Ο Κόντογλου πάλεψε με πολλά στη ζωή του· την προσφυγιά, την ξενιτεία, την πείνα της Κατοχής, με την εγκατάλειψη
των φίλων, με πολλά. Αγάπησε πολλά και αγωνίστηκε για πολλά. Άνθρωπος σύγχρονος
και αρχαίος μαζί. Με τα δύο του πόδια να πατούν ταυτόχρονα στους θησαυρούς του
παρελθόντος και στην σύγχρονη δημιουργία των καιρών του. Μπήκε σε ωκεανούς
βαθιούς. Ανέβηκε κύματα, κατέβηκε σε βυθούς λύπης, πικράθηκε, απογοητεύτηκε,
δοξάστηκε, αγαπήθηκε και μισήθηκε από πολλούς καθώς είναι η μοίρα όσων αγαπούν.
Πέτυχε πολλά από όσα είχε στο νου
και στην καρδιά του. Σε άλλα αστόχησε. Άνθρωπος ήτανε κι αυτός, πώς αλλιώς.
Ήταν αυτός που πέτυχε την
αναβίωση της βυζαντινής ζωγραφικής παράδοσης στην εκκλησιαστική ζωγραφική αλλά
απέτυχε να πείσει τους σύγχρόνους του ζωγράφους πως η εικαστική αυτή γλώσσα
έχει θέση στον σύγχρονο εικαστικό γίγνεσθαι. Μέσα στην πίκρα του έγινε σκληρὀς
και, όπως λέγει κι ο ίδιος στον εκ Σπάρτης μαθητή του Μαυρικάκη, έγινε σαν τα
θηρία για να μπορέσει να επαναφέρει την βυζαντινή ζωγραφική.
Άφησε πίσω του, κληρονομιά
μεγάλη, μια πολύ προσωπική ζωγραφική με ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Δυστυχώς πολλοί των μαθητών του
απολυτοποίησαν το κάλεσμά του για επιστροφή στην παράδοση το πήραν κυριολεκτικά
και σταμάτησαν την δημιουργική γραφή επαναλαμβάνοντας φωτοτυπικά εικόνες του
παρελθόντος. Ο Κόντογλου δεν το ήθελε αυτό. Εκείνος ήθελε να συνεχιστεί η
εκκλησιαστική ζωγραφική από το σημείο που είχε μείνει, δηλαδή από την
μεταβυζαντινή της φάση και να μείνει ζώσα και δημιουργική.
Κάποιοι λίγοι μαθητές του
συνέχισαν την δημιουργική διαδρομή του. Άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο. Το
ζήτημα εἰναι πώς πέτυχε, μαζί με μερικούς ακόμα εικονογράφους των καιρών του σε
άλλα μέρη του κόσμου, το ακατόρθωτο και σήμερα ο κόσμος όλος τιμά την βυζαντινή
ζωγραφική και υπάρχει διάλογος για το πως της συνέχισής της.
Ας αναπαύεται η ψυχούλα του εκεί
που βρίσκεται.
Γιώργος Κόρδης