«Ήταν Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1838. Οι πέντε δήμιοι τον
μετέφεραν στον χώρο του μαρτυρίου του, στο κουρμανιό, πλησίον της κεντρικής
πύλης του Κάστρου. Όπως γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Γεώργιος
έλαμπε, έχαιρε, έτρεχε, δεν περπατούσε, για να προσέλθει ταχύτερα στο μαρτύριο
της εν Χριστώ τελειώσεώς του. Και πριν οι δήμιοι τραβήξουν το σχοινί της
αγχόνης, τον ερωτούν: «Τι είσαι;», για να λάβουν την όλο ζέση πίστεως απάντησή
του: «Χριστιανός. Προσκυνώ τον Χριστό μου και την Δέσποινα μου Θεοτόκο». Έκαμε
το σημείο του Σταυρού και στρέφοντας το βλέμμα του προς τους συγκεντρωμένους
χριστιανούς, λέγει: «Συγχωρήσατέ μοι, αδερφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήσει». Ο
άγιος παραδίδει δια του θανάτου της αγχόνης το πνεύμα του σε ηλικία 30 ετών.
Θαυμαστά τα προ του μαρτυρικού του τέλους γενόμενα. Θαυμαστά
και τα μετά την εν Χριστώ τελείωσή του. Τρεις ημέρες παρέμεινε το Ιερό λείψανο
του Αγίου Νεομάρτυρος στο ικρίωμα της αγχόνης και επί τρεις νύκτες ουράνιο φως
περιέλουζε εκτυφλωτικά την κεφαλή του. Από δε την ώρα εκείνη ο της Ευάνδρου
Ηπείρου γόνος πλημμύρισε την πόλη των Ιωαννίνων με αναρίθμητα θαύματα. Πλήθος
παραλύτων και πασχόντων από ποικίλες ασθένειες προσέτρεχαν στον Άγιο Νεομάρτυρα
και ελάμβαναν την θεραπεία τους. Ακόμη και μια οθωμανή άρπαξε την κάλτσα από το
πόδι του αγίου και την φόρεσε σε άλλη ασθενούσα χρονίως οθωμανή γυναίκα, η
οποία εθεραπεύθη αμέσως. Γι’ αυτό και στις πολυπαραστατικές εικόνες ο άγιος
απεικονίζεται απαγχονισμένος και φορώντας κάλτσα στο ένα μόνο πόδι του. Η πρώτη
μάλιστα εικόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις ημέρες μετά το μαρτύριό του...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου