Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

«Η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κοινωνία των πολιτών»

«Τόσο η πολιτική όσο και η οικονομία, καθώς και η επιστήμη, έχουν αναπτύξει στα πλαίσια της νεωτερικότητας της δική τους αυτόνομη λειτουργική λογική, την οποία η Εκκλησία, εισερχόμενη στον δημόσιο χώρο, θα πρέπει να σεβαστεί. Η εσχατολογική διάσταση της Ορθοδοξίας δεν επιτρέπει την απόλυτη ταύτιση της Εκκλησίας με ανθρώπινα αφηγήματα, ιδεολογίες, πολιτικά και θρησκευτικά κινήματα.

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με βάση την καθολικότητα της χριστιανικής παράδοσης ασκούν κριτική στην απολυτότητα και τις παθογένειες όλων των ανθρώπινων ιδεολογιών και όλων των θρησκευτικών παραδόσεων (οι οποίες συντίθενται και από φωτεινά και από σκοτεινά στοιχεία)».

π. Εμμανουήλ Κλάψης


Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Η ποιμαντική λέει ότι...

«Η ποιμαντική χαίρει εξαιρετικής εκτιμήσεως στον εκκλησιαστικό χώρο, μα το να κρατάς μικρό καλάθι είναι, κατά τη γνώμη μου, αρετή. Η ποιμαντική είναι πολύ περίεργη υπόθεση, σπουδαία και επικίνδυνη μαζί. Είναι σπουδαία γιατί σημαίνει φροντίδα, και είναι και επικίνδυνη, διότι φροντίδα από φροντίδα διαφέρει. Δεν θέλει πολύ, μια φροντίδα που ομνύει στο ενδιαφέρον για τον άλλον, να γίνει κεφαλοκλείδωμα ή αγκαλιά που κόβει την ανάσα!

Η ποιμαντική λέει ότι βασίζεται στην Βιβλική εικόνα του ποιμνίου και του ποιμένα. Η εικόνα αυτή (η οποία προφανώς παραπέμπει σε βιώματα και παραστάσεις των ποιμενικών κοινωνιών, στη συνάφεια των οποίων γράφτηκαν τα Βιβλικά κείμενα) μιλά τρυφερά για την αφοσίωση του βοσκού στο κοπάδι του, για την οδήγηση των προβάτων σε τόπο με φρέσκο χόρτο και δροσερό νερό, για την άγρυπνη σκοπιά του τσοπάνη, για την μαχητική ετοιμότητά του να αποκρούσει τα θηρία και τους κλέφτες που απειλούν το κοπάδι. Συμφραζόμενο αυτής της εικόνας είναι ότι ο σωστός ποιμένας θα πάρει βεβαίως το μαλλί των προβάτων, θα πάρει το γάλα τους και εντέλει θα σφάξει απ’ αυτά για να τραφεί, αλλά αυτές οι πράξεις γίνονταν μετρημένα, με νοιάξιμο και ευγνωμοσύνη προς τα πρόβατα. Γι’ αυτό η εικόνα διαπνέεται από την εμπιστοσύνη των προβάτων στον τσοπάνη, τα οποία κατά κάποιον τρόπο του εμπιστεύονται και τον θάνατό τους. Ήταν άλλο πράγμα η άγρια, τυραννική, δίχως έγνοια και μέτρο εκμετάλλευσή τους, η οποία στη Βιβλική αναπαράσταση χαρακτηρίζει και στιγματίζει τους κακούς ποιμένες και τους κλέφτες.

Η εικόνα του ποιμνίου και του ποιμένα συνεχίζεται στην Καινή Διαθήκη. Εκεί εμφανίζεται ο Χριστός ως ο κατ’ εξοχήν Καλός Ποιμένας, όμως αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι με την είσοδο του Χριστού δεν συνεχίζεται απλώς η εικόνα του καλού τσοπάνη. Πραγματοποιείται μια ανατροπή. Αυτός ο Ποιμένας είναι ταυτόχρονα –τι υπέροχη αντίφαση!– και αρνί, το οποίο έρχεται για να σφαχτεί το ίδιο, ώστε εντέλει να μη σφαχτούν τα άλλα. Ο Χριστός γίνεται εκούσια το μοναδικό θύμα, ώστε τα πρόβατα όχι απλώς να ζήσουν τρυφερότητα μέχρι να πεθάνουν, αλλά αντιθέτως να έχουν ζωή που δεν είναι παρένθεση. «Εγώ», διαβεβαιώνει ο ποιμένας-αρνί, “ήρθα για να έχουν τα πρόβατά μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια […]. Εγώ «τους δίνω αιώνια ζωή και δε θα χαθούν ποτέ” (Ιω. 10:9, 28).

Με αυτή την ανατροπή το μήνυμα πλέον δεν είναι μια απλώς πατερναλιστική εικόνα, δηλαδή δεν είναι μια εικόνα που τελειώνει στην αφιέρωση του ποιμένα. Το μήνυμα πλέον περιλαμβάνει και μια ιδιαίτερη δυναμική για τα πρόβατα. Είναι μια δυναμική η οποία βγάζει το πρόβατο από την κατάσταση του “προβάτου:, δηλαδή από την κατάσταση του παθητικού αντικειμένου της στοργής. Η διαβεβαίωση του ποιμένα Χριστού ότι τα πρόβατά του ακούν τη φωνή του και ακολουθούν, μπορεί να γεμίζει με ικανοποίηση όσους κατανοούν τους ποιμαινόμενους σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ. Όμως ο Χριστός λέει κάτι διαφορετικό: Ότι για να τον ακολουθήσει κάποιος πρέπει να το θέλει (Ματθ. 15:24), και ότι τα πρόβατά του αναγνωρίζουν τη φωνή του και την διακρίνουν από φωνές άλλων. Αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά άσκεφτων προβάτων. Η ικανότητα για αναγνώριση και διάκριση είναι για τα πρόβατα στοίχημα, είναι ζητούμενο. Είναι λοιπόν δουλειά του ποιμένα να τα ασκήσει σε αυτή την ευθύνη της “ξε-προβατοποίησής” τους. Κορυφαίο: Πού θεμελιώνει ο Χριστός την ιδεώδη (την ολόκαρδη, ηθελημένη, υπεύθυνη και όχι μηχανιστική και «προβατίσια») σχέση προβάτων και ποιμένα; Στη σχέση του ίδιου με τον Πατέρα, σχέση ολόκαρδη, ηθελημένη, υπεύθυνη και όχι μηχανιστική και “προβατίσια”: “Γνωρίζω τα πρόβατα που είναι δικά μου, και τα δικά μου με αναγνωρίζουν, όπως με αναγνωρίζει ο Πατέρας, κι εγώ αναγνωρίζω τον Πατέρα” (Ιω. 10:14-15).

Η προσωπική χρέωση, η προσωπική εμπιστοσύνη και η προσωπική ευθύνη είναι αυτά που δύνανται να κάνουν το Σώμα της Εκκλησίας ζωντανό σώμα ζωντανών μελών και όχι σύνθεση Playmobile. Ο πιστός είναι παθητικό «πρόβατο», όσο παθητικό θύμα ήταν ο Χριστός-αρνί, δηλαδή καθόλου, καθόσον η θυσία του Χριστού-αρνιού ήταν πράξη ενεργητική, ηθελημένη, ολόκαρδη. Συνεπώς, άγριοι λύκοι («λύκοι βαρείς»), που δεν λυπούνται το ποίμνιο, και που λένε στρεβλά πράγματα για να αποσπάσουν ακόλουθους (Πράξ. 20:16-18), πρώτοι και καλύτεροι δεν είναι οι φόρα-παρτίδα αιρετικοί που δηλώνουν άλλη πίστη, αλλά οι ποιμένες εκείνοι που “προβατοποιούν” τα πρόβατα και δεν τα προσκαλούν στην ελευθερία των τέκνων του Θεού».

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Τὶς εἰκόνες...

Μὲ τὴν εὐλάβεια πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες
εὐλαβούμαστε τὰ ζῶντα πρόσωπα
τῶν εἰκονιζομένων σὲ αὐτὲς Ἁγίων,
οἱ ὁποῖοι ζοῦν πραγματικὰ στοὺς οὐρανοὺς
ὡς μεσίτες μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
 
Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια τιμοῦμε καὶ
τὶς εἰκόνες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων Οὐρανίων Δυνάμεων.
 
Ἂν καί, κατὰ τὴν Θεία φύση Του,
ἀπερίγραπτος καὶ ἀπερινόητος
καὶ ὑπεράνω κάθε ἀνθρώπινης ἀπεικόνισης,
κάθε ἀνθρώπινου ρήματος καὶ εἰκόνας
ὁ Χριστὸς μὲ τὴν σάρκωσή Του,
μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του
εὐδόκησε νὰ περιγραφεῖ,
νὰ λάβει ἀνθρώπινη μορφή,
νὰ πλαισιωθεῖ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα
καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο
νὰ καταστεῖ ὁρατὴ μορφή,
ὁρατὸ πρόσωπο, ὁρατὴ εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου.
 
Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς,
Οἱ ἱερὲς Εἰκόνες (ἀπόσπασμα).
 

Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, 33 χρόνια στο Πηδάλιο της Ορθοδοξίας

«Πηγαίνω στὸ Πατριαρχεῖο. Πρωΐ-πρωΐ, κατὰ ἡ ὥρα ὀκτώ. Μπαίνω στὴν αὐλή, κανείς. Πάω στὰ γραφεῖα, ἀνοίγω τὴν πόρτα, κανείς, χτυπῶ ἄλλη πόρτα, ψυχή. Περνάω διαδρόμους, οὐκ ἦν φωνή, οὐκ ἦν ἀκρόασις· φθάνω στὸ κελλὶ τοῦ Πατριάρχου. Ἡ πόρτα μισάνοιχτη, ὁ Πατριάρχης γράφει χωμένος σὲ ἔγγραφα καὶ ἐπιστολές. -Συγγνώμη, Παναγιώτατε, ἀλλὰ δὲν συνάντησα ψυχή. Δὲν φοβᾶσθε; Κάποιος μπορεῖ νὰ σᾶς ἐπιτεθῇ! Βάλτε μιὰ κλειδαριὰ ἀσφαλείας τοὐλάχιστον. -Δὲν φοβοῦμαι, ἀπήντησεν ὁ Πατριάρχης. Ἔχω τὴν Παναγία ποὺ μὲ φυλάττει». Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ τὴν ἀπάντησι θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν δώσουν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς…»

Ηγούμενος τῆς Μονῆς Τατάρνης μακαριστός ἀρχιμ. Δοσίθεος