Η Εκκλησία στη σημερινή εποχή. Σύγχρονος ή ξεπερασμένος θεσμός;
Θα μου επιτραπεί όπως είναι διατυπωμένο το ερώτημα να παρατηρήσω ότι υπάρχει κάποια παρεξήγηση σε ό,τι αφορά την Εκκλησία. Η Εκκλησία υφίσταται στον κόσμο από τη στιγμή που ο Θεός εισήλθε στην Ιστορία, όμως δεν είναι κοσμικός θεσμός ούτε «κόσμος». Συνηθίζεται να την ονομάζουμε θεσμό, όρος ο οποίος ποιητική αδεία ευρίσκεται και στην υμνογραφία Της, όμως διαφέρει παντελώς κάθε κοσμικού θεσμού. Εικονίζει τη Βασιλεία του Θεού στον κόσμο, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η σχέση του ανθρώπου - προσώπου και της κοινωνίας του με τον Τριαδικό Θεό εθιζομένη και ευτρεπιζομένη οσημέραι στην κοινωνία της Αγάπης των προσώπων της Αγίας Τριάδος σπουδάζουσα την τάξη και τη σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος ώστε να εφαρμοσθή και στον κόσμο η αυτή τάξις και να πληρωθή το αίτημα της Κυριακής προσευχής «…γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης…». Είναι άρα ένα βιούμενο γεγονός, το οποίο μη ευρισκόμενον στο χώρο του παρελθόντος αλλά στο παρόν, είναι αιωνίως νέο, δηλαδή καινό. Δεν θα αρνηθώ ότι η βιωτή των προσώπων δεν είναι συμβατή με ό,τι πιο πάνω καθορίσαμε και επομένως υπάρχει θέμα μαρτυρίας, αλλά αυτό μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι η Εκκλησία ως βιωματικό γεγονός δεν μπορεί να μεταβάλλεται όπως κάθε κοσμικός θεσμός, αλλά τα πρόσωπα τα οποία βιώνουν το Μυστήριό Της πρέπει να πετύχουν να μαρτυρούν την εν Χριστώ αλλοίωσή τους.
Η νέα εποχή (Αρχιεπισκοπία Ιερωνύμου) είναι ευκαιρία για υπερβάσεις;
Επειδή στην Ιστορία το γεγονός της Εκκλησίας μαρτυρείται από τα βιούντα Αυτήν πρόσωπα είναι συγγνωστό να ομιλούμε για εποχή, όχι όμως της Εκκλησίας, η οποία απ’ αρχής έως εσχάτων είναι η Αυτή, αλλά για εποχή μαρτυρίας της Εκκλησίας και υπ’ αυτήν την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για ευκαιρία υπέρβασης.
Σας απέδωσαν εμμέσως την ειρήνη στις σχέσεις της Εκκλησίας με το Φανάρι. Έκλεισαν οι πληγές;
Ήμουν ένα μέλος της αποστολής και οι συζητήσεις ήταν συλλογικές, επομένως δεν πιστεύω ότι είναι δικαία η εμφανιζομένη εκτίμησις. Για το αν έκλεισαν οι πληγές ή όχι θα το δείξει ο χρόνος. Δυστυχώς τον 19ο αιώνα στο χώρο των Βαλκανίων έπεσε ο σπόρος των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ο οποίος μάλιστα οδήγησε σε ολισθηρότερο δρόμο, το δρόμο των κρατικών Εκκλησιών. Το γεγονός αυτό ανήρεσε την οντολογική ενότητα της Εκκλησίας και όδευσε προς την ιδεολογική ενότητα η οποία και κρύβει πλείστα όσα μελανά στοιχεία επαπειλούντα την οντολογική Της ενότητα. Εάν αυτά δεν θεραπευτούν, φοβάμαι ότι συνεχώς θα υφίσταται ο φόβος νέων πληγών η εμφάνισις των οποίων καραδοκεί συνεχώς με επακόλουθο την καλλιέργεια αναξιοπιστίας στο πνεύμα και το σκοπό της Εκκλησίας.
Προαιρετικό ή υποχρεωτικό το μάθημα των θρησκευτικών;
Για τους βαπτισμένους είναι ηθικά αλλά και συνταγματικά υποχρεωτικό. Έχω όμως πει και άλλοτε ότι οι ραγδαίες μεταβολές στον πολιτικό, κοινωνικό και νομικό πολιτισμό δημιουργούν νέες προϋποθέσεις και νέους όρους συμβατότητος σε πολλούς τομείς των ανθρώπινων σχέσεων. Δίχως φοβίες, με πληρότητα επίγνωσης του μαθησιακού αντικειμένου, η Πολιτεία, η Εκκλησία, η επιστημονική κοινότητα και οι εκπαιδευτικοί πρέπει με σοφία και σύνεση, μακριά από ακρότητες, να ανοίξουμε ένα διάλογο διορατικής προόδου για το μέλλον. Νομίζω ότι είμαστε αρκετά επαρκείς και νηφάλιοι ώστε, δίχως μιμητισμούς και αντιγραφές συστημάτων, να χαράξουμε το δικό μας δρόμο. Τότε νομίζω ότι η κοινωνία θα αγκαλιάσει και θα εμπιστευθεί όλους όσοι δηλώνουμε ότι θέλουμε το κοινό καλό. Νομίζω ότι μπορούμε, μένει να αποδειχθεί πόσο τολμηροί είμαστε.
Έχει θέση σήμερα η εθναρχούσα Εκκλησία;
Η Εκκλησία δεν μπορεί εκ της θέσεώς Της να εθναρχή. Δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση σκλαβιάς του λαού Της να συντηρεί και να υπηρετεί την εθνική του υπόσταση, δώρο κατά παραχώρηση του Θεού στον αδύναμο άνθρωπο, αφού το θέλημά Του είναι να γίνει ο κόσμος «μία ποίμνη υπό έναν ποιμένα».
Αποτελεί η Ε.Ε. απειλή για την ταυτότητά μας;
Το ερώτημά σας μου γεννά αυθόρμητα ένα ρητορικό ερώτημα: Έχουμε ταυτότητα και ποια είναι αυτή; Κάποιος που έχει ταυτότητα δεν είναι δυνατόν να την απολέσει εάν ξέρει ποιος είναι και πού πορεύεται. Με πολλή περίσκεψη θα ομολογήσω ότι ο σύγχρονος Έλληνας ούτε ελληνική ταυτότητα διατηρεί ούτε ευρωπαϊκή. Και το λέω αυτό γιατί η πραγματική ταυτότητα του Έλληνα ήταν συνυφασμένη με την αναζήτηση της οντολογίας των πραγμάτων και όχι με την επιφανειακή περιγραφή των φαινομένων. Έτσι, οδηγούσε τον εαυτό του απέναντι στα πράγματα γνωρίζοντάς τα σε βάθος και τα διέκρινε σε χρηστά και άχρηστα. Σήμερα με την περιγραφική αυτών προσπέλαση τα διακρίνει σε χρήσιμα και ωφέλιμα και οδηγείται στο ρευστό δρόμο ενός είδους ωφελιμιστικού καταναλωτικού ευδαιμονισμού. Εάν εντάξει την ταυτότητά του σ’ αυτήν τη διαδικασία, σίγουρα θα την απολέσει γιατί το ωφέλιμο και το χρήσιμο είναι ρευστό και επομένως επιρρεπές εις απόρριψη.
Θα ήταν επεξηγηματικό εδώ να θυμηθούμε ότι το γένος των Ελλήνων στο παρελθόν διήλθε από διάφορες υποδουλώσεις, ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική. Όσο διατηρούσε την πολιτιστική γενετική του ταυτότητα, όχι μόνο δεν την απώλεσε αλλά και την επέβαλε εν πολλοίς επί των κατακτητών του, ουδέ των Οθωμανών εξαιρουμένων. Και μόνο όταν απηλευθερώθη από τους Οθωμανούς συνήρεσε την ταυτότητά του με τη δυτική νοοτροπία και έκτοτε έγινε απολύτως ευάλωτος.
Πρέπει να έχει λόγο και να διεκδικεί ρόλο στα πολιτικά η Εκκλησία;
Με όσα σας είπα στην πρώτη ερώτηση και με τη βάση ότι πολιτική είναι η τέχνη που μορφοποιεί τις σχέσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, η Εκκλησία είναι πολιτική, μόνον που επιδιωκόμενο Αυτής τέλος δεν είναι να μορφοποιήσει ανθρώπινες κοινωνίες αλλά να εφαρμοσθεί το θέλημα του Θεού, με την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου για να καταστεί ο κόσμος «ουρανός». Με βάση αυτά δεν μπορεί να διεκδικεί θέση στην κοινωνική πολιτική, δικαιούται μόνον να παρέχει μαρτυρία του εσχατολογικού μεταμορφωτικού γεγονότος κάνοντας στο «νυν» τον κόσμο Βασιλεία του Θεού, εικονίζοντας δηλαδή τη Βασιλεία του Θεού εδώ και τώρα.
Θα δούμε κάποτε στην Ελλάδα κληρικούς χωρίς ράσα ή εγγάμους μητροπολίτες;
Δεν μπορώ να απαντήσω επί της ουσίας γιατί δεν το θεωρώ πρωτεύον. Όσο βιώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας πιο ουσιαστικά, τότε ούτε τα ράσα κάνουν και δεν έκαναν ποτέ τον παπά ούτε η ενδυμασία φόβιζε ή παρέμενε στάσιμη. Φοβάμαι όμως ότι εμφορούμεθα από το φόβο του κενού από το καινό!
Εικόνες, προσκυνήματα, «θαύματα» ενέχουν στοιχεία ειδωλολατρίας;
Με λίγες λέξεις ας πούμε, με σαφήνεια, την αλήθεια. Η διδασκαλία της Εκκλησίας για τις εικόνες είναι διατυπωμένη με απόλυτο τρόπο στις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Δηλαδή τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μόνο προσκυνούμε, τους δε Αγίους τιμούμε. Η προσκύνηση και η τιμή μεταβαίνουν στο πρωτότυπο, δεν παραμένουν στην εικόνα, γίνεται δια των εικόνων η μετάβαση στα εικονιζόμενα πρόσωπα. Η ιδιαίτερη αναφορά σε συγκεκριμένες εικόνες είναι μια τάση εκδήλωσης της ευσέβειας του λαού, η οποία μπορεί εύκολα να μεταλλαχθεί σε ειδωλολατρία και αρκετές φορές να γίνει εύκολα μέσο αγυρτείας. Ιδιαίτερα ιστορικά γεγονότα ή λαϊκές παραδόσεις έκαναν μερικές εικόνες θαυματουργικά προσκυνήματα. Ο Θεός μάς έχει δώσει και μυαλό και κρίση, ας μην τα αφήνουμε αδρανή. Τώρα όσον αφορά τα θαύματα. Στο έργο του Φ. Ντοστογέφσκι «Αδελφοί Καραμαζώφ» και στο κεφάλαιο «Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής» ο Χριστός αρνήθηκε, κατά προτροπή του Σατανά, να κάνει θαύματα, αναφέρει μάλιστα η Βίβλος και τον τρόπο που το απέφυγε λέγοντας «ύπαγε οπίσω μου Σατανά».
Οι πειρασμοί του Χριστού στην έρημο ήταν να γίνει θαυματοποιός, να δουλώσει την ελευθερία του ανθρώπου, κυριεύοντάς του το στομάχι, ανταλλάσσοντας την ελευθερία με ψωμί, να αναιρέσει στη συνέχεια τους φυσικούς νόμους και έτσι να επιβληθεί. Στο Ευαγγέλιο αναφέρεται ότι ο Ιησούς Χριστός έκαμε πολλά «σημεία». Λανθασμένα τα σημεία μεταφράστηκαν σε θαύματα. Το σημείο δηλώνει σχέση, κοινωνία, συνσωμάτωση, συνενύπαρξη, εμπιστοσύνη, αγιασμό, απελευθέρωση της ελευθερίας από κάθε ύπουλη και ψυχαναγκαστική επιβουλή. Το «σημείο» δηλώνει πληρότητα σχέσης, δηλαδή αγιασμό. Ο νοών νοείτω.
Εκκλησιαστική περιουσία: μύθος ή πραγματικότητα;
Η Εκκλησία ως γεγονός ζει δύο χιλιάδες χρόνια. Το πλήθος των μελών Της, μέγα και απροσδιόριστο, ακολουθώντας το παράδειγμα της αποστολικής ομάδος, εφρόντιζε κατά καιρούς το γλωσσόκομο της Εκκλησίας, γιατί ζώντας στον κόσμο είχε και κοσμικές ανάγκες. Έτσι, ως Εκκλησία βρεθήκαμε σήμερα με μια διαπιστευμένη περιουσία για την εξυπηρέτηση των κοσμικών αναγκών, πράγμα που έγινε πέτρα του σκανδάλου και έκανε να ακούγονται πολλές φωνές, οι περισσότερες ανενημέρωτες. Εν τω μεταξύ εδώ και εκατό χρόνια απέλιπε ο σεβασμός προς το λεγόμενο βακούφικο και σήμερα βρίσκεται η Εκκλησία μ’ ένα μύθο να την ακολουθεί χωρίς αντίκρισμα...
Η ανήκουσα στην Εκκλησία περιουσία δεν είναι ατομική αλλά συλλογική και ως τέτοια πρέπει να εκλαμβάνεται. Τον τρόπο που συνάχθηκε ήδη τον αναφέραμε και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ακόμα και συλλογικής, είναι αναφαίρετο αρκεί να έχει προέλευση. Έτσι ή κάποιο χρυσόβουλο ή κάποια δωρεά την προσέφερε, αυτό θα πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστό. Εξάλλου κατά την αποδεκτή άποψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στο οποίο προσέφυγαν Ιερές Μονές μετά το νόμο 1811/81, η Εκκλησία έχει δικαιώματα προγενέστερα της Ελληνικής Πολιτείας ως προϋπάρχουσα αυτής. Ομως ο τρόπος της διαχείρισης πρέπει να είναι απόλυτα διαφανής και σύμφωνος με το Αποστολικό και Πατερικό Πνεύμα της Εκκλησίας. Μία φράση ακόμα για την ιστορία του πράγματος. Η Ελληνική Πολιτεία στη διαδρομή του ελεύθερου βίου της προέβη τρεις φορές σε απαλλοτριώσεις - δημεύσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας, λαμβάνοντας εκάστοτε δι’ εαυτήν τα 4/5 της περιουσίας και αφήνοντας στην Εκκλησίαν το 1/5, για όποιον γνωρίζει λίγο τους αριθμούς να αντιληφθή ότι η εναπομείνασα σήμερα περιουσία στην Εκκλησία είναι πολύ μικρότερη του 1/25 της αρχικής. Παρά ταύτα και η ελαχίστη εναπομείνασα οφείλει να διαχειρίζεται κατά τρόπο μη επιτρέποντα σκανδαλισμούς και σχόλια.
Πρέπει να έχει η Εκκλησία επιχειρήσεις;
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η εκκλησιαστική περιουσία είναι εμπεπίστευμα από δύο χιλιάδων ετών και ότι η Εκκλησία έχει ως αποστολή να υπηρετεί διηνεκώς το λαό του Θεού, τότε είναι υποχρεωμένη να την διαφυλάττει και να την αξιοποιεί προς χάριν του σκοπού Της. Μέσα σ’ αυτήν την έννοια είναι και η επιχειρηματική αξιοποίησή της, γιατί έτσι αυξάνει και τη δυνατότητα προσφοράς Της.
Ο ρόλος του Πατριαρχείου στα Βαλκάνια;
Ο ρόλος του Πατριαρχείου δεν νομίζω ότι περιορίζεται μόνο στα Βαλκάνια αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, διότι συν τοις άλλοις είναι και ο πρόεδρος της Οικουμενικής Συνόδου. Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι προσδιορισμένος με περισσή σαφήνεια από τις Οικουμενικές Συνόδους, τη μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας και εξίσου σαφής από την προκύπτουσα ιστορική μαρτυρία Του. Εκείνο που μπορώ επίσης να πω είναι ότι παραμένει ο θεματοφύλαξ της παραδόσεως της Εκκλησίας, η εγγύηση της ενότητας και η Μήτηρ όλων των ονομαζομένων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την ιδικήν Του κένωσιν και τελούν υπό έγκρισιν της μελλούσης να συνέλθη Οικουμενικής Συνόδου. Διαφυλάττει την οικουμενικότητα της Εκκλησίας και μαρτυρεί την Καθολικότητα της πίστεώς Της. Δεν έχουμε τίποτα σημαντικότερο από το Πατριαρχείο μας, ως Γένος, στην Οικουμένη. Ας προσέχουμε λοιπόν τι λέμε κάθε φορά και τι αμφισβητούμε.
Έχουν θέση σήμερα στην κοινωνία μας οι εκκλησιαστικές οργανώσεις;
Είναι ένα θέμα το οποίο δεν κατανόησα ποτέ, αρχής γενομένης από τα φοιτητικά μου χρόνια. Αφού η Εκκλησία είναι οργανωμένη σε ενορίες στις οποίες προβλέπεται η συγκέντρωσις των μελών της γύρω από το θυσιαστήριο, εκεί όπου όλοι ομού λειτουργούν το γεγονός της Εκκλησίας, δεν μπορώ να κατανοήσω την οργάνωση παρά μόνο εδραιωμένη στον ανθρώπινο εγωισμό και την απόρριψη της ετερότητας των προσώπων.
Παγκοσμιοποίηση και Εκκλησία.
Είναι ένας όρος που ενεφανίσθη δειλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τελευταία έχει γίνει πολύ της μόδας. Παγκοσμιοποίηση επαγγέλλεται και η Εκκλησία με το του Ευαγγελίου «γενήσεται μία ποίμνη υπό ένα ποιμένα», όμως στην επαγγελία της Εκκλησίας υφίσταται μια ουσιώδης διαφορά: ότι η παγκοσμιοποίηση της Εκκλησίας προσβλέπει σε μια κοινή ύπαρξη με κέντρο τον ουρανό, ενώ η επαγγελλομένη παγκοσμιοποίηση της μόδας επιθυμεί την ενότητα με ένα κέντρο στη Γη. Αποδέχομαι τον όρο ως εκφράζοντα την ελπίδα της Εκκλησίας και του ανθρώπου, αλλά απορρίπτω το κέντρο της στη Γη και το προσδοκώ στον ουρανό.