Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

«Η προτροπή της αγάπης»



Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής Η΄ Λουκά
(Λουκ., 10, 25-37)

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Σέργιος Μαρνέλλος

Την Κυριακή Η΄ Λουκά αναγιγνώσκεται στους ιερούς ναούς η Ευαγγελική περικοπή της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη. Κάθε μια από τις παραβολές του Κυρίου είναι σημαντική, είναι ρήματα ζωής αιωνίου, αλλά η συγκεκριμένη είναι και μια από τις πιο γνωστές και λαοφιλείς.  Ο Ιησούς  Χριστός δέχεται την ερώτηση ενός νομικού, δηλαδή ενός ερμηνευτή του Μωσαϊκού νόμου, για το τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς, γνωρίζοντας ότι ο νομοδιδάσκαλος δεν έχει αγαθά κίνητρα αλλά επιθυμεί να τον φέρει σε δύσκολη θέση, απαντά με μια ερώτηση: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;». Με άλλα λόγια ζητά από το νομικό τόσο το τι γράφει ο Μωσαϊκός νόμος όσο και την ερμηνεία που δίνει ο ίδιος. Η απάντηση που δίνει είναι σωστή και προέρχεται από τα βιβλία του Λευτικού (19, 18) και του Δευτερονομίου (6, 5): «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».


Η απάντηση θα λέγαμε σήμερα ότι είναι συνδυαστική και κυρίως σωστή, όπως βεβαιώνει ο Κύριος λέγοντας «ὀρθῶς ἀπεκρίθης». Όμως φαίνεται ότι ο νομικός μένει στο γράμμα του νόμου, δεν κατανοεί το βάθος των λόγων αυτών ή ακόμη περισσότερο δεν αντιλαμβάνεται ότι η αγάπη δεν κυριαρχεί στη ζωή του, δεν κάνει το λόγο πράξη, γι’ αυτό και οι προθέσεις του δεν είναι αγαθές και προσπαθεί να πειράξει τον Ιησού. Τόσο η ερώτηση που θέτει όσο και η απάντηση που δίνει, είναι νομικής αντίληψης, τίθενται στο επίπεδο του καθήκοντος, της υποχρέωσης, της δικανικής τήρησης του νόμου. Όμως, η αγάπη, η οποία εξυψώνεται και προβάλλεται διαρκώς στη διδασκαλία του Χριστού και ακολούθως των μαθητών, προβάλλεται μεν ως θεία και ως η σπουδαιότερη εντολή στους Γραμματείς και Φαρισαίους (Ματθ. 22, 34-39, Μαρκ. 12, 30 και εξής) που θέλουν να τα βλέπουν όλα με το νομικό τους πνεύμα, όμως ουσιαστικά η αγάπη δεν είναι μια εντολή. Σε αυτή βεβαίως «ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. 22, 30) και «πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν» (Μάρκ. 12, 33). Όμως, ουσιαστικά ο Χριστός δεν εντέλλεται ν’ αγαπάμε, αλλά μας προτρέπει ν’ αγαπάμε, γιατί κανείς δεν αγαπά από ανάγκη, εξάρτηση ή διαταγή προς τούτο· απαραίτητο στοιχείο της αληθινής αγάπης είναι η ελευθερία, στοιχείο θεϊκό. Ουσιαστικά δια της αγάπης καταργείται κάθε εντολή, για όλα κριτήριο πλέον είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της αγάπης. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι διάφορες εντολές της Π.Δ., που ήταν Παιδαγωγός εις Χριστός, ακόμα και ο Δεκάλογος του Μωυσή συνοψίζονται, ερμηνεύονται και ανακεφαλαιώνονται από την προτροπή της αγάπης. Το “ου φονεύσεις”, το “ου κλέψεις”,  υπό το πρίσμα αυτό, δεν χρειάζονται πλέον ως εντολές, καθώς το να κλέψει ή να φονεύσει κανείς είναι έλλειψη αγάπης.


Η αγάπη είναι στην ουσία το κλειδί της Βασιλείας του Θεού. Γιατί ο ίδιος  «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ιωάν., 4, 8). Ο Θεός είναι η αληθινή, η όντως αγάπη· γι’ αυτό και κατά τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, όποιος αγαπά «η αγάπη του προέρχεται από το Θεό. Όποιος αγαπάει δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από το Θεό και ότι γνωρίζει το Θεό. Όποιος δεν αγαπάει δε γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη». Και συνεχίζει ο Ιωάννης: «Έτσι αποδείχτηκε η αγάπη του Θεού για εμάς: απέστειλε τον Υιό το μονογενή στον κόσμο για να μας χαρίσει τη νέα ζωή, αν ενωθούμε μ’ αυτόν. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού: Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. Αν ο Θεός, αγαπητοί μου, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε και εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν αξιώθηκε ποτέ ως τώρα να δει το Θεό· αν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, είμαστε σε κοινωνία με το Θεό, και η αγάπη του μέσα μας έχει ολοκληρωθεί… Ο Θεός είναι αγάπη· και όποιος ζει μέσα στην αγάπη ζει μέσα στο Θεό, κι ο Θεός μέσα σ’  αυτόν» (Βλ. Α΄ Ιωάν. 4, 7-12, 16). Νομίζουμε ότι ήταν απαραίτητο να αναφέρουμε όλο αυτό το θεόπνευστο κείμενο που προέρχεται από την Α΄ επιστολή του Ιωάννου, που είναι μεστό της διδασκαλίας για την αγάπη. Η αγάπη πηγάζει από το Θεό, ο οποίος είναι αγάπη και το έχει αποδείξει αυτό. Όποιος αγαπά σημαίνει ότι γνωρίζει το Θεό, η αγάπη είναι μίμηση του Θεού και οδηγεί αφενός στην αληθινή εν Χριστώ κοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους και στην κοινωνία με το Θεό.


Όποιος έχει αγάπη, κάνει αγάπη γιατί η αγάπη είναι όχι μόνο θεωρία αλλά κυρίως πράξη, εξωτερίκευση, κοινωνία. Γι’ αυτό και στην περίπτωση της παραβολής του καλού Σαμαρείτη, η αγάπη δεν εκφράζεται στη θεωρία, στη σκέψη ή στα λόγια αλλά γίνεται πράξη, με την εκδήλωση του ενδιαφέροντος του Σαμαρείτη προς τον κτυπημένο από τους ληστές άνθρωπο. Η αγάπη του αυτή που τον καθιστά αληθινά πλησίον, ξεδιπλώνεται στην πράξη με την προσωπική ενασχόληση με το πρόβλημα, τη φροντίδα, τη θεραπεία, την περίθαλψη στο πανδοχείο.
Πόσο μακριά απέχουμε από την πραγματική αγάπη… όσο απέχουμε απ’  αυτήν, απέχουμε εξίσου και από το Θεό. Ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Απόστολος Παύλος  στην προς Κορινθίους αμέσως μετά τον λεγόμενο ύμνο της αγάπης «δεν λέει απλά να “αγαπάτε”, αλλά να “επιδιώκετε την αγάπη”  (Α΄ Κορ. 14, 1), καθώς απαιτείται μεγάλος αγώνας για να  την αποκτήσουμε. Η αγάπη τρέχει γοργά και εξαφανίζεται, γιατί πολλά πράγματα του κόσμου τούτου την καταστρέφουν. Ας την επιδιώκουμε, ας τρέχουμε συνεχώς από πίσω της, για να τη συλλάβουμε, πριν προφθάσει να μας φύγει…».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου