«Το νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου, μακριά από το φως του ήλιου.
Υπερυψωμένη η πόρτα της εισόδου, ανοίγει το πρωί, θριαμβική αυλαία.
Οι νεκροί, με ώμους απογυμνωμένους από τα περιττά υφάσματα της σάρκας, βλέπουν τους ζωντανούς μες στο φως, να γλιστρούν αθόρυβα, τρομαγμένοι, σαν σκιές στο μισοσκόταδο!
Αχ! Το κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου, σαν λίμνη, με νούφαρα τους καλοπλυμένους άσπρους τάφους. Να κλαιν οι ζωντανοί τους πεθαμένους, με πρόσωπα λευκά σαν πάγο, κι οι πεθαμένοι από ψηλά, πάνω στα δέντρα, πάνω σε μικρές περισπωμένες του αέρα, ευτυχείς, διάφανοι, αλμυροί από των άλλων τα δάκρυα, με θερμοκρασία απαλή σαν τη ματιά τους…
Υπερυψωμένη η πόρτα της εισόδου, ανοίγει το πρωί, θριαμβική αυλαία.
Οι νεκροί, με ώμους απογυμνωμένους από τα περιττά υφάσματα της σάρκας, βλέπουν τους ζωντανούς μες στο φως, να γλιστρούν αθόρυβα, τρομαγμένοι, σαν σκιές στο μισοσκόταδο!
Αχ! Το κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου, σαν λίμνη, με νούφαρα τους καλοπλυμένους άσπρους τάφους. Να κλαιν οι ζωντανοί τους πεθαμένους, με πρόσωπα λευκά σαν πάγο, κι οι πεθαμένοι από ψηλά, πάνω στα δέντρα, πάνω σε μικρές περισπωμένες του αέρα, ευτυχείς, διάφανοι, αλμυροί από των άλλων τα δάκρυα, με θερμοκρασία απαλή σαν τη ματιά τους…
Ένας οριακός
τόπος, όπου το παρελθόν και το παρόν των ανθρώπων αναμετρούν κάθε βράδυ, την
ώρα που κλείνει η μεγάλη σιδερένια πόρτα, το μυθικό τους περιεχόμενο…
Είναι ωραίο το φεγγάρι
της πόλης όταν ανατέλλει πάνω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Που αλλού
συνωστίζονται σε μια χούφτα γης τόσοι άντρες και γυναίκες;
Που αλλού
ξαπλώνουν στη νοτισμένη γη και ξαγρυπνούν παρακολουθώντας το μεταφυσικό
τρέμισμα του φωτός σαν άχνα από τα άγρια κρίνα της λίμνης, που κρουστά και
διάφανα πάλλουν μες στο τριζάτο σκοτάδι;...».
Άννας Δερέκα, «Η
Μεγάλη Τοιχογραφία στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου».
Από το βιβλίο της «Στάσις Άγιος Νικόλαος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου