Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ – ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

 

Ἐπίκαιρη Ὁμιλία, ὑπό τοῡ πρωτ/ρου π. Λάμπρου Χ. Τσιάρα.

(8-9 Ἄπριλίου 2023)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί.

Μέ τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς καί πρό τῆς εἰσόδου μας στή Μ. Ἑβδομάδα, ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει δυό χαρμόσυνα γεγονότα: τήν ἀ ν ά σ τ α σ η τ ο ῦ Λ α ζ ά ρ ο υ καί τ ή ν θ ρ ι α μ β ε υ τ ι κ ή ε ἲ σ ο δ ο τ ο ῦ Χ ρ ι σ τ ο ῦ σ τ ά Ἱ ε ρ ο σ ό λ υ μ α.

Ὁ Κύριος, γνωρίζοντας, ὅτι ἡ «ὥρα» του νά δοξασθεῖ «ἐλήλυθεν», ἀφήνει τή βόρεια περιοχή τῆς Γαλιλαίας καί κατεβαίνει νοτιότερα, μέ προορισμό τήν Ἱερουσαλήμ, ἐνόψει καί τῆς ἐπικείμενης ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Γνωρίζει καί προλέγει στούς μαθητές του «τά μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν», καί τελεῖ ἐν πλήρει ἐπιγνώσει τῆς ἀποστολῆς του, ὃτι «ἐξῆλθε νικῶν καί ἳνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6,2).

Σ π ε ύ δ ε ι λοιπόν πρός σ υ ν ά ν τ η σ η τ ο ῦ θ α ν ά τ ο υ· δέν ἒρχεται ὁ θάνατος πρός αὐτόν. Ὁ θεάνθρωπος δέν συλλαμβάνεται· παραδίδει ὁ ἲδιος τόν ἑαυτόν του ἑκουσίως. Βεβαίως δοκιμάζει πάθη φρικτά καί ὑπομένει θάνατον, ἀλλά μέ ποιόν τρόπο καί σέ ποιόν τόπο νά συναντήσει τόν ἐχθρό μας, ἂν δέν κατεβεῖ ὡς τόν Ἃδη -στή φωλιά του- ὣστε νά τόν νεκρώσει «εἰς τό παντελές» καί νά «ὁδοποιήσῃ πάσῃ σαρκί τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν»; (Εὐχή Λειτ. Μ. Βασ.).

Ἡ τελευταία ἐτούτη ἑβδομάδα, ἡ ΣΤ’ τῆς Τεσσαρακοστῆς, λέγεται, μά δέν εἶναι οὒτε “κουφή„, οὒτε “βουβή„. Ἢδη ἀπό τήν πρώτη κιόλας μέρα της (Ἑσπερ. Δευτ.), ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά ψάλουμε μαζί της «προεόρτιον ὓμνον», πρός τόν Κύριον, πού ἒρχεται “ἐν δόξῃ δυνάμει θεότητος ἐπί τήν Ίερουσαλήμ νεκρῶσαι τόν θάνατον„. Μᾶς προϊδεάζει δηλ. γιά τό χαρμόσυνο πού ἒχουμε νά βιώσουμε ἐτοῦτο τό Σαββατοκύριακο: τ.ἒ. τόν ἐρχομό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός συνάντησή του μέ τόν θάνατο, πρῶτα στό πρόσωπο τοῦ Λαζάρου, κι ἒπειτα στόν δικό του θάνατο ἐπί τοῦ Σταυροῦ.

*

Τό κλίμα στήν ἁγία Πόλη. Το κλίμα τίς τελευταῖες ἐτοῦτες μέρες στήν Ἱερουσαλήμ κατά τοῦ Ἰησοῦ ἒγινε βαρύ· ἡ ἐναντίον του ὀργή τῆς ἡγεσίας τῶν Ἑβραίων εἶχε πιά κορυφωθεῖ. Ἢδη εἶχαν ἀποφασίσει νά τόν θανατώσουν, καί μεθόδευαν τώρα τό πῶς θά τόν συλλάβουν, καί μέ ποιές συκοφαντίες καί ψευδομαρτυρίες θά πείσουν τούς κατακτητές Ρωμαίους, ὃτι ὁ ἂνθρωπος αὐτός, γιά καλό τάχα τοῦ λαοῦ, πρέπει νά θανατωθεῖ. Ἐκεῖνοι, βεβαίως, ἂλλο πού δέν ἢθελαν... Διότι, ναί μέν ἒβλεπαν κι αὐτοί τήν μεγάλη ἐπιρροή πού ἀσκοῦσε στό λαό ὁ νεοφανής διδάσκαλος, ἀλλά δέν προχωροῦσαν στήν σύλληψή του, καί γιατί ὁ Ἰησοῦς δέν τούς εἶχε δώσει ἀφορμές, ἀλλά καί γιατί δέν ἢθελαν νά προκαλέσουν ἐνδεχόμενο ξεσηκωμό τοῦ πλήθους. Ἂλλωστε γνώριζαν, ὃτι ἡ ἡγεσία τῶν Ἑβραίων «διά φθόνον» ἢθελε νά παραδώσει τόν Ἰησοῦ στά χέρια τους.

*

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Περί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου μᾶς διηγεῖται ὁ Ἰωάννης στήν περικοπή τοῦ Σαββάτου (11,1 ἑξ.). Τό θαῦμα, ὡστόσο, δέν ἒγινε τό Σάββατο πρό τῆς Βαϊοφόρου. Ἒγινε μερικές ἡμέρες ἐνωρίτερα: Ἡ σειρά τῶν γεγονότων ἒχει ὡς ἑξῆς: ὁ Ἰησοῦς, εὑρισκόμενος στά βόρεια τῆς Ἰουδαίας λαμβάνει εἲδηση ἀπό τήν Μάρθα καί τή Μαρία, ὃτι ὁ ἀδελφός τους καί φίλος του Λάζαρος εἶναι ἂρρωστος βαρειά. Αὐτός, πού γνωρίζει τά πάντα πρίν συμβοῦν, δέν σπεύδει· ξεκίνησε γιά τή Βηθανία μετά ἀπό δυό ἡμέρες.

Προσθέσθε τώρα καί λίγες ἀκόμη, πού δαπάνησε ὁδοιπορῶν... Ὃταν ἒφτασε στή Βηθανία (μετά τῶν μαθητῶν του), ὁ Λάζαρος ἦταν ἢδη τέσσερις μέρες στό μνημεῖο. Ἀφοῦ παρηγόρησε τίς δύο ἀδελφές, ὃτι ὁ ἀδελφός τους θά ἀναστηθεῖ, πήγανε ὃλοι στό μνημεῖο· μαζί τους καί ἓνα πλῆθος λαοῦ. Ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε νά σηκώσουν τό λιθάρι· ἡ Μάρθα τόν πλησιάζει καί, μέ κάποιον δισταγμό, τοῦ λέγει· «Κύριε, ἢδη ὂζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι» (=εἶναι τεσσάρων ἡμερῶν νεκρός)... Ὃταν σήκωσαν τό λιθάρι, ὁ «ζωῆς κυριεύων καί τοῦ θανάτου» πρόσταξε κυριαρχικά καί εἶπε· «Λάζαρε, δεῦρο ἒξω». Καί ὁ νεκρός βγῆκε ἀπό τό μνῆμα καί περπάτησε. Αὐτό δέν εἶναι ἀπό τά συνήθη θαύματα πού ἒβλεπαν καθημερινῶς οἱ ἂνθρωποι... Καί τί δέν εἶδε ὁ λαός αὐτός ἀπό τόν Ἱησοῦ! Τόν εἶδαν νά θεραπεύει τυφλούς, χωλούς, λεπρούς, παράλυτους· τόν εἶδαν νά ἐκδιώκει δαίμονες, νά φιμώνει θύελλες, νά καταπαύει τρικυμίες, νά τρέφει μέ πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες κόσμο· ἀκόμα καί νεκρούς τόν εἶδαν ν’ ἀνασταίνει... Ἀλλ’ έτοῦτο, τοῦ Λαζάρου, ξεπερνάει κάθε νοῦ καί ἒννοια ἀνθρώπου. Ἦταν τόση ἡ ἐντύπωση πού προκάλεσε ἐτοῦτο τό θαῦμα στό λαό, πού μαθεύτηκε μέ μεγάλη ταχύτητα παντοῦ... Κι ὃλοι ἒρχονταν, ὂχι «διά τόν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἳνα καί τόν Λάζαρον ἲδωσιν, ὃν ἢγειρεν ἐκ νεκρῶν». Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, ὁ φθόνος τῶν Ἀρχιερέων ἒφτασε στόν παρολογισμό: ἀποφάσισαν νά ἀποκτείνουν καί τόν Λάζαρο, γιατί, ἐξαιτίας του, πολλοί ἒφευγαν ἀπ’ αὐτούς, καί ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό!

Λοιπόν, ὁ Χριστός, μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἐγγυᾶται καί βεβαιώνει περί τῆς κοινῆς ὃλων τῶν ἀνθρώπων ἀναστάσεως, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίσαμε τό γεγονός αὐτό χαρμόσυνο γιά ὃλους μας. Τό ἲδιο χαρμόσυνη εἶναι καί ἡ μέσω τῆς Βηθανίας πορεία τοῦ Κυρίου πρός τά Ἱεροσόλυμα. Πορευόμενος ὁ Κύριος πρός Ἱεροσόλυμα, ἐπισκέφθηκε γιά τελευταία φορά την Βηθανία, κωμόπολη «ἐγγύς τῶν Ἱεροσολύμων», ἰδιαιτέρως φιλική πρός τόν Διδάσκαλο.

Στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ὁ Ἰωάννης μᾶς διηγεῖται δύο σκηνές: ἡ μέν ά λαμβάνει χώρα σ’ ἓνα σπίτι τῆς Βηθανίας, ἡ δέ β ́ περιλαμβάνει ὃλα ὃσα ἒγιναν «τῇ ἐπαύριον», στό δρόμο πρός τά Ἱεροσόλυμα.

α) Στή Βηθανία λοιπόν, οἱ ἂνθρωποι περίμεναν μέ λαχτάρα τόν Ἰησοῦ·ἑτοίμασαν μάλιστα καί δεῖπνο ἐπίσημο γιά χάρη του. Στό δεῖπνο συμμετεῖχαν πολλοί φίλοι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Λάζαρος, πού εἶχε πεθάνει καί τόν ἀνέστησε πρίν ἀπό λίγες μέρες ὁ Χριστός. Στό δεῖπνο διακονοῦσε, κατά τό σύνηθες, ἡ Μάρθα, ἡ δέ μικρή Μαρία προέβη σέ μία πράξη ἐξόχως εὐγενική καί γενναιόψυχη: πῆρε καί ἂλειψε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο πολύτιμο, καί τά σκούπισε ἒπειτα μέ τά μαλλιά της. Βεβαίως, ἡ διακονία αὐτή, συνηθισμένη πράξη ἐκεῖνα τά χρόνια, ἦταν εργασία δούλου πρός τό φιλοξενούμενο πρόσωπο. Ἀλλά στήν περίπτωση τῆς Μαρίας, πού δέν ἦταν δούλη, ἡ πράξη αὐτή προσλαμβάνει ἰδιαίτερη ἀξία καί σημασία: ἐκφράζει, ὂχι μόνο τήν ἀγάπη καί τήν εὐγένεια, ἀλλά καί τήν εὐγνωμοσύνη καί τή λατρεία τῆς οἰκογένειας πρός τόν Κύριο, πού ἀνέστησε τόν Λάζαρο ἐκ νεκρῶν.

Στήν πράξη τῆς Μαρίας ἐνίσταται ὁ Ἰούδας: «διατί τοῦτο τό μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καί ἐδόθη πτωχοῖς;» ρώτησε. Προσβάλλει τή Μαρία, τάχα γιά τή σπατάλη, ἐλέγχει ἐμμέσως τόν Διδάσκαλο, πού δέχτηκε τέτοια φιλόφρονη διακονία, καί ὑποκρίνεται τόν φίλο καί προστάτη τῶν πτωχῶν, ὁ φιλάργυρος καί κλέπτης. Ὁ Ἰωάννης, πού τόν ξέρει καλά, τόν ξεσκεπάζει λέγοντας· «εἶπε δέ τοῦτο (=ὁ Ἰούδας), οὐχ ὃτι περί τῶν πτωχῶν ἒμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ὃτι κλέπτης ἦν καί τό γλωσσόκομον εἶχε (=τό ταμεῖο) καί τά βαλλόμενα ἐβάσταζεν». «Ἂφησέ την», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «μήν τήν ἐλέγχεις. Αὐτό τό κορίτσι, σάν ἀπό προαίσθηση, ὃτι πρόκειται νά θανατωθῶ, κρατοῦσε αὐτό τό μύρο γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου. Τούς πτωχούς τούς ἒχετε, καί θά τούς ἒχετε πάντοτε μαζί σας, ἐμένα δέν θά μέ ἒχετε». Ἡ λατρεία πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τούς πτωχούς δέν συγκρούονται, ἀγαπητοί. Συνυπάρχουν: ὃποιος σέβεται καί λατρεύει τόν Θεό, ἀγαπᾶ καί τόν φτωχό· κι ὃποιος ἀγαπᾶ καί φροντίζει τόν φτωχό, προσφέρει λατρεία στόν Θεό. Ἀλλ’ ὁ Ἰούδας οὒτε τόν Θεό σεβότανε οὒτε γιά τούς πτωχούς πονοῦσε. Δέσμιος καθώς ἦταν τῶν περί Μεσσία ἀντιλήψεων τῶν Ἰουδαίων, εἶχε πολλά ἐπενδύσει στόν Χριστό. Καί ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀδημονία του, πού... σκαρφίσθηκε νά τόν παραδώσει μέ δόλιο τρόπο στους ἐχθρούς του, νομίζοντας ὃτι ἒτσι θά τόν ἀνάγκαζε νά δράσει δυναμικά... Ὃταν ὃμως τόν εἶδε νά ὁδηγεῖται «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν», τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀπογοήτευσή του, πού παραδέχτηκε ὃτι περέδωκε ἀθῶον ἂνθρωπο· ... κι ἀντί νά σπεύσει καί νά πεῖ στόν Διδάσκαλό του τό «μνήσθητί μου» τοῦ ληστῆ ἢ τό «ἱλάσθητί μοι» τοῦ τελώνη καί τό «ἣμαρτον» τοῦ ἂσωτου καί τῆς πόρνης, κι ἀκόμη, ἀντί νά κλάψει «πικρῶς», ὃπως ὁ Πέτρος μετά τήν ἂρνηση, πῆγε καί κρεμάστηκε... Ἡ πιό μεγάλη ἁμαρτία του, πιό μεγάλη κι ἀπό τήν προδοσία καί τήν φιλαργυρία καί τήν ἀχαριστία του, ἦταν πού ἂφησε νά μπεῖ στήν καρδιά του ὁ σατανᾶς (Ἰωαν.13,17)· κι ὃπου φωλιάζει ὁ σατανᾶς μεταγγίζει τόν ἐ γ ω ι σ μ ό καί τήν ἀ μ ε τ α ν ο η σ ί α.

β) Ἡ δεύτερη σκηνή τῆς περικοπῆς περιλαμβάνει τήν ἐ ν θ ο υ σ ι ώδ η ὑ π ο δ ο χ ή τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τά πλήθη τοῦ λαοῦ, στόν δρόμο πρός τά Ἱεροσόλυμα. Τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἦταν τό... φυτίλι, γιά νά ἐκδηλωθεῖ ἓνας ξέφρενος παλλαϊκός ἐνθουσιασμός, διότι ὃλοι πιά εἶχαν μέσα τους πεισθεῖ, ὃτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας καί ἐλευθερωτής. Τήν ἂλλη λοιπόν ἡμέρα, λαός πολύς, πού εἶχε συρρεύσει στήν ἁγία Πόλη γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, στό ἂκουσμα ὃτι ἒρχεται ὁ Ἰησοῦς, πῆραν στά χέρια τους κλαδιά ἀπό φοινικιές - σύμβολα νίκης - καί βγῆκαν νά τόν ὑποδεχθοῦν. Πολλοί δέ ἐξ αὐτῶν ἒστρωσαν στό δρόμο τά ἱμάτιά τους, καί ὃλοι φώναζαν τό «ὡσαννά (=σῶσε μας λοιπόν Κύριε), εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».

Ὁ Ἰησοῦς, ἂν καί δέν ἀρνεῖται τήν βασιλική του ἰδιότητα, (μάλιστα θά τό βεβαιώσει αὐτό σε λίγες μέρες, ὃταν, ἐρωτώμενος ὑπό τοῦ Πιλάτου, ἂν εἶναι βασιλεύς, ἀπαντᾶ: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἒστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»), ὡστόσο ἀντιπαρέρχεται τήν λαϊκή φρενίτιδα: δέν ἒρχεται ὡς κοσμικός βασιλιάς καί στρατηλάτης, «ἐν ἃρμασι καί ἐν ἳπποις». Ἒρχεται πρᾶος καί ταπεινός, δίκαιος καί εἰρηνικός, σωτήρας τῶν ἀνθρῶπων καί λυτρωτής, ἐπιβαίνοντας ἐπί πῶλον ὂνου. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς θυμίζει ἐδῶ τήν προφητεία τοῦ Ζαχαρία, πού λέγει: «χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἒρχεταί σοι, δίκαιος καί σώζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκώς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον»(Ζαχ.9,9). Αὐτά σημαίνουν, ὃτι ὁ Μεσσίας ἒρχεται νά ἐγκαθιδρύσει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καθώς ἒρχεται «ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ», κομίζοντας τήν αἰώνια βασιλεία Ἐκείνου.

 

*

Ἀγαπητοί ἀδελφοί.

Τά λόγια τοῦ προφ.Ζαχαρία, ἒχουν καί ἓνα πολύ πιό μακρυνό πνευματικό βεληνεκές: ἀφοροῦν κυρίως σ’ἐμᾶς τούς χριστιανούς, τόν νέον Ἰσραήλ, τήν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, πού καλούμαστε ν ά χ α ρ ο ῦ μ ε τό γεγονός, ὃτι ὁ Βασιλεύς καί Κύριος τῆς Ἐκκλησίας πορεύεται ἐν μέσῳ τῆς ἐχθρότητας καί τῆς ἂγνοιας τοῦ κόσμου, πρός τήν ὣραν τῆς δόξης του, δηλ. τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση.

Νά χαροῦμε, ἀναμέλποντες μυστικῶς τόν αἷνον πού ἒψαλλαν τότε οἱ «ἀπειρόκακοι παῖδες»: «ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις τῷ ἐλθόντι σῶσαι τό γένος ἡμῶν» (τροπ. Λιτῆς). Καλούμεθα νά ὑποδεχθοῦμε τόν πάντοτε ἐρχόμενον Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ψυχῶν μας, καί νά τόν λατρέψουμε «ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυπώτοις χείλεσι», στρώνοντας, άντί ἱματίων καί κλάδων, τίς πτωχές μας ἀρετές· κυρίως τήν μετάνοιά μας. Τώρα ὁ τόπος ὑποδοχῆς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης δέν εἶναι πιά τά Ἱεροσόλυμα, ἀλλ’ οἱ ψυχές ὃλων καί τοῦ καθενός μας. Ἂς ἐπιτρέψουμε λοιπόν σέ Αὐτόν, πού «κατέβη εἰς τά κατώτερα μέρη τῆς γῆς»(Ἐφεσ.4,9), γιά νά νεκρώσει τόν θάνατο, νά κατεβεῖ καί στόν δικό μας ᾅδη, νά νεκρώσει μέσα μας τόν θάνατο, καί νά μᾶς ἀνυψώσει μαζί του στήν ἂνω Ἱερουσαλήμ, τήν πόλη τήν αἰώνια, «ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» (Ἑβρ.11,10).

Καλή Μ. Ἑβδομάδα καί καλή Ἀνάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου