Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Τό Μέγα Ἀπόδειπνο (α΄ μέρος)



Ἰωάννη Μ. Φουντούλη

Εἶναι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ριζωμένο ἕνα ἀλλόκοτο πρωτόγονο συναίσθημα μπροστὰ στὸ φαινόμενο τοῦ ὕπνου. Ὁ ζωντανός, ὁ ἐργαζόμενος, ὁ σκεπτόμενος, ὁ γεμάτος δραστηριότητα ἄνθρωπος, καμπτόμενος ἀπὸ τὴν φυσιολογικὴ κόπωση, καταλαμβάνεται ἀπὸ μία ἀκατανίκητη ἀνάγκη νὰ παραδοθεῖ στὴν ἀγκάλη τοῦ ὕπνου. Οἱ αἰσθήσεις, οἱ διανοητικὲς λειτουργίες, οἱ δυνάμεις τοῦ σώματος ἀτονοῦν καὶ ὁ ζωντανὸς γίνεται σὰν νεκρός. Εἰκόνα τοῦ θανάτου ὁ ὕπνος.

Μυστήριο γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τῶν περασμένων ἐποχῶν. Ὥρα ποὺ ἐνεδρεύουν οἱ πονηρὲς δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου, ὁρατὲς καὶ ἀόρατες, γιὰ νὰ κακοποιήσουν ἢ καὶ ἁπλῶς νὰ πειράξουν τὸν ἀνυπεράσπιστο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο δὲν θὰ ὑπάρχει ἀνθρώπινο ὂν ποὺ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη, ἀφήνοντας προσωρινὰ τὸν κόσμο τῶν ζώντων γιὰ νὰ περάσει στὸ μυστήριο τῆς εἰκόνας τοῦ θανάτου, νὰ στρέψει τὸ νοῦ του στὸ Θεό του καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν προστασία καὶ σκέπη.

Σ’ αὐτὸ τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἰδιωτικῆς πρὸ τοῦ ὕπνου προσευχῆς στηρίχθηκε καὶ ἡ πράξη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔδινε στὴν ἀτομικὴ αὐτὴ προσευχὴ τὴ μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας.

Ἡ μετατροπὴ ἔγινε κατ’ ἀρχὰς στὶς μοναχικὲς ἀδελφότητες, ποὺ τὰ πάντα, καὶ ἰδίως ἡ προσευχή, ἦσαν κοινά. Ἡ κοινὴ αὐτὴ προσευχὴ γινόταν στὴν ὥρα τῆς ἰδιωτικῆς, δηλαδὴ ἀμέσως μετὰ τὸ δεῖπνο καὶ πρὶν τὸν ὕπνο. Γι’ αὐτὸ καὶ τῆς δόθηκε τὸ ὄνομα «ἀπόδειπνο» ἢ «ἀπόδειπνα» καὶ «προθύπνια».


Εἶναι δὲ ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου μία πολὺ μεγάλη ἀκολουθία. Τὸ μῆκος της δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραξενεύει. Εἶναι καθαρὰ μοναστηριακὴ καὶ γνωρίζουμε πόσο οἱ μοναχοὶ ἤθελαν νὰ παρατείνουν τὴν προσευχή τους, τόσο πού, ἂν ἦταν φυσικῶς δυνατόν, δὲν θὰ διέκοπταν ποτὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἴσοδός της ὅμως στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς καὶ ἡ χρήση της ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ λαὸ ὁδήγησε γρήγορα σὲ ἀδιέξοδο. Ἔτσι κατὰ τὸν ΙΔ΄ μὲ ΙΕ΄ αἰώνα ἀναγκάσθηκαν νὰ κάνουν καὶ μία ἐπιτομή της, ποὺ ὀνομάσθηκε, γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἐκτενῆ μορφή, «μικρὸ ἀπόδειπνο». Τὸ ἄλλο, τὸ πλῆρες καὶ παλαιό, ὀνομάσθηκε τώρα «μέγα ἀπόδειπνο». Εἶναι κοινὸς νόμος, ὅτι τὰ νεώτερα πράγματα καὶ τὰ συντομότερα κερδίζουν γρήγορα ἔδαφος. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο. Τὸ «μικρὸ» καὶ νεώτερο ἐπισκίασε τὸ παλαιὸ καὶ μεγάλο, καὶ περιόρισε τὴν τέλεσή του μόνο κατὰ τὶς νήστιμες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ λόγω τῆς ἱερότητας τῆς περιόδου αὐτῆς καὶ τῆς συντηρητικότητας τῶν ἀκολουθιῶν της, μποροῦσε νὰ βαστάσει τὸ βάρος τῆς ἐκτενοῦς ἀρχαϊκῆς ἀκολουθίας.

Ἔτσι σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσουμε τὴν τέλεση τοῦ μεγάλου ἀποδείπνου καὶ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν Δευτέρα ὡς τὴν Πέμπτη τῶν ἑβδομάδων τῆς μεγάλης Νηστείας, τὶς δὲ Παρασκευὲς μαζὶ μὲ τοὺς χαιρετισμοὺς τὴν ἀκολουθία τοῦ μικροῦ ἀποδείπνου. Στὶς ὑπόλοιπες ἐκτός τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡμέρες τελεῖται, κατ’ ἰδίαν στὰ σπίτια ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ εὐλαβεῖς λαϊκοὺς ἢ ἀπὸ κοινοῦ στὰ μοναστήρια, τὸ μικρὸ ἀπόδειπνο.

Τὸ θέμα τοῦ ἀποδείπνου εἶναι διπλό, ἀνάλογο πρὸς τὴν ὥρα τῆς τελέσεώς του· εὐχαριστία δηλαδὴ κατὰ πρῶτον καὶ δοξολογία γιὰ τὴν διέλευση τῆς ἡμέρας καὶ δέηση γιὰ τὴν «ἀπρόσκοπτο» καὶ «ἐλευθέρα φαντασιῶν», κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἀνάπαυση κατὰ τὴν ἐπερχόμενη νύκτα. Μὲ τὸ πρῶτο θέμα συμπλέκονται καὶ ἄλλα συναφῆ. Μία ἀνασκόπηση τῶν ἔργων τῆς ἡμέρας γεννᾶ ἀσφαλῶς τὴν ἀνάγκη γιὰ αἴτηση συγγνώμης γιὰ τὶς ποικίλες παραβάσεις μας, ἕνα ἔντονο συναίσθημα μετανοίας. Ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἀδελφούς μας γέννησε ἀσφαλῶς δυσαρέσκειες καὶ ἐνδεχομένως προκάλεσε ἀντιδικίες καὶ μίση. Εἶναι καιρὸς ὅλα αὐτὰ νὰ ἐπανορθωθοῦν μὲ τὴν ἀμοιβαία συγχώρηση καὶ συνδιαλλαγή. Μὲ τὸ δεύτερο πάλι θέμα συνδέεται ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως, γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος στερεὰ στερεωμένους στὴν ἀληθινὴ μαρτυρία καὶ ὁμολογία, κατὰ τοὺς Πατέρες. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θέματα κατακλείει καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ταχεία ἀπὸ τὸν ὕπνο ἐξανάσταση γιὰ νὰ μὴ σιγήσει ἐπὶ πολὺ τὸ στόμα ποὺ δοξολογεῖ τὰ «κρίματα» τοῦ Θεοῦ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου