«Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον
επιτραχήλι, και ήρχισε να αναγινώσκη την παννυχίδα και το Κύματι θαλάσσης, όλα
διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας
όλους και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλον ιόχρουν
μεταξωτόν και λευκόν φαιλόνιον και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε
να ψάλλη μελωδικώς το Δεύτε λάβετε φως, μεθ' ο έψαλε, Την Ανάστασιν Σου, Χριστέ Σωτήρ...
Ωραία δε και γλυκεία ήτο η σκηνή, εντός του ερειπίου εκείνου,
επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον, υπό την πνοή της αύρας
της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων. Σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και
μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνως... με τα φρίσσοντα
φύλλα μαρμαίροντα ως χρυσάς φολίδας, υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και
σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων...
Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα
εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός
και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της Ανοίξεως εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά
τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και
η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ’ όσον υψούτο η σελήνη, και
η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθιά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη
δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το
θρηνώδες άσμα του...».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στην αγι' Αναστασά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου