Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

«Απλότητα: το κλίμα της αγιότητας σε κάθε εποχή»



Γράφει η θεολόγος Νόνη Σταματέλου

Δεν είναι καθόλου σπάνιο στις μέρες μας, κουρασμένοι, απογοητευμένοι, απελπισμένοι από την έλλειψη νοήματος των πράξεών μας, της ζωής μας ολόκληρης, διψασμένοι για γαλήνη σ' αυτούς τους ταραγμένους καιρούς, ν' αναζητάμε επιτακτικά «καταφύγιο». Σε μια ανθρώπινη παρουσία, σε ένα Συναξάρι, σ' ένα ξωκλήσι ή στις μνήμες των παιδικών μας χρόνων, που συχνά φέρνουν πίσω λησμονημένες μυρωδιές από μόσχο, δεντρολίβανο και φλισκούνι.
Μέσα στις σελίδες του Παπαδιαμάντη, τα γεύεσαι όλ' αυτά. Ανασαίνεις την αλμύρα της θάλασσας και ζεις τις εναλλαγές των εποχών, των καταστάσεων και των συναισθημάτων με ένταση μοναδική, ψηλαφείς έκπληκτος το νόημα εκεί που δεν το περιμένεις…
Με ελάχιστους εκπαιδευτικούς μπόρεσα στα 33 χρόνια που υπηρέτησα στο ελληνικό σχολειό ν' αρθρώσω λόγο και να στήσω διάλογο για τον Π. αφού στο μυαλό τους έχει κυριαρχήσει η άποψη του Κ. Θ. Δημαρά που αδικεί το έργο του και αμφισβητεί απερίφραστα την αξία του. «Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα… Είναι το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής», γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
                                                                           
Τον κόσμο του Παπαδιαμάντη τον συνάντησα όταν ήμουν παιδί στα παλιά αναγνωστικά που μας διάβαζε η μάνα τις νύχτες του χειμώνα. Και τον κρατώ μέσα μου όπως κρατάμε τα ακριβά φυλαχτά. Την αξία και τη μεταφυσική τους δύναμη τη νοιώθουμε μεγαλώνοντας. Μίλησα γι' αυτόν πρώτη φορά μέσα από ένα δημοσίευμα στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, το 1994. Η επίσκεψή μου στο σπίτι και τον τάφο του ήταν μια «υπόσχεση». Σ' αυτόν, στον εαυτό μου, στους μαθητές μου, και σε όλους τους Έλληνες που διατηρούν εκείνη την πνευματική όραση τη διεισδυτική , την ανέπαφη απ' τα εκτυφλωτικά φώτα της Εσπερίας.
Το εκκλησάκι του αγίου Ελισσαίου κάτω απ' την Ακρόπολη που έψαλλε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί με τον εξάδελφό του Μωραϊτίδη, εκπέμπει ακόμα ένα φως και ένα άρωμα αγιότητας απ' τις λειτουργίες του παπά Νικόλα Πλανά.
Μεγάλωσα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους του χωριού, πάθη, αδυναμίες, χαρές και λύπες, ανάμεσα σε γυναίκες με μαντήλι, σε ένα σπίτι όπου, στα μπαούλα με τα ρούχα έβρισκα μικρά βιβλιαράκια με βίους αγίων, ανάμεσα στα χωράφια, τη θάλασσα, τα ξωκλήσια με τις κατανυκτικές τους λειτουργίες… Σε ένα σκηνικό δηλαδή που μου άνοιξε διάπλατα την πόρτα στο σύμπαν του μεγάλου Σκιαθίτη, τόσο που το έργο του άρχισε να με αφορά προσωπικά.


Αργότερα έπεσα με τα μούτρα σε μελέτες για το έργο του έχοντας οδηγούς σ΄αυτό φωτεινά μυαλά όπως ο Κ. Π. Καβάφης που τον χαρακτηρίζει «κορυφή των κορυφών», ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ελύτης κι ακόμα πιο μετά ο Χρήστος Γιανναράς, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Κωστής Μπαστιάς, ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο Κωστής Παπαγιώργης, η νεότερη Πόλυ Χατζημανωλάκη, ο Φώτης Δημητρακόπουλος  και πολλοί ακόμα θαυμαστές του παπαδιαμαντικού έργου. Θα χρειαζόμουν στ' αλήθεια πολύ χρόνο αν ήθελα  ν' αναφερθώ σε κείμενά τους. Επιλέγω να θυμίσω ενδεικτικά τον λόγο κάποιων  ξέροντας πως αδικώ τους περισσότερους. Ο  Γ. Σεφέρης, στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραφε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη»
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί,  όπου και να θολώνει ο νους σας… μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης.

Καθάρισε σχετικά νωρίς μέσα μου το τοπίο σε σχέση με τη σύγχυση που είχε δημιουργηθεί απ τις αντιφατικές απόψεις  για τον Π., κυρίως εξ αιτίας της άποψης του Κ.Θ. Δημαρά που έχει καταγραφεί στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και  έχει επηρεάσει πολλούς φιλολόγους που δίδαξαν ή διδάσκουν στο ελληνικό σχολειό.

Η αλήθεια είναι ότι η  άνθηση των παπαδιαμαντικών σπουδών από τη δεκαετία του 1980 ως τις μέρες μας οφείλεται στο σπόρο που έσπειρε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος  το 1961, που με τα κείμενά του κατέδειξε αδιαφιλονίκητα την απόλυτη κυριαρχία του Σκιαθίτη διηγηματογράφου επάνω στην ελληνική γλώσσα. Σήμερα, είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε ακριβέστερα ότι χωρίς την «παπαδιαμαντική παρέμβαση» του Ζ. Λ. δεν θα υπήρχε η κριτική έκδοση των Απάντων Παπαδιαμάντη, που ανακίνησε εκ βάθρων τουλάχιστον το εκδοτικό πρόβλημα του κορυφαίου πεζογράφου μας.


Από τότε γράφτηκαν πολλά  για το μεγαλείο της μοναδικότητας της γλώσσας του, για την ψυχογραφική και πνευματική  διάσταση του έργου του, για την πρόταση ζωής που καταθέτει.
Γράφει ο Ελύτης: «Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη, διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό». Και συμπληρώνει  ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: «Ο Π. άφησε το αχνάρι του απάνω στη γλώσσα μας ανεπανάληπτο και παντοτινό… αβγάτισε τη λαλιά μας… Ο Παπαδιαμάντης στο τιμόνι ξέρει τη γλώσσα του τιμιονιέρη, στη γέννα ξέρει τη γλώσσα της μαμής, στο ξόδι, τη γλώσσα της μοιρολογήτρας, στο παιχνίδι τη γλώσσα των παιδιών, όλες τις γλώσσες αυτές μιλημένες από πρώτο χέρι…».
Σαν πνευματικούς προγόνους του αναφέρει ο Κωστής Μπαστιάς τους θεμελιωτές της αγιορείτικης πνευματικότητας, τους εκπροσώπους δηλαδή του Ησυχασμού, με επικεφαλής τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Ο Π. θεωρεί πως η πνευματική παράδοση του ελληνικού λαού παρέχει την πληρέστερη και αυθεντικότερη νοηματοδοσία της ζωής και του θανάτου του ανθρώπου. Η κόλαση κι ο παράδεισος στον κόσμο του Π. είναι μια πολύ στενή δοσοληψία, ένα καθημερινό γειτόνεμα. Η απόδοση των γεγονότων, των χαρακτήρων, των συναισθημάτων, είναι πιστή, δεν προβάλλει  έναν αγγελικό κόσμο, αψεγάδιαστο, γι' αυτό δε λείπει το κοινωνικό σχόλιο και η κριτική παρατήρηση που με οξύτητα εκφράζουν ο ήρωας ή ο αφηγητής. Η εκκλησία είναι μια αγκαλιά. Και μέσα σ΄αυτή θέλει και τον «φτωχό άγιο» και την Κουμπίνα, τον παπά Φραγκούλη και πλήθος ακόμα απλών ανθρώπων που η μόνη τους ελπίδα να σωθούν είναι η αγάπη. Στον κόσμο του Π. όλα είν' ανθρώπινα, μα λειτουργούν με δυναμική τελείωσης... Οι ήρωες, μεροκαματιάρηδες, πονηροί ή αθώοι, πονεμένοι ή χαρούμενοι, απλοϊκοί και μορφωμένοι, ναυτικοί, παπάδες, γιατροί, γυναίκες, παιδιά, όλοι στο φυσικό τους χώρο, ανασαίνουν μαζί με τη θαλασσινή αύρα και άρωμα ορθοδοξίας, ακόμα κι οι πιο κολασμένοι. Ο συγγραφέας έχει μια έγνοια για τους ήρωές του. Και τους αγίους και τους αμαρτωλούς. Όλοι μετέχουν στο λαϊκό σώμα στην ευχαριστιακή σύναξη, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στη Γλυκοφιλούσα, την Παναγία την Κατευοδώτρα, το Χριστό στο Κάστρο, τη Φαρμακολύτρια, τον Αη Γιάννη τον Κρυφό.


Κανέναν άλλο ήρωα δεν αγκάλιασε με τόση έγνοια και θέρμη όσο τη γριά Χαδούλα τη Φραγκογιαννού, τη Φόνισσα. Με απίστευτη τέχνη περιγράφει την εσωτερική ταραχή της ηρωίδας πριν και μετά τον πνιγμό αθώων μικρών κοριτσιών, θέλοντας έτσι να πνίξει την κακή μοίρα της γυναίκας στην τότε κοινωνία, για να οδηγηθεί σε φρικτό τέλος μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης. Και πλήθος ακόμα κολασμένων ψυχών που παλεύουν να αποδεχτούν την τραγικότητα της ύπαρξης και το άστατον των ανθρωπίνων πραγμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αναγνώστης αγωνιά για τη λύτρωση των αμαρτωλών ηρώων γιατί ίσως κάπου μέσα σε κάποιον βλέπει το δικό του αμαρτωλό πρόσωπο και ζητά με αγωνία τη δική του λύτρωση.
Γιατί οι φτωχοί και κατατρεγμένοι, οι αδύναμοι και ευάλωτοι άνθρωποι είν' αυτοί στους οποίους αναφέρεται κι ο στίχος απ' το Ψαλτήρι: «Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και από στεναγμού των πενήτων, νυν αναστήσομαι, λέγει ο Κύριος». Ξέρει ν΄ακούει τον στεναγμό τους γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης για τον Παπαδιαμάντη. Κι ο στεναγμός αυτός στα διηγήματά του δεν μένει απαρηγόρητος.

Δίκαια, λοιπόν, ο Γιανναράς τον συγκρίνει με τον Ντοστογιέφσκι τόσο σε ρητορική δεινότητα όσο και σε γνησιότητα Ορθόδοξης εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
                                                                 
Κι ακόμα πιο δίκαια μας φωνάζει απ' το παρελθόν ο Φώτης Κόντογλου πως «Ο Παπαδιαμάντης είναι ο ποιήσας και διδάξας κι εμείς καθόμαστε και λέμε πως είναι λογοτέχνης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου