Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
σχέδιο μ’ ένα δαγκωμένο μολυβάκι σ’ ένα παλιό χαρτί, αντίδωρο μικρό σε ανεξόφλητο χρέος, με αφορμή το συμπόσιο στη Σκιάθο, “Μέρες Παπαδιαμάντη”, που τίμησε φέτος τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο και το σπουδαίο έργο του, την επιμέλεια των απάντων, που εξέδωσε ο “Δόμος” του Δημήτρη Μαυρόπουλου.
Έρχεται στον νου μου, φωτογραφημένος απ’ τον Παύλο Νιρβάνα, να κάθεται μόνος μπροστά σε έναν ασβεστωμένο τοίχο καταντικρύ στον ήλιο, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ν’ αποφεύγει την αντηλιά et ne pas exciter la curiosité du public.
Συνχωνευμένος στον κόσμο κι ολομόναχα διακριτός, συγκάτοικος αγόγγυστος στ’ αξεδιάλυτα όρια της ανθρώπινης και της θείας δικαιοσύνης. Μα πως καλλιεργεί έτσι επ’ αγαθώ τόση γνώση της αβυσσαλέας ψυχής των ανθρώπων; Πως μπορεί να υψώνει αυτόν τον τόπο σε κοινότητα και να τον φανερώνει κόσμο ολόκληρο, αυτό το χωραφάκι που οργωνόμαστε καταξεσκισμένοι, αυτό τ’ αλωνάκι που αλωνιζόμαστε ποδοπατημένοι, που λιχνιζόμαστε στον ήλιο μετέωροι, παίγνια του αέρα και του κενού, τις μυλόπετρες που μας αλέθουν, μας συνθλίβουν, μας κάνουν σκόνη, να ζυμωθούμε, να λάβουμε σχήμα, να ψηθούμε -καμίνι ο βίος αβίωτο- να στεριώσουμε, να γίνουμε ψωμάκι γλυκό -τί άλλο;- και κατάκοποι εντέλει, πεινώντες και διψώντες, εξημερωμένοι, εν ετέρα μορφή, να γευτούμε της ζωής μας το νόημα. Τη συμφιλίωση με το δικό μας και με το άλλο. Τη συν-χώρεση επιτέλους, την αμαρτία και την μετάνοια εν τ’ αυτώ. Ο,τι είναι η παιδική και αιώνια πατρίδα του γένους των ανθρώπων και του καθενός μας ξεχωριστά. Κεντημένοι τα σημάδια της υλικής μας υπόστασης να φτάνουμε αυτοπρόσωποι στο ιδανικό και στο αρχέτυπο, μιαν ουράνια κοινωνία επί γης! Ή μήπως τ’ αντίστροφο; Ν’ αναγνωρίζουμε την κοινωνία μας σαν τόπο περιούσιο, χάρισμα ουράνιο, στερέωμα φωτός στο σκοτάδι και στο κενό!
Αυτή την κατ’ εξοχήν απλή αλήθεια νομίζω ότι αναδεικνύει το χάρισμα του Παπαδιαμάντη κι αυτήν μας κατέλειπε η αγάπη του, ζωή ολοζώντανη, στο έργο του.
Είναι φορές που μου μοιάζει αγιοσύνη το ίχνος του, αγγελική η σκευή του, έτσι όπως το ‘γραφε στα πτερόεντα δώρα του: “Ξένος του κόσμου και της σαρκός, κατήλθε την παραμονήν από τα ύψη, συστείλας τας πτέρυγας όπως τας κρύπτη, θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια διά να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης, το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν την ικανήν διά να δροσίζει τας ψυχάς, και την ζωήν, την πλασμένην διά να πάλλει εις τας καρδίας. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως”.
Kι αν ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν ανάμεσά μας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας, πάλι κάτι μας έμεινε απ’ το πέρασμά του· η μνήμη αίφνης απ’ το θάμβος του φωτός, σημάδια μυστικά απ’ τα ταπεινά του βήματα που πάτησαν τον κόσμο μας. Kάποιες φορές, νοιώθουμε ακόμη απ’ το άγγιγμά του μιαν αύρα, μιαν αίσθηση φτερών στους ώμους, μιαν επιθυμία αλλούτερη. Ξεφεύγουμε στα πιο υψηλά. Ποθούμε τα καλύτερα.
Χρήστος Μποκόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου