[...] Η κυριακή προσευχή, το
«Πάτερ ημών...», αποτελεί ακριβώς την προετοιμασία για τη Θεία Ευχαριστία, με
τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Ο,τι και αν κάνουμε ως άνθρωποι, όποιος και αν
είναι ο βαθμός της ατομικής προετοιμασίας και του εξαγνισμού μας, τίποτα,
απολύτως τίποτα, δεν μπορεί να μας καταστήσει άξιους της Θείας Ευχαριστίας,
δηλαδή επαρκείς για λήψη των θείων δώρων.
Αυτός που πλησιάζει τη Θεία
Ευχαριστία μ' ένα πνεύμα αυτοδικαίωσης, έχει αποτύχει να συλλάβει το πνεύμα της
Λειτουργίας και ολόκληρης της μυσταγωγικής ζωής. Τίποτε δεν μπορεί να
καταργήσει την άβυσσο ανάμεσα στον πλάστη και στο πλάσμα, ανάμεσα στην απόλυτη
τελειότητα του Θεού και στην κτιστή ζωή του ανθρώπου, τίποτε και κανένας, εκτός
από τον ένα, τον όντως Θεό, που έγινε άνθρωπος και στο πρόσωπό του ένωσε τις
δύο «φύσεις».
Η προσευχή που έδωσε στους
αποστόλους του είναι έκφραση και καρπός αυτής της μοναδικής και σωτήριας
«λειτουργίας» του Χριστού. Είναι η προσευχή του, επειδή είναι ο μονογενής υιός του Πατέρα. Αλλά μας την έδωσε επειδή μας προσφέρθηκε ο ίδιος. Και εν Αυτώ, ο
Πατέρας του έγινε Πατέρας μας και μπορούμε να του απευθυνόμαστε με τα λόγια του
Υιού του. Γι' αυτό προσευχόμαστε: «και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά
παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαι σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα».
Η προσευχή του Κυρίου είναι η
προσευχή της Εκκλησίας, του λυτρωμένου λαού του Θεού. Στην πρώιμη Εκκλησία δεν
αποκαλυπτόταν ποτέ στους αβάπτιστους, ακόμη και το κείμενό της κρατιόταν
μυστικό. Είναι το δώρο της νέας προσευχής εν Χριστώ, έκφραση της σχέσης μας με
τον Θεό. Αυτό το δώρο αποτελεί τη μοναδική μας είσοδο στη Θεία Ευχαριστία, η
μόνη βάση της συμμετοχής μας στα «ιερά πράγματα» και, με την έννοια αυτή, η
ουσιαστική προετοιμασία μας για την Ευχαριστία. Στο μέτρο κατά το οποίο έχουμε
αποδεχθεί, έχουμε κάνει δική μας αυτήν την προσευχή, είμαστε έτοιμοι για τη
Θεία Ευχαριστία. Είναι το μέτρο της ενότητάς μας με τον Χριστό, «το είναι εν
αυτώ».
«Αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η
βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου»: ο στόχος της εν Χριστώ ζωής μας και της
ζωής του Χριστού μέσα μας, η συνθήκη της συμμετοχής μας στο ποτήριό του πρέπει
να είναι η κατανόηση όλων όσων υπονοούνται σ' αυτές τις ιεροπρεπείς
διαβεβαιώσεις, η πραγματοποίηση σύνολης της θεοκεντρικότητας ολόκληρης της ζωής
μας όπως αυτή εκφράζεται σ' αυτές, το να κάνουμε αυτές τις επιθυμίες του
Χριστού δικές μας επιθυμίες. Η προσωπική προετοιμασία μας οδηγεί στην κατανόηση
αυτής της έσχατης προετοιμασίας και η κυριακή προσευχή αποτελεί την εκπλήρωση
της ευχαριστιακής προσευχής, που μας μεταμορφώνει σε δέκτες του επιούσιου
άρτου.
«Ειρήνη πάσι», λέει ο λειτουργός,
και κατόπιν, «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν». Η Θεία Ευχαριστία, όπως και
ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας, είναι καρπός της ειρήνης που αποκτάται εν Χριστώ.
Η κλίση της κεφαλής αποτελεί την απλούστερη αλλά και ουσιαστικότερη πράξη της
λατρείας, την ίδια την άσκηση της υπακοής. Λαμβάνουμε τη Θεία Ευχαριστία με την
υπακοή και μέσω της υπακοής. Δεν τη δικαιούμαστε. Ξεπερνά όλες τις επιθυμίες
και τις δυνατότητές μας. Αποτελεί ένα ελεύθερο δώρο του Θεού και πρέπει να τη
λάβουμε με υπακοή.
Υπάρχει μία διαδεδομένη αλλά
ψευδής ευσέβεια που αρνείται τη Θεία Ευχαριστία στηριζόμενη στην έννοια της
αναξιότητας. Υπάρχουν ιερείς που ανοιχτά διδάσκουν ότι ένας λαϊκός δεν πρέπει
να κοινωνεί «πολύ συχνά». Το ελάχιστο, «μια φορά το χρόνο», έχει ταυτιστεί με
την ορθόδοξη παράδοση. Αλλά όλα αυτά είναι ψευδοευσέβεια και ψεύτικη ταπείνωση
και αποτελούν όντως υπερηφάνεια του ανθρώπου.
Όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει
πόσο συχνά πρέπει να λαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού, καθιστά τον
εαυτό του μέτρο του θείου δώρου και της δικής του «αξιότητας». Είναι μια
κακόβουλη ερμηνεία των λόγων του Αποστόλου Παύλου: «ας δοκιμάζει ο άνθρωπος τον
εαυτό του» (α΄ Κορ. 11 : 28). Ο Απόστολος Παύλος δεν είπε, «ας δοκιμάζει τον
εαυτό του και αν δεν μείνει ικανοποιημένος, ας μην μετάσχει στη Θεία
Ευχαριστία».
Εννοεί ακριβώς το αντίθετο: η
Θεία Ευχαριστία έχοντας γίνει τροφή μας, ουσία και πηγή της ζωής μας στην
Εκκλησία είναι τώρα αυτό με το οποίο πρέπει να ζήσουμε· ειδάλλως μπορεί να
γίνει η καταδίκη μας. Αλλά δεν γλυτώνουμε από αυτή την καταδίκη. Έτσι η μόνη
αυθεντική, παραδοσιακή και πραγματικά ορθόδοξη προσέγγιση της Θείας Ευχαριστίας
είναι η υπακοή και αυτό εκφράζεται τόσο όμορφα και τόσο απλά στις ευχές της
προετοιμασίας: «ουκ ειμί ικανός, Δέσποτα Κύριε, ίνα εισέλθης υπό την στέγη της
ψυχής μου. Αλλ' επειδή βούλη συ, ως φιλάνθρωπος, οικείν εν εμοί, θαρρών
προσέρχομαι. Κελεύεις».
Αυτή είναι υπακοή στον Θεό και
στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ορίζει την τέλεση της Ευχαριστίας και θα είναι ένα
μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην κατανόηση της Εκκλησίας, όταν
συνειδητοποιήσουμε ότι ο «ευχαριστιακός ατομικισμός» που έχει μετασχηματίσει το
ενενήντα τοις εκατό των Λειτουργιών μας σε Ευχαριστίες δίχως μεταλαμβάνοντες
είναι αποτέλεσμα μιας διαστρεβλωμένης ευσέβειας και μιας ψευδοταπείνωσης.[...]
π. Αλέξανδρος Σμέμαν,
Λειτουργία και ζωή.