Η ευαγγελική
περικοπή είναι πολύ γνωστή. Πρόκειται για τη θεραπεία του παραλυτικού της
Καπερναούμ. Από τα Συνοπτικά Ευαγγέλια γνωρίζουμε ότι ο Κύριος άρχισε τη
δημόσια δράση του στη Γαλιλαία, αρχικά γύρω από τη Ναζαρέτ και μετά γύρω από τη
λίμνη της Γενησαρέτ. Σε δεύτερη φάση μεταφέρεται η δραστηριότητα στην Ιουδαία.
Βασικό κέντρο της Γαλιλαϊκής δραστηριότητας ήταν η Καπερναούμ. Την Καπερναούμ,
μια κωμόπολη 1.500 κατοίκων την εποχή εκείνη, επέλεξε ο Ιησούς γιατί βρισκόταν
στη λεωφόρο που συνέδεε τις χώρες της ενδοτέρας Μέσης Ανατολής (Μεσοποταμίας)
με τις χώρες του νότου και την Αίγυπτο, διαμέσου της κοιλάδας του Ιορδάνη.
Αποτελούσε, επομένως, κεντρικό διαμετακομιστικό κόμβο.
Από εκεί
περνούσαν κατά χιλιάδες έμποροι, στρατιωτικοί, εργάτες και δούλοι. Μπορούσε να
γίνει η Καπερναούμ ένα ιεραποστολικό κέντρο μεγάλης σημασίας και ο λόγος του
Ευαγγελίου σύντομα να φτάσει στα πέρατα της οικουμένης. Έτσι αιτιολογείται
γιατί ο λόγος του Ιησού διεσπάρη σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλες τις χώρες
της Μεσογείου, μέχρι και τη Ρώμη ακόμη.
Η περικοπή
αναφέρει ότι ο Ιησούς «εισήλθε εις οίκον», όπου και κήρυττε το λόγο του. Δεν
γνωρίζουμε τίνος οικία ήταν αύτη. Πιθανώς κάποιου πολύ γνωστού. Από το
Ευαγγέλιο του Λουκά έχουμε πληροφορίες ότι αύτη την περίοδο ο Ιησούς
διανυκτέρευσε παράλληλα και στο σπίτι του Πέτρου, όπου και θεράπευσε την
«πυρέσσουσα» πεθερά του, πριν μάλιστα από την κλήση του στη μαθητεία.
Στην οικία,
λοιπόν όπου εισήλθε, η σύναξη του λαού είναι μεγάλη. Παρατηρείται, μάλιστα, το
αδιαχώρητο. Και ενώ ο Ιησούς «ελάλει τον λόγον» έρχεται μια ομάδα φίλων,
«παραλυτικόν φέροντες», και μάλιστα «αιρόμενον υπό τεσσάρων». Επειδή δε ήταν
αδύνατο να εισέλθουν, ξήλωσαν μια κάποια πρόχειρη σκεπή και έφεραν μπροστά στα
πόδια του Ιησού τον παραλυτικό για θεραπεία. Παρόντες είναι και εκπρόσωποι των
Γραμματέων και των Φαρισαίων, οι οποίοι έκτος από τα θεωρητικά προβλήματα που
δημιουργούσαν στον Κύριο, συγκέντρωναν παράλληλα και στοιχεία για να τα
χρησιμοποιήσουν στο μέλλον σε βάρος του νέου Διδασκάλου.
Η περικοπή
μας δίνει τη δυνατότητα δύο κατευθύνσεων για να οικοδομήσουμε το κήρυγμα: α) η
σχέση της πίστεως με το θαύμα και β) ότι ο Ιησούς έχει τη δύναμη και την
εξουσία από το Θεό «αφιέναι αμαρτίας».
Σχέση
ασθένειας και αμαρτίας
Η ευαγγελική
φράση «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» που απευθύνεται στον παραλυτικό είναι, θα
λέγαμε, το κύριο σημείο αναφοράς της όλης περικοπής. Προς αυτή την κατεύθυνση
κινείται και το Αποστολικό ανάγνωσμα που προβάλλει τον Θεό ως τον Κύριο του
ουρανού και της γης. Στη δημιουργία υπάρχει ενότητα φυσικού και πνευματικού
κόσμου. Κανένας δυαλισμός και καμία διαρχική τάση. Όλα θεώνται και
αντιμετωπίζονται σφαιρικά, στην ενότητα και ολότητά τους.
Και εδώ στην
ευαγγελική περικοπή κάνει εντύπωση, πως ενώ οδηγείται στον Ιησού ένας παράλυτος
ασθενής, που πάσχει σωματικά και ζητεί την ίασή του, ο Κύριος του συγχωρεί τις
αμαρτίες του. Μας φαίνεται παράλογο και κάποιος θα δυσανασχετούσε γι’ αύτη τη
συμπεριφορά του Χριστού. Τί σχέση μπορεί να έχει μια ασθένεια με την αμαρτία;
Ένας ασθενής μπορεί να είναι αμαρτωλός, αλλά μπορεί να είναι και άγιος.
Εδώ
χρειάζεται μια προσεκτική προσέγγιση της σχέσεως της ασθένειας και της
αμαρτίας. Η της σχέσεως του σώματος με τη ψυχή. Κατ’ αρχήν για το Θεό, την
Εκκλησία και τη θεολογία, ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολότητα και
ενότητα. Ο όλος άνθρωπος σώζεται και πορεύεται προς τη Βασιλεία του Θεού, ή
αμαρτάνει και καταλήγει στον αιώνιο θάνατο. Αυτή είναι μια βασική αρχή της
χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος πορεύεται προς το καλό και προς το κακό,
συνεπαίρνοντας όλες τις σωματικές και πνευματικές του λειτουργίες.
Για τον
Κύριο ήταν αδιανόητο να πει μόνο «άρον τον κράβατόν σου και περιπατεί»,
θεραπεύοντας μονομερώς το σώμα και αφήνοντας τη ψυχή στη φθορά και το θάνατο. Ο
Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός θεραπευτής, όπως υπήρχαν την εποχή εκείνη οι
Θεραπευτές των Εσσαϊκών κοινοτήτων, που άσκουσαν ιατρική ποιμαντική. Ούτε ο
Ιησούς, λέγει «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» και μετά εγκαταλείπει το ανθρώπινο
σώμα στη δική του φθορά, με την έννοια ότι ό ίδιος είναι μόνο πνευματικός
εργάτης που ενδιαφέρεται για τη σωτηρία των ψυχών. Αυτές οι αντιπαραθέσεις και
τα διλήμματα είναι και πάλι εκτός της βιβλικής σωτηριολογίας και της
γενικότερης χριστιανικής ποιμαντικής.
Όπως ο Θεός
ως Δημιουργός δημιούργησε τον υλικό και πνευματικό κόσμο και προέβαλλε ως
βασική αρχή τη σωματική και ψυχική ενότητα, έτσι και ο Ιησούς ως Κύριος και
Σωτήρας σώζει την όλη φύση και κτίση, και προσλαμβάνει τον όλο άνθρωπο με την
ενανθρώπησή του, σώζοντας έτσι την ακατάλυτη αυτή ενότητα. Ο άνθρωπος δεν έχει
απλώς σώμα και ψυχή, με μια έννοια ιστορικής ένδυσης και φανέρωσης, αλλά ο
άνθρωπος είναι σώμα και είναι ψυχή, με μια έννοια οντολογική που εκτείνεται από
την πρωτολογία ως την εσχατολογία. Κάθε διαιρετική τάση φανερώνει προσπάθεια
επιβολής στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας μονοφυσιτικών και μανιχαϊστικών
αιρετικών αντιλήψεων.
Ο αμαρτωλός
,«τέκνον του Θεού»
Εδώ
χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε και ένα άλλο πολύ βασικό θέμα για το ποιμαντικό
έργο της Εκκλησίας. Ακούμε συχνά να λέγεται, ότι κάθε μορφή φθοράς στον παρόντα
κόσμο, όπως οι αρρώστιες και ο θάνατος, οι πόλεμοι και οι καταστροφές, τα πάθη
και η αμαρτία, είναι αποτελέσματα της αρχικής παρακοής και του προπατορικού
αμαρτήματος, όπως κοινά λέμε. Αυτό είναι κατ’ αρχήν αληθινό. Αλλά τί σημαίνει η
αλήθεια αυτή για μας σήμερα; Έχουμε το δικαίωμα να ταυτίζουμε την ασθένεια με
την αμαρτία και να θεωρούμε ότι ένας ασθενής είναι ταυτόχρονα κακός και
αμαρτωλός και ένας υγιής είναι καλός και άγιος; Η κάθε ασθένεια δηλαδή έρχεται
εξαιτίας κάποιας συγκεκριμένης αμαρτίας;
Η αρχική
αμαρτία, αν και έφερε το κακό στον κόσμο, δηλαδή την ασθένεια και το θάνατο
στον άνθρωπο και παρέσυρε σε φθορά τη ζωή, δεν πρέπει να συσχετίζονται με τον
κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο που υποφέρει, πάσχει, ασθενεί και πεθαίνει. Θα
δικαιολογούμασταν πιθανόν να κάναμε αυτούς τους συσχετισμούς πριν την έλευση
του Χριστού, πριν από τα δικά του πάθη και το θάνατό του.
Μετά την
ενανθρώπηση και την πρόσληψη της όλης ανθρώπινης πεπτωκυΐας μας φύσης από το
Χριστό, μετά τα θεία του πάθη, το δικό του σταυρό και το θάνατο, αρχίζει μια
άλλη λογική κατανόησης της ασθένειας και του πόνου. Ο κάθε άνθρωπος πλέον που
πάσχει και υποφέρει είναι μια ιερή μορφή. Ο πόνος είναι μια πραγματικότητα
τραγική μεν, αλλά που τελικά αγνίζει και αγιάζει τον άνθρωπο. Οι πάσχοντες, για
την Εκκλησία πρέπει να θεωρούνται μιμητές του Χριστού στην πιο ανθρώπινη έννοια
και γι’ αυτό πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε όλοι με ιερότητα και σεβασμό. Ο
πόνος είναι το βαθύτερο αίσθημα της ζωής και λειτουργεί θεραπευτικά και ως προς
το σώμα και ως προς την ψυχή.
Για τον
Ιησού Χριστό, σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή, ο κάθε άνθρωπος ασθενής και
πάσχων, έστω και αμαρτωλός ήταν μια προσωπικότητα που ιδιαίτερα τον έλκυε και
τον συγκινούσε και η επέμβαση προς αυτόν ήταν πάντοτε αγαπητική, δηλαδή
λυτρωτική και σωτηριολογική. Όταν ο Κύριος αποφάσιζε να θεραπεύσει κάποιον ποτέ
δεν διερωτήθηκε, εάν ο ασθενής αυτός ήταν ομόθρησκος ή αλλόθρησκος, καλός ή
αμαρτωλός. Και συνήθως οι αμαρτωλοί προσέλκυαν περισσότερο το ενδιαφέρον του
και την αγάπη του.
Ο άνθρωπος και
στην πιο αμαρτωλή κατάστασή του συνεχίζει να είναι και να παραμένει «τέκνον του
Θεού». Ο Ιησούς απευθυνόμενος στον παραλυτικό και αμαρτωλό της περικοπής τον
αποκαλεί «τέκνον» και προτού ακόμη τον θεραπεύσει και τον συγχωρήσει. Ο άσωτος
γιός είναι για το Θεό Πατέρα πιο συμπαθής, κατά την γνωστή παραβολή του
«ασώτου», ακριβώς γιατί υπέφερε και βασανίστηκε πολύ λόγω της αποστασίας του.
Ίαση των
ψυχών και θεραπεία των σωμάτων
Έτσι,
μπορούμε να πούμε, πως είναι μεγάλη βλασφημία να πιστεύουμε και να κηρύττουμε,
ότι οι πάσχοντες της ζωής υποφέρουν εξαιτίας των αμαρτιών τους και γι’ αυτό
τους περιφρονούμε ως αμαρτωλούς ανθρώπους. Ο σωματικός πόνος λόγω της ασθένειας
και ο πνευματικός πόνος λόγω της αμαρτίας είναι μια ιερή υπόθεση που πρέπει να
προκαλεί σεβασμό σε όλους. Ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει σε αγιασμό και θέωση
τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό, αν και ηχεί παράξενο, διαβάζουμε
σε ασκητικά κείμενα και στο Γεροντικό, άγιους άνδρες της ερήμου να ευχαριστούν
το Θεό όχι για τις καλές τους πράξεις, αλλά για τις αμαρτίες τους, γιατί αυτές
τελικά προσελκύουν το Χριστό να σκύψει επάνω τους με αγάπη και να τους σώσει.
Με αυτά που
λέμε εδώ δεν προσπαθούμε να εξωραΐσουμε την αμαρτία. Η αμαρτία υπάρχει ως το
τραγικότερο γεγονός της ζωής του ανθρώπου και της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Δεν πρόκειται για ένα απλό σφάλμα ή κάποια παρεκτροπή. Εισέρχεται τόσο βαθιά
που φθείρει το σώμα και την ψυχή και καταστρέφει την ενότητα και τη συνοχή των
δύο. Γι’ αυτό και ο Κύριος πρώτα επεμβαίνει στο χώρο της αμαρτίας και μετά στο
χώρο της σωματικής ασθένειας.
Είναι
αλήθεια πως κάθε εποχή, προβάλλοντας την τραγικότητα των διαφόρων ασθενειών που
βασανίζουν το ανθρώπινο σώμα, ουσιαστικά προσπαθεί ν’ αποσιωπήσει την ύπαρξη
της αμαρτίας. Και εδώ βρίσκεται το λάθος και η μεγάλη αποτυχία της κάθε
θεραπευτικής παρέμβασης. Υπάρχει μια πολύ βαθιά σχέση σώματος και ψυχής. Οι
ψυχολόγοι και ψυχίατροι μας βεβαιώνουν πως πίσω από πολλές ασθένειες
υποκρύπτεται μια πνευματική και ψυχική δυσαρμονία.
Η Αγία Γραφή
δεν θεωρεί την αμαρτία σαν μια απλή παράβαση κάποιων θρησκευτικών κανόνων, αλλά
σαν μια καταστροφική και αλλοτριωτική λειτουργία ζωής. Η έλευση του Χριστού
πραγματώνεται ακριβώς για να συντρίψει αυτή τη δαιμονική και καταστροφική
λειτουργία. Και αυτό το γεγονός δείχνει το μέγεθος και το βάρος της αμαρτίας.
Το να θεραπεύσεις κάποιον και να του πεις «άρον τον κράβατόν σου και
περιπάτει», είναι πολύ ευκολότερο από το να του πεις «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι
σου» και να τον λυτρώσεις, λέγει ο Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
Εδώ ακριβώς
βρίσκεται και το μεγάλο ελπιδοφόρο μήνυμα της παρέμβασης του Χριστού στη ζωή
μας, για ίαση των ψυχών και θεραπεία των σωμάτων. Το γεγονός ότι τα ευαγγελικά
κείμενα συνεχώς αναφέρονται και μας διηγούνται ποικίλα θαύματα αυτής της διττής
θεραπευτικής μορφής, δεν έχουν ως σκοπό να προβάλουν την τραγικότητα της
αμαρτίας που μας συνέχει, αλλά το μεγάλο λυτρωτικό μήνυμα της σωτηριολογικής
και λυτρωτικής παρουσίας του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου