«Γνώρισα τὸν Παπαδιαμάντη ἀπὸ κοντὰ μόνο τὸν τελευταῖο
χρόνο ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα. Κάποιος φίλος τὸν ἔφερε στὸ σπίτι μας ἕνα
βράδυ, μὰ κι᾿ ὁ ἴδιος ἀποροῦσε πῶς τὸν κατάφερε, αὐτὸν τὸν ἀπόμονο, τὸν ἀπρόσιτο
ἄνθρωπο, νὰ πάει σὲ σπίτι ξένο καὶ σ᾿ ἀνθρώπους ἔξω ἀπ᾿ τὴ δική του «οἰκογένεια».
Ὡστόσο τὸν κατάφερε, κι᾿ ἀπὸ τότε, ἴσως γιατὶ μᾶς βρῆκε ἁπλοὺς καὶ κάπως τῆς ἀρεσκείας
του, ἐρχότανε πότε-πότε κατὰ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ. Καθότανε πάντα παράμερα μὲ
σταυρωμένα στὸ στῆθος τὰ χέρια, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, καὶ μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση
σὰ νά ῾λεγε ἀπὸ μέσα του μιὰ προσευχή. Σπάνια μιλοῦσε. Ἐγὼ τὸν θαύμαζα καὶ τὸν ἀγαποῦσα
πολὺ ἀπὸ τότε, δύσκολα ὅμως κατάφερνα ν᾿ ἀνοίξω κουβέντα μαζί του...».
Μυρτιώτισσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου