βλ. και Ρωμ. 14.
[10] Λουκ. 12, 21 και Ματθ., 6, 33.
[11] Ιερομονάχου Γρηγορίου, Το Άγιον Βάπτισμα, Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, εκδ. β΄, Άγιον Όρος 1998, σ. 246.
[12] Οπισθάμβωνος ευχή Λειτουργίας των Προηγιασμένων δώρων.
[13] Κάθισμα όρθρου Κυριακή της Τυρινής.
[14] Βλ. Ματθ., 6, 19-20.
[15] Βλ. Μαρκ. 8, 34-36.
[16] Ματθ., 7, 14.
[17] Ματθ. 7, 21.
[18] Παύλου Ευδοκίμωφ, Η πάλη με τον Θεόν, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, εκδ. ε΄, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 193.
[19] Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Συνάντηση με το Μυστήριο, εκδ. Ακρίτας, 2011, σ. 93.
[20] Λουκ. 17, 21.
[21] Ρωμ. 13, 12.
[22] Αίνος όρθρου Κυριακής της Τυρινής.