Γράφει ο π. Σέργιος Μαρνέλλος,
Δρ. Θεολογίας και Εφημέριος του Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίου Αθανασίου Ιωαννίνων
Η τέταρτη Κυριακή των νηστειών είναι αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, στα πλαίσια της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, που μας οδηγεί στη Μεγάλη Εβδομάδα, στα Θεία Πάθη και την
Ανάσταση του Χριστού. Στην ομιλία αυτή θα σταθούμε στο βιβλίο της Κλίμακας του Ιωάννου του Σιναΐτου,
ώστε να επιχειρήσουμε κατά το δυνατόν μια προσέγγιση σε αυτό που λέμε “χαρίσματα
του Αγίου Πνεύματος”.
Με την ονομασία “Κλίμαξ” είναι
ευρύτερα γνωστή η απαντητική επιστολή του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου,
καθηγουμένου των μοναχών του όρους Σινά προς τον Αββά Ιωάννη καθηγούμενο της
Ραϊθούς, ο οποίος είχε ζητήσει από τον Άγιο ως μέγας και πραγματικός διδάσκαλος
που είναι, να υποδείξει το δρόμο, την κλίμακα, δηλαδή τη σκάλα, που φτάνει στις
πύλες του ουρανού. Ζήτησε από το Σιναΐτη Γέροντα -του οποίου η φήμη ως ασκητού,
ως ποιμένος και ως πραγματικά ενάρετου ανθρώπου είχε εξαπλωθεί ευρύτατα- να
καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να φθάσει κανείς στη θέωση. Εκείνος,
κινούμενος στα πλαίσια της υπακοής και όχι ως υπερφίαλος και υπερόπτης,
ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και συνέγραψε μια επιστολή, όχι βέβαια, όπως
γνωρίζουμε σήμερα τις επιστολές˙ για να γίνει πιο κατανοητό θα λέγαμε ότι συνέγραψε
μια επιστολή σε μέγεθος βιβλίου.
Διαιρείται σε τριάντα κεφάλαια, τα
οποία σαν σκαλοπάτια αναβιβάζουν όσους τα ακολουθούν από τα χαμηλότερα στα
υψηλότερα, γι' αυτό και ονομάστηκε “Κλίμαξ”, Κλίμαξ του Παραδείσου. Το έργο
αυτό είναι γνωστό και ως “Πλάκες Πνευματικαί”, γιατί η διδασκαλία του Αγίου
Ιωάννου έγινε δεκτή ωσάν τις θεοχάρακτες πλάκες του Μωυσή. Όπως εκ του όρους
Σινά ο Θεός παρέδωσε τις δέκα εντολές, τις οποίες χάραξε σε πλάκες ο Μωυσής,
έτσι εκ του όρους Σινά, τόπο ασκήσεως του Αγίου Ιωάννου, πηγάζουν και οι
τριάντα λόγοι του.
Το σύγγραμμά του έγινε γρήγορα γνωστό
και ιδιαίτερα προσφιλές στα μοναστήρια και στα ασκητήρια και αργότερα η χρήση
του επεκτάθηκε στον χριστιανικό κόσμο ευρύτερα, ο οποίος ελκύονταν από τον
τρόπο ζωής των μοναχών. Είναι τόσο υψηλό το περιεχόμενό του και η προσφορά του,
ώστε έγινε αιτία να αφιερωθεί από την Εκκλησία η Δ' Κυριακή των Νηστειών στο
συγγραφέα της Άγιο Ιωάννη, του οποίου η μνήμη τιμάται κανονικά στις 30 Μαρτίου.
Τον προβάλλει ως ζωντανό και αυθεντικό πρότυπο, με σκοπό να εμπνεύσει και να
καταδείξει στους χριστιανούς την άσκηση, στα πλαίσια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Ιωάννης
ο Σιναΐτης απευθύνει το έργο του πρώτα και κύρια σε μοναχούς. Από μοναχούς
ζητήθηκε το έργο και σε μοναχούς απευθύνεται. Για το λόγο αυτό χρειάζεται πολλή
διάκριση και ωριμότητα η μελέτη του από τους ευρισκόμενους στον κόσμο κληρικούς
και λαϊκούς, καθώς κατ' ακρίβειαν δεν’ αφορά αυτούς. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό,
αναφέρει σε κάποιο σημείο ο Άγιος ότι «αναχώρησις
από τον κόσμο είναι το να μισήσης με τη θέλησί σου πράγματα επαινετά και να
αρνηθής την φύσι, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν»[2]˙
σαφώς, λοιπόν, κατανοούμε ότι ο λόγος του αυτός απευθύνεται στους μοναχούς. Σε
άλλο σημείο, όμως, αναφέρει λόγους προς τους εν τω κόσμω αδελφούς, όπως: «Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με
ρώτησαν: “Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι
με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν' ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή”; Και τους
απάντησα: “Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα
να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε,
κανένα να μη μισήσετε. Να μη παραλείπετε τον εκκλησιασμό, να δείχνετε συμπόνια
στους πτωχούς, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να
μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα. Εάν ζήτε έτσι, “ου μακράν
εστε της βασιλείας των ουρανών»[3].
Συνεπώς χρειάζεται πολλή προσοχή και διάκριση η μελέτη της Κλίμακος, για να μην
υπάρχουν παρερμηνείες και παρανοήσεις, που θα είχαν ως αποτέλεσμα οι εν τω
κόσμω να συμπεριφέρονται ως αναχωρητές και μοναχοί και το αντίστροφο, οι
μοναχοί ως οι εν τω κόσμω. Σαφώς δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το
βιβλίο αυτό έχει ως σκοπό την προσέγγιση του Θεού, τη θέωση, τη σωτηρία και ως
τέτοιο δεν παύει να αφορά και μοναχούς και κοσμικούς. Εκείνο το οποίο
διαφοροποιείται είναι ο τόπος και ο τρόπος προσέγγισης της σωτηρίας.
Τα τριάντα κεφάλαια της Κλίμακος, οι
τριάντα λόγοι αντιστοιχούν σε τριάντα σκαλοπάτια αρετής και χαρισμάτων και
υποδηλώνουν την ηλικία και την ωριμότητα των τριάντα ετών του Χριστού, όταν
ξεκίνησε να διδάσκει δημόσια. Όσο τα ανεβαίνει κανείς τόσο πλησιάζει το Θεό που
βρίσκεται στην πάνω άκρη της Κλίμακος. Είναι γνωστό πως ο Άγιος Ιωάννης
εμπνεύστηκε από το όραμα του γιου του Ισαάκ, Ιακώβ, στην Παλαιά Διαθήκη.
Διαβάζουμε στο βιβλίο της Γένεσης σχετικά: «στον
ύπνο του τη νύχτα είδε μια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της
άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού και ο
Κύριος στηρίζονταν πάνω σ' αυτήν»[4].
Όλοι γνωρίζουμε ότι το να ανέβει
κανείς μια σκάλα και μάλιστα με πολλά σκαλοπάτια δεν είναι τόσο εύκολο. Είναι
κοπιαστικό, επίπονο, πολλές φορές και επικίνδυνο˙ ιδίως αν είναι κανείς
ασταθής, αν δεν τον βοηθά η υγεία του ή η φυσική του κατάσταση. Έτσι ακριβώς
συμβαίνει και με την άνοδό της προς το Θεό. Χρειάζεται προσπάθεια, αγώνα,
επιμονή, προσοχή, ζήλο και πίστη, χρειάζεται αγάπη και πόθο για Εκείνον που
βρίσκεται στην πάνω άκρη της σκάλας. Γιατί στην πορεία προς το Χριστό πολλοί
έχασαν τον δρόμο τους και κατακρημνίστηκαν. Αυτό προβάλλει και η εικόνα της
Κλίμακος, η οποία παρουσιάζει τους μοναχούς να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια ένα-ένα
βοηθούμενοι από τους αγγέλους μα κάποιοι απ' αυτούς πέφτουν από την σκάλα και
χάνονται με την παρέμβαση των δαιμόνων. Τα σκαλοπάτια που προβάλλει ο Ιωάννης,
είναι σταθερά, εφόσον τα βαδίζει κανείς ορθά, με σιγουριά και ασφάλεια, εφόσον
δεν βιάζεται και έχει αυτογνωσία. Αντιθέτως το να ανεβαίνει κανείς δυο-δυο τα
σκαλιά, να υπερπηδά, είναι δύσκολο, επικίνδυνο και μπορεί να χαθεί.
Στο πρώτο σκαλοπάτι βρίσκεται η
αποταγή από τα γήινα, στο τελευταίο ο Θεός της αγάπης. Θα μπορούσαμε να τα
χωρίσουμε σε δυο ομάδες, στα ελαττώματα που πρέπει να αποφεύγονται και στις
αρετές που πρέπει να επιδιώκονται. Ανάμεσα σε αυτά που οφείλει ο άνθρωπος να
αποφεύγει, είναι: η μνησικακία, η καταλαλιά, η πολυλογία, το ψεύδος, η ακηδία,
η γαστριμαργία, η φιλαργυρία, η δειλία, η κενοδοξία, η υπερηφάνεια, η
βλασφημία, και, αντίστοιχα, ανάμεσα σε αυτά που πρέπει να επιδιώκει, είναι: η
υπακοή, η μετάνοια, η μνήμη θανάτου, η αοργησία, η σιωπή, η προσευχή, η
πραότητα και η απλότητα, η ταπεινοφροσύνη, η διάκριση, η πίστη, η ελπίδα και
τέλος η αγάπη.
Πολύ σοφά τοποθετεί στο τελευταίο
σκαλοπάτι, ως ύψιστη αρετή, ως κορωνίδα του αγώνα την αγάπη. Έτσι αξιολογεί τα
πράγματα και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος «θα
μείνουν τελικά για πάντα αυτά τα τρία: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Και απ'
αυτά, το πιο σπουδαίο είναι η αγάπη»[5].
Και πώς να μην συμβαίνει αυτό, όταν ο Θεός είναι αγάπη, ταυτίζεται με την αγάπη
και όποιος δεν έχει αγάπη σημαίνει ότι δεν έχει γνωρίσει το Θεό. Μα θα πει
κανείς, η αγάπη θα έπρεπε να είναι στα πρώτα σκαλοπάτια των αρετών, η αγάπη
επιτυγχάνεται εύκολα, είναι για τους αρχάριους στα λεγόμενα πνευματικά πράγματα.
Ζούμε σε μια εποχή αγάπης, όπου η αγάπη είναι πανταχού παρούσα, όλοι μιλάμε για
αγάπη, όλοι την επικαλούμαστε, όλοι θεωρούμε ότι λίγο ως πολύ την εφαρμόζουμε
στη ζωή μας. Και όμως ο κόσμος μας, η κοινωνία μας, ο περίγυρός μας μαρτυρά πως
μπορεί να μιλάμε για την αγάπη και να περιστρεφόμαστε γύρω από αυτή αλλά
ουσιαστικά δεν ζούμε με αγάπη. Στην επίγνωση και στη βίωση της αγάπης δεν
φτάνει κανείς εύκολα˙ η αγάπη είναι απόλυτη, δε μερίζεται, δεν έχει
διαβαθμίσεις, δεν περιορίζεται. Η αγάπη είναι θεϊκή, ταυτίζεται με το Θεό, όπως
γράφει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α΄ επιστολή του «ας αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί η αγάπη
προέρχεται από το Θεό. Όποιος αγαπάει δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από το Θεό.
Όποιος δεν αγαπάει δεν γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη»[6].
Έτσι και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει «αυτός που θέλει να ομιλή για την αγάπη είναι σαν να επιχειρή να ομιλή
για τον ίδιο τον Θεόν... Για την αγάπη γνωρίζουν να ομιλούν οι Άγγελοι, αλλά
και αυτοί ανάλογα με τον βαθμό της θείας ελλάμψεως τους...»[7],
«εκείνος που αγαπά τον Κύριον, έχει
προηγουμένως αγαπήσει τον αδελφό του. Το δεύτερο οπωσδήποτε είναι η απόδειξις
του πρώτου...»[8].
Αλλού πάλι τονίζει «η αγάπη ως προς την
ποιότητα της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους
ανθρώπους. Ως προς την ενέργεια της, μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητες
της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως»[9].
Πόσο σοφοί και γνήσιοι είναι οι λόγοι αυτοί του Αγίου Ιωάννου, που είναι καρπός άσκησης και θείου φωτισμού. Συνολικά, η Κλίμακα, θα λέγαμε, είναι το Ευαγγέλιο στην εφαρμογή του, στην πράξη. Ασφαλώς είναι μεγάλο το όφελος εκείνων που μελετούν την Κλίμακα και επιθυμούν να την κάνουν ζωή τους. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του τα παρακάτω:
Πόσο σοφοί και γνήσιοι είναι οι λόγοι αυτοί του Αγίου Ιωάννου, που είναι καρπός άσκησης και θείου φωτισμού. Συνολικά, η Κλίμακα, θα λέγαμε, είναι το Ευαγγέλιο στην εφαρμογή του, στην πράξη. Ασφαλώς είναι μεγάλο το όφελος εκείνων που μελετούν την Κλίμακα και επιθυμούν να την κάνουν ζωή τους. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του τα παρακάτω:
Πρώτον:
ο λεγόμενος πνευματικός αγώνας, για να καρποφορήσει, δεν πρέπει να είναι αυτονομημένος
και ατομοκεντρικός αλλά να βρίσκεται σε διαρκή σχέση και αγαπητική κοινωνία με
τους συνανθρώπους μας, τους αδελφούς μας, με τους οποίους συμπορευόμαστε την
οδό της μετανοίας, την οδό της σωτηρίας. Έχει να κάνει με τη βίωση του
συνανθρώπου ως εικόνας του Θεού και ως αδελφού, όπως μαρτυρά η κοινή των
ανθρώπων καταγωγή από τον Αδάμ και κυρίως από τον δημιουργό και κοινό πατέρα
Θεό. Οι λόγοι του Ιωάννου για τις αρετές της υπακοής, της ταπεινοφροσύνης, για
την αποχή από το ψεύδος και από την κατάκριση και άλλοι δεν μπορούν να γίνουν
πράξη παρά μόνο σε σχέση και συνάρτηση με τον αδελφό μας. Η υπόθεση της
σωτηρίας δεν είναι ατομική αλλά υπόθεση της κοινωνίας των προσώπων. Γιατί, αν
θα σωθούμε, αυτό θα γίνει διαμέσου των άλλων ανθρώπων, θα σωθούμε ως σώμα, ως
σώμα Χριστού. Έχουμε κληθεί όλοι ως ένα σώμα στην ειρήνη του Θεού, όπως λέγει ο
Απόστολος Παύλος[10]
και συνεπώς μέσα στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία «όταν υποφέρει ένα μέλος, συμπάσχουν όλα τα μέλη· κι όταν τιμάται ένα
μέλος, χαίρονται μαζί του όλα τα μέλη»[11],
όπως σημειώνει ο θείος Απόστολος.
Δεύτερον:
η ανάβαση προς τα ουράνια, προς την άκρη της Κλίμακος, όπου βρίσκεται ο Χριστός,
περνά μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτά ευλογούν και αγιάζουν,
μεταθέτουν τον άνθρωπο από τα γήινα στα ουράνια. Τότε γίνονται ενεργές οι
αρετές και τότε Χριστοποιείται όντως η ζωή του πιστού. Ο Χριστός είπε «αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου
και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα
μου και πίνει το αίμα μου, έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την
έσχατη ημέρα»[12].
Άρα η σωτηρία, η προσέγγιση του Θεού, η θέωση δεν επιτυγχάνεται με αποκλειστική
άσκηση των αρετών, η οποία είναι ευκταία κατά πάντα αλλά από μόνη της δεν
επαρκεί, δεν έχει περιεχόμενο, αν δε συνυπάρχει με τη ζωντανή μετοχή στα
μυστήρια και ιδίως στη Θεία Ευχαριστία.
Τρίτον:
η ανάβαση δεν είναι ζήτημα μόνο προσωπικού αγώνα, ο οποίος θα καταντούσε
αναπόφευκτα ένας αγώνας ατομικής αξιομισθίας, μια προσπάθεια αυτοδικαίωσης,
ένας στίβος ενάρετης αυτοπροβολής και αυτοκατοχύρωσης. Σαφώς χρειάζεται η
ελεύθερη βούληση, η επιθυμία και η προσπάθεια του ανθρώπου, για να ανέβει προς
τον Σωτήρα Χριστό, αλλά η άνοδος γίνεται κατορθωτή μόνο με τη δύναμη του Θεού.
Τα στάδια των αρετών επιτυγχάνονται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι
χαρίσματα και όχι βραβεία, προσφέρονται άνευ ανταλλάγματος, δωρεάν. Αυτό κάνει
φανερό και ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις τονίζει ότι: α) οι
αρετές γίνονται πραγματικότητα όταν το Άγιο Πνεύμα κατοικεί αόρατα στην ψυχή
και όταν η δύναμις του Υψίστου επισκιάζει τον άνθρωπο[13],
β) όπου εμφανισθεί το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός της αμαρτίας λύθηκε[14],
γ) η μυστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος παρακινεί[15],
δ) ο θυμός εμποδίζει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας ως ειρήνη ψυχής[16],
ε) η γαλήνη αποκτάται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος[17],
στ) αγώνας που δε γίνεται κατά Θεόν, δεν καρποφορεί[18],
ζ) όποιος έχει μέσα του το Πνεύμα του Κυρίου αναγνωρίζεται από τα λόγια του και
την ταπεινοφροσύνη του[19],
η) το Άγιο Πνεύμα ως πυρ άλλους τους καθαρίζει και άλλους τους φωτίζει και
αγιάζει[20],
θ) η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σχετίζεται με την προσθήκη των χαρισμάτων[21]
και ι) όποιος μελετά λόγια του Αγίου Πνεύματος, αυτά τον καθοδηγούν και τον
διορθώνουν[22].
Συνεπώς, η άσκηση στα χαρίσματα και η
κατά Θεόν πρόοδος είναι συνάρτηση του προσωπικού αγώνα, της άσκησης και της
θέλησης του ανθρώπου να προσεγγίσει το Θεό αλλά κυρίως της δεκτικότητας που
έχει στο να ενεργήσει σε αυτόν το Άγιο Πνεύμα, ο Θεός. Το γεγονός πιστοποιεί ο
λόγος του Χριστού «κανείς δεν μπορεί να
έρθει κοντά μου, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που μ’ έστειλε˙ κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη
ημέρα»[23].
Πολλές φορές έχουμε ακούσει για τη λεγόμενη “κλήση” με “ήτα”, δηλαδή την
πρόσκληση που απευθύνει ο Θεός στους ανθρώπους και η οποία δεν ενεργεί βίαια
αλλά προσμένει την ελεύθερη ανταπόκριση, την αγωνιστική συγκατάβαση του
καθενός. Αυτό δηλώνει, άλλωστε, η ρήση του Χριστού στις παραβολές των εργατών
του αμπελιού[24]
και των βασιλικών γάμων[25]
«πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε
εκλεκτοί». Αυτό φαίνεται επίσης και στη γνωστή παραβολή του Μεγάλου Δείπνου[26].
Το Άγιο Πνεύμα σύμφωνα με την
επαγγελία του Χριστού[27]
προς του Αποστόλους, στάλθηκε στον κόσμο και είναι αυτό που «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας»[28],
που τελειώνει τα μυστήρια και ενεργεί τα κατά Θεόν χαρίσματα. Είναι αυτό που
δια του χρίσματος προικίζει τον κάθε βαπτιζόμενο με πλούτο χαρισμάτων. Ο
Απόστολος Παύλος αναφέρει πως υπάρχουν διάφορα είδη χαρισμάτων, διακονιών,
δραστηριοτήτων που χορηγεί ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα˙ μάλιστα τονίζει ότι στον
καθένα δωρίζεται η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος προς το συμφέρον και πως
χορηγεί τα χαρίσματα όπως αυτό θέλει στον καθένα χωριστά[29].
Σε άλλο σημείο προτρέπει τους χριστιανούς «αφού
ζούμε με τη δύναμη του Πνεύματος, πρέπει να ακολουθούμε το Πνεύμα»[30].
Γιατί όπως λέγει ο Χριστός «ό,τι γεννιέται από τον
άνθρωπο είναι ανθρώπινο, ενώ ό,τι γεννιέται από το Πνεύμα είναι πνευματικό»[31].
Πολλά
είναι τα χαρίσματά Του, όπως μαρτυρά η Γραφή: λόγος σοφίας, λόγος γνώσεως,
πίστη, θεραπεία ασθενειών, προφητείες, γένη γλωσσών και άλλα[32]
και πολλοί οι καρποί του: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, καλοσύνη, αγαθότητα,
πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Αυτή την αλήθεια ψάλλει η Εκκλησία μας με τον ύμνο:
«Πάντα χορηγεί
τό Πνεύμα τό άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν
εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν...»[33].
Χρειάζεται ο άνθρωπος να δώσει με την
πίστη του, με τον αγώνα και το θείο πόθο του, χώρο στο Άγιο Πνεύμα ώστε να
κατοικήσει μέσα του και να καρποφορήσει. Αυτό αποτελεί και αντικείμενο της
προσευχής προς το Άγιο Πνεύμα “Βασιλεύ ουράνιε” όπου παρακαλούμε «ελθέ και σκήνωσον εν ημίν». Το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται από
τον άνθρωπο αλλά πηγαίνει, όπως ο άνεμος που πνέει, όπου θέλει, και ακούει
κανείς την βοή του αλλά δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει[34]
και «κάθε μέλος, κατά το μέτρο του
χαρίσματος που του χορηγήθηκε, συμβάλλει στην αύξηση του σώματος (της
Εκκλησίας) και στην οικοδομή του με αγάπη»[35].
Ο Χριστός, όπως ο ίδιος λέγει, είναι η άμπελος η αληθινή, και οι κληματόβεργες
οι πιστοί, οι οποίοι καρποφορούν μόνο όταν είναι ενωμένοι μαζί του[36]. Τα χαρίσματα, συνεπώς, δε
χορηγούνται αυτόνομα αλλά ενεργούνται εντός του σώματος του Χριστού, της
Εκκλησίας και συντελούν στη λειτουργία της.
Ο
Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης και εφέτος μας δίνει μια ευκαιρία, μια ευκαιρία και
μια δυνατότητα στην πορεία μας προς το Πάσχα. Ανεβαίνοντας τη Θεοδρόμο Κλίμακά
του, να δώσουμε πρόσφορο έδαφος και χώρο στο Άγιο Πνεύμα, ώστε, όπως η Παναγία
μας δια του Ευαγγελισμού κατέστη “Θεού
αχωρήτου χώρα”[37]
και “σκηνή του Θεού και Λόγου”[38],
έτσι να καταστούμε και εμείς δοχείο της θείας χάριτος και κατοικητήριο του
Αγίου Πνεύματος. Γένοιτο.
[1] 3ος οίκος Ακάθιστου Ύμνου.
[2] Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωροπός Αττικής 142003, σ. 34
(1, 11).
[3] Κλίμαξ, σ. 41 (1, 38).
[4] Γεν., 28, 12-13.
[5] Α΄ Κορ., 13, 13.
[6] Α΄ Ιωάν., 4, 7-8.
[7] Κλίμαξ, σ. 409 (30, 2).
[8] Κλίμαξ, σ. 423 (30, 15).
[9] Κλίμαξ, σ. 409 (30, 3).
[10] Κολ., 3, 15.
[11] Α΄ Κορ., 12, 26.
[12] Ιωάν., 6, 53-54.
[13] Κλίμαξ, σ. 115 (4, 125).
[14] Κλίμαξ, σ.
136 (5, 17).
[15] Κλίμαξ, σ. 141 (6, 9).
[16] Κλίμαξ, σ. 170 (8, 16-17).
[17] Κλίμαξ, σ. 376 (27, 11).
[18] Κλίμαξ, σ. 327 (26, 63).
[19] Κλίμαξ. σ. 357 (26, 20).
[20] Κλίμαξ, σ. 398 (28, 52) και σ. 363 (27, 1).
[21] Κλίμαξ, σ. 329 (26, 74).
[22] Κλίμαξ, σ. 384 (27, 47).
[23] Ιωάν., 6, 44.
[24] Βλ. Ματθ., 20, 1-16.
[25] Βλ. Ματθ., 22, 1-14.
[26] Λουκ., 14, 15-24.
[27] Βλ. Ιωάν., 14, 15-26 και 16,
7-15, Πράξ., 1, 4-5 και 8, Λουκ., 24, 49.
[28] Στιχηρό εσπερινού της
Πεντηκοστής.
[29] Βλ. Α΄ Κορ., 12, 1-11 και Εβρ.,
2, 4.
[30] Γαλ., 5, 25.
[31] Ιωάν.,
3, 6.
[32] Α΄ Κορ., 12, 8-10.
[33] Στιχηρό εσπερινού της
Πεντηκοστής.
[34] Ιωάν., 3, 8.
[35] Εφ., 4, 16.
[36] Βλ. Ιωάν., 15, 1-8.
[37] Βλ. 15ο οίκο του
Ακάθιστου Ύμνου.
[38] Βλ. 23ο οίκο του
Ακάθιστου Ύμνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου