Σύμφωνα με τον Συναξαριστή της ημέρας, δύο Πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος, επί της εποχής του Βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου, στην πορεία τους προς τα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους, όταν έφθασαν στην Γαλατία, βρήκαν μια ευσεβεστάτη Εβραία, που είχε μέσα στην οικία της την αγία Εσθήτα, το επανωφόριον της Παναγίας. Η γυναίκα αυτή προσευχόταν μέρα και νύκτα μιμούμενη την προφήτιδα Άννα που βρισκόταν στον Ναό και αξιώθηκε να δη τον Χριστό, όταν Τον πήγε εκεί η Παναγία τεσσαράκοντα ημερών. Οι δύο Πατρίκιοι, μετά από ένα τέχνασμα, κατόρθωσαν να λάβουν τον πολύτιμον αυτό θησαυρό και να τον φέρουν στην Κωνσταντινούπολη, τον ετοποθέτησαν στο κτήμα τους, που ονομαζόταν Βλαχέρναι, και εκεί έκτισαν Ναό των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου. Αργότερα ο Βασιλεύς Λέων ο Μέγας, όταν πληροφορήθηκε αυτό το γεγονός, έκτισε Ναό της Κυρίας Θεοτόκου, στον οποίο τοποθέτησε την θήκη όπου ήταν αποθησαυρισμένη η τιμία Εσθήτα, την οποία προσκυνούσαν οι Χριστιανοί και έβλεπαν διάφορα θαύματα.
Ο ιερός υμνογράφος ονομάζει την αγίαν Εσθήτα «ιεράν περιβολήν, φυλακτήριον άσυλον (της Κωνσταντινουπόλεως), δώρον τίμιον, αναφαίρετον πλούτον ιαμάτων, ποταμόν πεπληρωμένον των χαρισμάτων του πνεύματος».