Του
ΑΝΔΡΕΑ Ν. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Διδάκτορα
Θεολογίας
Η 30ή Ιανουαρίου είναι διπλή γιορτή.
Είναι: α) των Τριών Μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων, του Μεγάλου Βασιλείου,
του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και β) των
Ελληνικών Γραμμάτων, των οποίων οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν θεμελιωτές και
προστάτες. Αυτό το γεγονός μας παρακίνησε στην ενασχόληση σήμερα με το θέμα
της φ ι λ ί α ς, την οποία οι δύο απ’ αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος
ο Θεολόγος, κατέστησαν παροιμιώδη και υποδειγματική. Η φιλία αυτών των δύο
Πατέρων είναι η πιο ονομαστή στον εκκλησιαστικό χώρο, γι’αυτό και με αυτή θα
ασχοληθούμε σήμερα, αφήνοντας τις άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές του βίου τους
στους ειδικούς επιστήμονες.
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος
ήταν σχεδόν συνομήλικοι, καθώς και συντοπίτες, κατάγονταν δηλ. από την ίδια
περιοχή, την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας. Πρωτογνωρίστηκαν στην Καισάρεια, όταν
ο δωδεκαετής Μέγας Βασίλειος ήλθε από τον Πόντο, για να συμπληρώσει εκεί την
εγκύκλιο μόρφωσή του. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην πρώτη γνωριμία τους, η
οποία έμελλε να εξελιχθεί σε μία στενότατη φιλία, κατά τα χρόνια που βρέθηκαν
στην Αθήνα για τις σπουδές τους. Εκεί, στο « κλεινό άστυ », έκτισαν το
στερεό οικοδόμημα της αδελφικής του φιλίας, η οποία μπορεί να πέρασε από
κάποιες δύσκολες φάσεις, ωστόσο παρέμεινε σταθερή και ακλόνητη. Ούτε ο θάνατος
του Μεγάλου Βασιλείου στάθηκε ικανός να επηρεάσει τα αισθήματα του Γρηγορίου
του Θεολόγου απέναντι στον φίλο του, τα οποία και αποτύπωσε κατά τρόπο
ιδιαίτερα γλαφυρό και συγκινητικό στον « Επιτάφιο » λόγο του, τον οποίο
εκφώνησε δύο χρόνια μετά, όταν επισκέφθηκε τον τάφο του, επειδή δεν μπόρεσε να
παραστεί στην κηδεία του. Βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε
μεταβεί προς ενίσχυση των ορθοδόξων, οι οποίοι κινδύνευαν από τους
αρειανόφρονες.
Στην Αθήνα οι δύο Καππαδόκες
Πατέρες συνδέθηκαν τόσο πολύ, ώστε έγιναν ο ένας για τον άλλο τα πάντα:
Ομόστεγοι, ομοτράπεζοι, ένας οι δύο. Εκτός από το κοινό τους ενδιαφέρον για τη
Φιλοσοφία, απέβλεπαν στα ίδια πράγματα, γεγονός που ηύξανε την αμοιβαία τους
αγάπη και εκτίμηση. Με καλοχτισμένο το σπίτι της φιλίας τους, το οποίο στήριξαν
σε χρυσούς στύλους, όπως έλεγε ο Πίνδαρος, προχωρούσαν μπροστά, έχοντας ως
βοηθούς και την αμοιβαία τους αγάπη. Αγωνίζονταν και οι δύο, όχι ποιος θα έχει
το πρωτείο, αλλά πώς να το παραχωρήσει ο ένας στον άλλο. Η επιτυχία του ενός
ήταν λόγος ευτυχίας για τον άλλο. Έδιδαν την εντύπωση, ότι και οι δύο είχαν
μία μόνο ψυχή, που κατοικούσε σε δύο σώματα. Είχαν την αίσθηση, ότι ο ένας
ζούσε μέσα στο είναι του άλλου και δίπλα στον άλλο. Κοινή τους επιδίωξη ήταν η αρετή και η συμμόρφωση της ζωής τους προς τις μελλοντικές
ελπίδες. Ο καθένας αποτελούσε για τον άλλο κανόνα και μέτρο για τη διάκριση του
ορθού από το μη ορθό. Από τα μαθήματά τους, απολάμβαναν, όχι τα πιο ευχάριστα,
αλλά τα πιο ωφέλιμα. Χάρη στην εικόνα που εξέπεμπαν, έγιναν γνωστοί στους
διδασκάλους και στους συναδέλφους τους και στους πιο επιφανείς Έλληνες. Η
φήμη τους ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδος. Ο Γρηγόριος ο θεολόγος έλεγε
αργότερα, ότι κοντά στον Μέγα Βασίλειο απήλαυσε και αυτός κάτι από τη φιλία
του, ο οποίος κέρδισε την ευφημία, επειδή έζησε την αρετή.
Η φιλία του Γρηγορίου του Θεολόγου με
τον Μέγα Βασίλειο ήταν αγνή και άδολη. Τη φιλία αυτή δεν τη δημιούργησε η
συγγένεια, η κοινή πατρίδα, ή η αξιολάτρευτη ταυτότητα της ηλικίας.
Περισσότερο από όλα, αυτό που τους ένωνε ήταν η ταυτότητα των τρόπων και η χαρά
από τα ίδια πράγματα. Αυτό κατ’ εξοχήν στερεώνει τις φιλίες και τις κάνει
σταθερότερες. Η σύνδεσή τους συνένωσε και τις οικογένειές τους, γεγονός που
συνέβαλε στην αύξηση και της δικής τους φιλίας. Ο Μέγας Βασίλειος στην Αθήνα
μετέβη ένα χρόνο μετά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ωστόσο έφυγε πριν απ’ αυτόν,
επειδή νοσταλγούσε τους δικούς του και την πατρίδα του, τον Πόντο. Η εσπευσμένη
αυτή αναχώρηση του Μεγάλου Βασιλείου για τον Πόντο μπορεί να ήταν σε γνώση του
Γρηγορίου του Θεολόγου, ωστόσο ήταν ένα γεγονός που τον στενοχώρησε, επειδή
προκάλεσε τον χωρισμό τους και ανέτρεψε τα κοινά τους σχέδια, που ήταν η
απόσυρσή τους σε ερημικό μέρος για πνευματική άσκηση. Γι’ αυτό και δεν άργησε
να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει και αυτός την Αθήνα και να σπεύσει προς
συνάντηση του Με-γάλου Βασιλείου, που βρισκόταν ακόμη στον Πόντο. Η διαφορετική
όμως επιθυμία τους επέφερε και τη διάστασή τους στη λήψη μιας αμοιβαίας
αποδεκτής απόφασης όσον αφορά τον τόπο της κοινής άσκησής τους. Τελικά όμως η
φιλία τους συνέβαλε στην επανένωσή τους, οδηγώντας τα βήματα του Γρηγορίου του
Θεολόγου στον τόπο όπου βρισκόταν ο Μέγας Βασίλειος, κοντά στον οποίο
παρέμεινε δεκαοκτώ μήνες. Αυτό το γεγονός φανερώνει, ότι ακόμη και στην
ιδανική φιλία, εφόσον είναι ανθρώπινη σχέση, δεν μπορεί παρά να έχει και τις
αρνητικές της πτυχές, οι οποίες όμως δεν επηρεάζουν τη φυσική της λαμπρότητα.
Για όσα ακολούθησαν και αφορούν στη
δραστηριότητα των δύο αυτών Με-γάλων Πατέρων δεν θα επεκτείνουμε τον λόγο μας,
διότι το μόνο που μας ενδιαφέρει στην παρούσα περίπτωση είναι η
επισήμανση και η έξαρση των στοιχείων που αναφέρονται στη φιλία τους και στη
χάρη σ’ αυτή σχετική συνεργασία τους. Γι’ αυτό και καταλήγουμε λέγοντας, ότι και
οι δύο Πατέρες, εκτός της Θεολογίας και της αρετής, ιδιαίτερη ευαισθησία
έδειξαν στη φ ι λ ί α, την οποία ομολογουμένως ανήγαγαν σε ιδανική σχέση, για
την οποία εσαεί θα γίνεται λόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου