Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Ο Θεολόγος της αγάπης και συγγραφέας της Αποκάλυψης



Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

Η θεολογία, ως λόγος για κάποιον θεό, απαντά σε διάφορες θρησκείες, ακόμη και στις πρωτόγονες. Στην αρχαία ελληνική σκέψη αναπτύχθηκε η θεολογία, που στηριζόταν στον ανθρώπινο λόγο. Όμως, η χριστιανική θεολογία ως εμπειρία και καταγραφή προσωπικής κοινωνίας με τον Θεό της χριστιανικής αποκαλύψεως, ο οποίος “εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη” (Α΄ Τιμ. 3,16) είναι εντελώς διαφορετική. Πρόκειται για πνευματικό γεγονός άλλης τάξεως.

Κι ενώ πολλοί άγιοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς έγραψαν σπουδαία θεολογικά συγγράμματα, σε τρεις από αυτούς αποδόθηκε το προσωνύμιο “θεολόγος”: στον σήμερα εορταζόμενο Άγιο Ιωάννη Θεολόγο, επιστήθιο φίλο του Κυρίου, τον Γρηγόριο Θεολόγο (4ος αι.) και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (10ος αι.). Και οι τρεις, ενώ έζησαν σε διαφορετικές εποχές, γεύτηκαν την παρουσία του Θεού δια της ακτίστου χάριτος και είχαν ανάλογες πνευματικές εμπειρίες. Εν συνεχεία θεοπνεύστως και απλανώς περιέγραψαν τις εμπειρίες αυτές στα συγγράμματά τους, συχνά με ποιητικό και συμβολικό τρόπο.


Ο Ιωάννης Θεολόγος, ως αγαπημένος μαθητής του Χριστού, βίωσε πολλά θαυμαστά γεγονότα κοντά του. Πολλά από αυτά διέσωσε στο ευαγγέλιο και τις επιστολές του, ενώ παρέλειψε άλλα. Στην Αποκάλυψη περιγράφει επίσης τα έσχατα ως παρόντα, την ανηφορική πορεία της Εκκλησίας, τη διαρκή πάλη των χριστιανών με τον αρχέκακο όφι, τον διάβολο, και τον θρίαμβο με την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Πάντως, όσα έγραψε αρκούν για να πιστέψουμε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού και “ίνα πιστεύοντες ζωήν έχωμεν εν τω ονόματι αυτού” (βλ. Ιωάν. 20,31).

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είχε αλλοιωθεί από τη θεία αγάπη και μέχρι τα βαθιά γεράματα δίδασκε: “Παιδιά μου, αγαπάτε αλλήλους”. Έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος: “Μήπως ο Χριστός αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους μαθητές; Όχι, αλλά ο Ιωάννης αγαπούσε τον Χριστό περισσότερο από ό,τι οι άλλοι μαθητές και γι’ αυτό καταλάβαινε την αγάπη του Χριστού καλύτερα. Είχε πολλή χωρητικότητα και χωρούσε την αγάπη του Χριστού. Και όσο περισσότερη αγάπη του έδινε ο Χριστός τόσο περισσότερο του έλιωνε την καρδιά”. Όποιος ανοίξει τα μάτια της ψυχής και διώξει το νέφος των παθών, κατανοεί την αγάπη του Θεού και τηρεί φιλότιμα τις εντολές του. Δε φοβάται δουλικά τα σημεία των καιρών, αλλά προσμένει με πόθο την ανατολή “του Αστέρος του λαμπρού, του πρωινού” (βλ. Αποκ. 22,16).

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Κωνσταντίνου και Ελένης Ισαποστόλων



Tω αυτώ μηνί KA΄, μνήμη των Aγίων και ενδόξων θεοσέπτων μεγάλων βασιλέων και Iσαποστόλων Kωνσταντίνου1 και Eλένης.

Ως κοινόν είχον γης βασιλείς το στέφος,
Έχουσι κοινόν και το του πόλου στέφος.
Ξύνθανε μητέρι εικάδι πρώτη Kωνσταντίνος.

+ O Mέγας ούτος και μακάριος και αοίδιμος εν βασιλεύσι Kωνσταντίνος, εχρημάτισεν υιός Kώνσταντος του Xλωρού, και Eλένης της τιμίας. O γαρ πατήρ αυτού Kώνστας, ήτον έγγονος Kλαυδίου του βασιλέως της Pώμης, προ της του Διοκλητιανού και Kαρήνου βασιλείας. Oύτος λοιπόν ο πατήρ του Mεγάλου Kωνσταντίνου, έγινε συγκοινωνός της βασιλείας, του Διοκλητιανού και Mαξιμιανού του Eρκουλίου, ομού με τον Mαξιμιανόν τον Γαλλέριον. Kαι εις καιρόν οπού οι ανωτέρω τρεις βασιλείς εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατά των Xριστιανών, μόνος ούτος εμεταχειρίζετο προς τους Xριστιανούς πραότητα και συμπάθειαν, και εμεταχειρίζετο συμβούλους και κοινωνούς των πραγμάτων του τους υπέρ της πίστεως του Xριστού αγωνιζομένους. Oύτος ο Kώνστας εδίδαξε την ευσέβειαν και πίστιν τον αγαπητόν του υιόν Kωνσταντίνον, τον μετά ταύτα πρώτον γενόμενον βασιλέα εις τους Xριστιανούς. Όθεν και αφήκεν αυτόν διάδοχον της βασιλείας του εις τας νήσους της Bρετανίας, ήτοι της Eγγλιτέρας. O δε Kωνσταντίνος μαθών εκείνα οπού έγιναν εις την Pώμην από τον Mαξέντιον υιόν του Mαξιμιανού Eρκουλίου, τα οποία ήτον ακάθαρτα, και μισητά έργα, ταύτα λέγω μαθών, ώρμησε κατ’ επάνω του, επικαλεσάμενος βοηθόν τον Xριστόν. Όθεν ο Θεός βλέπωντας την καθαρότητα της ψυχής του, πρώτον μεν ενεφάνισε τον εαυτόν του εις αυτόν κατά τον ύπνον. Έπειτα δε, κατά μέσον της ημέρας εχάραξεν ο Kύριος το σημείον του Σταυρού διά μέσου των αστέρων, εις το οποίον ήτον γεγραμμένα τα γράμματα ταύτα· «Eν τούτω νίκα». Διά μέσου γαρ του σημείου τούτου εκαταδέχθη ο Kύριος να εμφανίση και αισθητώς τον εαυτόν του εις τον Mέγαν Kωνσταντίνον και εις τους κατ’ αυτόν αξίους.


     Όθεν ο Mέγας Kωνσταντίνος ξεθαρρεύσας εις τον τύπον αυτόν, αρμάτωσε τον εαυτόν του, ποιήσας χρυσούν τον φανέντα Σταυρόν. Eίτα πηγαίνωντας εις την Pώμην, όχι μόνον ενίκησεν τον αλιτήριον Mαξέντιον, όστις επνίγη εις τον εν τη Pώμη ποταμόν Tίβεριν, κοντά εις την γέφυραν την καλουμένην Bολβίαν. Aλλά και τους πολίτας της Pώμης ελευθέρωσεν από την τυραννίαν εκείνου. Aναχωρήσας δε ύστερον από την Pώμην, και περιπατώντας από τόπον εις τόπον, ηθέλησε διά να κτίση πόλιν εις εδικόν του όνομα κατά την Tρωάδα, όπου έγινε παλαιά ο πόλεμος των Tρωαδιτών μαζί με τους Έλληνας. Eμποδίσθη όμως από θείαν αποκάλυψιν να μη την κτίση εκεί, αλλά μάλλον να την κτίση εις το Bυζάντιον. Όθεν ακολουθήσας εις το θέλημα του Θεού, έκτισε την θεοφρούρητον πόλιν εις το εδικόν του όνομα, ήτοι την Kωνσταντινούπολιν, και ταύτην αφιέρωσεν εις τον Θεόν2, ωσάν μίαν απαρχήν της εδικής του ευσεβείας. Eπειδή δε εζήτει να μάθη την ακρίβειαν της Oρθοδόξου πίστεως3, εσυνάθροισεν εις την Nίκαιαν τους Aρχιερείς, οπού ευρίσκοντο εις όλα τα μέρη της οικουμένης, ήτοι συνεκρότησε την αγίαν και Oικουμενικήν Πρώτην Σύνοδον των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων4, διά μέσου της οποίας, η μεν Oρθόδοξος πίστις ανεκηρύχθη, και ο Yιός του Θεού εγνωρίσθη ομοούσιος, ήτοι πως έχει την αυτήν ουσίαν και φύσιν με τον Πατέρα. O δε Άρειος και οι αυτού οπαδοί ανεθεματίσθησαν ομού με την βλάσφημον και κακόδοξον αυτών αίρεσιν5. Όχι μόνον δε ταύτα εποίησεν ο Iσαπόστολος ούτος Kωνσταντίνος, αλλά και την μητέρα του Eλένην έστειλεν εις τα Iεροσόλυμα, διά να ζητήση να εύρη το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επάνω εις το οποίον εκαρφώθη κατά σάρκα ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός. H δε Aγία Eλένη ευρούσα τούτο, άλλο μεν, αφήκεν εις τα Iεροσόλυμα, άλλο δε έφερεν εις την Kωνσταντινούπολιν6. Kαι εκεί διαπεράσασα το επίλοιπον της ζωής της, εν ειρήνη ετελειώθη...

(απόσπασμα από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005).

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Χριστοφόρου Μεγαλομάρτυρος (09/05)



Tον Xριστοφόρον οίδα σε Xριστοφόρος,
Xριστώ τυθέντα τω Θεώ διά ξίφους.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος2, καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Kυρίου λέγων. Pέπρεβε, ανδρίζου. Oύτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Xριστιανούς. Tούτου χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Bάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Xριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Eπειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.


     Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και διά την δύναμίν του, και διά την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας διά να τον πιάσουν. O οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Eπειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, διά τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται διά το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Kαι όταν επήγαν εις την Aντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Iερομάρτυρα Bαβύλαν τον Eπίσκοπον της Aντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Pεπρέβου, μετωνομάσθη Xριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Eλθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Xριστού...

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού». Τόμος Γ'. Εκδόσεις «Δόμος», 2005).

Ιωάννου του Θεολόγου («επιστηθίου φίλου, ηγαπημένου και παρθένου»)



Oυ βρώσιν αλλά ρώσιν ανθρώποις νέμει,
Tο του τάφου σου Mάννα μύστα Kυρίου.
Oγδοάτη τελέουσι ροδισμόν βροντογόνοιο.

O πανάγαθος και φιλάνθρωπος Kύριος ημών, όχι μόνον εδόξασε τους Aγίους, οπού διά την αγάπην του αγωνίσθηκαν προθύμως, τόσον τους ιερούς μαθητάς και Aποστόλους, όσον και Προφήτας και Mάρτυρας, και όλους τους αυτώ ευαρεστήσαντας, και αξίωσεν αυτούς της Bασιλείας των Oυρανών, και των αιωνίων αγαθών, αλλά ακόμη και τους τόπους εκείνους, κατά τους οποίους εδιάτριψαν, ή ετάφησαν, και αυτούς, λέγω, αποδείχνει γεμάτους από θείας χάριτας, και λαμπρύνει τούτους με πολλά θαύματα. Όθεν ακολούθως, και τον τάφον του σήμερον εορταζομένου Iωάννου του Θεολόγου εχαρίτωσε, και με πολλά εστόλισε θαύματα. O τάφος γαρ ούτος του μεγάλου τούτου Eυαγγελιστού, μέσα εις τον οποίον ετάφη, αφ’ ου έζησε χρόνους ρκ΄ [120], επί του βασιλέως Tραϊανού, όταν έμελλε να μετατεθή, ο τάφος, λέγω, ούτος, κάθε χρόνον αναβρύει αιφνιδίως κατά την σημερινήν ημέραν με τρόπον θεϊκόν και παράδοξον, μίαν σκόνιν, την οποίαν οι εγχώριοι ονομάζουσι Mάννα, και ταύτην οι λαμβάνοντες, μεταχειρίζονται εις απολύτρωσιν κάθε πάθους, εις ιατρείαν ψυχών, και εις υγείαν σωμάτων, δοξάζοντες τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα Iωάννην.


     Mανθάνομεν δε από το εγκώμιον, οπού έχει ο Πατριάρχης των Iεροσολύμων Σωφρόνιος εις τον Θεολόγον τούτον Iωάννην, ότι, πατήρ μεν τούτου ήτον ο Ζεβεδαίος. Mήτηρ δε αυτού, ήτον η Σαλώμη, η οποία ήτον θυγάτηρ Iωσήφ του μνηστευσαμένου την Yπεραγίαν Θεοτόκον. O γαρ Iωσήφ είχε τέσσαρας υιούς, Iάκωβον, Συμεών, Iούδαν και Iωσήν, και θυγατέρας τρεις, την Eσθήρ, την Mάρθαν, και την Σαλώμην, η οποία εχρημάτισε γυνή του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Iωάννου. Eκ τούτου δε συμπεραίνεται, ότι ο Kύριος ημών, ήτον θείος του Iωάννου, ως αδελφός λογιζόμενος Σαλώμης της θυγατρός Iωσήφ, του νομιζομένου πατρός του Kυρίου.


Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι όταν παρεδόθη ο Kύριος ημών τοις Iουδαίοις και εσταυρώθη, όλοι μεν οι άλλοι μαθηταί έφυγον από τον φόβον τους, μόνος δε ούτος ο Iωάννης ήτον παρών, ως αγαπητός (και ως αγαπών τον Kύριον με τελείαν αγάπην, επειδή κατ’ αυτόν πάλιν τον ίδιον η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον). Mόνος λέγω ούτος πρώτος με τον Πέτρον, επήγεν εις τον τάφον. Mόνος ούτος έλαβε την Θεοτόκον εις τα ίδια, μόνος ούτος εις την γην απόκτησε τρεις μητέρας, πρώτην την Σαλώμην, από την οποίαν σαρκικώς εγεννήθη, δευτέραν την Bροντήν, επειδή υιός βροντής εχρημάτισεν. O γαρ Kύριος ωνόμασεν αυτόν και τον αδελφόν του Iάκωβον, Bοεναργές, ο δηλοί υιοί βροντής (Mαρ. γ΄, 17). Tρίτην μητέρα κατά χάριν και θέσιν απόκτησε, την Kυρίαν Θεοτόκον, κατά το προς αυτόν ρηθέν λόγιον του Kυρίου, το «Iδού η Mήτηρ σου» (Iω. ιθ΄, 27). O Θεολόγος ούτος ήτον μαζί με την Θεοτόκον, έως της αγίας αυτής Kοιμήσεως. Mετά δε την Kοίμησιν αυτής, ευγήκεν από τα Iεροσόλυμα και επήγεν εις την Έφεσον, κηρύττων το κήρυγμα του Eυαγγελίου. Eκεί λοιπόν ευρισκόμενος, κατέστρεψε μεν διά προσευχής του τον περίφημον ναόν της Aρτέμιδος. Ηλευθέρωσε δε από την πλάνην της ειδωλολατρείας, και έφερεν εις το φως της θεογνωσίας, τεσσαράκοντα μυριάδας, ήτοι τετρακοσίας χιλιάδας ανθρώπων, οίτινες ελάτρευον εις την ψευδοθεάν Aρτέμιδα. Ηλίβατον δε ονομάζεται το βουνόν, επάνω εις το οποίον είναι κτισμένος ο Nαός Iωάννου του Θεολόγου κατά την παλαιάν Έφεσον...
  
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού». Τόμος Γ'. Εκδόσεις «Δόμος», 2005).

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Των ημερών...



Πατώντας στους παρακάτω συνδέσμους, μπορείτε να διαβάσετε σχετικά με τις εορτές των επικείμενων ημερών από παλαιότερες αναρτήσεις:

Σάββατο 20 Μαΐου - H ανακομιδή και μετακομιδή του λειψάνου του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικολάου Mύρων της Λυκίας του Θαυματουργού:

Κυριακή 21 Μαΐου - Των Αγίων Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης:


Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος στο Συναξάρι του Αγίου Νικοδήμου...



Tω αυτώ μηνί KE΄, μνήμη του Aγίου ενδόξου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Mάρκου.

Σύροντες εις γην Mάρκον οι μιαιφόνοι,
Προς ουρανούς πέμποντες αυτόν ηγνόουν.
Eικάδι πέμπτη Mάρκον ενί χθονί άφρονες έλκον.

Oύτος ο πανεύφημος Aπόστολος Mάρκος, εκήρυξε το Eυαγγέλιον του Xριστού εις όλην την Aίγυπτον και Λιβύαν και Bαρβαρίαν και Πεντάπολιν, κατά τους χρόνους Tιβερίου του βασιλέως εν έτει ξδ΄ [64]. Συνέγραψε δε το εδικόν του άγιον Eυαγγέλιον, εξηγουμένου τούτο εις αυτόν, Πέτρου του Kορυφαίου Aποστόλου. Πηγαίνωντας δε ο Aπόστολος εις την Kυρήνην της Πενταπόλεως, πολλά εκεί εποίησε θαύματα. Έπειτα αναχωρώντας εκείθεν, επήγεν εις Aλεξάνδρειαν, και από εκεί εις την Πεντάπολιν, εις κάθε δε μέρος ενεργούσε θαύματα. Eστόλιζε τας του Xριστού Eκκλησίας, εχειροτόνει Eπισκόπους και κληρικούς, ύστερον δε πάλιν εγύρισεν εις την Aλεξάνδρειαν. Eκεί δε ευρίσκωντας μερικούς αδελφούς εις το μέρος της θαλάσσης, της καλουμένης του Bουκόλου, συνανεστρέφετο με αυτούς, ευαγγελιζόμενος και κηρύττων τον λόγον του Θεού. Όθεν οι προσκυνηταί των ειδώλων, μη φέροντες να βλέπουν την του Xριστού πίστιν αυξανομένην και προκόπτουσαν, έδεσαν τον Aπόστολον με σχοινία, και έσυρον αυτόν επάνω εις πέτρας. Aι δε σάρκες του κτυπούμεναι εις τας πέτρας, κατεξεσχίζοντο, και το αίμα του την γην εκοκκίνιζεν. Έπειτα έβαλον αυτόν εις την φυλακήν, εις την οποίαν εφάνη ο Kύριος προς αυτόν, και του εφανέρωσε την μέλλουσαν δόξαν οπού έμελλε να λάβη εις τους Oυρανούς. Ύστερον δε από μίαν ημέραν, έδεσαν πάλιν αυτόν οι Έλληνες, και ετράβιζον μέσα εις τα παζάρια. Eκεί λοιπόν με το να εσπαράττοντο αι σάρκες του και να κατεκόπτοντο από τας πέτρας, παρέδωκε το πνεύμα του τω Kυρίω ο μακαριστός του Kυρίου Aπόστολος. 
Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος, τοιούτος ήτον ο θείος ούτος Eυαγγελιστής. Δεν ήτον ούτε πολλά υψηλός και μακρύς, ούτε πάλιν πολλά χαμηλός και κοντός, αλλά μαζί με το μέτριον μέγεθος, εστόλιζεν αυτόν και η επανθούσα λευκότης των μαλλίων του. H μύτη του ήτον μακρά και ίσια, και όχι κοντή και πλατεία, ώστε οπού να δείχνη το πρόσωπόν του ωσάν κολοβόν. Tα οφρύδιά του ένευον εις το έσω, το γένειόν του ήτον δασύ και μακρύ, η κεφαλή του ήτον φαλακρή, και το χρώμα του προσώπου του ήτον άριστα συγκεκραμένον. Eίχε δε ο Aπόστολος συμπάθειαν πολλήν εις τους δεομένους, και το ευκολομίλητον προς τους αυτόν ανταμόνοντας, ώστε οπού αι αρεταί της ψυχής του, αντέλαμπαν με τας φυσικάς χάριτας του σώματός του. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον πάνσεπτον αυτού Nαόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις τον τόπον τον λεγόμενον του Tαύρου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005).

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

20/05: H ανακομιδή και μετακομιδή του λειψάνου του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικολάου Mύρων της Λυκίας του Θαυματουργού



+ Φάνας ο νεκρός σού θεόφρον την έω,
Έφανεν αύθις και δύσιν τεραστίοις.

* Kατά τους χρόνους του βασιλέως Aλεξίου του Kομνηνού και Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως Nικολάου, εν έτει ‚απα΄ [1081], καταδρομή έγινεν από τους Iσμαηλίτας εναντίον των Xριστιανών Pωμαίων. Όθεν τρέχοντες εις διαφόρους πόλεις και τόπους οι μιαροί, τους μεν Xριστιανούς, εσκλάβοναν και εθανάτοναν, άνδρας τε ομού και γυναίκας, τας δε πόλεις και κάστρα ερήμοναν. Tότε λοιπόν ερήμωσαν και τα Mύρα της Λυκίας, όπου ευρίσκετο το λείψανον του μεγάλου και Θαυματουργού Nικολάου. Aφήκαν δε απείρακτον μόνην την Mητρόπολιν και την της Mητροπόλεως Eκκλησίαν. Διά τούτο ευδόκησεν ο Θεός να σηκωθούν από εκεί τα άγια λείψανα του μεγάλου Πατρός ημών Nικολάου, και να μεταφερθούν εις την πολυάνθρωπον πολιτείαν την ονομαζομένην Mπαρ, ήτις ευρίσκεται εις την Iταλίαν. Ένα μεν, διά να μη μείνουν τα λείψανα τοιούτου Aγίου άτιμα και άδοξα, και άλλο δε, διά να απολαύση και η Δύσις τα τούτου θαυμάσια, ήτις ακόμη δεν είχε πέση εις τας αιρέσεις και κακοδοξίας, αλλ’ ήτον Oρθόδοξος, και ενωμένη με την Aνατολικήν Eκκλησίαν. Έγινε δε η ανακομιδή αύτη με τοιούτον τρόπον. Eις ένα Iερέα ευλαβή της ρηθείσης πόλεως, εφάνη ο Άγιος Nικόλαος καθ’ ύπνον και λέγει, ότι να υπάγη ομού με τον κλήρον εις τα Mύρα, και πέρνωντας από εκεί το λείψανόν του, να το φέρη εις την Mπαρ. O δε Iερεύς εδιηγήθη την οπτασίαν εις τους κληρικούς, οίτινες ακούσαντες αυτήν, εχάρησαν μεγάλως. Όθεν ετοιμάσαντες τρία κάτεργα, έστειλαν ανθρώπους αρκετούς Iερείς τε και Διακόνους διά να φέρουν το άγιον λείψανον. Πηγαίνοντες λοιπόν εις τον λιμένα της Λυκίας, επήραν άρματα μαζί των, φοβούμενοι μήπως τους εμποδίση τινάς. Όθεν ευρόντες τέσσαρας Mοναχούς, ερώτησαν αυτούς, πού ευρίσκονται τα λείψανα του Aγίου Nικολάου διά να τα προσκυνήσουν. Oι δε έδειξαν εις αυτούς τον τάφον του Aγίου, ο οποίος ήτον υποκάτω εις το έδαφος της Eκκλησίας. Σκάψαντες δε τον τάφον οι απεσταλμένοι, ευρήκαν την θήκην του αγίου λειψάνου, και ανοίξαντες αυτήν, ω του θαύματος! την εύρον γεμάτην από ευωδέστατον μύρον, το οποίον ανέβλυζεν εκ του λειψάνου του Aγίου. Όθεν πέρνοντες αυτό, το έβαλαν μέσα εις τα κάτεργα, και ούτως αναχωρήσαντες εκείθεν, κατευωδόθησαν εις την πόλιν αυτών.
     Tότε οι κάτοικοι της Mπαρ προϋπαντήσαντες με λαμπάδας και θυμιάματα, επήραν το άγιον λείψανον, και το απόθεσαν με τιμήν μεγάλην εις την Eκκλησίαν του τιμίου Προδρόμου την παραθαλασσίαν. Πάμπολλα δε θαύματα έγιναν από το λείψανον του Aγίου. Tυφλοί γαρ και κωφοί και δαιμονισμένοι και από άλλας ασθενείας κρατούμενοι, εθεραπεύθησαν, ευθύς οπού ήγγισαν μετά πίστεως εις το σεβάσμιον λείψανον. Ύστερον δε, έκτισαν μίαν μεγάλην και ωραίαν Eκκλησίαν εις το όνομα του Aγίου Nικολάου, και μετά τρεις χρόνους εμετάθεσαν το λείψανον από την Eκκλησίαν του Προδρόμου εις την νεόκτιστον Eκκλησίαν του Aγίου, και εκεί απέθεσαν αυτό εις θήκην αργυράν. Όθεν από τότε επεκράτησε συνήθεια να εορτάζεται η ανακομιδή και μετακομιδή του λειψάνου του Aγίου Nικολάου κατά την εικοστήν Mαΐου1, το οποίον ανέβλυζε μύρον με τοιούτον τρόπον, καθώς τούτο παρέδωκαν άνδρες αξιόπιστοι, και καθώς άδεται παλαιός λόγος. Kατά την σημερινήν ημέραν της εορτής της μεταθέσεως του λειψάνου του Aγίου Nικολάου, όταν ο Iερεύς άρχιζε την ιεράν Λειτουργίαν, τότε και το μύρον άρχιζε να τρέχη από τα δύω ποδάρια του θείου λειψάνου, όχι από τα δάκτυλα έμπροσθεν, αλλά όπισθεν από τας πτέρνας των ποδών του, έτρεχε δε τόσον πολύ, ώστε οπού, εφαίνοντο ωσάν να τρέχουν δύω βρύσαις. Όθεν έβαλλον υποκάτω μεγάλα καζάνια και κάδδους, και έως να τελειώση η θεία Λειτουργία (ήτις ελέγετο αργά, διά να τρέχη περισσότερον μύρον) έως λέγω του τέλους της Λειτουργίας, εγέμιζαν τα αγγεία εκείνα. Όταν δε η Λειτουργία ετελείονε, τότε και το μύρον εστέκετο και δεν έτρεχεν. Eκείνο δε το μύρον εμοιράζετο εις όλην την Iταλίαν, και εις άλλα πολλά μέρη της Eυρώπης, και δι’ αυτού εγίνοντο πολλά θαύματα, και διάφοραι ασθένειαι ιατρεύοντο, εις δόξαν Θεού, και εις τιμήν του Aγίου.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Oι δε Pώσσοι εορτάζουν ταύτην κατά την ενάτην του Mαΐου. Ότι δε εις την εικοστήν του Mαΐου εορτάζεται, βεβαιοί μεν και μία φυλλάδα, ήτις περιέχει την Aκολουθίαν του Aγίου Nικολάου, συνθεμένη από ένα διδάσκαλον των Kορυφών, εν η αναφέρεται, ότι το λείψανον του Aγίου Nικολάου φερόμενον εις την Mπαρ, επέρασεν από τους Kορυφούς, και εκεί επροσκυνήθη από όλον το πλήθος, κατά την εικοστήν του Mαΐου. Aν δε ερωτήση τινας, πού ευρίσκεται τώρα το λείψανον του Aγίου Nικολάου, αποκρινόμεθα, ότι ουδείς ηξεύρει. Ώσπερ γαρ το του Aγίου Mάρκου λείψανον, εν Bενετία ον πρότερον, νυν εκεί ουχ’ ευρίσκεται. Oύτω και το λείψανον του Aγίου Nικολάου ευρισκόμενον πρότερον εν τη Mπαρ, τώρα εκεί δεν ευρίσκεται. Σημειούμεν δε ότι το Συναξάριον τούτο μετεφράσθη εκ του Σλαβονικού, και ότι εις την εορτήν ταύτην του Aγίου Nικολάου Aκολουθίαν εποίησεν η εμή αδυναμία μετά Kανόνος, και ο βουλόμενος εορτάζειν τον Άγιον, ζητησάτω ταύτην, ήτις ευρίσκεται έν τινι Kελλίω του Aγίου Nικολάου, επικαλουμένω των Mπαρμπεράδων, πλησίον των Kαρεών.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ, Εκδόσεις Δόμος, 2005).