Γράφει ο Μιχάλης Τρίτος*,
Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η Υπεραγία
Θεοτόκος ως «τεκούσα των πάντων αγίων αγιωτάτων Λόγον» έχει άπειρον προς
Θεόν παρρησίαν. Φυσικό επακόλουθο της παρρησίας είναι το θαυματουργικό της
χάρισμα. Έτσι «ουδείς προστρέχων προς Αυτήν κατησχυμμένος απ’ αυτής εκπορεύεται
αλλ’ αιτείται την χάριν και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι ιεροί υμνογράφοι αναφέρονται συχνά στα «ιερά θαυμάσια της θεομήτορος». Για την υμνολογία της Εκκλησίας η Παναγία είναι «βρύσις απείρων θαυμάτων», «μεταβολή των θλιβομένων», «απαλλαγή των ασθενούντων», «των απηλπισμένων μόνη ελπίς», «των νόσων ιατρός, που επιχέει στους ανθρώπους», «των ιαμάτων το δαψιλές». Δικαιολογημένα, ο ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος με δέος αναφωνεί: «Ουκ έστιν αριθμήσασθαι δυνατόν, μεγαλεία τα Σα, Θεονύμφευτε… των υπέρ νούν θαυμάτων Σου, των τετελεσμένων διηνεκώς».
Στο σημερινό γιορταστικό άρθρο θα προσεγγίσουμε την έννοια του θαύματος και θα αναιρέσουμε τις εναντίον του ενστάσεις.
Θαύμα είναι ένα έκτακτο και εκπληκτικό γεγονός που υποπίπτει στις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά δεν ερμηνεύεται με τους νόμους της φύσεως. Πρόκειται για ένα εκπληκτικό φαινόμενο, που ανήκει σε υπερφυσικές δυνάμεις, έχει αιτία τον ίδιο το Θεό και γίνεται για κάποιο συγκεκριμένο πνευματικό σκοπό.
Το Θαύμα, ως μαρτυρία του υπερφυσικού μέσα στο χρόνο, δεν είναι ένα παρωχημένο φαινόμενο, αλλά κάτι που δίνει την εκπληκτική του παρουσία σε όλες τις εποχές. Και στην εποχή μας, παρόλη την απιστία και την ορθολογιστική θεώρηση της ζωής, η συνείδηση του πληρώματος της προσευχόμενης εκκλησίας γίνεται πολύ συχνά μάρτυς θαυμάτων σε πολλά αγιασμένα προσκυνήματα της πατρίδος μας και της απανταχού ορθοδοξίας, όπου ο Θεός δια των θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου και των χαριτοβρύτων λειψάνων των αγίων πραγματοποιεί αυτό που είναι «αδύνατον παρ’ ανθρώποις».
Η άποψη ότι η επιστήμη αρνείται το θαύμα είναι αντιεπιστημονική, γιατί η επιστήμη ασχολείται μόνον με την εντός τόπου και χρόνου εμπειρική πραγματικότητα.
Η τυχόν ενασχόληση της με θέματα μεταφυσικά σημαίνει υπέρβαση αρμοδιοτήτων και πτώση στο λογικό σφάλμα της μεταβάσεως σε έτερον γένος. Ο πραγματικός επιστήμων δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυνατότητα του θαύματος, γιατί δεν έχει αρμοδιότητα και δικαίωμα να τοποθετεί την επιστήμη σε χώρους αλλοτρίους, όπου βρίσκονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα του ανθρώπου και να χρησιμοποιεί το όνομα και το κύρος της στην πολεμική εναντίον του υπερφυσικού στοιχείου, του οποίου κύρια έκφραση αποτελεί το θαύμα.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η άποψη του διασήμου αυστριακού φυσικού και γεωφυσικού Victor Hess, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για την ανακάλυψη των κοσμικών ακτίνων: «Ως επιστήμων δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την πραγματικότητα των θαυμάτων. Δεν μπορώ να βρω κανέναν απολύτως λόγο γιατί ο Παντοδύναμος Θεός, που δημιούργησε τον κόσμο, δεν θα ήταν σε θέση να ανακόψει ή να αλλάξει εάν Αυτός το εύρισκε σοφό να το κάμει, τη φυσική κατά μέσο όρο πορεία των γεγονότων».
Ο μεγάλος βιολόγος Alexis Carrel, ξεκινώντας από περιπτώσεις θαυματουργικών επεμβάσεων σε ασθενείς του, υποστηρίζει με αδιάσειστα επιχειρήματα τη δυνατότητα του θαύματος στο περίφημο βιβλίο του «Επιστήμη και Θαύμα». Στο χώρο της ιατρικής παρά τις εκπληκτικές επιτυχίες, εκπρόσωποι και ερευνητές συμφωνούν για την ύπαρξη ορίων στις επιστημονικές δυνατότητες πέρα από τις οποίες κάθε θεραπεία πρέπει να αποδοθεί στη θεϊκή επέμβαση.
Αβάσιμη είναι και η άλλη άποψη ότι το θαύμα οφείλεται στη δύναμη της υποβολής και της υπνωτιστικής ενέργειας. Η υποβολή και ο υπνωτισμός ασκούν πολύ περιορισμένη επίδραση μόνον σε περιπτώσεις νευρώσεων και ψυχικών διαταραχών. Ποτέ όμως δεν είναι σε θέση να θεραπεύσουν οργανικές αλλοιώσεις. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ειδικού σε θέματα υποβολής Pierre Janet «η υπνωτιστική κατάσταση δεν προσθέτει καμία άλλη δύναμη ανώτερη από τη μέση ενεργητικότητα του ανθρώπου. Δεν πρέπει να ζητάμε από την υποβολή η τον υπνωτισμό ενέργειες που υπερβαίνουν τη δύναμη της φυσιολογικής ανθρώπινης θελήσεως». Τα θαύματα όμως δεν αναφέρονται μόνον σε νευροψυχικές αρρώστιες, αλλά κυρίως σε θεραπείες οργανικών παθήσεων, όπως τυφλώσεων παραλύσεων, σε αναστάσεις νεκρών πάνω στις οποίες καμιά απολύτως υποβολή δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί.
Γενικά το θαύμα που διακρίνεται για τον ιστορικό του χαρακτήρα αφού γίνεται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και μαρτυρείται από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες, αποδεικνύει την θεότητα του Χριστού την θειότητα του Χριστιανισμού και το γεγονός ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι μια κοινή υποκειμενική εμπειρία, αλλά η ίδια η παρουσία του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο άνθρωπος της πίστεως δεν εξαρτά από το φυσικό θαύμα τη σχέση του με το Θεό, γιατί ζει διαρκώς το θαύμα της βιωματικής σχέσεως μαζί Του μέσω της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής της εκκλησίας. Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Εγώ μεν ούν νύν χρείαν ουκ έχω σημείων. Τίνος ένεκεν; Ότι και χωρίς σημείου δόσεως πιστεύειν μεμά τω Δεσπότη» (PG. 50,459). Πρόκειται για μια σχέση πού μεταφράζεται σε εσωτερική πληρότητα και ποιότητα ζωής σωστό υπαρξιακό προσανατολισμό και πραγματική λύτρωση από την ανεστιότητα του παρόντος, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή η δυναμική υπαρκτική κατάσταση αποτελεί το διαρκές μεγάλο θαύμα και την πιο επιτακτική ανάγκη του πνευματικά χρεωκοπημένου αιώνα μας.
Καθώς γιορτάζουμε «τη ιεράν μετάστασιν της θεομήτορος», το Πάσχα του καλοκαιριού κατά τον Φώτη Κόντογλου ας μιμηθούμε την Υπεραγία Θεοτόκο ως πρότυπο αγίας, που πέτυχε τον προορισμό της, την κατά Χριστόν τελειότητα. Τα θαύματα της Παναγίας αποδεικνύουν τη δύναμη που της έδωσε η αγιότητα της οποίας το μυστικό είναι ο εξαγιασμός των λεπτομερειών της ζωής. Ολόθερμη ας είναι η ικεσία μας προς την Μητέρα του Θεού και την μητέρα όλου του κόσμου «Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων Σου και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι ιεροί υμνογράφοι αναφέρονται συχνά στα «ιερά θαυμάσια της θεομήτορος». Για την υμνολογία της Εκκλησίας η Παναγία είναι «βρύσις απείρων θαυμάτων», «μεταβολή των θλιβομένων», «απαλλαγή των ασθενούντων», «των απηλπισμένων μόνη ελπίς», «των νόσων ιατρός, που επιχέει στους ανθρώπους», «των ιαμάτων το δαψιλές». Δικαιολογημένα, ο ποιητής του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος με δέος αναφωνεί: «Ουκ έστιν αριθμήσασθαι δυνατόν, μεγαλεία τα Σα, Θεονύμφευτε… των υπέρ νούν θαυμάτων Σου, των τετελεσμένων διηνεκώς».
Στο σημερινό γιορταστικό άρθρο θα προσεγγίσουμε την έννοια του θαύματος και θα αναιρέσουμε τις εναντίον του ενστάσεις.
Θαύμα είναι ένα έκτακτο και εκπληκτικό γεγονός που υποπίπτει στις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά δεν ερμηνεύεται με τους νόμους της φύσεως. Πρόκειται για ένα εκπληκτικό φαινόμενο, που ανήκει σε υπερφυσικές δυνάμεις, έχει αιτία τον ίδιο το Θεό και γίνεται για κάποιο συγκεκριμένο πνευματικό σκοπό.
Το Θαύμα, ως μαρτυρία του υπερφυσικού μέσα στο χρόνο, δεν είναι ένα παρωχημένο φαινόμενο, αλλά κάτι που δίνει την εκπληκτική του παρουσία σε όλες τις εποχές. Και στην εποχή μας, παρόλη την απιστία και την ορθολογιστική θεώρηση της ζωής, η συνείδηση του πληρώματος της προσευχόμενης εκκλησίας γίνεται πολύ συχνά μάρτυς θαυμάτων σε πολλά αγιασμένα προσκυνήματα της πατρίδος μας και της απανταχού ορθοδοξίας, όπου ο Θεός δια των θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου και των χαριτοβρύτων λειψάνων των αγίων πραγματοποιεί αυτό που είναι «αδύνατον παρ’ ανθρώποις».
Η άποψη ότι η επιστήμη αρνείται το θαύμα είναι αντιεπιστημονική, γιατί η επιστήμη ασχολείται μόνον με την εντός τόπου και χρόνου εμπειρική πραγματικότητα.
Η τυχόν ενασχόληση της με θέματα μεταφυσικά σημαίνει υπέρβαση αρμοδιοτήτων και πτώση στο λογικό σφάλμα της μεταβάσεως σε έτερον γένος. Ο πραγματικός επιστήμων δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυνατότητα του θαύματος, γιατί δεν έχει αρμοδιότητα και δικαίωμα να τοποθετεί την επιστήμη σε χώρους αλλοτρίους, όπου βρίσκονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα του ανθρώπου και να χρησιμοποιεί το όνομα και το κύρος της στην πολεμική εναντίον του υπερφυσικού στοιχείου, του οποίου κύρια έκφραση αποτελεί το θαύμα.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η άποψη του διασήμου αυστριακού φυσικού και γεωφυσικού Victor Hess, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για την ανακάλυψη των κοσμικών ακτίνων: «Ως επιστήμων δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την πραγματικότητα των θαυμάτων. Δεν μπορώ να βρω κανέναν απολύτως λόγο γιατί ο Παντοδύναμος Θεός, που δημιούργησε τον κόσμο, δεν θα ήταν σε θέση να ανακόψει ή να αλλάξει εάν Αυτός το εύρισκε σοφό να το κάμει, τη φυσική κατά μέσο όρο πορεία των γεγονότων».
Ο μεγάλος βιολόγος Alexis Carrel, ξεκινώντας από περιπτώσεις θαυματουργικών επεμβάσεων σε ασθενείς του, υποστηρίζει με αδιάσειστα επιχειρήματα τη δυνατότητα του θαύματος στο περίφημο βιβλίο του «Επιστήμη και Θαύμα». Στο χώρο της ιατρικής παρά τις εκπληκτικές επιτυχίες, εκπρόσωποι και ερευνητές συμφωνούν για την ύπαρξη ορίων στις επιστημονικές δυνατότητες πέρα από τις οποίες κάθε θεραπεία πρέπει να αποδοθεί στη θεϊκή επέμβαση.
Αβάσιμη είναι και η άλλη άποψη ότι το θαύμα οφείλεται στη δύναμη της υποβολής και της υπνωτιστικής ενέργειας. Η υποβολή και ο υπνωτισμός ασκούν πολύ περιορισμένη επίδραση μόνον σε περιπτώσεις νευρώσεων και ψυχικών διαταραχών. Ποτέ όμως δεν είναι σε θέση να θεραπεύσουν οργανικές αλλοιώσεις. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ειδικού σε θέματα υποβολής Pierre Janet «η υπνωτιστική κατάσταση δεν προσθέτει καμία άλλη δύναμη ανώτερη από τη μέση ενεργητικότητα του ανθρώπου. Δεν πρέπει να ζητάμε από την υποβολή η τον υπνωτισμό ενέργειες που υπερβαίνουν τη δύναμη της φυσιολογικής ανθρώπινης θελήσεως». Τα θαύματα όμως δεν αναφέρονται μόνον σε νευροψυχικές αρρώστιες, αλλά κυρίως σε θεραπείες οργανικών παθήσεων, όπως τυφλώσεων παραλύσεων, σε αναστάσεις νεκρών πάνω στις οποίες καμιά απολύτως υποβολή δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί.
Γενικά το θαύμα που διακρίνεται για τον ιστορικό του χαρακτήρα αφού γίνεται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και μαρτυρείται από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες, αποδεικνύει την θεότητα του Χριστού την θειότητα του Χριστιανισμού και το γεγονός ότι η χριστιανική πίστη δεν είναι μια κοινή υποκειμενική εμπειρία, αλλά η ίδια η παρουσία του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο άνθρωπος της πίστεως δεν εξαρτά από το φυσικό θαύμα τη σχέση του με το Θεό, γιατί ζει διαρκώς το θαύμα της βιωματικής σχέσεως μαζί Του μέσω της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής της εκκλησίας. Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Εγώ μεν ούν νύν χρείαν ουκ έχω σημείων. Τίνος ένεκεν; Ότι και χωρίς σημείου δόσεως πιστεύειν μεμά τω Δεσπότη» (PG. 50,459). Πρόκειται για μια σχέση πού μεταφράζεται σε εσωτερική πληρότητα και ποιότητα ζωής σωστό υπαρξιακό προσανατολισμό και πραγματική λύτρωση από την ανεστιότητα του παρόντος, τον πόνο και τον θάνατο. Αυτή η δυναμική υπαρκτική κατάσταση αποτελεί το διαρκές μεγάλο θαύμα και την πιο επιτακτική ανάγκη του πνευματικά χρεωκοπημένου αιώνα μας.
Καθώς γιορτάζουμε «τη ιεράν μετάστασιν της θεομήτορος», το Πάσχα του καλοκαιριού κατά τον Φώτη Κόντογλου ας μιμηθούμε την Υπεραγία Θεοτόκο ως πρότυπο αγίας, που πέτυχε τον προορισμό της, την κατά Χριστόν τελειότητα. Τα θαύματα της Παναγίας αποδεικνύουν τη δύναμη που της έδωσε η αγιότητα της οποίας το μυστικό είναι ο εξαγιασμός των λεπτομερειών της ζωής. Ολόθερμη ας είναι η ικεσία μας προς την Μητέρα του Θεού και την μητέρα όλου του κόσμου «Δέσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων Σου και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως».
*Πηγή: Εφημ. Πρωινός Λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου