Γράφει ο π. Ιωάννης Κίτσιος
Βρισκόμαστε σε μια εποχή δύσκολη για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό που αποκαλεί άνθρωπο η Ορθόδοξη ανθρωπολογία. Την ύπαρξη που είναι πλασμένη «κατ’ εικόνα» του Πλάσαντος και προσπαθεί απ' την έκπτωση να επανέλθει στο «αρχαίο κάλλος».
Βρισκόμαστε σε μια εποχή δύσκολη για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό που αποκαλεί άνθρωπο η Ορθόδοξη ανθρωπολογία. Την ύπαρξη που είναι πλασμένη «κατ’ εικόνα» του Πλάσαντος και προσπαθεί απ' την έκπτωση να επανέλθει στο «αρχαίο κάλλος».
Είναι μια εποχή που στο
πλήθος των ανθρώπινων προσώπων ο νους έχει χάσει την σωστή λειτουργία του.
Πνιγμένος σ’ ένα πέλαγος συναισθημάτων έχει υποταγεί πλήρως στη λογική και τα
φαντασιακά δημιουργήματά της. Ο νους αντί να κατευθύνεται προς το Θεό για να
φωτισθεί και ύστερα να εκφέρει λόγο γι' Αυτόν, έχει ταυτισθεί με τη λογική
αποκόπτοντας την επαφή με τον Αληθινό Θεό.
Σήμερα, συναχθήκαμε, για να τιμήσουμε τους Τρείς
Ιεράρχες. Όμως κατά τη θεολογική έκφραση, τιμή αγίου είναι η μίμηση αγίου και
μίμηση αγίου είναι μίμηση Χριστού. Αυτό εννοεί ο Απόστολος των εθνών Παύλος όταν γράφει στου
Κορίνθιους «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγω Χριστού».
Προσπερνώ τον γενικευμένο τρόπο αντιμετώπισης των
τριών αγίων που τους θέλει κυρίως προστάτες των γραμμάτων και των επιστημών,
που δίχως άλλο είναι κι αυτό, για να σταθώ στο σημείο «ιεράρχες», αρχιερείς. Γιατί πιστεύω ότι εδώ κρύβεται όλη η ουσία
της ύπαρξης τους και ότι όλες οι άλλες λειτουργίες των είναι δορυφόροι αυτής
της βασικής λειτουργίας.
Είναι αρχιερείς και αυτό αυτομάτως μας οδηγεί να
αποφύγουμε οποιαδήποτε σχέση ή ταύτιση τους με φιλοσόφους, ψυχολόγους,
κοινωνιολόγους και όλα τα συναφή δημιουργήματα της λογικής επιστήμης.
Ως αρχιερείς κατείχαν το τρίτο στάδιο της Ορθόδοξης
πνευματικής τελείωσης, τη θέωση. Ήταν δηλαδή θεόπτες και ως θεόπτες ήταν
θεολόγοι. Η θεολογία τους δεν ήταν φιλολογική αλλά βιωματική, αποτέλεσμα
εμπειρίας, έκφραση της σχέσης Άκτιστου Θεού και κτιστού ανθρώπου.
Αυτή η θεώρηση μας οδηγεί σε μια διπλή διαπίστωση:
Πρώτον, αυτό που θεωρούμε ως «θεολογία», γίνεται αντιληπτό με δύο τρόπους: ως Ακαδημαϊκή, αυτή
που διδάσκεται σε Σχολές και είναι γνώση εισαγωγική στο Μυστήριο του Θεού, στην
«εν Χριστώ» ζωή και ως Χαρισματική θεολογία,
που είναι η αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους και η λογική (δια του προφορικού
λόγου) διατύπωση αυτής της σχέσης.
Και κατά δεύτερο λόγο μας οδηγεί στη διάκριση της
υπάρχουσας διαφοράς μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας.
Αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε ως εξής: ο Θεός
αποκαλύπτει την ύπαρξή Του σ’ αυτούς που μετά από κατάλληλη προετοιμασία
κατέστησαν άξιοι αυτής της αποκάλυψης. Αυτοί είναι οι «καθαροί τη καρδία». Ο Θεός αποκαλύπτεται στην κεκαθαρμένη καρδιά
του ανθρώπου φωτίζοντας ταυτόχρονα το νου. Αυτή η εμπειρία διατυπώνεται από τη
λογική.
Αντίθετα η φιλοσοφία είναι απόρροια της λογικής,
γέννημα του λογικού ανθρώπου, αποτέλεσμα στοχασμού.
Γράφει ο προφήτης Ησαΐας: «Ιδού ο δεσπότης Κύριος Σαβαώθ αφελεί από Ιουδαίας και Ιερουσαλήμ […]
ισχύοντα και ισχύουσαν […] δικαστήν και προφήτην και στοχαστήν». Μ’ αυτά τα
λόγια μας δίνεται ξεκάθαρα η διαφορά μεταξύ προφήτη, θεούμενου ανθρώπου που
μιλάει αποκαλυπτικά, και στοχαστή που όπως λέει Ιωάννης ο Χρυσόστομος «στοχαστήν τον από συνέσεως πολλής των
μελλόντων στοχάζεσθαι απ’ αυτής των πραγμάτων πείρας».
Βλέπουμε στη διαφορά μεταξύ προφήτη και στοχαστή ότι ο
πρώτος δε λέει τίποτε αφ’ εαυτού αλλά μιλάει «εν Αγίω Πνεύματι», αποκαλυπτικά, ενώ ο στοχαστής δεχόμενος κάποιες
αφορμές μιλάει απ’ τη δική του σύνεση και σοφία.
Οι άγιοι Ιεράρχες αν και γνώριζαν τη φιλοσοφία της
εποχής τους ακολούθησαν άλλη μέθοδο για να βρουν το Θεό και αυτή είναι η
ησυχαστική. Γνώριζαν απ’ την Παράδοση της Εκκλησίας ότι η ασκητική μέθοδος των
προφητών οδηγούσε σε γνώση ανώτερη, τόση, όση είναι η διαφορά μεταξύ «συνέσεως ανθρωπίνης και θείας χάριτος».
Βέβαια οι άγιοι Πατέρες δεν περιφρόνησαν τη φιλοσοφία
και χρησιμοποίησαν τους φιλοσοφικούς όρους για τη διατύπωση της Αποκάλυψης.
Έτσι οι παλαιοί όροι απέκτησαν νέο, θεολογικό περιεχόμενο και νόημα.
Επίσης ως
αρχιερείς είναι και ποιμένες και ως ποιμένες είναι και θεραπευτές του λαού του
Θεού, αφού βρίσκονται «εις τύπον και
τόπον Χριστού» του μόνου αληθινού ιατρού ψυχών και σωμάτων.
Η αποδοχή αυτής της ιδιότητας των αγίων ιεραρχών
προϋποθέτει την παραδοχή ως ασθένειας, το σκοτασμό του νου, ως θεραπείας το
φωτισμό του και τους αγίους Πατέρες ως αληθινούς θεραπευτές που θεραπεύουν με
τη δύναμη του Χριστού.
Αυτό σήμερα είναι δύσκολο να
κατανοηθεί από τους πολλούς ανθρώπους αφού επικρατεί η αυτάρκεια, η τεχνολογική
δύναμη και έχουν θεοποιηθεί οι ανθρώπινες δυνατότητες και η ίδια η φύση.
Αλλά υπάρχει κι ένα επιπλέον πρόβλημα που μας
εμποδίζει να δούμε έτσι τους εαυτούς μας. Από μικροί διδαχθήκαμε ότι πρέπει να
γίνουμε καλοί άνθρωποι και πως πνευματική ζωή είναι η επίδειξη των καλών μας
πράξεων.
Όμως ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί
θα πρέπει να παρατηρούμε και τα λάθη μας, τις κακές μας πράξεις, και να τα
διορθώνουμε. Να αγωνιζόμαστε δηλαδή να τηρούμε τις εντολές του Θεού ώστε να
καθαρίσουμε την ψυχή μας από κάθε κακία και να φτάσουμε στην ένωση μαζί Του. Με
απλά λόγια να γίνουμε άγιοι, ν’ αγιάσουμε.
Μέσα από τη διδασκαλία του
αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ανακαλύπτουμε τη θεραπευτική ιδιότητα των
αρχιερέων και των ιερέων. Τους ονομάζει θεραπευτές που θεραπεύουν τις ψυχικές
ασθένειες των ανθρώπων. Μάλιστα αρνήθηκε να ποιμάνει το λαό του πριν ο ίδιος
θεραπευθεί νικώντας τα πάθη του με τη βοήθεια του Χριστού και γι’ αυτό κατέφυγε
στην έρημο σε έμπειρο πνευματικό καθοδηγητή. Ονομάζει δε την ιεροσύνη
θεραπευτική επιστήμη και τους ιερείς μυστήριο της πραγματικής παρουσίας του
Χριστού και θεραπευτές του λαού του Θεού.
Οι εμπειρίες των τριών αγίων από τους αγώνες τους για
τη θεραπεία της ανθρώπινης φύσης περιέχονται σ’ όλα τα ασκητικά έργα τους.
Αυτή η μέθοδος θεραπείας περιλαμβάνει την «εν Χριστώ» άσκηση: την υπακοή στις
εντολές του Χριστού, την καθοδήγηση από έμπειρο πνευματικό στον αγώνα κατά των
παθών και τη συμμετοχή στο μυστηριακό τρόπο ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή τη
συμμετοχή στα Μυστήρια που τελούνται στο Ναό.
Στόχος της μεθόδου είναι η
καθοδήγηση του ανθρώπου ώστε μέσα από την κάθαρση της καρδίας και το φωτισμό
του νου να ξεφύγει από έναν ηθικίστικο χριστιανικό τρόπο ζωής και να φτάσει το
«καθ’ ομοίωσιν» που ισοδυναμεί με τη
θέωση.
Μα παρασύρθηκα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε από τις
σκέψεις μου να αναδείξω απ’ αυτή τη σκοπιά την παρουσία των τριών αγίων
πατέρων: Ιωάννη του Χρυσοστόμου, Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του
Θεολόγου, ως αρχιερέων και θεραπευτών της ανθρώπινης φύσης.
Ας ακούσουμε την προτροπή του
Απόστολου Παύλου και ας γίνουμε όσο μπορεί ο καθένας μιμητής των και ταυτόχρονα
μιμητής Ιησού Χριστού. Γιατί σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου