Του π. Παύλου Α. Βαταβάλη,
(Θεολόγου - Γραμματέως της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων)
«Ὁ κρότος τοῦ ντενεκὲ καὶ ἡ μελῳδία τῆς ἁγιότητος» εἶναι μιὰ βαρβαρότητα ἐκμοντερνισμοῦ τοῦ Ἀποστολικοῦ χωρίου «Ἐὰν ταῖς γλώσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον». Ἐνδεχομένως ὁ κρότος τοῦ τίτλου νὰ ἀποκαλύπτει καὶ γιὰ τὸν ὁμιλητὴ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γιὰ τὸ ὁποῖο θέλει νὰ μιλήσει, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ τῆς ἀγάπης μέσα του, τὸ θορυβῶδες τοῦ τίτλου του ποὺ τὸν κάνει νὰ ἀλαλάζει ἐκκωφαντικὰ ὡς ντενεκές.
Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι ἂν μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὰ σταθερὰ πλαίσια τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου, καὶ νὰ ἀποξενωθοῦμε μόνο γιὰ λίγο ἀπὸ τὸν φρενήρη ρυθμὸ τῆς ζωῆς μας, καὶ κάνουμε τὸν κόπο νὰ ἀντικρύσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴ ζωή μας, φοβοῦμαι πὼς πολλοὶ θὰ σταθοῦμε στὴν ἴδια πλευρά, ἑνὸς ντενεκέ, ἄψυχου καὶ θορυβώδους.
Μοῦ δόθηκε πρὸς ἀνάπτυξη τὸ θέμα τῆς ἀγάπης. Καὶ εἶναι βέβαιο πὼς ἔχω καὶ ἔχετε ἀκούσει πολλὲς καὶ πολὺ καλύτερες ἐμβανθύνσεις. Ἂν θὰ ἀποτολμοῦσα κάτι θὰ προσέθετα τὸ ἑξῆς: Στὸ συγκεκριμένο χωρίο ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ, καὶ πιστεύω ὄχι τυχαῖα, τὸ ρῆμα «ἔχω», ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη.
Λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Ἐὰν… ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω». Χρησιμοποιεῖ ἕνα ρῆμα κτητικό, ποὺ φανερώνει κατοχή. Τὸ «ἀγάπην ἔχω» δὲν εἶναι δηλωτικὸ μιᾶς ἁπλῆς ἐκδήλωσης συναισθημάτων. Ἡ ἀγάπη ποὺ πρεσβεύει ὁ Ἀπόστολος δὲν μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται τυχαῖα ἢ περιστασιακά. Ὄταν ἔχεις τὴν ἀγάπη μέσα σου δὲν μπορεῖς νὰ ἀγαπᾶς δέκα ἀνθρώπους καὶ ἄλλους δέκα νὰ μισεῖς ἢ γιὰ ἄλλους δέκα νὰ αδιαφορεῖς. Ἢ ἔχεις ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία, γιὰ ὅλη τὴ κτίση ἢ δὲν ἔχεις καὶ ἀπλᾶ κροτεῖς διαφορετικά, ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὸς θὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μαζί σου.
Κάποτε τό ‘λεγε ἕνας θεολόγος, ἐμφατικὰ καὶ παράδοξα, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἀλήθειά του. Ἕξι δισεκατομμύρια ἀνθρώπους νὰ ἀγαπᾶς, ἕναν νὰ μὴν ἀγαπᾶς, παράδεισο δὲν βλέπεις. Διότι, βλέπετε, τό «ἔχω ἀγάπη» τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐπιλογῆς. Τό «ἔχω ἀγάπη» ἤ «δὲν ἔχω ἀγάπη» τοῦ Ἀποστόλου εἶναι μιὰ πρόταση ὀντολογική. Δείχνει αὐτὸ ποὺ ἔχουμε. Δείχνει αυτὸ ποὺ εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ εἶμαι, αὐτὸ ποὺ ἔχω εἶναι ὀντολογικό, εἶναι φύσις, δὲν εἶναι κάτι ἐκτὸς τῆς φύσεως. Ἡ ἐπιλογὴ ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση.
Στὸ βαθμὸ ποὺ ἐμφιλοχωρεῖ ἡ ἐπιλογὴ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὴν ὀντολογία στὴν ἠθική. Ἡ ἠθικὴ προσφέρει τὴ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς καὶ ἄρα προϋποθέτει μία φύση ποὺ παλινδρομεῖ μεταξὺ φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας, ἀνήμπορη νὰ τελέσει τὸ ἅλμα τῆς πίστεως καὶ τῆς πλήρους μεταμορφώσεως ποὺ προσφέρει ἡ συσσωμάτωσή μας μὲ τὸν Χριστό. Προτάσσει τό «πρέπει» ἀντὶ τοῦ νά «εἶναι» κανεὶς ἀγάπη. Προτάσσει τὴν ἀγάπη ὡς διηνεκὴ ἐπιλογή, χωρὶς νὰ ἐξασφαλίζει οὔτε κἂν τὴν ἀκεραιότητά της. Διότι, ὅπως κάθε τι ἀνθρώπινο, ἔτσι καὶ οἱ καθημερινές μας ἐπιλογὲς ἔχουν πολλὲς φορές, ἂν ὄχι πάντα, καὶ τὴν ἰδιοτέλειά τους.
Στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀγαπήσει, ὄχι περιστασιακὰ καὶ προσωποληπτικά, ἀλλὰ ὡς μεταμορφωμένη φύσις μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Γενόμενος ὁ ἴδιος, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, Σῶμα Χριστοῦ, μέλος τοῦ Σώματός του, ἀποτινάσσει τὴν ἐπιλογικὴ ἀγάπη του, ἀποτινάσσει τὸν προσωπικό του τενεκὲ ποὺ σέρνει στὸ διάβα τῆς ἱστορικότητάς του καὶ ἐνδύεται τὴ μελῳδικότητα τῆς ἁγιότητος. Πλέον, δὲν ὀφείλεις ἁπλᾶ νὰ αγαπήσεις, ἀγαπᾶς διότι δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις ἀλλιῶς. Ἡ ἐπιλογὴ ἔχει συντελεστεῖ καὶ συντελεῖται διαρκῶς στὴ μία καὶ μόνη ὀντολογικὴ ἐπιλογή: νὰ εἶμαι ἐν Χριστῷ, νὰ εἶμαι Χριστός.
Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἀγάπη, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, δὲν εἶναι ἠθικὴ κατηγορία ἀλλὰ ὀντολογική. Τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὴν Ἐκκλησία, δὲν χορηγεῖται ἔτσι φθηνά, ὥστε νὰ ἐπιλέγει κανεὶς περιστασιακὰ τὰ θύματα τῆς ἀγάπης του. Μιὰ τέτοια φθηνὴ ἐλευθερία δὲν γεννᾶ ἁγίους ἀλλά, ἐνδεχομένως, ὀπαδοὺς μιᾶς κοινωνικῆς κουλτούρας ἢ σέκτας. Τὸ αὐτεξούσιο, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικὰ ἀφορᾶ μία καὶ μόνη ἐπιλογή, τὴν ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν προσδοκία καὶ τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστημένης φύσεως τοῦ Θεανθρώπου, μὲ λίγα λόγια τὴ προσωπική μας μετοχὴ στὴ θέωση. Τὸ αὐτεξούσιο εἶναι ἡ σχοινοβασία μεταξὺ τῆς ἀνθρώπινης ἀθλιότητος καὶ μεγαλειότητος ταυτόχρονα, μὲ φόντο τὴν αἰωνιότητα.
Γι’ αὐτὸ καὶ τό «ἀγάπην ἔχω» τοῦ Ἀποστόλου ἐνῶ εἶναι κτητικὸ δὲν συνιστᾶ ἀξιομισθία πράξεων, δὲν ἀποτελεῖ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂν καὶ δὲν χωράει ἐπιλογὴ στὸ πότε καὶ σὲ ποιὸν θὰ ἐκδηλώνεται, ταυτόχρονα προϋποθέτει καὶ τὴ μοναδική, πραγματικά, ὀντολογικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι ἢ νὰ μὴν εἶναι Θεός.
Μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἡ ἀγάπη τῆς ἐπιλογῆς εἶναι μιὰ ἠθικὴ διέξοδος, τὴν ὁποία ἄλλοτε ἐξασκοῦμε καὶ ἄλλοτε ὄχι, ἀλλὰ πάντοτε στὰ ἰδιοτελῆ πλαίσια τῆς ἐπιλογῆς ποὺ κάνουμε ἐμεῖς καὶ μόνον ἐμεῖς. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἀγάπης, ἡ συγκατάνευση καὶ τὸ πολυπόθητο «ναί» τῆς συνατήσεώς μας μὲ τὸ Θεό, ἡ ἐπιλογὴ τῆς πραγματικῆς ἕνωσης καὶ συσσωματώσεώς μας στὸ Χριστὸ μᾶς ἐξασφαλίζει μιὰ ἀγάπη ποὺ μᾶς δίδεται ἄνωθεν, ὡς χάρη καὶ χάρισμα, διηνεκὴς καὶ μόνιμη, ἐντός μας. Διότι, τότε, μέσα μας, ζεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν παζαρεύει τὴν ἀγάπη του στὸ ἄθλιο ἀλισβερίσι τῆς ἀνθρωπίνης ἰδιοτέλειας.
Αὐτὸ πρέπει νὰ ζητοῦμε ἢ μᾶλλον καὶ κατεπειγόντως νὰ ἐπιζητοῦμε. Ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὰ βεβαιωμένος, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας, ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ληστής, ποὺ σταυρώθηκε δίπλα στὸ Χριστό, στὴ μεγάλη ἀναμέτρηση τοῦ αὐτεξουσίου του, δὲν παγιδεύτηκε στὰ δίχτυα καμιᾶς καιροσκοπικῆς ἐπιλογῆς καὶ ἠθικῆς. Στὴ μεγάλη αὐτὴ ἀναμέτρηση τοῦ αὐτεξουσίου του, ποὺ δὲν διήρκησε περισσότερο ἀπὸ δέκα δευτερόλεπτα, κατόρθωσε μὲ τὴν ἐπιλογή του, μὲ τὸ ψέλλισμα καὶ μόνον ἐλαχίστων, φτωχῶν λέξεων, μὲ ἕνα «μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου», νὰ ἁρπάξει μιὰ θέση στὸν παράδεισο καὶ νὰ καταστεῖ ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ οὐρανοῦ.
Τρανὸ παράδειγμα γιὰ νὰ θυμόμαστε μιὰ καὶ μόνο βασικὴ ἀλήθεια. Πὼς οὔτε τὰ κηρύγματα σώζουν, οὔτε οἱ νηστεῖες, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε ἡ ἠθική μας ἀξιοσύνη οὔτε τὰ ἀνδραγαθήματά μας. Διότι, πολὺ ἁπλᾶ, σωτηρία δὲν εἶναι τὸ καλύτερο δυνατὸ ποὺ μπορῶ νὰ ἀπογίνω μὲ τὶς πράξεις μου ἀλλὰ σωτηρία σημαίνει νὰ γίνω Θεός. Καὶ αὐτὴ τὴ σωτηρία ἦρθε νὰ φέρει στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος, ὄχι γιὰ νὰ δώσει ὑποδείγματα καὶ παραδείγματα ἠθικῶν ἐπιλογῶν ἀλλὰ γιὰ νὰ θεώσει, νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ τὴν κάνει, νὰ μᾶς κάνει Θεούς.
Δυστυχῶς, στὶς μέρες μας, ἔχουμε μεταφέρει τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν ἔχουμε στρογγυλοκαθίσει σὲ περίοπτη θέση μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔχουμε μολύνει ἀκόμα καὶ τὸ θεμελιωδέστερο ὅλων, τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ποιά, ἀλήθεια, εἶναι ἡ μελῳδία μας σήμερα, ὅταν ἐνὼ σφύζουν οἱ ἐκκλησίες, κοινωνοῦν ἐλάχιστοι; Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγαπᾶ ὅταν δὲν μετέχει τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου; Ποιὰ ἡ ἀγάπη μας ὅταν στὴ δική μας μεγάλη ἀναμέτρηση τοῦ αὐτεξουσίου μας ἀρνούμαστε ἐμφατικὰ στὸν συνάνθρωπο τοῦ διπλανοῦ μας στασιδίου νὰ γίνουμε ἕνα Σῶμα καὶ μέρη ἐκ μέρους; Ὅταν κοινωνοῦμε ἀπὸ φοβικὰ σύνδρομα πρὸ τοῦ ἐπικρεμάμενου θανάτου μας καὶ μετατρέπουμε τὸ Σῶμα του καὶ τὸ Αἷμα Του σὲ εἶδος τοτὲμ καὶ μαγικοῦ φυλακτοῦ, γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀληθεύει ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ αἰωνιότητα καὶ κόλαση; Γιὰ ποιὰ ἀγάπη μιλοῦμε, ὅταν σπρωχνόμαστε νὰ κοινωνήσουμε πρῶτοι καὶ γρήγορα, ὅπως κάνουμε στὴν οὐρὰ τῶν ταμείων τοῦ ΣούπερΜάρκετ; Ἀλλὰ ἐκεῖ εἴμαστε συνήθως πιὸ εὐγενικοί!
Πῶς μιλᾶμε γιὰ ἀγάπη καὶ πῶς, ἀλήθεια, πῶς, πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε Ἐκκλησία, ἕνα Σῶμα καὶ ὄχι αὐτάρεσκες μονάδες, ὅταν ἡ μετοχὴ μας στὴ Θεία Εὐχαριστία, ποὺ μὲ τό «Εὐλογημένη» τοῦ Ἱερέως εἰσαγόμαστε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἰδικὰ τὶς μεγάλες ἑορτές, σταματᾶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀτομικὰ κοινωνήσαμε καί, ἀμέσως, χωρὶς δεύτερη σκέψη, τὴν κοπανᾶμε σὰ κυνηγημένοι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πρὶν τό «Δι’ εὐχῶν» τῆς Βασιλείας, ἔμπλεοι, παρόλα αὐτά, ὅτι ἐκπληρώσαμε ἕνα ὕψιστο κοινωνικὸ καθῆκον; Πόσα ἀκόμη ἐρωτήματα, σκληρὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, μποροῦν νὰ εἰπωθοῦν; Γι’ αὐτὸ καὶ τελικὰ ἐρχόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία ξένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ φεύγουμε ξένοι. Τίποτα δὲν μᾶς ἑνώνει καὶ πολλὰ μᾶς χωρίζουν.
Μὰ θὰ κοινωνοῦμε κάθε Κυριακή; Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία; Μὰ εἴμαστε ἄξιοι; Γιατὶ μήπως οἱ Ἱερεῖς καὶ σίγουρα πρῶτος ἐγώ, εἴμαστε ἄξιοι; Μήπως ἄξιζε ὁ ληστὴς νὰ ἀντικρύσει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου; Μήπως ἄξιζε σύνολο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας;
Στὴ λογικὴ τῆς ἠθικῆς τὸ ἄξιος εἶναι ἀπόλυτα συνυφασμένο μὲ τὶς πράξεις μας. Μὲ τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς ἀτέλειές μας. Ἡ λογικὴ τῆς ἠθικῆς φωνάζει, κροτεῖ καὶ ἀλαλάζει ὅτι ἂν νήστεψες, ἂν προσευχήθηκες, ἂν ἐξομολογήθηκες, ἀκόμα καὶ ἂν μετανόησες, εἶσαι ἄξιος, ἕστω κι ἂν ἀγωνίζεται νὰ μᾶς τὸ ἀποκρύψει, θάβοντάς το στὰ συντρίμια μιᾶς δήθεν εἰσέτι ἀναξιότητος. Ἐμφωλεύει ὅμως μέσα μας καὶ σὰν τὸ σκόρο ἀπομυζεῖ κάθε ἰκμάδα τῆς ὄντως ζωῆς ἀλλὰ ἐν τέλει ἀποκαλύπτεται ἐν καιρῷ στὴν ὑποκρισία της.
Στὴ λογικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἄξιος καθίστασαι ὅταν θέλεις. Ἄξιος γίνεσαι στὴν ἐπιλογὴ τοῦ «ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ». Στὴν καταφατικὴ ἀπόκριση στὸ μυστήριο. Στό «ναί» θέλω νὰ εἶμαι μαζί Σου. Θέλω νὰ γίνω Σῶμα Σου καὶ Σὺ Κεφαλή μου. Εἶναι τὸ «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται», τόσο ἁπλὸ μὰ καὶ τόσο παράλογο καὶ περίπλοκο γιὰ τὴν ἠθικὴ τοῦ κόσμου. Δὲν τὸ κατακτᾶς ἀλλὰ κατακτιέσαι ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ καί «τὰ ἅγια» δίδονται «τοῖς ἁγίοις». Αυτὸ δὲν λέμε μετὰ τὸ «Πρόσχωμεν»; Νὰ δοθοῦν τὰ ἅγια στοὺς ἁγίους; Μήπως εἴμαστε ἅγιοι ἠθικὰ ὅσοι κοινωνοῦμε καὶ ὅσοι δὲν κοινωνοῦμε ὄχι; Αὐτὸ τὸ παράδοξο συμβαίνει στὴν Ἐκκλησία. Στὴν Ἐκκλησία, ὡς μέλος της, μπορῶ νὰ πῶ, χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας, ὅτι εἶμαι ἅγιος, διότι ἡ ἁγιότητα μοῦ δίδεται ὡς χάρη καὶ ὡς χάρισμα, δὲν εἶναι ἀξιομισθία. Ἀντιθέτως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶμαι ἀναμάρτητος, διότι σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἁγιότητα, ποὺ δίδεται σὲ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀποζητοῦν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἐν κοινωνίᾳ, σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ γίνουν καὶ γίνονται ἕνα μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικὸ μου κατόρθωμα καὶ ψευτο-παλικαριά!
«Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ παραδείσου ποὺ πρῶτος παρέλαβε ὁ ληστὴς ἐπάνω στὸ Σταυρό. «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται» ἡ κλεὶς τῆς μελωδικῆς πενταγράμμου τῆς αγάπης ἢ ἄλλώς πως τό «Πρόσθες ὑμῖν πίστιν» καὶ σὲ παραλλαγὴ τό «πρόσθες ὑμῖν ἀγάπην» τῶν ἀποστόλων. Αἴτημα προσευχῆς διαρκοῦς ἀλλὰ καὶ μετοχῆς διαρκοῦς στὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του, διότι, πάντοτε, καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς στρατευόμενα μέλη Της, κουβαλᾶμε τὴ φθορὰ καὶ σέρνουμε τὸ σαρκίο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι, ἡ ἀγάπη, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, δὲν θὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιλογὴ ἀλλὰ ἡ μόνη ὀντολογική μας ἀπόκριση, ἡ μόνη διέξοδος στὸ ἀδιέξοδο τῆς μίας καὶ μοναδικῆς ἐπιλογῆς μας νὰ εἴμαστε ἐν Χριστῷ, νὰ εἴμαστε Χριστός.
«Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεό σου», λέει ἕνα γεροντικὸ ἀπόφθεγμα περὶ ἀγάπης. Ἂς τὸ σπουδάσουμε αὐτό, ὄχι ἠθικὰ ἀλλὰ ἀποκαλυπτικὰ καὶ θὰ διαπιστώσουμε ὅτι προσφέρει καὶ μία ἀκόμη πιὸ δυναμικὴ προοπτική. Ἂς ὀρθοτομήσουμε ὀντολογικά, λέγοντας: «Εἶδες τὸν ἑαυτόν σου εἶδες Κύριον τὸν Θεό σου». Μέσα μας νὰ κατοικεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἀγάπη πλέον δὲν θὰ ὑποκύψει στὴν ἐλευθερία τοῦ φθαρτοῦ γνωμικοῦ μας θελήματος ἀλλὰ θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ ἀναπόδραστη ἀνάγκη, σὲ ἔρωτα μανικὸ καὶ ἐξουσιαστικό, αὐτεξουσιαστικό, ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση.
Δὲν προσδιορίζουν οἱ πράξεις μας τὸ εἶναι μας, ἀλλὰ τὸ εἶναι μας καθορίζει τὶς πράξεις μας. Ἡ ἀφετηρία τῆς ὕπαρξης εἶναι πάντοτε καὶ πρωταρχικὰ ὀντολογικὴ καὶ ὄχι ἠθική. Τὸ νὰ εἶμαι ἐν Χριστῷ, τὸ νὰ ζεῖ ὁ Χριστὸς ἐν ἐμοί, ἡ σχέση αὐτή, αὐτὴ ἡ ἄθληση καὶ συνάμα συνάθληση, διότι ἐδὼ κανεῖς δὲν εἶναι μόνος, διότι ἐδὼ δὲν εἶναι ΣούπερΜάρκετ, ἀναγκαστικὰ ὁδηγεῖ στὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης καὶ κάθε ἀρετῆς καὶ ἀγωνίσματος, ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ, στὸ τώρα.
Νὰ ἀναθεωρήσουμε, λοιπόν, τὴ ζωὴ μας, νὰ ζοῦμε ὡς ἐν Βασιλείᾳ Θεοῦ, νὰ προγευθοῦμε ἀπὸ τοῦ νῦν τὴν μελῳδικότητα τῆς μελλούσης ζωῆς, νὰ ἀτενίζουμε τὸν κόσμο καὶ τὴ κτίση μέσα από τὰ ἔσχατα, διὰ μέσου τῶν ἀναστημένων μας βλεμμάτων ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ἀμήν.
(Θεολόγου - Γραμματέως της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων)
«Ὁ κρότος τοῦ ντενεκὲ καὶ ἡ μελῳδία τῆς ἁγιότητος» εἶναι μιὰ βαρβαρότητα ἐκμοντερνισμοῦ τοῦ Ἀποστολικοῦ χωρίου «Ἐὰν ταῖς γλώσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον». Ἐνδεχομένως ὁ κρότος τοῦ τίτλου νὰ ἀποκαλύπτει καὶ γιὰ τὸν ὁμιλητὴ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γιὰ τὸ ὁποῖο θέλει νὰ μιλήσει, τὴν ἀπουσία δηλαδὴ τῆς ἀγάπης μέσα του, τὸ θορυβῶδες τοῦ τίτλου του ποὺ τὸν κάνει νὰ ἀλαλάζει ἐκκωφαντικὰ ὡς ντενεκές.
Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι ἂν μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὰ σταθερὰ πλαίσια τοῦ τόπου καὶ τοῦ χρόνου, καὶ νὰ ἀποξενωθοῦμε μόνο γιὰ λίγο ἀπὸ τὸν φρενήρη ρυθμὸ τῆς ζωῆς μας, καὶ κάνουμε τὸν κόπο νὰ ἀντικρύσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴ ζωή μας, φοβοῦμαι πὼς πολλοὶ θὰ σταθοῦμε στὴν ἴδια πλευρά, ἑνὸς ντενεκέ, ἄψυχου καὶ θορυβώδους.
Μοῦ δόθηκε πρὸς ἀνάπτυξη τὸ θέμα τῆς ἀγάπης. Καὶ εἶναι βέβαιο πὼς ἔχω καὶ ἔχετε ἀκούσει πολλὲς καὶ πολὺ καλύτερες ἐμβανθύνσεις. Ἂν θὰ ἀποτολμοῦσα κάτι θὰ προσέθετα τὸ ἑξῆς: Στὸ συγκεκριμένο χωρίο ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ, καὶ πιστεύω ὄχι τυχαῖα, τὸ ρῆμα «ἔχω», ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη.
Λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Ἐὰν… ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω». Χρησιμοποιεῖ ἕνα ρῆμα κτητικό, ποὺ φανερώνει κατοχή. Τὸ «ἀγάπην ἔχω» δὲν εἶναι δηλωτικὸ μιᾶς ἁπλῆς ἐκδήλωσης συναισθημάτων. Ἡ ἀγάπη ποὺ πρεσβεύει ὁ Ἀπόστολος δὲν μπορεῖ νὰ ἐκδηλώνεται τυχαῖα ἢ περιστασιακά. Ὄταν ἔχεις τὴν ἀγάπη μέσα σου δὲν μπορεῖς νὰ ἀγαπᾶς δέκα ἀνθρώπους καὶ ἄλλους δέκα νὰ μισεῖς ἢ γιὰ ἄλλους δέκα νὰ αδιαφορεῖς. Ἢ ἔχεις ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία, γιὰ ὅλη τὴ κτίση ἢ δὲν ἔχεις καὶ ἀπλᾶ κροτεῖς διαφορετικά, ἀνάλογα μὲ τὸ ποιὸς θὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μαζί σου.
Κάποτε τό ‘λεγε ἕνας θεολόγος, ἐμφατικὰ καὶ παράδοξα, ἀλλὰ ἔχει τὴν ἀλήθειά του. Ἕξι δισεκατομμύρια ἀνθρώπους νὰ ἀγαπᾶς, ἕναν νὰ μὴν ἀγαπᾶς, παράδεισο δὲν βλέπεις. Διότι, βλέπετε, τό «ἔχω ἀγάπη» τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐπιλογῆς. Τό «ἔχω ἀγάπη» ἤ «δὲν ἔχω ἀγάπη» τοῦ Ἀποστόλου εἶναι μιὰ πρόταση ὀντολογική. Δείχνει αὐτὸ ποὺ ἔχουμε. Δείχνει αυτὸ ποὺ εἴμαστε. Αὐτὸ ποὺ εἶμαι, αὐτὸ ποὺ ἔχω εἶναι ὀντολογικό, εἶναι φύσις, δὲν εἶναι κάτι ἐκτὸς τῆς φύσεως. Ἡ ἐπιλογὴ ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση.
Στὸ βαθμὸ ποὺ ἐμφιλοχωρεῖ ἡ ἐπιλογὴ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὴν ὀντολογία στὴν ἠθική. Ἡ ἠθικὴ προσφέρει τὴ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς καὶ ἄρα προϋποθέτει μία φύση ποὺ παλινδρομεῖ μεταξὺ φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας, ἀνήμπορη νὰ τελέσει τὸ ἅλμα τῆς πίστεως καὶ τῆς πλήρους μεταμορφώσεως ποὺ προσφέρει ἡ συσσωμάτωσή μας μὲ τὸν Χριστό. Προτάσσει τό «πρέπει» ἀντὶ τοῦ νά «εἶναι» κανεὶς ἀγάπη. Προτάσσει τὴν ἀγάπη ὡς διηνεκὴ ἐπιλογή, χωρὶς νὰ ἐξασφαλίζει οὔτε κἂν τὴν ἀκεραιότητά της. Διότι, ὅπως κάθε τι ἀνθρώπινο, ἔτσι καὶ οἱ καθημερινές μας ἐπιλογὲς ἔχουν πολλὲς φορές, ἂν ὄχι πάντα, καὶ τὴν ἰδιοτέλειά τους.
Στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀγαπήσει, ὄχι περιστασιακὰ καὶ προσωποληπτικά, ἀλλὰ ὡς μεταμορφωμένη φύσις μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Γενόμενος ὁ ἴδιος, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, Σῶμα Χριστοῦ, μέλος τοῦ Σώματός του, ἀποτινάσσει τὴν ἐπιλογικὴ ἀγάπη του, ἀποτινάσσει τὸν προσωπικό του τενεκὲ ποὺ σέρνει στὸ διάβα τῆς ἱστορικότητάς του καὶ ἐνδύεται τὴ μελῳδικότητα τῆς ἁγιότητος. Πλέον, δὲν ὀφείλεις ἁπλᾶ νὰ αγαπήσεις, ἀγαπᾶς διότι δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις ἀλλιῶς. Ἡ ἐπιλογὴ ἔχει συντελεστεῖ καὶ συντελεῖται διαρκῶς στὴ μία καὶ μόνη ὀντολογικὴ ἐπιλογή: νὰ εἶμαι ἐν Χριστῷ, νὰ εἶμαι Χριστός.
Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἀγάπη, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, δὲν εἶναι ἠθικὴ κατηγορία ἀλλὰ ὀντολογική. Τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὴν Ἐκκλησία, δὲν χορηγεῖται ἔτσι φθηνά, ὥστε νὰ ἐπιλέγει κανεὶς περιστασιακὰ τὰ θύματα τῆς ἀγάπης του. Μιὰ τέτοια φθηνὴ ἐλευθερία δὲν γεννᾶ ἁγίους ἀλλά, ἐνδεχομένως, ὀπαδοὺς μιᾶς κοινωνικῆς κουλτούρας ἢ σέκτας. Τὸ αὐτεξούσιο, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικὰ ἀφορᾶ μία καὶ μόνη ἐπιλογή, τὴν ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν προσδοκία καὶ τὴν βεβαιότητα τῆς ἀναστημένης φύσεως τοῦ Θεανθρώπου, μὲ λίγα λόγια τὴ προσωπική μας μετοχὴ στὴ θέωση. Τὸ αὐτεξούσιο εἶναι ἡ σχοινοβασία μεταξὺ τῆς ἀνθρώπινης ἀθλιότητος καὶ μεγαλειότητος ταυτόχρονα, μὲ φόντο τὴν αἰωνιότητα.
Γι’ αὐτὸ καὶ τό «ἀγάπην ἔχω» τοῦ Ἀποστόλου ἐνῶ εἶναι κτητικὸ δὲν συνιστᾶ ἀξιομισθία πράξεων, δὲν ἀποτελεῖ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂν καὶ δὲν χωράει ἐπιλογὴ στὸ πότε καὶ σὲ ποιὸν θὰ ἐκδηλώνεται, ταυτόχρονα προϋποθέτει καὶ τὴ μοναδική, πραγματικά, ὀντολογικὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι ἢ νὰ μὴν εἶναι Θεός.
Μὲ ἁπλᾶ λόγια, ἡ ἀγάπη τῆς ἐπιλογῆς εἶναι μιὰ ἠθικὴ διέξοδος, τὴν ὁποία ἄλλοτε ἐξασκοῦμε καὶ ἄλλοτε ὄχι, ἀλλὰ πάντοτε στὰ ἰδιοτελῆ πλαίσια τῆς ἐπιλογῆς ποὺ κάνουμε ἐμεῖς καὶ μόνον ἐμεῖς. Ἀντίθετα, ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἀγάπης, ἡ συγκατάνευση καὶ τὸ πολυπόθητο «ναί» τῆς συνατήσεώς μας μὲ τὸ Θεό, ἡ ἐπιλογὴ τῆς πραγματικῆς ἕνωσης καὶ συσσωματώσεώς μας στὸ Χριστὸ μᾶς ἐξασφαλίζει μιὰ ἀγάπη ποὺ μᾶς δίδεται ἄνωθεν, ὡς χάρη καὶ χάρισμα, διηνεκὴς καὶ μόνιμη, ἐντός μας. Διότι, τότε, μέσα μας, ζεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν παζαρεύει τὴν ἀγάπη του στὸ ἄθλιο ἀλισβερίσι τῆς ἀνθρωπίνης ἰδιοτέλειας.
Αὐτὸ πρέπει νὰ ζητοῦμε ἢ μᾶλλον καὶ κατεπειγόντως νὰ ἐπιζητοῦμε. Ὁ πρῶτος καὶ μοναδικὰ βεβαιωμένος, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας, ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ληστής, ποὺ σταυρώθηκε δίπλα στὸ Χριστό, στὴ μεγάλη ἀναμέτρηση τοῦ αὐτεξουσίου του, δὲν παγιδεύτηκε στὰ δίχτυα καμιᾶς καιροσκοπικῆς ἐπιλογῆς καὶ ἠθικῆς. Στὴ μεγάλη αὐτὴ ἀναμέτρηση τοῦ αὐτεξουσίου του, ποὺ δὲν διήρκησε περισσότερο ἀπὸ δέκα δευτερόλεπτα, κατόρθωσε μὲ τὴν ἐπιλογή του, μὲ τὸ ψέλλισμα καὶ μόνον ἐλαχίστων, φτωχῶν λέξεων, μὲ ἕνα «μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου», νὰ ἁρπάξει μιὰ θέση στὸν παράδεισο καὶ νὰ καταστεῖ ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ οὐρανοῦ.
Τρανὸ παράδειγμα γιὰ νὰ θυμόμαστε μιὰ καὶ μόνο βασικὴ ἀλήθεια. Πὼς οὔτε τὰ κηρύγματα σώζουν, οὔτε οἱ νηστεῖες, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε ἡ ἠθική μας ἀξιοσύνη οὔτε τὰ ἀνδραγαθήματά μας. Διότι, πολὺ ἁπλᾶ, σωτηρία δὲν εἶναι τὸ καλύτερο δυνατὸ ποὺ μπορῶ νὰ ἀπογίνω μὲ τὶς πράξεις μου ἀλλὰ σωτηρία σημαίνει νὰ γίνω Θεός. Καὶ αὐτὴ τὴ σωτηρία ἦρθε νὰ φέρει στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος, ὄχι γιὰ νὰ δώσει ὑποδείγματα καὶ παραδείγματα ἠθικῶν ἐπιλογῶν ἀλλὰ γιὰ νὰ θεώσει, νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ τὴν κάνει, νὰ μᾶς κάνει Θεούς.
Δυστυχῶς, στὶς μέρες μας, ἔχουμε μεταφέρει τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν ἔχουμε στρογγυλοκαθίσει σὲ περίοπτη θέση μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔχουμε μολύνει ἀκόμα καὶ τὸ θεμελιωδέστερο ὅλων, τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ποιά, ἀλήθεια, εἶναι ἡ μελῳδία μας σήμερα, ὅταν ἐνὼ σφύζουν οἱ ἐκκλησίες, κοινωνοῦν ἐλάχιστοι; Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγαπᾶ ὅταν δὲν μετέχει τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου; Ποιὰ ἡ ἀγάπη μας ὅταν στὴ δική μας μεγάλη ἀναμέτρηση τοῦ αὐτεξουσίου μας ἀρνούμαστε ἐμφατικὰ στὸν συνάνθρωπο τοῦ διπλανοῦ μας στασιδίου νὰ γίνουμε ἕνα Σῶμα καὶ μέρη ἐκ μέρους; Ὅταν κοινωνοῦμε ἀπὸ φοβικὰ σύνδρομα πρὸ τοῦ ἐπικρεμάμενου θανάτου μας καὶ μετατρέπουμε τὸ Σῶμα του καὶ τὸ Αἷμα Του σὲ εἶδος τοτὲμ καὶ μαγικοῦ φυλακτοῦ, γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀληθεύει ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ αἰωνιότητα καὶ κόλαση; Γιὰ ποιὰ ἀγάπη μιλοῦμε, ὅταν σπρωχνόμαστε νὰ κοινωνήσουμε πρῶτοι καὶ γρήγορα, ὅπως κάνουμε στὴν οὐρὰ τῶν ταμείων τοῦ ΣούπερΜάρκετ; Ἀλλὰ ἐκεῖ εἴμαστε συνήθως πιὸ εὐγενικοί!
Πῶς μιλᾶμε γιὰ ἀγάπη καὶ πῶς, ἀλήθεια, πῶς, πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε Ἐκκλησία, ἕνα Σῶμα καὶ ὄχι αὐτάρεσκες μονάδες, ὅταν ἡ μετοχὴ μας στὴ Θεία Εὐχαριστία, ποὺ μὲ τό «Εὐλογημένη» τοῦ Ἱερέως εἰσαγόμαστε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἰδικὰ τὶς μεγάλες ἑορτές, σταματᾶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀτομικὰ κοινωνήσαμε καί, ἀμέσως, χωρὶς δεύτερη σκέψη, τὴν κοπανᾶμε σὰ κυνηγημένοι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πρὶν τό «Δι’ εὐχῶν» τῆς Βασιλείας, ἔμπλεοι, παρόλα αὐτά, ὅτι ἐκπληρώσαμε ἕνα ὕψιστο κοινωνικὸ καθῆκον; Πόσα ἀκόμη ἐρωτήματα, σκληρὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, μποροῦν νὰ εἰπωθοῦν; Γι’ αὐτὸ καὶ τελικὰ ἐρχόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία ξένοι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ φεύγουμε ξένοι. Τίποτα δὲν μᾶς ἑνώνει καὶ πολλὰ μᾶς χωρίζουν.
Μὰ θὰ κοινωνοῦμε κάθε Κυριακή; Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία; Μὰ εἴμαστε ἄξιοι; Γιατὶ μήπως οἱ Ἱερεῖς καὶ σίγουρα πρῶτος ἐγώ, εἴμαστε ἄξιοι; Μήπως ἄξιζε ὁ ληστὴς νὰ ἀντικρύσει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου; Μήπως ἄξιζε σύνολο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας;
Στὴ λογικὴ τῆς ἠθικῆς τὸ ἄξιος εἶναι ἀπόλυτα συνυφασμένο μὲ τὶς πράξεις μας. Μὲ τὶς ἱκανότητες καὶ τὶς ἀτέλειές μας. Ἡ λογικὴ τῆς ἠθικῆς φωνάζει, κροτεῖ καὶ ἀλαλάζει ὅτι ἂν νήστεψες, ἂν προσευχήθηκες, ἂν ἐξομολογήθηκες, ἀκόμα καὶ ἂν μετανόησες, εἶσαι ἄξιος, ἕστω κι ἂν ἀγωνίζεται νὰ μᾶς τὸ ἀποκρύψει, θάβοντάς το στὰ συντρίμια μιᾶς δήθεν εἰσέτι ἀναξιότητος. Ἐμφωλεύει ὅμως μέσα μας καὶ σὰν τὸ σκόρο ἀπομυζεῖ κάθε ἰκμάδα τῆς ὄντως ζωῆς ἀλλὰ ἐν τέλει ἀποκαλύπτεται ἐν καιρῷ στὴν ὑποκρισία της.
Στὴ λογικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἄξιος καθίστασαι ὅταν θέλεις. Ἄξιος γίνεσαι στὴν ἐπιλογὴ τοῦ «ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ». Στὴν καταφατικὴ ἀπόκριση στὸ μυστήριο. Στό «ναί» θέλω νὰ εἶμαι μαζί Σου. Θέλω νὰ γίνω Σῶμα Σου καὶ Σὺ Κεφαλή μου. Εἶναι τὸ «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται», τόσο ἁπλὸ μὰ καὶ τόσο παράλογο καὶ περίπλοκο γιὰ τὴν ἠθικὴ τοῦ κόσμου. Δὲν τὸ κατακτᾶς ἀλλὰ κατακτιέσαι ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ καί «τὰ ἅγια» δίδονται «τοῖς ἁγίοις». Αυτὸ δὲν λέμε μετὰ τὸ «Πρόσχωμεν»; Νὰ δοθοῦν τὰ ἅγια στοὺς ἁγίους; Μήπως εἴμαστε ἅγιοι ἠθικὰ ὅσοι κοινωνοῦμε καὶ ὅσοι δὲν κοινωνοῦμε ὄχι; Αὐτὸ τὸ παράδοξο συμβαίνει στὴν Ἐκκλησία. Στὴν Ἐκκλησία, ὡς μέλος της, μπορῶ νὰ πῶ, χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας, ὅτι εἶμαι ἅγιος, διότι ἡ ἁγιότητα μοῦ δίδεται ὡς χάρη καὶ ὡς χάρισμα, δὲν εἶναι ἀξιομισθία. Ἀντιθέτως, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶμαι ἀναμάρτητος, διότι σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἁγιότητα, ποὺ δίδεται σὲ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀποζητοῦν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἐν κοινωνίᾳ, σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ γίνουν καὶ γίνονται ἕνα μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικὸ μου κατόρθωμα καὶ ψευτο-παλικαριά!
«Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ παραδείσου ποὺ πρῶτος παρέλαβε ὁ ληστὴς ἐπάνω στὸ Σταυρό. «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται» ἡ κλεὶς τῆς μελωδικῆς πενταγράμμου τῆς αγάπης ἢ ἄλλώς πως τό «Πρόσθες ὑμῖν πίστιν» καὶ σὲ παραλλαγὴ τό «πρόσθες ὑμῖν ἀγάπην» τῶν ἀποστόλων. Αἴτημα προσευχῆς διαρκοῦς ἀλλὰ καὶ μετοχῆς διαρκοῦς στὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του, διότι, πάντοτε, καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς στρατευόμενα μέλη Της, κουβαλᾶμε τὴ φθορὰ καὶ σέρνουμε τὸ σαρκίο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι, ἡ ἀγάπη, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή, δὲν θὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιλογὴ ἀλλὰ ἡ μόνη ὀντολογική μας ἀπόκριση, ἡ μόνη διέξοδος στὸ ἀδιέξοδο τῆς μίας καὶ μοναδικῆς ἐπιλογῆς μας νὰ εἴμαστε ἐν Χριστῷ, νὰ εἴμαστε Χριστός.
«Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεό σου», λέει ἕνα γεροντικὸ ἀπόφθεγμα περὶ ἀγάπης. Ἂς τὸ σπουδάσουμε αὐτό, ὄχι ἠθικὰ ἀλλὰ ἀποκαλυπτικὰ καὶ θὰ διαπιστώσουμε ὅτι προσφέρει καὶ μία ἀκόμη πιὸ δυναμικὴ προοπτική. Ἂς ὀρθοτομήσουμε ὀντολογικά, λέγοντας: «Εἶδες τὸν ἑαυτόν σου εἶδες Κύριον τὸν Θεό σου». Μέσα μας νὰ κατοικεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἀγάπη πλέον δὲν θὰ ὑποκύψει στὴν ἐλευθερία τοῦ φθαρτοῦ γνωμικοῦ μας θελήματος ἀλλὰ θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ ἀναπόδραστη ἀνάγκη, σὲ ἔρωτα μανικὸ καὶ ἐξουσιαστικό, αὐτεξουσιαστικό, ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφραση.
Δὲν προσδιορίζουν οἱ πράξεις μας τὸ εἶναι μας, ἀλλὰ τὸ εἶναι μας καθορίζει τὶς πράξεις μας. Ἡ ἀφετηρία τῆς ὕπαρξης εἶναι πάντοτε καὶ πρωταρχικὰ ὀντολογικὴ καὶ ὄχι ἠθική. Τὸ νὰ εἶμαι ἐν Χριστῷ, τὸ νὰ ζεῖ ὁ Χριστὸς ἐν ἐμοί, ἡ σχέση αὐτή, αὐτὴ ἡ ἄθληση καὶ συνάμα συνάθληση, διότι ἐδὼ κανεῖς δὲν εἶναι μόνος, διότι ἐδὼ δὲν εἶναι ΣούπερΜάρκετ, ἀναγκαστικὰ ὁδηγεῖ στὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης καὶ κάθε ἀρετῆς καὶ ἀγωνίσματος, ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ, στὸ τώρα.
Νὰ ἀναθεωρήσουμε, λοιπόν, τὴ ζωὴ μας, νὰ ζοῦμε ὡς ἐν Βασιλείᾳ Θεοῦ, νὰ προγευθοῦμε ἀπὸ τοῦ νῦν τὴν μελῳδικότητα τῆς μελλούσης ζωῆς, νὰ ἀτενίζουμε τὸν κόσμο καὶ τὴ κτίση μέσα από τὰ ἔσχατα, διὰ μέσου τῶν ἀναστημένων μας βλεμμάτων ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου