«Πάει κι αυτή η επέτειος! Πέρασε η 'μέρα 'λιόλουστη, χαρά
Θεού. Τι αγώνες και θυσίες εθνεγερσίας τέτοιον καιρό; Αρκεί η αργία της γιορτής
και η ανοιξιάτικη καλοκαιρία για ν' απολαύσουμε ελεύθερη πατρίδα. Τ' άλλα όλα
δυσανάγνωστο πια παρελθόν. Μικρός θυμάμαι το σαλόνι του πατρικού σπιτιού
κλειστό, μονάχα στις γιορτές έμπαινε κόσμος εκεί μέσα, καθαρό, κρύο, στολισμένο
με τα παλιά έπιπλα και έναν μεγάλο θαμπωμένο απ' τον καιρό καθρέφτη με πλατειά
μαύρη κορνίζα σκαλιστή και πάνω της ολόγλυφο ένα ανθέμιο. Με ρούφαγε το
οξειδωμένο του γυαλί κι έβλεπα μέσα του τον εαυτό μου παλιωμένον. Δίπλα του ένα
μπαούλο καλυμμένο με βαρύ, βαθυκόκκινο, κροσσωτό ύφασμα. Κάποιες φορές που
γονατίσαμε ν' ανοίξουμε, είδα μέσα του, κρυμμένα τακτικά, κειμήλια, υφάσματα
παλιά, μεταξωτά, κεντήματα, ένα νυφικό, τη φουστανέλλα που μ' έντυναν παιδί,
ένα μακρύ μαχαίρι ασημοστόλιστο, ένα σπαθί με πλουμιστή λαβή και φούντες
χρυσοκέντητες στης θήκης του τη ζώνη, μια γαλανόλευκη ταινία ξεθωριασμένη, πάνω
η σημαία διπλωμένη, όλα στην προστασία της ναφθαλίνης φυλαγμένα. Πάει καιρός,
τα περισσότερα απ' αυτά χαμένα, ξεχασμένα, η ζωή σ' άλλες χαρές κι άλλες
σκοτούρες μπερδεμένη κυλάει ακάθεκτη...».
Χρήστος Μποκόρος,
ζωγράφος
ζωγράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου