Ηνέωκται της θείας, μετανοίας τα πρόθυρα, προσέλθωμεν προθύμως, αγνισθέντες τα σώματα, βρωμάτων, και παθών την αποχήν, ποιούντες ως υπήκοοι Χριστού, του καλέσαντος τον κόσμον, εις βασιλείαν την επουράνιον, δεκάτας του παντός ενιαυτού, προσφέροντες τω πάντων Βασιλεί, όπως και την Ανάστασιν αυτού, πόθω κατίδωμεν.[1]
Αγαπητοί αδελφοί, ο παραπάνω ύμνος ο οποίος ψάλθηκε στον όρθρο της Δευτέρας της Τυρινής εξαγγέλλει πανηγυρικά την απαρχή της Μ. Τεσσαρακοστής. Της εκκλησιαστικής περιόδου όπου κυριαρχούν έννοιες όπως η νηστεία, η κάθαρση, η εγκράτεια, η μετάνοια και άλλες. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί πρόταση ζωής της Εκκλησίας στην πορεία της προς το Πάσχα και είναι ανοικτή σε όλους, αφορά τον κάθε άνθρωπο προσωπικά αλλά και συνολικά το σώμα της Εκκλησίας. Είναι στο χέρι του κάθενός μας να ανταποκριθούμε ελεύθερα, πρόθυμα και με ειλικρινή διάθεση στην πρόταση αυτή και να ακολουθήσουμε τον ιερώτατο καιρό της «αγίας νηστείας» [2], έναν τρόπο ζωής ο οποίος διαφέρει από εκείνο του υπόλοιπου εκκλησιαστικού χρόνου. Ποια είναι όμως ουσιαστικά η πρόταση ζωής την οποία κομίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και που στοχεύει;
Όλοι γνωρίζουμε ότι η περίοδος την οποία θα διανύσουμε χαρακτηρίζεται από την ένταση και την αύξηση των αγώνων για αγιοΠνευματική βιωτή. Στα πλαίσια αυτά ο πιστός προτρέπεται από την Εκκλησία να απέχει όχι μόνο από κάποιες τροφές αλλά να κάνει τρόπο ζωής του την αγάπη, την προσευχή, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη, τη μετάνοια, την ευπραξία, την εγκράτεια, την ελεημοσύνη παράλληλα με την αποστροφή στην αργολογία, στο ψέμα, στη συκοφαντία, στην κακία, στην οκνηρία, στο θυμό και τόσα άλλα τα οποία μας είναι γνωστά και τα οποία ψάλλουμε καθημερινά στο Τριώδιο.
Προφανώς η Εκκλησία δεν μας προτρέπει σε ένα τυπολατρικό τρόπο ζωής, γεμάτο από καθήκοντα, υποχρεώσεις και κανόνες ή σε κάποια μορφής δίαιτα για να χάσουμε τα περιττά μας κιλά. Άλλωστε αν συνέβαινε αυτό η νηστεία της Εκκλησίας θα καταντούσε τυπολατρία και δε θα διέφερε από τον τρόπο ζωής που προτρέπουν τόσες και τόσες θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα. Άλλωστε όπως σημειώνει ο υμνωδός του τριωδίου και οι δαίμονες δεν έχουν ανάγκη τροφής και αυτοί νηστεύουν [3]. Εκείνο το οποίο καθιστά διαφορετική τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη νηστεία της Εκκλησίας μας είναι ότι αποτελεί ένα ηχηρό κάλεσμα προς τη Βασιλεία του Χριστού. Ένα κάλεσμα το οποίο βρίσκεται πάντα σε ισχύ αλλά ειδικά τώρα προ της Αναστάσεως αυτό γίνεται πιο ηχηρό και πιο δυνατό από κάθε άλλη φορά.
Τις πύλες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Βασιλείας δεν τις ανοίγει μόνος του ο πιστός, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία του. Ο αγώνας εγκαινιάζεται και επευλογείται από την Εκκλησία και δια της Εκκλησίας. Διαφορετικά ένας αυτονομημένος αγώνας οδηγείται αναπόφευκτα στην αξιομισθία, στην τόνωση του εγωισμού μας και στην αυτοδικαίωση. Δηλαδή παύει να αποτελεί μέσο σωτηρίας και καταντά φαρισαϊσμός [4]. Χωρίς αμφιβολία είναι απαραίτητος ο προσωπικός αγώνας ο οποίος όμως εδράζεται όχι στην ανάγκη, ούτε στο φόβο της τιμωρίας και της κολάσεως αλλά στην αγάπη προς το Χριστό και τον άνθρωπο. Το αντίδοτο του φόβου δεν είναι άλλο από την ελευθερία και την αγάπη, έννοιες αλληλένδετες που κυριαρχούν στη ζωή της Εκκλησίας.
Ο Χριστός «διψά» όπως τονίζει ο υμνωδός για τη σωτηρία μας [5] και γι’ αυτό μας περιμένει στηρίζοντας, ευλογώντας και αγιάζοντας τον όποιο αγώνα μας που γίνεται ουσιαστικός όταν απεκδύεται την ωφελιμιστική του διάθεση της αξιομισθίας και κινείται με αυθεντικότητα, ειλικρίνεια, προθυμία και ανδρεία προς το Θεό. O Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο Χριστός δια της νηστείας μας καλεί να γίνουμε φίλοι και συγγενείς του Θεού [6]. Μπορούμε εμείς να αρνηθούμε τέτοια φιλία και τέτοια συγγένεια; Για να φανούμε αντάξιοι αυτής της κλήσεως ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει «η νύχτα όπου να ’ναι φεύγει κι η μέρα κοντεύει να έρθει. Γι’ αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους, κι ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός. Η διαγωγή ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φώς. Ας πάψουν τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό» [7]. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ειλικρινή διάθεση Χριστοποίησης της ζωής μας τώρα την Αγία Τεσσαρακοστή γίνεται ή μάλλον οφείλει να γίνεται με χαρά και ευφροσύνη ως αποτέλεσμα της αγάπης και παράλληλα δεν επιδεικνύεται και δεν εκφράζεται με σκυθρωπά πρόσωπα αλλοιωμένα από τον κόπο και το μόχθο της άσκησης και της νηστείας. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας παραδίδει το πρότυπο της νηστείας από τον Χριστό ο οποίος λέγει «όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπο σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις και ο Πατέρας σου που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά» [8]. Πως είναι λοιπόν δυνατόν σκοτεινά πρόσωπα να ενδύονται τα όπλα του φωτός και ιδίως το φώς του Κόσμου, τον Χριστό; Ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει «να μην αλλοιώσεις το πρόσωπο σου όπως ακριβώς οι υποκριτές. Το πρόσωπο αμαυρώνεται, όταν η εσωτερική διάθεση επισκιάζεται με το επίπλαστο εξωτερικό σχήμα, καλυπτόμενη με το ψεύδος σαν με παραπέτασμα. Διότι εκείνα που γίνονται επιδεικτικά δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον περιορίζουν στον έπαινο των ανθρώπων» [9].
Ο προσωπικός αγώνας της Μ. Τεσσαρακοστής, για να μην αυτονομηθεί, απαιτεί ακόμη ένα στοιχείο, απαιτεί την αγάπη προς τον πλησίον μας. Οι αρετές στις οποίες ασκούμαστε αυτή την περίοδο βρίσκουν την εφαρμογή τους και ενεργοποιούνται σε σχέση με το συνάνθρωπο. Γιατί στην Εκκλησία είμαστε ο ένας μέλος του άλλου και λειτουργούμε ως σώμα Χριστού. Για ποια μετάνοια να μιλήσουμε όταν εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε έχθρες και αντιπαλότητες; Για ποια συγχωρετικότητα όταν η σκληροκαρδία μας κάνει δικαστές των πάντων; Για ποια ταπεινοφροσύνη όταν η κατάκρισή μας δεν έχει όρια; Για ποια νηστεία όταν κατατρώγουμε τους αδελφούς μας [10]; Δεν υπάρχει αληθινή νηστεία και δε θα βιώσουμε αυθεντικά την Τεσσαρακοστή δίχως την αγάπη από την οποία ξεκινούν και καταλήγουν όλες οι αρετές. Ο Απόστολος Παύλος λίγο πριν απαριθμήσει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος δηλαδή την αγάπη, τη χαρά, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, την αγαθότητα, την πίστη και την εγκράτεια, σημειώνει «ο Θεός, λοιπόν, αδελφοί μου, σας κάλεσε για να ζήσετε ελεύθεροι. Μόνο να μη γίνει η ελευθερία αφορμή για αμαρτωλή διαγωγή, αλλά με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Άλλωστε όλος ο νόμος συνοψίζεται σε μια φράση, στο ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Αν όμως δαγκώνετε και τρώτε ο ένας τον άλλον, προσέξτε μήπως αλληλοεξοντωθείτε» [11].
Η Χριστοποίηση της ζωής μας σημαίνει συγχρόνως και εκκλησιαστικοποίηση της. Ως υπήκοοι Χριστού είμαστε μέλη της Εκκλησίας Του και υπηρέτες της Βασιλείας Του. Το κάλεσμα της Τεσσαρακοστής προς τη Βασιλεία του Θεού περνά μέσα από τη συμμετοχή μας στην πλούσια λατρεία της Εκκλησίας δια της οποίας ο αγώνας μας αποκτά περιεχόμενο. Στο πλάι της ατομικής προσευχής η Εκκλησία προτάσσει κυρίως την κοινή προσευχή και λατρεία.
Η συνείδηση της Εκκλησίας και ο ζήλος των πιστών ενέταξε πλήθος ακολουθιών κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, οι οποίες όμως έχουν ως κέντρο την Βασιλεία του Θεού, την Ευχαριστία. Ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχει κάποιο κέρδος από τους πολλούς πόνους και ιδρώτες της νηστείας εάν δεν μπορέσουμε να απολαύσουμε την ιερά τράπεζα. Γι’ αυτό το λόγο η νηστεία και η τεσσαρακοστή, και τόσων ημερών συνάξεις και ακροάσεις και ευχές και διδασκαλίες… ώστε με παρρησία πνευματική να μετέχουμε της αναίμακτης θυσίας» [12]. Οι αγώνες της Τεσσαρακοστής έχουν από τώρα ορατό τέρμα, τη Βασιλεία του Θεού την οποία προγευόμαστε στην Εκκλησία. Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν σημειώνει «ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου, ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου στον καθένα που Τον ακολουθεί, και η Εκκλησία με το να μας αποκαλύπτει την ομορφιά της Βασιλείας, κάνει τη ζωή μας μια προσκυνηματική πορεία προς την ουράνια πατρική γη» [13].
Η ομορφιά της Βασιλείας στολίζεται από λαμπρούς και πλούσιους σε νοήματα ύμνους της περιόδου της Τεσσαρακοστής που χαρακτηρίζονται έντονα από το στοιχείο της χαρμολύπης, η οποία όμως γίνεται έκφραση πόθου για το Χριστό και τη Βασιλεία του [14]. Ο πόθος αυτός και ο θείος έρωτας της υμνολογίας προς το Χριστό δεν μιλά με απαγορεύσεις, δεν ορίζεται από υποχρεώσεις και καθήκοντα αλλά προτρέπει τους πιστούς σε αγώνες στο στάδιο της άσκησης.
Γι’ αυτό αγαπητοί μου αδελφοί όπως λέγει ο Υμνωδός του Τριωδίου «μη σκυθρωπάσωμεν Ιουδαϊκώς, αλλά Εκκλησιαστικώς φαιδρυνθώμεν, μη φαρισαϊκώς υποκριθώμεν, αλλ’ Ευαγγελικώς καλλωπισθώμεν» [15]. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή εγκαινιάζει λοιπόν η Εκκλησία και φέτος την πορεία της προς το Πάσχα και μας καλεί να συμμετάσχουμε όλοι σε αυτήν όχι ασθμένοντας, βαρυγκομώντας και δυσανασχετώντας για το βάρος της Τεσσαρακοστής αλλά με απλότητα, προθυμία, σθένος και αγάπη προς αυτή. Ώστε η πορεία προς τη Βασιλεία να είναι αυθεντική και να μας οδηγήσει δια της Εκκλησίας στην προσωπική μας μεταμόρφωση.
π. Σέργιος Μαρνέλλος, Δρ. Θεολογίας.
Εφημέριος Ι. Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Αθανασίου Ιωαννίνων.
(Εσπερινός της Συγχωρήσεως - Κυριακή 9/3/2008).
[1] A΄ Κάθισμα του Όρθρου της Δευτέρας της Τυρινής.
[2] Βλ. Θ΄ ωδή της Δευτέρας της Τυρινής.
[3] Βλ. Α΄ Απόστιχο των Αίνων της Τετάρτης της Τυρινής.
[4] Βλ. Παραβολή Τελώνου και Φαρισαίου, Λουκ. 18, 9 και εξής.
[5] Ωδή Η΄ του Όρθρου της Πέμπτης της Τυρινής.
[6] Εις κήρυγμα νηστείας λόγος α΄.
[7] Ρωμ. 13, 11-14.
[8] Ματθ. 6, 16-18.
[9] Μ. Βασιλείου, Ομιλία α΄ περί νηστείας.
[10] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία γ΄ εις τους ανδριάντας.
[11] Γαλάτας 5, 13-15.
[12] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία κ΄ εις τους ανδριάντας.
[13] Αλεξάνδρου Σμέμαν, Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκδ. Ακρίτας, σ. 32.
[14] Βλ. Ίδιο, σ. 51.
[15] Α΄ Απόστιχο των Αίνων της Παρασκευής Β΄ Νηστειών.
Αγαπητοί αδελφοί, ο παραπάνω ύμνος ο οποίος ψάλθηκε στον όρθρο της Δευτέρας της Τυρινής εξαγγέλλει πανηγυρικά την απαρχή της Μ. Τεσσαρακοστής. Της εκκλησιαστικής περιόδου όπου κυριαρχούν έννοιες όπως η νηστεία, η κάθαρση, η εγκράτεια, η μετάνοια και άλλες. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί πρόταση ζωής της Εκκλησίας στην πορεία της προς το Πάσχα και είναι ανοικτή σε όλους, αφορά τον κάθε άνθρωπο προσωπικά αλλά και συνολικά το σώμα της Εκκλησίας. Είναι στο χέρι του κάθενός μας να ανταποκριθούμε ελεύθερα, πρόθυμα και με ειλικρινή διάθεση στην πρόταση αυτή και να ακολουθήσουμε τον ιερώτατο καιρό της «αγίας νηστείας» [2], έναν τρόπο ζωής ο οποίος διαφέρει από εκείνο του υπόλοιπου εκκλησιαστικού χρόνου. Ποια είναι όμως ουσιαστικά η πρόταση ζωής την οποία κομίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και που στοχεύει;
Όλοι γνωρίζουμε ότι η περίοδος την οποία θα διανύσουμε χαρακτηρίζεται από την ένταση και την αύξηση των αγώνων για αγιοΠνευματική βιωτή. Στα πλαίσια αυτά ο πιστός προτρέπεται από την Εκκλησία να απέχει όχι μόνο από κάποιες τροφές αλλά να κάνει τρόπο ζωής του την αγάπη, την προσευχή, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη, τη μετάνοια, την ευπραξία, την εγκράτεια, την ελεημοσύνη παράλληλα με την αποστροφή στην αργολογία, στο ψέμα, στη συκοφαντία, στην κακία, στην οκνηρία, στο θυμό και τόσα άλλα τα οποία μας είναι γνωστά και τα οποία ψάλλουμε καθημερινά στο Τριώδιο.
Προφανώς η Εκκλησία δεν μας προτρέπει σε ένα τυπολατρικό τρόπο ζωής, γεμάτο από καθήκοντα, υποχρεώσεις και κανόνες ή σε κάποια μορφής δίαιτα για να χάσουμε τα περιττά μας κιλά. Άλλωστε αν συνέβαινε αυτό η νηστεία της Εκκλησίας θα καταντούσε τυπολατρία και δε θα διέφερε από τον τρόπο ζωής που προτρέπουν τόσες και τόσες θρησκείες και φιλοσοφικά ρεύματα. Άλλωστε όπως σημειώνει ο υμνωδός του τριωδίου και οι δαίμονες δεν έχουν ανάγκη τροφής και αυτοί νηστεύουν [3]. Εκείνο το οποίο καθιστά διαφορετική τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και τη νηστεία της Εκκλησίας μας είναι ότι αποτελεί ένα ηχηρό κάλεσμα προς τη Βασιλεία του Χριστού. Ένα κάλεσμα το οποίο βρίσκεται πάντα σε ισχύ αλλά ειδικά τώρα προ της Αναστάσεως αυτό γίνεται πιο ηχηρό και πιο δυνατό από κάθε άλλη φορά.
Τις πύλες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Βασιλείας δεν τις ανοίγει μόνος του ο πιστός, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία του. Ο αγώνας εγκαινιάζεται και επευλογείται από την Εκκλησία και δια της Εκκλησίας. Διαφορετικά ένας αυτονομημένος αγώνας οδηγείται αναπόφευκτα στην αξιομισθία, στην τόνωση του εγωισμού μας και στην αυτοδικαίωση. Δηλαδή παύει να αποτελεί μέσο σωτηρίας και καταντά φαρισαϊσμός [4]. Χωρίς αμφιβολία είναι απαραίτητος ο προσωπικός αγώνας ο οποίος όμως εδράζεται όχι στην ανάγκη, ούτε στο φόβο της τιμωρίας και της κολάσεως αλλά στην αγάπη προς το Χριστό και τον άνθρωπο. Το αντίδοτο του φόβου δεν είναι άλλο από την ελευθερία και την αγάπη, έννοιες αλληλένδετες που κυριαρχούν στη ζωή της Εκκλησίας.
Ο Χριστός «διψά» όπως τονίζει ο υμνωδός για τη σωτηρία μας [5] και γι’ αυτό μας περιμένει στηρίζοντας, ευλογώντας και αγιάζοντας τον όποιο αγώνα μας που γίνεται ουσιαστικός όταν απεκδύεται την ωφελιμιστική του διάθεση της αξιομισθίας και κινείται με αυθεντικότητα, ειλικρίνεια, προθυμία και ανδρεία προς το Θεό. O Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο Χριστός δια της νηστείας μας καλεί να γίνουμε φίλοι και συγγενείς του Θεού [6]. Μπορούμε εμείς να αρνηθούμε τέτοια φιλία και τέτοια συγγένεια; Για να φανούμε αντάξιοι αυτής της κλήσεως ο Απόστολος Παύλος μας προτρέπει «η νύχτα όπου να ’ναι φεύγει κι η μέρα κοντεύει να έρθει. Γι’ αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους, κι ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός. Η διαγωγή ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φώς. Ας πάψουν τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό» [7]. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ειλικρινή διάθεση Χριστοποίησης της ζωής μας τώρα την Αγία Τεσσαρακοστή γίνεται ή μάλλον οφείλει να γίνεται με χαρά και ευφροσύνη ως αποτέλεσμα της αγάπης και παράλληλα δεν επιδεικνύεται και δεν εκφράζεται με σκυθρωπά πρόσωπα αλλοιωμένα από τον κόπο και το μόχθο της άσκησης και της νηστείας. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας παραδίδει το πρότυπο της νηστείας από τον Χριστό ο οποίος λέγει «όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπο σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις και ο Πατέρας σου που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά» [8]. Πως είναι λοιπόν δυνατόν σκοτεινά πρόσωπα να ενδύονται τα όπλα του φωτός και ιδίως το φώς του Κόσμου, τον Χριστό; Ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει «να μην αλλοιώσεις το πρόσωπο σου όπως ακριβώς οι υποκριτές. Το πρόσωπο αμαυρώνεται, όταν η εσωτερική διάθεση επισκιάζεται με το επίπλαστο εξωτερικό σχήμα, καλυπτόμενη με το ψεύδος σαν με παραπέτασμα. Διότι εκείνα που γίνονται επιδεικτικά δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον περιορίζουν στον έπαινο των ανθρώπων» [9].
Ο προσωπικός αγώνας της Μ. Τεσσαρακοστής, για να μην αυτονομηθεί, απαιτεί ακόμη ένα στοιχείο, απαιτεί την αγάπη προς τον πλησίον μας. Οι αρετές στις οποίες ασκούμαστε αυτή την περίοδο βρίσκουν την εφαρμογή τους και ενεργοποιούνται σε σχέση με το συνάνθρωπο. Γιατί στην Εκκλησία είμαστε ο ένας μέλος του άλλου και λειτουργούμε ως σώμα Χριστού. Για ποια μετάνοια να μιλήσουμε όταν εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε έχθρες και αντιπαλότητες; Για ποια συγχωρετικότητα όταν η σκληροκαρδία μας κάνει δικαστές των πάντων; Για ποια ταπεινοφροσύνη όταν η κατάκρισή μας δεν έχει όρια; Για ποια νηστεία όταν κατατρώγουμε τους αδελφούς μας [10]; Δεν υπάρχει αληθινή νηστεία και δε θα βιώσουμε αυθεντικά την Τεσσαρακοστή δίχως την αγάπη από την οποία ξεκινούν και καταλήγουν όλες οι αρετές. Ο Απόστολος Παύλος λίγο πριν απαριθμήσει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος δηλαδή την αγάπη, τη χαρά, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, την αγαθότητα, την πίστη και την εγκράτεια, σημειώνει «ο Θεός, λοιπόν, αδελφοί μου, σας κάλεσε για να ζήσετε ελεύθεροι. Μόνο να μη γίνει η ελευθερία αφορμή για αμαρτωλή διαγωγή, αλλά με αγάπη να υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Άλλωστε όλος ο νόμος συνοψίζεται σε μια φράση, στο ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Αν όμως δαγκώνετε και τρώτε ο ένας τον άλλον, προσέξτε μήπως αλληλοεξοντωθείτε» [11].
Η Χριστοποίηση της ζωής μας σημαίνει συγχρόνως και εκκλησιαστικοποίηση της. Ως υπήκοοι Χριστού είμαστε μέλη της Εκκλησίας Του και υπηρέτες της Βασιλείας Του. Το κάλεσμα της Τεσσαρακοστής προς τη Βασιλεία του Θεού περνά μέσα από τη συμμετοχή μας στην πλούσια λατρεία της Εκκλησίας δια της οποίας ο αγώνας μας αποκτά περιεχόμενο. Στο πλάι της ατομικής προσευχής η Εκκλησία προτάσσει κυρίως την κοινή προσευχή και λατρεία.
Η συνείδηση της Εκκλησίας και ο ζήλος των πιστών ενέταξε πλήθος ακολουθιών κατά τη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, οι οποίες όμως έχουν ως κέντρο την Βασιλεία του Θεού, την Ευχαριστία. Ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «δεν υπάρχει κάποιο κέρδος από τους πολλούς πόνους και ιδρώτες της νηστείας εάν δεν μπορέσουμε να απολαύσουμε την ιερά τράπεζα. Γι’ αυτό το λόγο η νηστεία και η τεσσαρακοστή, και τόσων ημερών συνάξεις και ακροάσεις και ευχές και διδασκαλίες… ώστε με παρρησία πνευματική να μετέχουμε της αναίμακτης θυσίας» [12]. Οι αγώνες της Τεσσαρακοστής έχουν από τώρα ορατό τέρμα, τη Βασιλεία του Θεού την οποία προγευόμαστε στην Εκκλησία. Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν σημειώνει «ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου, ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου στον καθένα που Τον ακολουθεί, και η Εκκλησία με το να μας αποκαλύπτει την ομορφιά της Βασιλείας, κάνει τη ζωή μας μια προσκυνηματική πορεία προς την ουράνια πατρική γη» [13].
Η ομορφιά της Βασιλείας στολίζεται από λαμπρούς και πλούσιους σε νοήματα ύμνους της περιόδου της Τεσσαρακοστής που χαρακτηρίζονται έντονα από το στοιχείο της χαρμολύπης, η οποία όμως γίνεται έκφραση πόθου για το Χριστό και τη Βασιλεία του [14]. Ο πόθος αυτός και ο θείος έρωτας της υμνολογίας προς το Χριστό δεν μιλά με απαγορεύσεις, δεν ορίζεται από υποχρεώσεις και καθήκοντα αλλά προτρέπει τους πιστούς σε αγώνες στο στάδιο της άσκησης.
Γι’ αυτό αγαπητοί μου αδελφοί όπως λέγει ο Υμνωδός του Τριωδίου «μη σκυθρωπάσωμεν Ιουδαϊκώς, αλλά Εκκλησιαστικώς φαιδρυνθώμεν, μη φαρισαϊκώς υποκριθώμεν, αλλ’ Ευαγγελικώς καλλωπισθώμεν» [15]. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή εγκαινιάζει λοιπόν η Εκκλησία και φέτος την πορεία της προς το Πάσχα και μας καλεί να συμμετάσχουμε όλοι σε αυτήν όχι ασθμένοντας, βαρυγκομώντας και δυσανασχετώντας για το βάρος της Τεσσαρακοστής αλλά με απλότητα, προθυμία, σθένος και αγάπη προς αυτή. Ώστε η πορεία προς τη Βασιλεία να είναι αυθεντική και να μας οδηγήσει δια της Εκκλησίας στην προσωπική μας μεταμόρφωση.
π. Σέργιος Μαρνέλλος, Δρ. Θεολογίας.
Εφημέριος Ι. Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Αθανασίου Ιωαννίνων.
(Εσπερινός της Συγχωρήσεως - Κυριακή 9/3/2008).
[1] A΄ Κάθισμα του Όρθρου της Δευτέρας της Τυρινής.
[2] Βλ. Θ΄ ωδή της Δευτέρας της Τυρινής.
[3] Βλ. Α΄ Απόστιχο των Αίνων της Τετάρτης της Τυρινής.
[4] Βλ. Παραβολή Τελώνου και Φαρισαίου, Λουκ. 18, 9 και εξής.
[5] Ωδή Η΄ του Όρθρου της Πέμπτης της Τυρινής.
[6] Εις κήρυγμα νηστείας λόγος α΄.
[7] Ρωμ. 13, 11-14.
[8] Ματθ. 6, 16-18.
[9] Μ. Βασιλείου, Ομιλία α΄ περί νηστείας.
[10] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία γ΄ εις τους ανδριάντας.
[11] Γαλάτας 5, 13-15.
[12] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία κ΄ εις τους ανδριάντας.
[13] Αλεξάνδρου Σμέμαν, Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκδ. Ακρίτας, σ. 32.
[14] Βλ. Ίδιο, σ. 51.
[15] Α΄ Απόστιχο των Αίνων της Παρασκευής Β΄ Νηστειών.