Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι...

...ἡ κόρη ἐστάθη σύρριζα εἰς τὸ χάσμα τοῦ κοίλου βράχου, κ᾿ ἐκοίταζε, κ᾿ ἐσχημάτιζεν ἀσυναρτήτους, ἀσκόπους φράσεις μέσα εἰς τὸν νοῦν της.

«Νὰ εἶναι, τάχα, βαθιὰ κάτω τὸ κῦμα;… Κι ἂν πέσῃ κανεὶς θὰ πλέψῃ, ἢ θὰ χτυπήσῃ;… Μπορεῖ νὰ δώσῃ κανεὶς ἕνα πήδημα ἀποδῶ;… Πόσα μπόϊα εἶναι τάχα;»

Ἐκάθισε κ᾿ ἐκοίταζεν ἐπιμόνως κάτω.

«Κοίταξε, τί ὅμορφος πού ᾽ναι ὁ γιαλός! Τί γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ὀμορφούτσικα πράματα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!… Τί ὄμορφη ποὺ ἦτο κ᾿ ἐκείνη ἡ κοχύλα ποὺ μοῦ χάρισε ἕνα καιρὸν ὁ…»

Ἐστάθη, καὶ δὲν ἤθελε νὰ προφέρῃ τὸ ὄνομά του. Εἶτα πεισμόνως καὶ ἀποφασιστικῶς τὸ ἐπρόφερε: «… ὁ Νῖκος!»

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὦ θαῦμα! Εἷς ναύτης μὲ τὴν βαρκούλα του εἰσέπλευσε μέσα εἰς τὸ Καμίνι. Ἦτο αὐτός· ὁ Νῖκος, ὁ υἱὸς τοῦ καπετὰν Σύρραχου, ὅστις εἶχε χαρίσει τὴν ὡραίαν ἐπίχρυσον κογχύλην εἰς τὴν Τσούλαν.

Ὁ Νῖκος, μόλις εἶδε τὴν κόρην ―ἐφαίνετο ὅτι τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ πρωτύτερα πλησιάσασαν εἰς τὸ χάσμα τοῦ Καμινιοῦ― κ᾿ ἐφώναξε:

― Τσούλα, ψυχή μου! Νά, πάρε αὐτό! Μὴ βιάζεσαι νὰ πηδήσῃς κάτω!

Καὶ τῆς ἔρριψε μίαν ἀνεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδῶς. Εἶτα μὲ φωνὴν χαμηλοτέραν, ἀρκοῦσαν διὰ ν᾿ ἀκούεται ἐπάνω εἰς τὸ χεῖλος τοῦ χάσματος, ἐξηγήθη:

― Τσούλα, ἀγάπη μου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔμαθα ὅλα!… Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά, καὶ τὰ δυὸ τ᾿ ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!… Καλουμάρισέ την κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω… μὴ φοβᾶσαι!… εἰδεμή, θέλεις ν᾿ ἀνεβῶ ἐγώ;

Ἡ Τσούλα ἀπήντησε:

― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι.

Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἡ ὡραία βοσκοπούλα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ νεαροῦ ναύτου...

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὸ Καμίνι.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου