Η Ευαγγελική περικοπή της Κυριακής τής Απόκρεω αναφέρεται
περισσότερο από κάθε άλλη σαν εικόνα της κρίσεως. Παρ’ όλα αυτά μας λέγει κάτι
ουσιαστικό· όχι για τον θάνατο, την καταδίκη ή τη σωτηρία, άλλα για τη ζωή.
Ο Θεός δε ρωτάει ούτε τους
αμαρτωλούς ούτε τους δίκαιους τίποτε σχετικά με τις πεποιθήσεις τους ή με τις
λατρευτικές τους συνήθειες· αυτό που μετράει ο Κύριος είναι ο βαθμός της
ανθρωπιάς τους· «επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με,
ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και
επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με».
Η παραβολή της κρίσεως θέτει
σαφέστατα το ότι θα κριθούμε για την «πολιτεία» μας, για το πως δηλαδή ζήσαμε
ανάμεσα στους αδελφούς μας. Και για την Εκκλησία αυτή η πολιτεία μας δεν μπορεί
να νοηθεί έξω από μια χριστοκεντρική τοποθέτηση μέσα στην αδελφική κοινωνία που
είναι έκφραση μιας ζωής, η οποία θεμελιώνεται στην ένωση με τον Χριστό εν Αγίω
Πνεύματι. Η τελείωση του πιστού εν κοινωνία είναι το αδιάκοπο κήρυγμα των
πατέρων. Ερμηνεύοντας την παύλειο φράση «μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ
Χριστού», ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερωτά: «Και πώς είναι δυνατόν, να
γίνουμε μιμηταί Χριστού; Με το να φροντίζουμε για το κοινό καλό και να μη
ζητούμε τα του εαυτού μας».
Ποιος είναι ο πλησίον;
Μέσα στην ευαγγελική περικοπή του
κατά Ματθαίον Ευαγγελίου αναπτύσσεται η γνωστή καινοδιαθηκική κοινωνική
κατηγορία του πλησίον. Μέσα στην Εκκλησία η έννοια αυτή δε γνωρίζει φραγμούς
και όρια. Πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος. Εκφράζει την καθολική συναδέλφωση εν
Χριστώ. Στον συνάνθρωπο μας διακρίνουμε τον ίδιο τον Χριστό. Αγαπώντας τον
πλησίον μας, αγαπάμε τον Χριστό, του οποίου κάθε άνθρωπος είναι εικόνα. Μέσα
στην Εκκλησία ο πλησίον μας δίνει τη δυνατότητα να ξεδιπλωθούμε και να βγούμε
από τον εαυτό μας, να δραστηριοποιηθούμε στην αγάπη και να ξεπεράσουμε τον
φόβο, που έχει μέσα του την κόλαση, και μετά να περάσουμε στο χώρο της
παραδείσιας κοινωνίας. Στο πρόσωπο του άλλου ο χριστιανός δε βλέπει το κακό και
το δαιμονικό που μετατρέπει τη ζωή και τον κόσμο σε θάνατο, αλλά στο πρόσωπο
του πλησίον και μάλιστα του «ελάχιστου αδελφού» βλέπει την αληθινή ζωή, τον
Χριστό και την Ανάσταση.
Γι’ αυτό ακριβώς ο ιερός
Χρυσόστομος, όταν μιλάει για τον πλησίον, μιλάει για το «μυστήριο του αδελφού».
Ο δε άγιος Εφραίμ ο Σύρος τονίζει με έμφαση πως όποιος δεν μπορεί να αγαπήσει
είναι ουσιαστικά «βεβλαμμένος κατά νουν». Μια αγιότητα χωρίς αγάπη και χωρίς
κοινωνία με τον πλησίον δαιμονοποιεί τον άνθρωπο και τον καθιστά ξένο και
αποκομμένο από το κοινωνικό σώμα. Η πραγματική αγιοποίηση του ανθρώπου είναι
ουσιαστικά μια πράξη αδελφοποιήσεως.
Η αγάπη
Σ’ αυτή την έννοια του πλησίον
κρύβεται και η βαθύτερη σημασία της χριστιανικής αγάπης. Δεν αγαπάμε κατά
καθήκον, όπως συνήθως λέμε. Η αγάπη είναι η αναπνοή του Χριστιανισμού, ο
φυσικός τρόπος της υπάρξεως του. Η αγάπη δίνει την αληθινή επίγνωση του Θεού,
είναι αγαπητική δύναμη της ψυχής, είναι η κύρια δύναμη για τη θεογνωσία. Η
αγάπη προέρχεται από τον Θεό, «ότι ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιων. 4,8). Ο Θεός
δεν έχει όρια, γι’ αυτό και η αγάπη είναι άπειρη και δε γνωρίζει μέτρο. Η αγάπη
είναι εκπλήρωση όλου του νόμου (άγιος Διάδοχος Φωτικής).
Η αγάπη σήμερα
Η αλλοτρίωση που σήμερα
πραγματοποιείται σε όλες τις μορφές της ζωής είναι ενδεικτική του κόσμου που
έρχεται. Αλλά και αποκαλυπτική της ταυτότητας του ανθρώπου του αύριο, που από
σήμερα δημιουργεί μια αυτοσυνειδησία χωρίς Θεό, χωρίς αγάπη και ενάντια σε κάθε
έννοια κοινότητας και κοινωνίας προσώπων.
Η μόνη διέξοδος είναι η
εκκλησιαστική ζωή και πράξη, η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας του Χριστού. Γιατί
η ζωή μας στον ορθόδοξο χώρο είναι προέκταση της Λατρείας. Είναι «λειτουργία
μετά τη λειτουργία». Αν η ζωή μας δεν είναι άμεσα και οργανικά συνδεδεμένη με
τη λατρεία, αν δεν είναι ευχαριστία και δοξολογία, δεν μπορεί να ονομάζεται
ορθόδοξη ζωή. Τότε αποδεικνύεται ότι και η κοινωνική μας ζωή δεν είναι παρά
εξωτερική συμβατικότητα, τυπική και ανούσια, που αποβαίνει «εις κρίμα και
κατάκριμα και όχι εις σωτηρίαν».
Οι Χριστιανοί δεν είναι έξω από
τα δεινά του κόσμου και τις θλίψεις των ανθρώπων. Είμαστε μάρτυρες μιας
δαιμονικής καταστάσεως, που αποτελεί πρόσκληση και πρόκληση στη χριστιανική μας
αγάπη, στον πλούτο και στη δύναμή της. Μακάριος, λοιπόν, ο άνθρωπος, ο οποίος
λογαριάζει κάθε άνθρωπο σαν θεό, μετά τον Θεό (όσιος Νείλος).
Σ’ ένα αρχαίο εκκλησιαστικό
κείμενο διαβάζουμε ότι «εκείνος που εξαρπάζει μια ψυχή από την ανάγκη και τα
δεινά, τη στέρηση και τα βάσανα, στα οποία βρίσκεται, αυτός προορίζει στον
εαυτό του μεγάλη χαρά. Όπως και αντίθετα, εκείνος που γνωρίζει τη συμφορά του
ανθρώπου που βρίσκεται σε κάθε είδους ανάγκη και δεν τον εξαρπάζει απ’ αυτήν
την κατάσταση, αυτός διαπράττει μεγάλη αμαρτία και γίνεται ένοχος για την
απώλειά του. Μια άρνηση ή αναβολή αυτής της στάσης μας, στο να πράττουμε δηλαδή
το αγαθό στους αδελφούς μας, έχει σαν συνέπεια να παραμείνουμε έξω από την
Βασιλεία».
Είθε η Χάρη του Θεού να
αιχμαλωτίζει τον νου μας εις αγάπην Θεού και το Πανάγιο Πνεύμα να μας χαρίζει
και να μας διδάσκει την αληθινή αγάπη.
*Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου,
«Η ζύμη του Ευαγγελίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου