Παράτολμο το εγχείρημα ν’
αρθρώσεις λόγο κοσμικό για τους Αγίους μας, σ’ αυτό το χώρο, σ’ αυτό το χρόνο
και μ’ αυτήν την ιδιότητα. Το να σε αποκαλούν «θεολόγο» είναι ευλογία και
προνόμιο. Μα ένα προνόμιο βαρύ, ένας Σταυρός προς το Γολγοθά, που φορές – φορές
σε γονατίζει και φορές σε λυτρώνει…
Η Εκκλησία μας γιορτάζει σήμερα
τους Τρεις Ιεράρχες και Οικουμενικούς Διδασκάλους του 4ου αιώνα: Βασίλειο τον
Μέγα, Γρηγόριο τον θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ενός αιώνα πολυτάραχου,
μα που υπήρξε σταθμός για τα εκκλησιαστικά
μας γράμματα.
Η χριστιανική γιορτή στην
παράδοσή μας είναι μέρα χαράς. Για τη ζώσα Εκκλησία που θριαμβεύει. Και όλοι
εμείς, στο μέτρο που ο καθένας μας ζει και αναπνέει μέσα στην Εκκλησία ή έξω
απ’ αυτήν, είμαστε μέτοχοι ή τραγικοί θεατές σ’ αυτή τη γιορτή και σε κάθε
γιορτή.
Καλούνται σήμερα στο κοινό τραπέζι μαζί με
τους δασκάλους, οι άρχοντες και προϋπόθεση να μετάσχουν ως «συνεπιτελούντες»
και όχι «παρακολουθούντες» είναι να αφουγκραστούν το λόγο του Χρυσοστόμου που
λέει: «ο άρχοντας δεν πρέπει να υπερέχει απ’ τους αρχόμενους στις τιμές αλλά
στις αρετές…».
Σπουδαστές ακόμα και οι τρεις
φαίνεται να μην μπορούν να συμβιβαστούν με μετριότητες. Αποκτούν μόρφωση πλατιά
κοντά σε σοφούς δασκάλους. Στοχάζονται, αναλύουν και αγωνίζονται για μία
καθολική αλλαγή των ανθρωπίνων πραγμάτων με προοπτική το ευαγγελικό ιδανικό.
Πριν γίνουν εξωτερικά μάρτυρες της αλήθειας αγωνίστηκαν εσωτερικά. Πέρασαν περίοδο
ασκητικής ετοιμασίας για την απελευθέρωσή τους από την δύναμη των ανθρώπινων
παθών, για την «καλήν αλλοίωσιν», ώστε αργότερα να μπορούν να ζήσουν και να
δράσουν με εσωτερική ελευθερία.
Και μεστώνει γρήγορα το πνεύμα,
κι ετοιμάζει τις μεγάλες εξορμήσεις για το γκρέμισμα των γηρασμένων ιδεών, για
την καταπολέμηση των αιρέσεων. Κι ατσαλώνονται οι ψυχές για να βαστάξουν τον
αβάσταχτο κατατρεγμό που τους προσμένει μα και να πετύχουν μια αρμονική σύνθεση
αρχαιοελληνικής οικουμενικής σκέψης και χριστιανικού πνεύματος, να διασώσουν το
ελληνικό στοιχείο σμιλεύοντάς το με την χριστιανική πίστη, ώστε να θεωρούνται
προστάτες της Ελληνικής Παιδείας και των γραμμάτων.
Από κάθε φρόνιμο άνθρωπο
ομολογείται, γράφει ο Ναζιανζηνός, που η υψηλή ποιητική του έμπνευση συναγωνίζεται
τη φιλοσοφική βαθύνοιά του, ότι πρώτο και μεγάλο αγαθό είναι η παιδεία.
Αντιμετωπίζει και την θύραθεν παιδεία με σεβασμό μα και με κριτικό νου. «Των
εθνικών σοφών αποδεχόμαστε την έρευνα και θεωρία, απορρίπτουμε μόνο ό,τι οδηγεί
στο πονηρό». Και ο Μέγας Βασίλειος συνθέτει λόγο «προς τους νέους» όπου τους
επισημαίνει τις ωφέλειες που αποκομίζει κανείς απ’ την ελληνική σοφία, αρκεί
όπως οι μέλισσες να κάνει επιλογή του καλού υλικού. Πολύτιμα τα διδάγματά τους
σε θέματα παιδαγωγικής, που τίποτα δεν ήρθαν
να προσθέσουν οι νεότεροι. Τους απασχολεί ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα
του δασκάλου. Σημειώνουν ότι ο δάσκαλος οφείλει να έχει επιστημονικό οπλισμό
και ηθική ακεραιότητα. Κι η διδασκαλία του να κατεβαίνει στην ψυχή του παιδιού
σαν σιγαλή βροχή και να γλιστράει ως τα βάθη, εξασφαλίζοντας καρποφορία.
Μα δε μένουν στη συγγραφή και τη
διατύπωση κανόνων. Σπεύδουν να στρατευτούν οπουδήποτε για τις ανάγκες του λαού.
Τους γοητεύει όμως και η ζωή των ασκητών, μια φωνή τους καλεί σε δρόμους
δύσκολους, δρόμους πνευματικούς. Μια ευγενική ταλάντευση χαρακτηρίζει ολόκληρη
τη ζωή τους και της δίνει ένα τόνο δραματικό! Τελικά πραγματοποιούν μια ωραία
σύνθεση θεωρίας και πράξης, στοχασμού και δράσης, αναχωρητισμού και δυναμικής
παρουσίας στον κόσμο.
Μπροστά στα ιερατικά αξιώματα
στέκονται με δέος και ευθύνη. Ο Βασίλειος, επίσκοπος στην Καισάρεια, ο
Γρηγόριος στη Ναζιανζό και την Κωνσταντινούπολη κι ο ιερός Χρυσόστομος μετά την
θητεία του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια αναλαμβάνει με δέος τον αρχιεπισκοπικό
θρόνο της Κων/πολης κι ο καθένας δίνει αγώνα θαρραλέο κατά του πνεύματος της
εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας.
Υπέρμαχος της Ορθοδοξίας ο
Βασίλειος πολέμησε τις κακοδοξίες των αιρετικών και περιφρόνησε τις απειλές του
αυτοκράτορα που ήθελε να τον ελκύσει στο αρειανό δόγμα. Είναι γνωστή η περήφανη
απάντησή του προς τον απεσταλμένο του Ουάλεντα Μόδεστο: «Δεν με πτοούν οι
απειλές σας. Τη δήμευση της περιουσίας δεν τη φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτ’
άλλο παρεκτός απ’ το τριμμένο μου ράσο. Στον καιρό του φοβερού λοιμού ιδρύει το
περίφημο πτωχοκομείο και νοσοκομείο στην Καισάρεια, ολάκερο συγκρότημα από
οικοδομές μέσα στην πόλη όπου οι κατατρεγμένοι του κόσμου έβρισκαν στέγη,
τροφή, περίθαλψη, παρηγοριά. Ο θεσμός της κοινωνικής πρόνοιας που σήμερα
αποτελεί αφορμή για καύχηση των πολιτισμένων χωρών, είχε με τον Μέγα Βασίλειο
το πρώτο επίσημο φανέρωμα του στον κόσμο.
Κι ο Ιερός Χρυσόστομος στη
Βασιλεύουσα γίνεται αληθινός πατέρας για το ποίμνιό του. Επιβάλλει αυστηρή
οικονομία στα έξοδα της αρχιεπισκοπής
για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των φτωχών. Πνεύμα ασκητικό ο
ίδιος, στηλιτεύει άφοβα τους βαλαντιοσκόπους, τους αυλοκόλακες και τους
εμπόρους των οσίων και των ιερών με τον καυστικό του λόγο: «…εκκαθαρίσατε την
Εκκλησίαν από αναξίους κληρικούς…». Και βλέποντας το πνεύμα μάταιης επίδειξης
πλούτου να έχει εισχωρήσει και μέσα στην Εκκλησία κραυγάζει: «χρυσοχοείο και
αργυροκοπείο είναι η Εκκλησία ή εργαστήριο αγιότητας;» Γι αυτό συνασπίστηκαν
εναντίον του όλοι όσων άνομα συμφέροντα
εβλάπτονταν.
Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του ειρηνοποιού Γρηγορίου, όταν ορισμένοι
επίσκοποι αμφισβήτησαν την εκλογή του στον Οικουμενικό θρόνο. «Αν, είπε στους
συνοδικούς επισκόπους, εγώ είμαι η αιτία
των μεταξύ σας διαφωνιών, ρίξτε με στη θάλασσα και θα πάψει η τρικυμία των
ταραχών. Δέχομαι να πάθω ο,τιδήποτε θελήσετε, αν και αθώος, για τη δική σας
ομόνοια…».
Ο λόγος τους γίνεται πύρινος όταν
αγγίζουν τα θέματα της πλεονεξίας και της κοινωνικής αδικίας που δεσπόζουν στην
εποχή τους και μάλιστα καταξιωμένα από ήθη, νόμους και νοοτροπία. Ο Μ.
Βασίλειος ανεπιφύλακτα καθορίζει την αρχή ότι ο πλούτος είναι αντιστρόφως
ανάλογος της αγάπης «όσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη
αγάπη» Αποκαλεί «λωποδύτην» όχι μόνον αυτόν που απογυμνώνει κάποιον αλλά κι αυτόν
που ενώ μπορεί να του προσφέρει ενδύματα , δεν το πράττει. «Ώστε τοσούτους αδικείς , όσοις παρέχειν
ηδύνασο» Το «εμόν και το σον» χαρακτηρίζεται από το Χρυσόστομο «ψυχρόν ρήμα και μυρίους πολέμους εισαγαγόν».
Οι τρεις Ιεράρχες δεν περιορίζονται να στηλιτεύουν μόνο την αδικία, θεωρούν
παράβαση και το «ακοινώνητον», την παράλειψη της προσφοράς στους έχοντες
ανάγκη.
Μοιάζει συχνά να περνάει
απαρατήρητη κι από την ίδια την Εκκλησία
η επιμονή των Πατέρων στην ισότητα των ανθρώπων, την «ομοτιμία» και την «ισοτιμία»
τους. Τις κλασσικές αντιθέσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους «δουλεία-ελευθερία»,
«πενία-πλούτο», ο Γρηγόριος ονομάζει «αρρωστήματα», «επινοήματα κακίας», που
«εισήλθε τω γένει των ανθρώπων». Θεωρεί
δε άνισον και «ανώμαλον» τον νόμο που είναι επιεικής στις συζυγικές παρεκτροπές
των ανδρών, ενώ γίνεται αυστηρότερος σε αυτές των γυναικών. « Ου δέχομαι ταύτην
την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες δια
τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία» και ανατρέχοντας στους θησαυρούς του
Ευαγγελίου επισφραγίζει «εις ποιητής
ανδρός και γυναικός, εις χους αμφότεροι, εικών μία, νόμος εις, Ανάστασις μία».
Ιδιαίτερη επίσης είναι η
ευαισθησία τους προς τον κόσμο της δημιουργίας. Έβλεπαν τη φύση σαν ανάκτορο
της σοφίας του Θεού, στον άγριο συναγωνισμό των στοιχείων, στο ήρεμο ξετύλιγμα
της ζωής, έβλεπαν να αποκαλύπτεται το θεϊκό μεγαλείο. Και σαν απάντηση στην
απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσης και την περιφρόνηση της Βίβλου εν ονόματι
μίας κούφιας επιστημοσύνης ο Βασίλειος λέει στην Εξαήμερο πως «Δεν μειώνεται ο
θαυμασμός μας για το έργα του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε ένα
από τα θαυμαστά έργα. Παρέλειψε η Γραφή να μας το πει για να γυμνάσει το μυαλό
μας».
Άνθρωποι θεόπνευστοι,
βαθυστόχαστοι οραματιστές μίας ωραίας και πλούσιας χριστιανικής ζωής, οι τρεις ιεράρχες υπήρξαν παράδειγμα εφηρμοσμένου Χριστιανισμού. Οι οικουμενικοί
διδάσκαλοι, οι γνήσιοι εκφραστές του πνεύματος της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας
που ο ιερέας ήταν ο «πατέρας». Δραματικά επίκαιρη η αναφορά των Πατέρων στη ζωή μας. Είναι πολύ κουρασμένος ο
σημερινός άνθρωπος, σχεδόν απελπισμένος. Περίσσεψε η αυστηρή κριτική για τα
αμαρτήματά του, χρειάζεται την αγκαλιά της Εκκλησίας, το γλυκό της λόγο.
Αλήθεια, ποια μέσα μαζικής
ενημέρωσης θα προβάλουν σήμερα, ημέρα
γιορτής των Ιεραρχών, κάτι για τη ζωή τους, τη σημασία της παρουσίας τους στην
ιστορία των ανθρώπων; Ποια κοινωνία θ’ απασχολήσουν, με ποια παιδεία;
Γι’ αυτό κλείνουμε αυτή τη
μέρα τα σχολειά και τα πανεπιστήμια και
ψελλίζουμε αμήχανα πως γιορτάζει η
Παιδεία, ενώ όλοι ξέρουμε πως αιμορραγεί. Τα παιδιά μας βγαίνουν στους δρόμους,
γράφουν συνθήματα, γιατί αρνούνται να κτίζουν πύργους σε κινούμενη άμμο… Σαν
δάσκαλοι εκπέμπουμε ένα σήμα. Όχι βέβαια προς το κράτος -όταν αυτό αρνείται
πεισματικά την παράδοσή του- με ηγέτες
που για το Χριστιανισμό ίσως γνωρίζουν μόνο όσα έμαθαν στα σχολικά τους
εγχειρίδια και κάτω απ’ τον παραμορφωτικό φακό του Προτεσταντισμού, μα προς την
Εκκλησία. Την Εκκλησία που βάλλεται από παντού, την Εκκλησία που συχνά
παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως νομοκανονική υπόθεση, που αποστολή έχει να
πορεύεται στον κόσμο για να τον εκκλησιοποιεί, την Εκκλησία των σκανδάλων και
των Αγίων…
Καιρός πια να δούμε την Ορθόδοξη
Πατερική Θεολογία όχι σαν μουσειακό είδος . Και να τιμούμε τους μεγάλους
Ορθόδοξους πατέρες όχι εκθέτοντας μακροσκελείς βιογραφίες, αλλά τονίζοντας ότι
η θεολογία τους είναι τρόπος ζωής, είναι πνευματικές αρχές κι όχι
καθηκοντολογία.
Σήμερα η ορθόδοξη παράδοσή μας
αποτελεί την πιο ασφαλή πηγή ανεφοδιασμού μας. Καθώς έχουμε να παλέψουμε σαν έθνος
ανάμεσα στις αντικρουόμενες πολιτικοοικονομικές θεωρίες Ανατολής και Δύσης και
σαν εκκλησία ανάμεσα στην προπαγάνδα των ετεροδόξων και την πολεμική των
υλιστών. Είναι ανάγκη η ανθρώπινη κοινωνία να αναβαπτισθεί στο πνεύμα του
ορθόδοξου Κοινοτισμού που τον αντάλλαξε μέσα στην τραγική της πορεία με
μηδενιστικά συστήματα, να ξαναβρεί το θεανθρώπινο ανθρωπολογικό πρότυπο της για
να μπορεί να δημιουργεί ανθρώπους που θα χρησιμοποιούν τον τεχνολογικό
πολιτισμό για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους κι όχι για την καταστροφή του.
Ο Πατερικός λόγος για το σύγχρονο
σκεπτόμενο άνθρωπο είναι πρόκληση. Οι τρεις Ιεράρχες δεν είναι παρελθόν.
Εξακολουθούν να μετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας. Εκφράζουν σταθερά το φρόνημά
της.
«Οι Χριστιανοί και μάλιστα οι
Ορθόδοξοι, δεν αισθανόμαστε αμηχανία ούτε αιφνιδιαζόμαστε από τη διαδικασία της
παγκοσμιοποιήσεως» γράφει ο στοχαστής ιεράρχης και αγωνιστής επίσκοπος Τιράνων
και Αλβανίας και συνεχίζει «Η Οικουμενικότητα υπήρξε ο αυτονόητος πνευματικός
μας χώρος. Η διάσταση της παγκοσμιότητος αποτελεί βασικό συστατικό της
Ορθοδοξίας» (Γιαννουλάτος, σελ 262).
Η αποστολή μας λοιπόν ως έθνους
σήμερα είναι αυτονόητη, αφού είμαστε κάτοχοι μιας πολύτιμης κληρονομιάς. Μια
τέτοια αποστολή χρειάζεται το ψυχικό απόθεμα των Μαρτύρων και των Πατέρων. Κι
αυτό είναι η Ορθοδοξία. Που σώζει την Ελληνικότητα στα υψηλότερα επιτεύγματά
της σαν φιλαλήθεια, φιλοκαλία, φιλανθρωπία. Ο αποξενωμένος από αυτήν την
παράδοση Γραικός, δεν έχει τίποτε να δώσει στην Ευρώπη, αλλά θα θέλει μόνο να
πάρει, αρκούμενος μόνο στα ψιχία τα πίπτοντα από της τραπέζης» των πλουσίων
εταίρων μας. Ο Ρωμηός έχει να δώσει αυτό
που πραγματικά στερείται η Ευρώπη, την Ορθοδοξία! Γιατί Ορθοδοξία είναι να
πιστεύει κανείς εκεί που όλα φαίνονται χωρίς ελπίδα.
Η κινδυνολογία περί σύγκρουσης
των πολιτισμών με την παγκοσμιοποίηση
δεν πλήττει την Ορθοδοξία που σκοπό έχει: να προσφέρει νόημα στη ζωή των
ανθρώπων και υπέρβαση της αγωνίας του θανάτου.
Ο Χριστιανισμός πρέπει να γίνει
συναγερμός! Και μάλλον ο συναγερμός πρέπει
ν’ αρχίσει απ’ την εκπαίδευση.
Ο λεγόμενος «εκδημοκρατισμός» της
παιδείας ταυτίστηκε με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά «όλα επιτρέπονται».Το σχολειό δεν
είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει με την ενηλικίωσή της
τις ευθύνες του πολίτη, όχι. Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας
όλα τα δικαιώματα του πολίτη, χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς,
χωρίς εχέγγυα υπευθυνότητας. Δεν του μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της
ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας.
Γι’ αυτό, Δημοκρατία για πολλούς νέους στην Ελλάδα σημαίνει το χαβαλέ της
«αποχής», του αποκλεισμού των κεντρικών δρόμων για να παραλύσει η κυκλοφορία,
σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη της ισχύος, όταν μπορείς να βασανίζεις
πολλούς.
Οφείλουμε να μείνουμε πολλές
νύχτες ξάγρυπνοι όσοι εμπλεκόμαστε στο θέμα της παιδείας, αν τα παιδιά μας
συχνά ανιχνεύουν την ποιότητα όχι στους θεσμούς, μα στο περιθώριο. Αναρωτιέμαι,
πότε θα μπούμε στον κόπο να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματά τους, αναρωτιέμαι,
πόσο καιρό ακόμα θα κλείνουμε τ’ αυτιά
στις κραυγές που απευθύνουν στους γονείς και τους δασκάλους τους και συχνά
αποτυπώνουν σε στίχους αγαπημένου τους τραγουδιστή σαν κι’ αυτούς :«δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή
και μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο…».
Αλήθεια, ποιος τολμά πια να θίξει
το θέμα της γλώσσας, εκείνης που η κατάργησή της στην εκπαίδευση έχει
αποκλείσει τα παιδιά μας απ’ τον γλυκασμό της εκκλησιαστικής μας ποίησης; Στα
Λύκεια τα παιδιά δεν κατανοούν πια ούτε τον Παπαδιαμάντη και με δυσκολία
παρακολουθούν κείμενο του Μακρυγιάννη ή του Κοσμά του Αιτωλού. Κι’ όμως, τη
γλώσσα του πατροκοσμά την καταλάβαιναν οι αναλφάβητοι Έλληνες της
Τουρκοκρατίας. Ποιος τολμά να φωνάξει πως στο βωμό της ευκολίας, κόβουμε τις
φλέβες του Ελληνισμού, πιθηκίζοντας άλλα πρότυπα και άλλα μοντέλα παιδείας,
ξένα με την ιδιοσυγκρασία μας;
«Θεός είναι να μη μπορείς να
κοιμηθείς» γράφει ο ποιητής κι’ έχω την άποψη ότι η αγωνία μας πια δεν πρέπει
να εξαντλείται σε μνημόσυνα ή λόγους από άμβωνος, μα είναι θέμα βαθειάς, μέχρι
δακρύων περισυλλογής…
Η Νόνη Σταματέλου είναι θεολόγος.