Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2022

 

«Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. Μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου» (Ματθ.1, 18 ).

Ἐπίκαιρη ὁμιλία ὑπό τοῦ πρωτ. Λάμπρου Χ. Τσιάρα. Ἰωάννινα

Μέσα σέ ἕνα στίχο, ἀγ. ἀδελφοί, ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διατυπώνει μέ τρόπο λιτό καί ἀπολύτως καθαρό τό «μέγα μυστήριον τῆς εὐσεβείας». Καί αὐτό τό μυστήριον  εἶναι ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄.Τιμ. 3, 16). Γιά δύο πράγματα ἐνδιαφέρεται νά μᾶς πληροφορήσει ὁ θεόπνευστος Εὐαγγελιστής: Τό ἕνα εἶναι, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός ὑπερφυσικό, πού ἔγινε μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ ἁγ.Πνεύματος ἐπί τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, καί τό ἄλλο εἶναι, ὅτι περί τοῦ γεγονότος τούτου ἐλάλησαν οἱ Προφῆται:  «ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἡσαΐας, 8ος αἰ. π.Χ.).

Μέ τή βοήθεια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ καί τῆς διασωθείσης Παραδόσεως, μποροῦμε νά βάλουμε τά γεγονότα σέ μιά σειρά… Ὁ Θεός «ἐπέβλεψεν ἐπί τήν προσευχήν τῶν ταπεινῶν» Ἰωακείμ καί Ἄννης, καί, παρά τήν στειρότητα τῆς Ἄννης καί τό προχωρημένο τῆς ἡλικίας καί τῶν δυό συζύγων, τούς χάρισε τέκνο εὐλογημένο, τήν Μαριάμ, τήν ὁποία, μόλις τριετίζουσα, ἀφιέρωσαν στό ναό τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, «ἡτοίμασε τό σκήνωμα αὐτοῦ ὁ Ὕψιστος», ὥστε ἡ μικρή κόρη νά καταστεῖ ὁ ἔμψυχος ναός καί τό κατοικητήριό του. Ὅταν ἡ Μαριάμ μεγάλωσε σάν κορίτσι καί δέν μποροῦσε πλέον νά παραμένει στόν ναό, οἱ δέ γονεῖς της μᾶλλον θά εἶχαν ἀποθάνει, οἱ ἄνθρωποι τοῦ  Ἰουδαϊκοῦ Συμβουλίου - ἀνθρωπίνως σκεπτόμενοι - , ἀποφάσισαν νά τήν ἀποκαταστήσουν, μνηστεύοντάς την μέ τόν Ἰωσήφ, ἄνδρα σώφρονα καί εὐλαβῆ, καταγόμενον  “ἐκ γένους Δαυΐδ„ , πού εἶχε ζήσει στό παρελθόν ἔγγαμο βίο κι εἶχε μεγαλώσει καί παιδιά. Ἀλλά, πρίν ἡ παρθένος κόρη ὁδηγηθεῖ στήν οἰκία τοῦ Ἰωσήφ, πῆγε κι ἔμεινε γιά κάποιον καιρό στή Ναζαρέτ. Ἐκεῖ δέχτηκε τήν ἐπίσκεψη καί τόν χαιρετισμό τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, καί, κυρίως, ἔλαβε τήν καλή ἀγγελία, ὅτι κρίθηκε ἄξια ἐξαιρετικῆς καί μοναδικῆς μεταξύ τῶν γυναικῶν   τ ι μ ῆ ς  ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ: τῆς εἶπε δηλ. ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει τόν  Υἱόν τοῦ ‘Υψίστου, ὁ ὁποῖος θά  εἶναι  Σωτήρας καί Βασιλέας αἰώνιος. Ἡ Μαρία ἀπορεῖ γιά τό πρωτάκουστο καί ζητεῖ νά πληροφορηθεῖ· «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Κι ὁ Ἄγγελος τῆς  ἀποκρίθηκε καί τῆς εἶπε·  “Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις ‘Υψίστου ἐπισκιάσει σοι». Γι’ αὐτό – συνέχισε – καί τό ἅγιον Βρέφος πού θά γεννηθεῖ μέ τόν ὑπερφυσικό ἐτοῦτο τρόπο, θά ἀναγνωρισθεῖ ὡς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἀπορεῖ, ρωτάει, μαθαίνει, πιστεύει καί, ὄχι μόνο θέτει τόν ἑαυτό της στή διακονία τοῦ θείου Μυστηρίου, ἀλλά καί εὔχεται γιά τήν πραγματοποίησή του: “ Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου , γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου„ , ἀπάντησε. Νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ Παρθένος δέν ἐπελέγη ἐπειδή ἦταν ἁπλῶς ἡ καλύτερη, συγκριτικά, μεταξύ τῶν γυναικῶν, ἀλλ’ ἐπειδή ἦταν ἡ ἀπόλυτα καλύτερη καί ἁγιώτερη καί τιμιώτερη, ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων, ὥστε νά ταιριάζει νά εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ (Νικ.Καβάσιλας).

   Οὖσα ἀπολύτως προσηλωμένη ἡ Παρθένος στόν Θεό μέ ὅλη της τήν ὕπαρξη καί τή θέληση καί τήν ἐνέργεια, δέν ἄφησε ποτέ νά τήν ἀγγίξει ἡ κακία. Μεγαλωμένη στό ναό μέ τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες, μέ τήν νυχθήμερη προσευχή, καί τήν ἀπόλυτη ἀφοσίωσή της στόν Θεό, οἰκοδόμησε ἐντός της ρωμαλέο λογισμό, ἀτσάλινη θέληση, μεγαλειώδη σωφροσύνη, ὥστε νά τρέψει σέ φυγή κάθε ἁμαρτία καί πονηρία, καί νά φτάσει ὡς τό ὕψιστο σημεῖο τοῦ ἀνθρωπίνως δυνατοῦ. Μέ ὅλ’ αὐτά ἡ Παρθένος κατάφερε νά ἑλκύσει ἀπάνω της τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἐπιβλέψει «ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ», καί νά λάβει σάρκα ἀπό τήν σάρκα της, κι ὄχι μόνο σάρκα ἀλλά καί ψυχή καί νοῦ καί θέληση κι ἐνέργεια ἀνθρώπινη. Μέ μιά φράση, « ἡ Παρθένος δέν χρησιμοποιήθηκε ἁπλῶς ὡς ἄβουλο καί ἄψυχο ὑλικό κι “ ἔγινε„ ὅ,τι ἔγινε, δίχως ἡ ἴδια νά πράξει τίποτε» (Νικ.Καβάσιλας). Χωρίς τήν συγκατάθεση καί τήν συνεργία της, ὁ Θεός δέν θά παραβίαζε τίς πύλες τῆς ἀνθρωπότητος, διότι δέν θέλει νά μᾶς σώσει μέ τή βία.

Τώρα, μιά λεπτομερής ἀναφορά στήν ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου – μετά τόν Εὐαγγελισμό της – στήν Ἐλισάβετ, θά μᾶς πήγαινε μακρυά. Θά ποῦμε μόνο, ὅτι πηγαίνοντας ἐκεῖ, «εἰς τήν ὀρεινήν» ἄκουσε τήν συγγενή της Ἐλισάβετ – φωτισμένη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ – νά ἐπιβεβαιώνει, ὅτι – δέχεται τήν ἐπίσκεψη τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ ἔμεινε ἥ Μαριάμ τρεῖς μῆνες, ὥσπου ἡ Ἐλισάβετ γέννησε τόν Ἰωάννη· καί ἐπέστρεψε…,  ποῦ ἐπέστρεψε;  Στόν ναό;  ὄχι· στό σπίτι τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ; ὄχι· «ὑπέστρεψεν εἰς τόν  οἶκον αὐτῆς», καθώς μᾶς πληροφορεῖ ὁ Λουκᾶς, πού γνωρίζει τά πράγματα καί τά γεγονότα ἀπό τήν πιό ἔγκυρη κι ἀξιόπιστη πηγή: τήν ἴδια τήν Παρθένο.

***

 
   Τό τελευταῖο σημεῖο τῆς πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως εὐαγγελικῆς .περικοπῆς, ἀναφέρεται στόν προβληματισμό τοῦ Ἰωσήφ, καθώς πρόσεξε καί εἶδε ὅτι ἡ μνηστή του ἦταν ἔγκυος. Βεβαίως ἔβλεπε τήν ἀθωότητα τῆς Μαρίας καί δέν ἔβανε κακό μέ τό μυαλό του. Ἀλλά τό δίλημμα ἐνώπιόν του ἤτανε μεγάλο: νά τήν ἐκθέσει σέ δημόσιο χλευασμό καί στίς αὐστηρές συνέπειες τοῦ Νόμου; Δέν τό ἤθελε. Ἀλλά καί νά τήν πάρει στό σπίτι του δέν μποροῦσε, γιατί ἦταν ἄνθρωπος εὐσεβής καί πιστός στό Νόμο… Ἀπό τή δύσκολη θέση τόν ἔβγαλε ὁ Θεός· Κι ἐνῶ λοιπόν εἶχε σκεφθεῖ νά ἀπολύσει κρυφά τήν μνηστή του, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίζεται στόν ὕπνο του καί τοῦ λέγει: Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυΐδ, μή φοβηθεῖς νά πάρεις σπίτι σου Μαριάμ τήν γυναῖκα σου, διότι αὐτό πού συμβαίνει μέσα της εἶναι «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Τοῦ ἀναθέτει δέ καί τήν τιμητική ἀποστολή, νά εἶναι ὁ θετός πατέρας τοῦ παιδιοῦ. Βεβαίως ὁ Ἰωσήφ, ὡς σώφρων καί θεοφοβούμενος ἄνθρωπος, ἔκαμε ὅπως τόν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος Κυρίου: πῆρε στό σπίτι του τήν μνηστή του καί δέν τήν γνώρισε ποτέ ὡς σύζυγο, ἀντιλαμβανόμενος ἀπολύτως, ὅτι κλήθηκε ἀπό τόν Θεό νά διακονήσει τό μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, καί ὅτι ὁ ρόλος του δεν εἶναι αὐτός τοῦ συζύγου, ἀλλά τοῦ προστάτη τῆς ἁγνότητος τῆς Θεομήτορος, καί, παράλληλα τῆς νομικῆς κάλυψης τοῦ παιδιοῦ.

***   

   Ἀκούοντας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, αὐτά πού σᾶς λέμε τώρα, κάποιοι ἀδελφοί μας, ἴσως προβληματίζονται, γιατί δυσκολεύονται νά πιστέψουν στό λόγο τοῦ Ἀρχαγγέλου πρός τήν Παρθένο, «ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα»: στόν Θεό δηλ. δέν εἶναι τίποτα ἀδύνατο· (Λουκ.α, 37). Ὁ ἐκ τῶν μεγίστων θεολόγων καί πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, λέγει τά ἑξῆς, σχετικῶς μέ τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου: «ὅπως εἰς τήν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Μαρία ἦτο ἀπείρανδρος καί ἀπειρόγαμος, ἔτσι καί εἰς τήν γέννησιν ὁ τεχθείς τήν αὑτῆς παρθενίαν ἐφύλαξεν ἄτρωτον, μόνος διελθών δι’ αὐτῆς καί κεκλεισμένην τηρήσας αὐτήν». Τα λόγια τοῦ Δαμασκηνοῦ συστοιχοῦν ἀπολύτως μέ τήν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ (6ος αἰ. π.Χ.), ὁ ὁποῖος τήν Παρθένο ἐννοώντας, μιλάει γιά τήν πύλη πού βλέπει κατά ἀνατολάς καί λέγει· αὐτή ἡ πύλη ἦτο κεκλεισμένη. Καί ὁ Κύριος μοῦ εἶπε, (συνεχίζει): «Υἱέ ἀνθρώπου ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, καί οὐκ ἀνοιχθήσεται, καί οὐδείς οὐ μή διέλθῃ δι’ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη» (Ἰεζ.43, 27ἐξ.).

   Θαῦμα ὄντως αὐτό, τό τῆς ἀειπαρθένου. Ἀλλά τό μέγιστο θαῦμα καί μυστήριο εἶναι τό ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Τό θαῦμα τῆς Θεοτόκου ἁπλῶς ὑπεμφαίνει (=ὑποδηλώνει) τό μέγιστο θαῦμα τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως… Ὁ Θεός, λοιπόν, ἐρχόμενος εἰς τόν κόσμον, δέν συνοδεύεται ἀπό ἀστραπές καί καταιγίδες· δέν συντρίβει ὅ,τι συναντάει  ἐμπρός του· κατέρχεται ἀθόρυβα «ὡς ὑετός ἐπί πόκον», ὡσάν ψιλή δροσούλα ἀπάνω στό ποκάρι. Τό ἴδιο κι ὅταν ἀνασταίνεται: ἐξέρχεται τοῦ τάφου χωρίς νά χρειασθεῖ νά θρυμματίσει τόν λίθον τοῦ μνήματος· οὔτε κἄν νά τόν μετακινήσει. Βγαίνει καί φεύγει, ἀφήνοντας τόν τάφο σφραγισμένο, καί τούς φύλακες νά μήν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τήν ἔξοδό του. Ὁ λίθος θά κυλισθεῖ ὕστερα, ἀπό τόν ἄγγελο, γιά νά διαπιστώσουν οἱ μυροφόρες μαθήτριες τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα, ὅταν πηγαίνει νά συναντήσει τούς μαθητές στό ὑπερῶον, δέ χτυπάει γιά νά τοῦ ἀνοίξουν· ἐμφανίζεται ἀνάμεσά τους καί τούς δείχνει τίς πληγές του. Κάποια φορά ἔφαγε κιόλας μαζί τους, ἀλλά, καί «ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν», χωρίς δηλ. ν’ ἀνοίξει ἡ πόρτα γιά νά ἐξέλθει. Μά εἶναι δυνατόν, αὐτός πού δημιούργησε τούς φυσικούς νόμους, νά ὑποτάσσεται σ’αὐτούς, καί νά μήν μπορεῖ νά τούς ἀναστείλει ὅταν θέλει; Τί εἶναι τό θαῦμα; ἀναστολή εἶναι τῶν φυσικῶν νόμων, ὅταν ὁ Θεός τό θέλει.

***

   Ἀγαπητοί ἀδελφοί. Κάποτε στά χρόνια τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Ἀναγέννησης στήν Εὐρώπη τέθηκε τό ἐρώτημα: «γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος; Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ ἀπάντηση εἶναι δοσμένη μέσ’ἀπό τά κείμενα τῆς θείας Γραφῆς καί, ἀκολούθως, ἀπό τήν Ἀποστολική καί ἁγιοπατερική Παράδοση. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός, ὄντας ἄναρχος καί αἰώνιος καί ἀνεξιχνίαστος Θεός, ἦρθε στόν κόσμο μας, ἀπό ἄφατη φιλανθρωπία κινούμενος, καί πῆρε ἀπάνω του τή φύση μας, τό εἶναι μας, τή ζωή μας, ἔτσι ὥστε ἡ γέννησή του να εἶναι καί δική μας γέννηση σέ μιά καινούρια ζωή. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ Θεός κατέβηκε ὡς τόν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑψωθεῖ ὡς τόν Θεό· ὅτι ὁ Θεός «κεκοινώνηκε σαρκός και αἵματος», ἔγινε δηλ. «κοινωνός» τῆς φύσεώς μας, ὥστε κι ἐμεῖς νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β’Πετρ.1, 4). Κι ἀκόμα σημαίνει, ὅτι, ὁ Θεός συγκαταβαίνει καί γίνεται υἱός ἀνθρώπου, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος υἱός τοῦ Θεοῦ («ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν») [Γαλ.4, 5]. Αὐτά ἀκούγονται κάπως λογοτεχνικά· δέν εἶναι. Στήν κίνηση τοῦ Θεοῦ, ἐννοεῖται ὅτι πρέπει κάτι νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου δέν ὑψωνόμαστε στή σφαῖρα τοῦ θείου αὐτομάτως. Χρειάζεται πρωτίστως νά κάνουμε χῶρο στήν καρδιά μας καί νά δώσουμε κατάλυμα σέ αὐτόν πού «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους»· νά τοῦ ἐμπιστευθοῦμε ἀπόλυτα τή ζωή μας, νά ζήσουμε τή ζωή του μέσα στό ἅγιο Σῶμα του, τήν Ἐκκλησία μας. Ἀλλοιῶς, ἡ θεία Γέννηση θά μένει γιά μᾶς ἐντελῶς ξένη, ἤ μᾶλλον ἐμεῖς θά μένουμε ξένοι ἀπό αὐτήν, ἀκολουθώντας τό ρεῦμα τῆς ἐποχῆς καί τίς κοσμικές συνήθειες τῶν ἡμερῶν. Ἄν ἔτσι περάσουμε τοῦτες τίς ἅγιες ἡμέρες, δέν θά ἀξιωθοῦμε νά «ἴδωμεν τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ὑμῖν». Ποιό ρῆμα; ποιό γεγονός; «ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἔστι Χριστός Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ».

 Το λοιπόν ἀδελφοί:

  Χριστός ἐξ ούρανῶν· ἀπαντήσατε. Χριστός ἐπί γῆς· Ὑψώθητε.

ΑΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου