Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Ο Σταμούλης, στο πέρασμά του...

Η είδηση της κοίμησης του καθηγητή Θεολογίας Χρυσόστομου Σταμούλη είναι η ρωγμή ενός κόσμου, το άνοιγμα ενός κενού στο εκκλησιαστικό και πολιτισμικό μας σώμα. Ο Σταμούλης υπήρξε από εκείνους που δεν μίλησαν για τον θάνατο σαν να ήταν μία έννοια εξωτερική, ούτε για τον έρωτα σαν να ήταν ένα πάθος καταναλωτικό. Αντίθετα, στοχάστηκε και τα δύο ως άκρα του ίδιου τόξου: ως τα δύο αμετακίνητα όρια που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς γεγονότα, είναι αρχέτυπα, είναι οι δύο αποκαλύψεις που στήνουν όλη την Ιστορία, όπως θα έλεγε και ο ίδιος.

Ο θάνατος του Σταμούλη μας επιβάλλει να τον ακούσουμε ξανά μέσα από την απότομη σημερινή σιωπή του. Να δούμε αν τα λόγια του βρίσκουν επαλήθευση στο ίδιο του το τέλος. Γιατί αυτό που έλεγε ο ίδιος —ότι για να κατανοήσει κανείς τον θάνατο χρειάζονται πολλές ζωές, ίσως και όλος ο πολιτισμός— μοιάζει τώρα να βρίσκει ένα έσχατο βάρος: η ζωή του έγινε μαρτυρία εκείνης της αναμονής, μιας ζωής που έθεσε τη θεολογία μπροστά στον καθρέφτη της φθοράς.

Στην οπτική του Σταμούλη, ο θάνατος δεν είναι μια «στιγμή βιολογικής παύσης», αλλά το πιο εκκωφαντικό άνοιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι το σημείο όπου διαλύεται κάθε αυταπάτη για το εγώ, όπου καταρρέουν οι θεμελιώσεις του ελέγχου, της δύναμης, του χρήματος, της τεχνολογίας. Ο θάνατος αποκαλύπτει την απόλυτη αδυναμία μας, κι αυτή η αδυναμία δεν είναι καταστροφή, αλλά αποκάλυψη. Όπως και ο έρωτας, μας οδηγεί σε μια έξοδο από το εγώ, σε μια απο-ιδιοκτησία. Ο ερωτευμένος δεν «κατέχει» τίποτα, όπως και ο νεκρός, εγκαταλείπει τα πάντα. Στον έρωτα και στον θάνατο, το υποκείμενο διαλύεται. Η θεολογία του Σταμούλη είχε ως κέντρο ακριβώς αυτό το σημείο: να δει τον άνθρωπο όχι ως αυτόνομο άτομο, αλλά ως ύπαρξη που σώζεται μόνο μέσα από το άνοιγμά της, μέσα από το δόσιμο.

Εδώ έρχεται η θεολογία: η Ανάσταση δεν είναι παρά η υπόσχεση ότι το άνοιγμα αυτό δεν είναι κενό, ότι η παράδοση του εαυτού στον θάνατο δεν καταλήγει σε άβυσσο, αλλά σε μία αγκαλιά. Ο Σταμούλης είχε το θάρρος να μιλήσει για τον θάνατο όχι με φτηνές βεβαιότητες, αλλά με την ειλικρίνεια του ανθρώπου που γνωρίζει το σκοτάδι και το αφήνει να τον διαποτίσει. Η θεολογία του δεν ήταν απολογητική, αλλά υπαρξιακή: δεν ήθελε να μας πείσει για μια άλλη ζωή, αλλά να μας μάθει να ζούμε αυτήν τη ζωή με την οξύτητα του τέλους.

Ζούμε σε μια εποχή όπου ο θάνατος έχει αποβληθεί από τον δημόσιο χώρο, έχει γίνει αόρατος, και μαζί του έχει αποβληθεί και ο έρωτας, ο πραγματικός έρωτας, αυτός που διαρρηγνύει το εγώ. Στη θέση τους έχουμε απολαύσεις χωρίς κίνδυνο και τεχνολογίες χωρίς μνήμη. Ο Σταμούλης όμως μάς υπενθύμισε ότι χωρίς τον θάνατο δεν υπάρχει μνήμη, και χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχει μέλλον. Η Ορθοδοξία, όπως την εξέφρασε, είναι η υπενθύμιση ότι και τα δύο αυτά όρια δεν είναι προς αποφυγή, αλλά προς αποδοχή: ο έρωτας ως αυτοπροσφορά, ο θάνατος ως είσοδος στο μυστήριο.

Ο θάνατος του ίδιου λειτουργεί σχεδόν ειρωνικά ως σφραγίδα της διδασκαλίας του. Τον θάνατο τον περιέγραψε ως ανοιχτή πληγή που καμία φιλοσοφία δεν επουλώνει ολοκληρωτικά. Αλλά ταυτόχρονα τον περιέγραψε και ως εκείνο το σημείο όπου η θεολογία μπορεί να μιλήσει όχι με βεβαιότητες, αλλά με ελπίδα. Ο ελπιδοφόρος λόγος του Σταμούλη ήταν πάντοτε τρυφερός και μαζί σκληρός: τρυφερός γιατί άγγιζε τον άνθρωπο, σκληρός γιατί δεν ωραιοποιούσε τίποτα.

Η κοίμησή του είναι, για όλους τους μαθητές του κι εμάς τους αναγνώστες του, μια πρόσκληση: να ξανασκεφτούμε τον θάνατο όχι σαν κάτι που ανήκει στους άλλους, αλλά σαν τον πιο προσωπικό μας δρόμο, και τον έρωτα όχι σαν ένα ιδιωτικό πάθος, αλλά σαν το θεμέλιο του πολιτισμού μας. Αν αυτά τα δύο τα διασπάσουμε, μένει μόνο ο κυνισμός και η αγορά. Αν τα ξανασυναντήσουμε, τότε ίσως βρούμε ξανά και τη θεολογία: όχι σαν ιδεολογία, αλλά σαν μνήμη του προσώπου και προσδοκία της αιωνιότητας.

Ο Σταμούλης, στο πέρασμά του, μας άφησε αυτό το δώρο: το θάρρος να μιλήσουμε για τον θάνατο και τον έρωτα μαζί. Και ο ίδιος, σήμερα, προστίθεται σε εκείνους που δεν ανήκουν πια μόνο στη γη, αλλά και στη μνήμη, και -όπως θα ήθελε- στην Εκκλησία της αιωνιότητας.

Μάνος Λαμπράκης

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

«ΤΑΦΟΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΩΣΙΣ ΟΥΚ ΕΚΡΑΤΗΣΕΝ, ΑΛΛ’ ΩΣ ΖΩΗΣ ΜΗΤΕΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΜΕΤΕΣΤΗΣΕΝ Ο ΜΗΤΡΑΝ ΟΙΚΗΣΑΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ»

ΟΜΙΛΙΑ

Τοῦ πρωτ/ρου Λάμπρου Χ. Τσιάρα

Ἀγαπητοί ἀναγνῶστες.

Ἡ εἲσοδός μας, σύν Θεῷ, στήν εὐλογημένη περίοδο τοῦ Δεκαπενταγούστου ἀποτελεῖ μιά καλή εὐκαιρία νά ἀναφερθοῦμε στό περιεχόμενο τῆς πάνσεπτης ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως καί τῆς εἰς οὐρανούς Μεταστάσεως τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.

Μιά γυναίκα, λοιπόν, στήν ἀρχή τοῦ κόσμου, μέ τήν παρακοή της στόν Θεό, ἒριξε τό γένος μας στόν θάνατο. Μιά ἂλλη γυναίκα, τώρα, ἀξιώνεται νά γίνει «μήτηρ τῆς ζωῆς» τουτέστι μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί «γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».

Καθώς ὁ τίτλος μαρτυρεῖ, ἡ παναγία καί ἀειπάρθενος κόρη, πού γεννήθηκε θαυματουργικά ἀπό ἂτεκνους καί ὑπερήλικες γονεῖς, καί πού ἀξιώθηκε νά γεννήσει τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ ἀδιαφθόρως, σήκωσε λοιπόν καί αὐτή τίς συνέπειες τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων: ἐκπλήρωσε καί αὐτή τό κοινόν χρέος· ἀπέθανε δηλ. καί ἐτάφη. Ὃμως, καθώς ψάλλει ὁ ὑμνωδός καί ἀγάλλεται ἡ Ἐκκλησία, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ἀλλ΄ ὡς ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς).

Τά περί τῆς Μαρίας ὡς παρθένου μητρός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μᾶς εἶναι γνωστά ἀπό τίς ὑπάρχουσες στήν Καινή Διαθήκη μαρτυρίες. Ὡστόσο, πέραν τῶν μαρτυριῶν αὐτῶν, ἡ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος συμπληρώνεται καί μέ ἂλλες ἀκόμα πληροφορίες, προερχόμενες ἀπό τήν ζῶσα προφορική παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀκόμη δέ καί ἀπό τά “ἀπόκρυφα” λεγόμενα βιβλία, ὃπως π.χ. τό «πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου», τό ὁποῖο, βεβαίως, οὒτε εὐαγγέλιο εἶναι, οὒτε ἀπό ἀπόστολο Ἰάκωβο ἐγράφη, ἀφοῦ πρόκειται γιά κείμενο πού ἐμφανίσθηκε στά μισά τοῦ δεύτερου ἀιῶνα. Τέλος πάντων, ἡ Ἐκκλησία, βασιζόμενη κυρίως στήν ἀπ’ αρχῆς παραδοθεῖσα ὑγιαίνουσα διδασκαλία, ἀξιοποίησε στή ζωή καί στή λατρεία της ἀρκετά στοιχεῖα κι ἀπό τά ἀπόκρυφα συγγράμματα. Ὡστόσο, ἀπέρριψε ὃσα μυθώδη ἢ ἀφελῆ καί παιδαριώδη περιέχονταν σέ αὐτά, καί ἀπέβλεπαν στόν ἐντυπωσιασμό τῶν πιστῶν μέ ἀχρείαστες - ἐνίοτε καί ἐπικίνδυνες – ὑπερβολές…

Ὑπάρχει στήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μιά ἐξαιρετικά σοφή καί πειστική ἀρχή -κριτήριο- , σχετικῶς μέ τό τί κρατοῦμε καί τί ἀπορρίπτουμε στήν Ἐκκλησία ὡς παράδοση, ἡ ἑξῆς: Γίνεται ἀποδεκτό «ὃ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη». Κρατοῦμε δηλ. ὃ,τι ἀπ’ ὃλους πιστεύεται ὡς κοινή πίστη καί λατρεία καί παράδοση, καί βιώνεται ἀπ’ ἀρχῆς στήν καθολική ἐκκλησιαστική συνείδηση. Τό κριτήριο αὐτό ἲσχυσε καί στήν θέσπιση ἑορτῶν, ὃπως τῆς Γεννήσεως, τῶν Εἰσοδίων καί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού καθιερώθηκαν μέ βάση τίς ὑπάρχουσες στά “ἀπόκρυφα” συγγράμματα πληρφορίες. Τό ὃτι το πλήρωμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀποδέχτηκε ὁμοθύμως τά στοιχεῖα αὐτά, εἶναι –ἐτοῦτο- ἓνα σοβαρό κριτήριο ὑπέρ τῆς ἀλήθείας.

Ἀφήνουμε τώρα τήν ἀναφορά στήν ἐξόδια πομπή, μέ τούς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ νά παίρνουν μέρος, τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ νά ἒρχονται ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, «ὑπό νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι», τά πλήθη τοῦ λαοῦ νά συρρέουν, τά σημεῖα πού ἒγιναν σέ πιστούς καί ἀπίστους κατά τήν νεκρώσιμη ἐκείνη τελετή, καί τόν ἐνταφιασμό τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· γιατί ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει νά τονίσουμε ἐδῶ εἶναι α) ὃτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἀπέθανε καί ἐτάφη, καί β) ὃτι μετά ταῦτα, μετέστη στούς οὐρανούς, γιά νά ’ναι μέ τόν Υἱό της ἀχώριστη «εἰς τό παντελές».

Ἡ διδασκαλία αὐτή, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, περί τῆς Κοιμήσεως καί τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ἀποτελεῖ τήν καθολική πίστη τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων, καί, κατ’ ἐπέκταση, τήν πίστη τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές, παραθέτουμε στή συνέχεια σύντομες μαρτυρίες τριῶν ἐκ τῶν κορυφαίων πατέρων καί θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας:

α) ὁ ἱερός Νικ. Καβάσιλας, στόν λόγο του «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου», γράφει: «Ἒπρεπε ἡ πανάγια ἐκείνη ψυχή νά χωρισθεῖ ἀπό τό πανάγιο σῶμα. Καί χωρίζεται βέβαια, καί ἑνώνεται μέ τήν ψυχή τοῦ Υἱοῦ της… Καί τό σῶμα, ἀφοῦ ἒμεινε γιά λίγο στή γῆ,(στόν τάφο), ἀναχώρησε κι αὐτό μαζί μέ τήν ψυχή. Γιατί ἒπρεπε νά περάσει ἀπ’ὃλους τούς δρόμους, ἀπό τούς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νά λάμψει καί στούς ζωντανούς καί στούς νεκρούς· νά ἁγιάσει διά μέσου ὃλων τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά λάβει-ἀμέσως μετά- τόν τόπο πού τῆς ἁρμόζει. Ἒτσι ὁ τάφος φιλοξένησε γιά λίγο (τρεῖς ἡμέρες) τό πανάγιο σῶμα της· τό παρέλαβε ἒπειτα ὁ οὐρανός… Ξαναδόθηκε ἒτσι ὁ θρόνος(=ἡ Θεοτόκος) στόν Βασιλέα (=Χριστό),… ἡ μητέρα στόν Υἱό, ἂξια καθ’ ὃλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους».

β) Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό αὐτό λέγει: «Διά τοῦτο τό γεννῆσαν εἰκότως σῶμα(τῆς Παναγίας) συνδοξάζεται τῶ γεννήματι (μέ τόν Υἱό της) δόξῃ θεοπρεπεῖ καί συνανίσταται». Κι ὃταν φθάνει στίς λεπτομέρειες περιγράφει τό πῶς: «ὃπως στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ», λέγει, «ἒτσι καί στόν τάφο τῆς Παρθένου, οἱ μαθητές δέν βρῆκαν παρά μόνο “τάς σινδόνας καί τά ἐντάφια”» (Λόγος εἰς τήν Κοίμησιν).

γ) Ὁ ἃγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στίς τρεῖς ὁμιλίες του «εἰς τήν Κοίμησιν» εἶναι ἰδιαίτερα σαφής. Ρωτάει π.χ. στή β’ ὁμιλία του, ἀπευθυνόμενος πρός τόν τάφο τῆς Παναγίας, σάν σέ πρόσωπο: «Σύ δέ, ὦ τάφων ἱερῶν ἱερώτατε, μετά τόν ζωαρχικόν τοῦ Δεσπότου τάφον…, ποῦ ἡ ζωοτόκος πηγή; Ποῦ τό πολυπόθητον σῶμα τῆς Θεοτόκου καί πολυέραστον;». Καί ὁ τάφος ἀπαντᾶ: «τί ζητεῖτε ἐν τάφῳ τήν πρός τά οὐράνια μετεωρισθεῖσαν σκηνώματα;… Οὒ μοι δύναμις τοῖς θείοις ἀντιτείνειν κελεύσμασι. Τάς σινδόνας καταλιπόν τό σῶμα τό ἱερόν τε καί ἃγιον… ἀνάρπαστον οἲχεται, δορυφορούντων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων καί πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων» (Β’ ὁμιλία).

Πόσο μακρυά, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἀπό τις ἀλήθειες αὐτές βρίσκονται οἱ νεώτερες αἱρετικές δοξασίες τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Παναγίας μας, ὃτι, τάχα, ἡ σύλληψη καί ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀπό τους ἁγίους γονεῖς της Ἰωακείμ καί Ἂννα εἶναι ἂσπιλη, δηλ. χωρίς τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ὃμως αὐτή ἡ ἀντίληψη ξεχωρίζει τήν Παναγία ἀπό τούς γονεῖς της, τούς προγόνους της, κι ἀπ’ ὃλο τό γένος τῶν ἁνθρώπων κατά τρόπο αὐθαίρετο· καί… τό χειρότερο· διακυβεύεται ἐδῶ ὁ σκοπός τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά σώσει τον πεσμένο καί τσακισμένο ἂνθρωπο· νά θεραπεύσει τήν αἰτία τῆς ἀρρώστειας μας, πού ‘ναι ἡ ἁμαρτία: ἡ κληρονομηθεῖσα καί ἡ προσωπική. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μόνη ἂσπιλη καί ἀμόλυντη ἀπό κάθε προσωπικό ἁμάρτημα, ὂχι ὃμως κι ἀπό τήν ἁμαρτητική κληρονομιά πού μᾶς μετέδωκαν οἱ πρωτόπλαστοι.

Ἡ ἐξαίρεση τῆς Θεοτόκου ἀπό τήν κληρονομικότητα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὑπονομεύει τήν ἀλήθεια περί τοῦ σκοποῦ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ἂν ἡ Παναγία δέν βρίσκότανε κάτω ἀπό τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πῶς, λοιπόν, πέθανε, ἀφοῦ ὁ θάνατος ἒρχεται ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος; Γι’ αὐτό καί τό νεώτερο “δόγμα” τοῦ Βατικανοῦ περί ἐνσωμάτου ἀναλήψεως στόν οὐρανό ἀποσιωπᾶ ἐντελῶς τό ἂν πράγματι ἀπέθανε ἢ ὂχι ἡ Παναγία. Ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλη αντιφαση· διότι ἐνῶ ἡ ἀρχαία πίστη καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὃτι τό σῶμα τῆς Παναγίας ἀνελήφθη στούς οὐρανούς -ἀφοῦ ὃμως πέθανε καί τό σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στή γῆ- ἡ “Βούλλα” τοῦ πάπα ἀναγκάζεται νά ἀποσιωπήσει τό θέμα τοῦ θανάτου, διότι τήν δεσμεύει τό προηγούμενο “δόγμα” περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως, ἐκτός κι ἂν θελήσουν καί ἐδῶ οἱ “σοφοί” καί οἱ “ἀλάθητοι” τοῦ Βατικανοῦ νά εἰποῦν, ὃτι καί τῆς Παναγίας ὁ θάνατος εἶναι “λυτρωτικός” καί η Παναγία “λυτρώτρια” ἢ “συλλυτρώτρια”, ὃπως ἢδη λέγουν καί γράφουν καί κινοῦνται οἱ σύγχρονες τάσεις τῆς Ρωμαιοκαθολικής “Μαριολογίας” (Σχόλιο τοῦ π. Ἀθαν. Γιέβτιτς· πρβλ Ι.Καλογήρου, ΘΗΕ, λ. Μαρία). Αὐτό θά εἶναι «ἡ ἐσχάτη πλάνη, χείρων τῆς πρώτης…».

Δέν μειώνεται, ἀδελφοί, καθόλου δέν μειώνεται, ἡ καθαρότητα τῆς Παρθένου, μέ τό νά φέρει καί αὐτή τό “φορτίον” τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων. Ἂν καί ἒφερε τίς συνέπειες ἐκείνης τής ἀμαρτίας, κατάφερε, μέ τήν ἂσπιλη καί ἀμόλυντη διαγωγή της, τήν σταθερή θέληση καί τήν ὑπακοή της, νά ἐπισπάσει ἀπάνω της τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὣστε νά τήν ἐπιλέξει, ὂχι ἁπλῶς ὡς τήν καλύτερη (συγκριτικῶς), ἀλλʼ ὡς τήν ἀπόλυτα καλύτερη, ἒτσι πού νά τοῦ ταιριάζει νά γίνει “κατοικία” του, Μητέρα του, καί να γεννηθεῖ ἀπ’ αὐτήν ὡς ἂνθρωπος στόν κόσμο! Δέν εἶναι ἂβουλη ἡ Παρθένος, ὂπως ἡ γῆ, πού… χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Δημιουργό ὡς ὓλη, καί, ἁπλῶς, ἒγινε ὃ,τι ἒγινε, χωρίς τήν δική της θέληση και συνεργία. Ἡ μεγάλη βουλή τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἠσαΐας, περί τῆς ἐνανθρωπήσεως δηλ. τοῦ Λόγου, τήν ἀνήγγειλε βεβαίως ὁ Θεός, τήν “ἐπικύρωσε” ὃμως, μέ τήν συγκατάθεσή της, η Παρθένος (Νικ. Καβάσιλας).

Ἒτσι, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἒργο ὂχι μόνο τοῦ Πατρός πού «εὐδόκησε», καί τῆς Δυνάμεώς του, πού «ἐπεσκίασε», καί τοῦ Πνεύματος πού «ἐπεδήμησε», ἀλλά καί τῆς θελήσεως καί τῆς πίστεως τῆς Παρθένου… (ὃ. π.). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ ἂμωμη κόρη τῆς Ναζαρέτ ρώτησε, ἂκουσε καί πληροφορήθηκε, πίστεψε καί ἀπάντησε στόν Ἀρχάγγελο μέ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»· νά γίνει ὃπως τό λές… Μέ τήν ἀπάντηση αὐτή ἒντυσε ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, «ἐξ ἂκρας συλλήψεως», τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὂχι μόνο μέ σάρκα καί αἷμα, ἀλλά καί μέ νοῦ καί θέληση καί ἐνέργεια ἀνθρώπινη…

Ἀειπάρθενε, εὐλογημένη Θεοτόκε·

Δόξα καί τιμή καί προσκύνηση σ’ Ἐκεῖνον, πού σέ ἐπισκίασε μέ τή Χάρη του, καί σέ ἒκαμε «ὑπέρ λόγον καί ἒννοιαν» Μητέρα του. Δόξα πρέπει καί σ’ ἐσένα, πού ἀξιώθηκες τῆς ὓψιστης τιμῆς, νά γίνεις καί νά μένεις Μητέρα του «εἰς τό διηνεκές»… Κάνε, μέ τη χάρη σου, ν’ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε «Θεοῦ κατοικητήρια».

ΑΜΗΝ.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Το σκοτεινό, το φωτεινό...

Και το καλό και το κακό, το σκοτεινό, το φωτεινό, το χαμηλό και το υψηλό, ψυχρό, θερμό, δικά μας. Μεγάλο μάθημα η ζωή. Τίποτε καθαρό δεν μας χαρίζει. Όλα τ’ ακατανόητα, δίκαια κι άδικα ανεξαιρέτως, τα συγχωρεί και τα φωτίζει.

Χρήστος Μποκόρος

Οἱ κερατάδες!...

...Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…»

Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
 

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

Λειτουργούν γιορτή της φύσης...

Υπάρχει δεν υπάρχει Θεός,
τα κυκλαδίτικα ξωκλήσια
αποζητούν το χάδι του δικαίως,
και χαίρονται την αγκαλιά του.

Είτε λευκά είτε παρατημένα,
με ανοιχτή τη θύρα ή κλειστή,
και κερί αναμμένο ή σβηστό,

αιώνες τώρα,
τα στολιδάκια αυτά του Αιγαίου,
διαλαλούν την ομορφιά του κόσμου,

λειτουργούν γιορτή της φύσης
και στήνουν πανηγύρια ταπεινά,
όπου οι άνθρωποι ημερεύουν.
 
Δημήτρης Καταλειφός
 

Προϋποθέσεις για να δούμε τον Ιησού...

Είναι οι ίδιες που ίσχυαν και για τους τρεις μαθητές Του. Εκείνους που υπήρξαν μάρτυρες της μεταμορφώσεώς Του. Ο Ιησούς τους «παρέλαβε» μαζί Του και «ανέφερεν αυτούς εις όρος υψηλόν». Και ήσαν «κατ’ ιδίαν» (Μτθ. 17, 1).

Απομόνωση με τον Ιησού! Να Τον αφήνουμε να μας οδηγεί, να μας φέρνει όπου Εκείνος θέλει. Ανάβαση κοπιαστική σε κάτι ψηλό, πάνω από κάθε τι μέτριο και άσχημο που χαρακτηρίζει τη ζωή μας.

Ακόμη η καθαρότητα της καρδιάς. Καρδιά καθαρή: καρδιά που μοιάζει με το ανόθευτο κι αγνό κρασί, που είναι ανόθευτη. Καρδιά που δεν είναι μοιρασμένη, διχα­σμένη. Ακεραιότητα που διατηρήθηκε από την αρχή, από τα παιδικά χρόνια, ή που ανακαλύφθηκε και κατα­κτήθηκε αργότερα. Μόνο μια δοσμένη καρδιά μπορεί να συλλάβει τον Ιησού. Δο­σμένη όμως χωρίς επιφυλάξεις. Ολόκληρη.

Παιδί μου, ήδη βρίσκεσαι στην αναζήτηση της ευτυχίας σου. Αντί της ευτυχίας που αναζητούσες σου προσφέρω τη μακαριότητά μου. Ολόκληρη η ζωή σου σ' έκανε να νοιώσεις ότι κάθε δρόμος είναι πια κλεισμένος για σένα. Κάθε δρόμος, εκτός απ' την οδό της απόλυτης προσφοράς του εαυτού σου. Είσαι μακάριος, γιατί σου έφραξα τους δρόμους που δεν είναι ο δρόμος μου...

Όταν σε ατενίζω, Κύριε, δεν νοιώθω πια την ανάγκη να σε ρωτήσω, ούτε να πάρω απαντήσεις σε ιδιαίτερα προβλήματα. Το πρόσωπό Σου είναι η απόλυτα ικανοποιητική και ολοκληρωμένη απάντηση. Όταν στηλώνω τα μάτια μου σε σένα, το παν μου αποκαλύπτεται μέσα στη μορφή σου. Ίσως με κάποια ασάφεια, πάντως με πολλή δύναμη. Ακόμη κι αυτή η ασάφεια (που είναι αδύνατο να υπερνικηθεί λόγω της διαφοράς μας, λόγω της αδυναμίας μου) αποτελεί συχνά για μένα κάτι που έχει εκθαμβωτική σαφήνεια και καθαρότητα. Κάθε φορά που έχω το αίσθημα ότι πέτυχα μια καθαρή θέα του προσώπου Σου τα πάντα γίνονται για μένα ολοκάθαρα και ολόφωτα.

Εν τω Ιησού, ακόμη και στις πιο μικρές ευκαιρίες της καθημερινότητας, μιλάει πάντα ο Λυτρω­τής. Η σκιά του Σταυρού που πέφτει σε όλα τα πράγματα.

Λάθος: ο ήλιος του Σταυρού...

Λεβ Ζιλέ

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Ο μήνας της Παναγίας...

Αύγουστος, ο μήνας της Παναγίας. Εκείνου του γλυκύτατου προσώπου της ευαισθησίας και της συγχώρησης, της χαράς και της ρομφαίας, που χώρεσε τον αχώρητο. Εκείνης της γυναίκας, εκείνης της ανθρώπου, που δείχνει με το παράδειγμά της πως ο άνθρωπος είναι μεγαλύτερος από την ιδέα του. 

Της γυναίκας που δείχνει πως τα δάκρυα που γεωργούν την έρημο δεν είναι σημάδι αδυναμίας, αλλά απόδειξη ευαισθησίας αγίας που κάνει τον άνθρωπο να αληθεύει. Εκείνης της διωγμένης, χάρη του γιου της κόρης, που απέδειξε πως ο αγώνας δεν είναι μάταιος. 

Της «υπουργού της θείας οικονομίας», προς την οποία στρέφονται όλοι οι δυστυχισμένοι και τσαλακωμένοι του κόσμου, όλοι οι εξόριστοι. Της μητέρας του Υιού, που έδωσε νόημα στην ελπίδα και φως στο σκοτάδι της άσαρκης ζωής. Της μητέρας που γέννησε την προσδοκία.

Χρυσόστομος Σταμούλης

Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Δεκαπενταύγουστος «εις Κοπάνους»...

Παρακλήσεις κάθε απόγευμα, ώρα 19.00 μ.μ.

Από Παρασκευή 1η έως Τετάρτη 13 Αυγούστου, πλην Σαββάτων και του Εσπερινού της Μεταμορφώσεως.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Ν’ αγαπάς την αλήθεια σημαίνει...

Η χάρη πληρώνει, αλλά εισέρχεται μονάχα εκεί όπου υπάρχει κενό για να την δεχτεί, και αυτή δημιουργεί αυτό το κενό.

Ν’ αγαπάς την αλήθεια σημαίνει ν’ αντέχεις το κενό, και στη συνέχεια να δεχθείς τον θάνατο...

Όποιος για μια στιγμή αντέχει το κενό, ή δέχεται τον υπερούσιον άρτο ή πέφτει.

Φοβερός κίνδυνος, αλλά πρέπει να τον διατρέξουμε, και μάλιστα μια στιγμή χωρίς ελπίδα. Δεν πρέπει όμως να ριχτούμε πάνω του...

Σιμόν Βέϊλ,

Η βαρύτητα και η χάρη.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Ο πλήρης Πνεύματος Αγίου...

[...] Ο ταπεινός και άγιος, ο πλήρης Πνεύματος Αγίου, εκπέμπει ευλογία παρακλήσεως που τρέφει τον άνθρωπο, είτε ο άγιος μιλά, είτε σιωπά· είτε ζη, είτε είναι απ' αιώνων κεκοιμημένος. Μπαίνει στην καρδιά του κόσμου απρόσκλητος και καλοδεχούμενος, γιατί δεν πιάνει χώρο, ως ανύπαρκτος· μόνο εκπέμπει μια ευωδία που λέει ότι ο θάνατος τεθανάτωται. Μιλά η γράφει κάτι ως πεθαμένος και μεταδίδει στους θνητούς το μήνυμα ότι δεν υπάρχει θάνατος.

Όταν ψηθή στον φούρνο το ψωμί, μυρίζει όλη η γειτονιά, πριν το ξεφουρνίσης. Η ευγνωμοσύνη του τεταπεινωμένου ευωδιάζει την οικουμένη. Ο άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, όταν έψαλλε, ημέρευε με τη μελωδία του τους τράγους της περιοχής της Λαύρας. Και ο άγιος Ελευθέριος, όταν μελετούσε τα λόγια του Θεού, ημέρευε με την παρουσία του τα θηρία του βουνού.

Οι άγιοι και αληθινοί, με τον λόγο και το έργο τους, εξομολογούνται τον πόνο και τον αγώνα τους. Αφήνουν τον άλλο ελεύθερο. Και αυτός μένει, χωρίς να το θέλει, κοντά τους. Ένας πονεμένος και ώριμος αποκτά ήθος ανθρωπιάς που αιμορραγεί. Αυτό προκαλεί βουβό αναφιλητό σε όποιο τον πλησιάζει. Μένει όμως μαζί του, γιατί ανοίγει δρόμους ελευθερίας και παρακλήσεως [...]

Στη χάρι της ταπεινώσεως βρίσκεται η αριστοκρατία του Πνεύματος. Τότε ο άνθρωπος γίνεται οικουμενικός και ουράνιος. Πέρα από γλώσσες και δοξασίες πολιτισμών, η χάρι της ταπεινώσεως, όπου υπάρχει, κάνει εκείνο τον άνθρωπο και τον τόπο του σημείο έλξεως και πηγή ακτινοβολίας.

Ο Αββάς Ισαάκ διά της ταπεινώσεως, ως άνθρωπος ουκ ελθών εις το είναι, φτάνει στην ευρυχωρία της ανυπαρξίας. Και διά της αγάπης βρίσκεται παντού, ως παρουσία θείας ελεημοσύνης. Δεν έχει σημασία τι άκουγαν με τα σωματικά τους αυτιά αυτοί που ζούσαν μαζί με τον Αββά στη Συρία. Αλλά σημασία έχει αυτό που ακούγεται στην οικουμένη αφού ο Άγιος σιώπησε. Η φωνή του ακούγεται ευκρινέστερα διά της σιωπής. Και η ευλογία της αγιότητος του απλώνεται δραστικώτερα διά της σωματικής του απουσίας. [...]

Ένας άγιος, διά της παρουσίας του, σου ανοίγει δρόμους ελευθερίας και ανόδου. Ένας απλός διανοούμενος σου σχολιάζει την επικαιρότητα παίζοντας με λέξεις και φράσεις, όντας ο ίδιος αδιαμαρτύρητα υποταγμένος στην κυριαρχία της φθοράς και του θανάτου. Είναι ως άνθρωπος μη έχων ελπίδα. 'Η ως αεροδρόμιο που δεν έχει διάδρομο απογειώσεως. Η άνοδος των ταπεινών δεν είναι κατόρθωμα των αρετών τους αλλά δωρεά του Θεού Λόγου ος ουκ απέστη πάντα ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγε.

Αρχιμ. Βασιλείου (προηγουμένου Ιεράς μονής Ιβήρων),

Αποτυπώματα.