Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 2 Ιανουαρίου 1911): Απόπειρα αισθητικής προσέγγισης


 

Γράφει ο Αλέξης Λιόλης 

Μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη όχι μόνο επειδή το ορίζει ο ποιητής* («Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας… μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»), αλλά κυρίως επειδή η ψυχή το επιτάσσει. Μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με την επιθυμία να ψηλαφίσουμε με πίστη το σώμα του έργου του αποκαλούμενου «αγίου» των ελληνικών γραμμάτων. Να ατενίσουμε ξανά το αισθητικό του πρόσωπο, που παραμένει καθαρό και διαυγές, ανέγγιχτο από τη σκόνη του χρόνου κι από τις κατά καιρούς μίζερες επικαλύψεις των διαφόρων κριτικών προσεγγίσεων. 

Ένα σύντομο βιογραφικό, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, θα άνοιγε το δρόμο σε μια πρώτη επαφή μας με την κατά τον Κ. Π. Καβάφη «κορυφή των κορυφών»:

Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το ελληνικόν Σχολείον εις τω 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας.

Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τω «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».




Τα γραπτά του «πιο μεγάλου πεζογράφου της νέας ελληνικής λογοτεχνίας», όπως χαρακτηρίστηκε ο Παπαδιαμάντης από το Γιώργο Σεφέρη, αποπνέουν την αύρα μιας πνοής λεπτής. Ο Παπαδιαμάντης ήξερε καλά ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Η ομορφιά ως σχέση ερωτικής πληρότητας κι όχι ως ιδεολογικό κατασκεύασμα ή μεταφυσικό καταφύγιο. Η ομορφιά γι’ αυτόν δεν ήταν ζητούμενο. Ήταν κεκτημένο. Ήταν δωρεά άνωθεν.

Ιδού, πως σ’ ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά του «Στην αγι’ Αναστασά» (1892) ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με τρόπο αριστοτεχνικό τη νύχτα της Ανάστασης, σε συνδυασμό με την αναστημένη φύση. Προσέξτε ιδιαίτερα τη «σκηνοθετική» του ματιά στην αλλαγή των αμφίων του ιερέως. Μια λεπτομέρεια, αδιάφορη για πολλούς, που όμως από μόνη της αρκεί για να τονίσει μια δυνατή απόχρωση στον πλούσιο αισθηματικό πίνακα του «κυρ - Αλέξανδρου»:

«Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε να αναγινώσκη την παννυχίδα και το Κύματι θαλάσσης, όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλον ιόχρουν μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλλη μελωδικώς…
Ωραία δε και γλυκεία ήτο η σκηνή, εντός του ερειπίου εκείνου, επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον, υπό την πνοή της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων. Σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνως... με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ως χρυσάς φολίδας, υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων...
Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ’ όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθιά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του».



Ξεχωριστός είναι και τρόπος που «Στο Χριστό στο κάστρο» (1892) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τον εικονογραφικό κύκλο στο «ναό της Χριστού Γεννήσεως»:

«Ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του… Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν’ αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλιττης. Δία δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδόον, και δια του παιδιού την μητέρα. Αλλ’ ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον…».


Το «ωραίο» είναι αδιαλείπτως παρόν στις σελίδες του παπαδιαμαντικού έργου. ακόμα κι όταν δεν μπορεί να γίνει αισθητό με τα αισθητήρια της όρασης. Προσκομίζεται και προσφέρεται «εις ζωήν αιώνιον». Δεν ορίζεται, αλλά αποκαλύπτεται. Δεν περιγράφεται, αλλά βιώνεται. Δεν είναι γνώση, αλλά μέθεξη. Δεν είναι συμπέρασμα, αλλά αποκάλυψη. Δεν έχει ανάγκη από θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά από καρδιά ανοιχτή στο θαύμα. Αν δεν μπούμε –μυστικά, αλλά όχι μυστικιστικά– στο κελί της σκέψης του κοσμοκαλόγερου, που μέσα του χωράνε στοιχεία και στοιχειά, άγιοι και δαίμονες, πάθη και παθήματα, δε θα γευτούμε ποτέ τον άρτο και τον οίνο της κοινωνίας του. Ο ίδιος έγραφε στο «Λαμπριάτικο ψάλτη» (1893): «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος τη φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».


Η αισθητική του Παπαδιαμάντη είναι η αισθητική του νησιού του και των ανθρώπων του. Στα έργα του δεσπόζει η Σκιάθος, τα τοπία της διαδέχονται το ένα το άλλο, τα ρόδινα ακρογιάλια της μας γνέφουν, τα ερημωμένα ξωκλήσια της μας καλούν ν’ ανάψουμε σβησμένα από χρόνια καντήλια, να χτυπήσουμε σιωπηλά σήμαντρα, ν’ αφουγκραστούμε ψαλμωδίες, να διακρίνουμε μορφές που αποτυπώθηκαν στους τοίχους τους. Γράφει ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, που τα εκατόχρονα της γέννησής του (2 Νοεμβρίου του 1911) συμπίπτουν φέτος, κατά μια ευλογημένη συγκυρία, με την εκατονταετηρίδα της εκδημίας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Πώς αυτά τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρεις χιλιάδες ψυχές έφτασαν ν’ αποκτήσουν τη σημασία ολόκληρης ηπείρου; Η καθαρότητα της ψυχής του Παπαδιαμάντη, μεμιάς, αρμόστηκε πάνω στην καθαρότητα του νησιού του…».


Στο έργο του Ελύτη «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (εκδόσεις «Γνώση», 1989), ο ποιητής εκφράζει απερίφραστα τη λατρεία του στον Παπαδιαμάντη: «Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν με μια φράση όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία…».
Κι αλλού: «Η λάμψη του… είναι η προβολή ενός εσωτερικού κόσμου απείραγου από τις μικρότητες αλλά γεμάτου καθάριο έρωτα… Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα».
Όπως αναφέρει ο Ελύτης, ο Παπαδιαμάντης μας δείχνει το δρόμο «όπου θα μπορούσαμε να ’χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό. Αυτό το “θα μπορούσαμε” είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. “Σα να ’χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου”…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου