Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2025

Ο θάνατος του π. Βασιλείου Γοντικάκη...

Περίεργο αλλά δεν με τάραξε, ίσως ούτε με έθλιψε ο θάνατος του π. Βασιλείου Γοντικάκη... Πάντα αυτός ο ακριβός άνθρωπος μου έδινε την εντύπωση ότι δεν είναι ακριβώς του κόσμου τούτου. Σαν πάντα να πηγαινοερχόταν από τη μία όχθη στην άλλη, από τη μια διάσταση στην άλλη. Ένα μοναχικό κλάσμα από το πανταχού παρών, μια παρουσία δια μιας απουσίας. Και οι ομιλίες του ακόμα περιείχαν πολλές σιωπές.

Τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να περάσει εντελώς στο άχρονο και να ησυχάσει από εμάς και τον θόρυβό μας θα είναι ευτυχισμένος. Εντελώς κοντά Του αφού το έλεγε: Όλα έξω από τον Χριστό είναι κουταμάρες.

Μάρω Βαμβουνάκη

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Γιατί πιστεύω;

Γιατί πιστεύω; Κοιτάζω μέσα μου, μέσα στὶς ἐμπειρίες καὶ στὰ αἰσθήματά μου καὶ μολοταῦτα δὲν βρίσκω καμμία ἀπάντηση.

Τί σημαίνει ὁ Θεὸς γιὰ μένα; Ἕνας τρόπος νὰ ἑρμηνεύσω τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή; ΟΧΙ!

Πρῶτον μοῦ εἶναι ξεκάθαρο πὼς αὐτὴ ἡ ἐξήγηση δὲν εἶναι ἡ πηγὴ τῆς πίστεώς μου σ` αὐτὸν καὶ δεύτερον πὼς ἡ πίστη μου στὸν Θεὸ δὲν «ἐξηγεῖ» ὀρθολογιστικὰ ὅλα τὰ μυστήρια καὶ τὰ αἰνίγματα τοῦ κόσμου.

Ὄχι μία καὶ δύο φορὲς στὴ ζωή μου ἔπρεπε νὰ σταθῶ στὸ πλευρὸ ἑνὸς ἑτοιμοθάνατου παιδιοῦ ποὺ ἔπασχε φρικτά. Καὶ λοιπὸν τί ; Θὰ μποροῦσα νὰ ὑπερασπιστῶ ἢ νὰ διακαιολογήσω αὐτοὺς τοὺς πόνους καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο «θρησκευτικὰ» καθὼς λένε; ΟΧΙ! Μποροῦσα μονάχα νὰ πῶ· ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ, ὁ Θεὸς ὑπάρχει. Μποροῦσα μονάχα νὰ ὁμολογήσω πόσο ἀδύνατον εἶναι νὰ μετρήσουμε αὐτὴ τὴν παρουσία μὲ τὶς γεμάτες θλίψη γήινες ἐρωτήσεις μας.

Ὄχι φυσικὰ ἡ πίστη δὲν εἶναι προιὸν τῆς ἀνάγκης μου γιὰ ἐξηγήσεις.

Τότε ἀπὸ ποῦ προέρχεται; ἢ μήπως προέρχεται ἀπὸ τὸν φόβο μου γιὰ τὴν τελικὴ ἐκμηδένιση, ἀπὸ ἐκείνη τὴν παράφορη καὶ κατ` οὐσίαν ἐγωιστικὴ ἐσωτερικὴ ἐπιθυμία νὰ μὴν ἐκμηδενισθῶ; Ὄχι αὐτὸ δὲν ἐξήγει τὸ γιατί πιστεύω γιατί φαίνεται πὼς οἱ ὑποθέσεις γιὰ τὴν μετὰ θάνατο ζωὴ καὶ τὴν ἀθανασία –ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ εὐφυεῖς φιλοσοφικὲς ὑποθέσεις– εἶναι παιδιάστικες φλυαρίες.

Δὲν εἶναι ὅτι ἐπιθυμῶ τὴν αἰώνια ζωὴ μετὰ θάνατο ὁ λόγος ποὺ πιστεύω στὸν Θεὸ· τὸ ἀντίθετο, πιστεύω στὴν αἰώνια ζωὴ γιατί πιστεύω στὸν Θεό.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν (†)

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

«Των οδοιπόρων συνοδίτη»...

«Των οδοιπόρων συνοδίτη», δηλαδή συνοδοιπόρο και «ελπίδα των απελπισμένων» ονομάζει τον σταυρό ο Δαμασκηνός Στουδίτης. Η ύψωση του τιμίου σταυρού ετελείτο 14 Σεπτεμβρίου από τον άμβωνα και είχε μια ιδιαίτερη θεαματική διάσταση, αφού ο άμβωνας δεν ήταν ένα περιττό έπιπλο (όπως μοιάζει σήμερα), αλλά το κέντρο των δρωμένων στον ναό. Ήταν μια λαοφιλής γιορτή που είχε καθιερωθεί στην Κωνσταντινούπολη από τον 4ο αιώνα και στη Ρώμη τον 7ο αιώνα. Ο πατριάρχης, σύμφωνα με το «Έκθεσις της Βασιλείου τάξεως» ύψωνε τα τίμια ξύλα της σταύρωσης του Ιησού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Οι μερακλήδες φίλοι μου μοναχοί ετοιμάζουν προζύμι με σταυρολούλουδα και αγιασμό. Το ψωμί που ζυμώνουν, είτε ως πρόσφορο για τη θεία κοινωνία είτε ως επιούσιος άρτος, είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου.

EIKONA: ῾Η Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Παράσταση σὲ εὐαγγελιστάριο 11ου αἰώνα τῆς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους.
 
Ιωσήφ Βιβιλάκης
 

Μ’ ένα κλαράκι βασιλικό...

Ανήμερα σταυροπροσκύνησης, μ’ ένα κλαράκι βασιλικό κι ένα ποτήρι μ’ αγιασμό πιάναν προζύμι πιο παλιά, θειάδες, γιαγιά. Μ’ αυτό ζυμώναν τα ψωμιά τους -το ανάπιαναν κάθε φορά- κι είχαν, μου λέγανε, την ευλογία του όλη τη χρονιά. Θυμάμαι ακόμη την νοστιμιά. Ευωδιαστή κι απαράμιλλη!

Χρήστος Μποκόρος

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Αυτός που πλησιάζει τη Θεία Ευχαριστία...

[...] Η κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών...», αποτελεί ακριβώς την προετοιμασία για τη Θεία Ευχαριστία, με τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Ο,τι και αν κάνουμε ως άνθρωποι, όποιος και αν είναι ο βαθμός της ατομικής προετοιμασίας και του εξαγνισμού μας, τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν μπορεί να μας καταστήσει άξιους της Θείας Ευχαριστίας, δηλαδή επαρκείς για λήψη των θείων δώρων.

Αυτός που πλησιάζει τη Θεία Ευχαριστία μ' ένα πνεύμα αυτοδικαίωσης, έχει αποτύχει να συλλάβει το πνεύμα της Λειτουργίας και ολόκληρης της μυσταγωγικής ζωής. Τίποτε δεν μπορεί να καταργήσει την άβυσσο ανάμεσα στον πλάστη και στο πλάσμα, ανάμεσα στην απόλυτη τελειότητα του Θεού και στην κτιστή ζωή του ανθρώπου, τίποτε και κανένας, εκτός από τον ένα, τον όντως Θεό, που έγινε άνθρωπος και στο πρόσωπό του ένωσε τις δύο «φύσεις».

Η προσευχή που έδωσε στους αποστόλους του είναι έκφραση και καρπός αυτής της μοναδικής και σωτήριας «λειτουργίας» του Χριστού. Είναι η προσευχή του, επειδή είναι ο μονογενής υιός του Πατέρα. Αλλά μας την έδωσε επειδή μας προσφέρθηκε ο ίδιος. Και εν Αυτώ, ο Πατέρας του έγινε Πατέρας μας και μπορούμε να του απευθυνόμαστε με τα λόγια του Υιού του. Γι' αυτό προσευχόμαστε: «και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαι σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα».

Η προσευχή του Κυρίου είναι η προσευχή της Εκκλησίας, του λυτρωμένου λαού του Θεού. Στην πρώιμη Εκκλησία δεν αποκαλυπτόταν ποτέ στους αβάπτιστους, ακόμη και το κείμενό της κρατιόταν μυστικό. Είναι το δώρο της νέας προσευχής εν Χριστώ, έκφραση της σχέσης μας με τον Θεό. Αυτό το δώρο αποτελεί τη μοναδική μας είσοδο στη Θεία Ευχαριστία, η μόνη βάση της συμμετοχής μας στα «ιερά πράγματα» και, με την έννοια αυτή, η ουσιαστική προετοιμασία μας για την Ευχαριστία. Στο μέτρο κατά το οποίο έχουμε αποδεχθεί, έχουμε κάνει δική μας αυτήν την προσευχή, είμαστε έτοιμοι για τη Θεία Ευχαριστία. Είναι το μέτρο της ενότητάς μας με τον Χριστό, «το είναι εν αυτώ».

«Αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου»: ο στόχος της εν Χριστώ ζωής μας και της ζωής του Χριστού μέσα μας, η συνθήκη της συμμετοχής μας στο ποτήριό του πρέπει να είναι η κατανόηση όλων όσων υπονοούνται σ' αυτές τις ιεροπρεπείς διαβεβαιώσεις, η πραγματοποίηση σύνολης της θεοκεντρικότητας ολόκληρης της ζωής μας όπως αυτή εκφράζεται σ' αυτές, το να κάνουμε αυτές τις επιθυμίες του Χριστού δικές μας επιθυμίες. Η προσωπική προετοιμασία μας οδηγεί στην κατανόηση αυτής της έσχατης προετοιμασίας και η κυριακή προσευχή αποτελεί την εκπλήρωση της ευχαριστιακής προσευχής, που μας μεταμορφώνει σε δέκτες του επιούσιου άρτου.

«Ειρήνη πάσι», λέει ο λειτουργός, και κατόπιν, «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν». Η Θεία Ευχαριστία, όπως και ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας, είναι καρπός της ειρήνης που αποκτάται εν Χριστώ. Η κλίση της κεφαλής αποτελεί την απλούστερη αλλά και ουσιαστικότερη πράξη της λατρείας, την ίδια την άσκηση της υπακοής. Λαμβάνουμε τη Θεία Ευχαριστία με την υπακοή και μέσω της υπακοής. Δεν τη δικαιούμαστε. Ξεπερνά όλες τις επιθυμίες και τις δυνατότητές μας. Αποτελεί ένα ελεύθερο δώρο του Θεού και πρέπει να τη λάβουμε με υπακοή.

Υπάρχει μία διαδεδομένη αλλά ψευδής ευσέβεια που αρνείται τη Θεία Ευχαριστία στηριζόμενη στην έννοια της αναξιότητας. Υπάρχουν ιερείς που ανοιχτά διδάσκουν ότι ένας λαϊκός δεν πρέπει να κοινωνεί «πολύ συχνά». Το ελάχιστο, «μια φορά το χρόνο», έχει ταυτιστεί με την ορθόδοξη παράδοση. Αλλά όλα αυτά είναι ψευδοευσέβεια και ψεύτικη ταπείνωση και αποτελούν όντως υπερηφάνεια του ανθρώπου.

Όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει πόσο συχνά πρέπει να λαμβάνει το σώμα και το αίμα του Χριστού, καθιστά τον εαυτό του μέτρο του θείου δώρου και της δικής του «αξιότητας». Είναι μια κακόβουλη ερμηνεία των λόγων του Αποστόλου Παύλου: «ας δοκιμάζει ο άνθρωπος τον εαυτό του» (α΄ Κορ. 11 : 28). Ο Απόστολος Παύλος δεν είπε, «ας δοκιμάζει τον εαυτό του και αν δεν μείνει ικανοποιημένος, ας μην μετάσχει στη Θεία Ευχαριστία».

Εννοεί ακριβώς το αντίθετο: η Θεία Ευχαριστία έχοντας γίνει τροφή μας, ουσία και πηγή της ζωής μας στην Εκκλησία είναι τώρα αυτό με το οποίο πρέπει να ζήσουμε· ειδάλλως μπορεί να γίνει η καταδίκη μας. Αλλά δεν γλυτώνουμε από αυτή την καταδίκη. Έτσι η μόνη αυθεντική, παραδοσιακή και πραγματικά ορθόδοξη προσέγγιση της Θείας Ευχαριστίας είναι η υπακοή και αυτό εκφράζεται τόσο όμορφα και τόσο απλά στις ευχές της προετοιμασίας: «ουκ ειμί ικανός, Δέσποτα Κύριε, ίνα εισέλθης υπό την στέγη της ψυχής μου. Αλλ' επειδή βούλη συ, ως φιλάνθρωπος, οικείν εν εμοί, θαρρών προσέρχομαι. Κελεύεις».

Αυτή είναι υπακοή στον Θεό και στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ορίζει την τέλεση της Ευχαριστίας και θα είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην κατανόηση της Εκκλησίας, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι ο «ευχαριστιακός ατομικισμός» που έχει μετασχηματίσει το ενενήντα τοις εκατό των Λειτουργιών μας σε Ευχαριστίες δίχως μεταλαμβάνοντες είναι αποτέλεσμα μιας διαστρεβλωμένης ευσέβειας και μιας ψευδοταπείνωσης.[...]

π. Αλέξανδρος Σμέμαν,

Λειτουργία και ζωή.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Κοινότητα δεν είναι...

Τι ωραία που είν’ η πατρίδα μας! Ακούγεται αστείο θλιβερό μιας κι έχουμε βαλθεί να την ξεκάνουμε. Να βγάζουμε τα μάτια μας, ξεριζωμένοι. Κόβουμε το κλαδί που μας κρατάει σ’ επαφή, νομίζοντας ηρωισμό την άφεσή μας στο κενό. Άλλοι την ξεζουμίζουν στις διαπλοκές του νομιζόμενου πλούτου κι άλλοι την πετροβολούν από μίσος που δεν προκόβουν οι ιδέες τους εδώ και κάνουνε το σπιτικό τους ρημαδιό. Εκούσιοι τυφεκιοφόροι του εχθρού. Κοινότητα δεν είναι οι φυγόκεντρες ομάδες των ομοίων μας, είναι των διαφορετικών οι δύσκολες αθροίσεις, οι κεντρομόλες υπερβάσεις προσφοράς για το κοινό καλό. Χαμένο όμως το κέντρο κι η οδός, άχρηστοι οι οδοδείκτες, κουνημένοι. Οι βάρβαροι έχουν ήδη ευπρεπιστεί αναμεταξύ μας και θα ‘ναι πολύ βαρβαρότεροι οι καιροί που μέλλονται να φέρουν.

Χρήστος Μποκόρος

Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Ο Σταμούλης, στο πέρασμά του...

Η είδηση της κοίμησης του καθηγητή Θεολογίας Χρυσόστομου Σταμούλη είναι η ρωγμή ενός κόσμου, το άνοιγμα ενός κενού στο εκκλησιαστικό και πολιτισμικό μας σώμα. Ο Σταμούλης υπήρξε από εκείνους που δεν μίλησαν για τον θάνατο σαν να ήταν μία έννοια εξωτερική, ούτε για τον έρωτα σαν να ήταν ένα πάθος καταναλωτικό. Αντίθετα, στοχάστηκε και τα δύο ως άκρα του ίδιου τόξου: ως τα δύο αμετακίνητα όρια που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς γεγονότα, είναι αρχέτυπα, είναι οι δύο αποκαλύψεις που στήνουν όλη την Ιστορία, όπως θα έλεγε και ο ίδιος.

Ο θάνατος του Σταμούλη μας επιβάλλει να τον ακούσουμε ξανά μέσα από την απότομη σημερινή σιωπή του. Να δούμε αν τα λόγια του βρίσκουν επαλήθευση στο ίδιο του το τέλος. Γιατί αυτό που έλεγε ο ίδιος —ότι για να κατανοήσει κανείς τον θάνατο χρειάζονται πολλές ζωές, ίσως και όλος ο πολιτισμός— μοιάζει τώρα να βρίσκει ένα έσχατο βάρος: η ζωή του έγινε μαρτυρία εκείνης της αναμονής, μιας ζωής που έθεσε τη θεολογία μπροστά στον καθρέφτη της φθοράς.

Στην οπτική του Σταμούλη, ο θάνατος δεν είναι μια «στιγμή βιολογικής παύσης», αλλά το πιο εκκωφαντικό άνοιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι το σημείο όπου διαλύεται κάθε αυταπάτη για το εγώ, όπου καταρρέουν οι θεμελιώσεις του ελέγχου, της δύναμης, του χρήματος, της τεχνολογίας. Ο θάνατος αποκαλύπτει την απόλυτη αδυναμία μας, κι αυτή η αδυναμία δεν είναι καταστροφή, αλλά αποκάλυψη. Όπως και ο έρωτας, μας οδηγεί σε μια έξοδο από το εγώ, σε μια απο-ιδιοκτησία. Ο ερωτευμένος δεν «κατέχει» τίποτα, όπως και ο νεκρός, εγκαταλείπει τα πάντα. Στον έρωτα και στον θάνατο, το υποκείμενο διαλύεται. Η θεολογία του Σταμούλη είχε ως κέντρο ακριβώς αυτό το σημείο: να δει τον άνθρωπο όχι ως αυτόνομο άτομο, αλλά ως ύπαρξη που σώζεται μόνο μέσα από το άνοιγμά της, μέσα από το δόσιμο.

Εδώ έρχεται η θεολογία: η Ανάσταση δεν είναι παρά η υπόσχεση ότι το άνοιγμα αυτό δεν είναι κενό, ότι η παράδοση του εαυτού στον θάνατο δεν καταλήγει σε άβυσσο, αλλά σε μία αγκαλιά. Ο Σταμούλης είχε το θάρρος να μιλήσει για τον θάνατο όχι με φτηνές βεβαιότητες, αλλά με την ειλικρίνεια του ανθρώπου που γνωρίζει το σκοτάδι και το αφήνει να τον διαποτίσει. Η θεολογία του δεν ήταν απολογητική, αλλά υπαρξιακή: δεν ήθελε να μας πείσει για μια άλλη ζωή, αλλά να μας μάθει να ζούμε αυτήν τη ζωή με την οξύτητα του τέλους.

Ζούμε σε μια εποχή όπου ο θάνατος έχει αποβληθεί από τον δημόσιο χώρο, έχει γίνει αόρατος, και μαζί του έχει αποβληθεί και ο έρωτας, ο πραγματικός έρωτας, αυτός που διαρρηγνύει το εγώ. Στη θέση τους έχουμε απολαύσεις χωρίς κίνδυνο και τεχνολογίες χωρίς μνήμη. Ο Σταμούλης όμως μάς υπενθύμισε ότι χωρίς τον θάνατο δεν υπάρχει μνήμη, και χωρίς τον έρωτα δεν υπάρχει μέλλον. Η Ορθοδοξία, όπως την εξέφρασε, είναι η υπενθύμιση ότι και τα δύο αυτά όρια δεν είναι προς αποφυγή, αλλά προς αποδοχή: ο έρωτας ως αυτοπροσφορά, ο θάνατος ως είσοδος στο μυστήριο.

Ο θάνατος του ίδιου λειτουργεί σχεδόν ειρωνικά ως σφραγίδα της διδασκαλίας του. Τον θάνατο τον περιέγραψε ως ανοιχτή πληγή που καμία φιλοσοφία δεν επουλώνει ολοκληρωτικά. Αλλά ταυτόχρονα τον περιέγραψε και ως εκείνο το σημείο όπου η θεολογία μπορεί να μιλήσει όχι με βεβαιότητες, αλλά με ελπίδα. Ο ελπιδοφόρος λόγος του Σταμούλη ήταν πάντοτε τρυφερός και μαζί σκληρός: τρυφερός γιατί άγγιζε τον άνθρωπο, σκληρός γιατί δεν ωραιοποιούσε τίποτα.

Η κοίμησή του είναι, για όλους τους μαθητές του κι εμάς τους αναγνώστες του, μια πρόσκληση: να ξανασκεφτούμε τον θάνατο όχι σαν κάτι που ανήκει στους άλλους, αλλά σαν τον πιο προσωπικό μας δρόμο, και τον έρωτα όχι σαν ένα ιδιωτικό πάθος, αλλά σαν το θεμέλιο του πολιτισμού μας. Αν αυτά τα δύο τα διασπάσουμε, μένει μόνο ο κυνισμός και η αγορά. Αν τα ξανασυναντήσουμε, τότε ίσως βρούμε ξανά και τη θεολογία: όχι σαν ιδεολογία, αλλά σαν μνήμη του προσώπου και προσδοκία της αιωνιότητας.

Ο Σταμούλης, στο πέρασμά του, μας άφησε αυτό το δώρο: το θάρρος να μιλήσουμε για τον θάνατο και τον έρωτα μαζί. Και ο ίδιος, σήμερα, προστίθεται σε εκείνους που δεν ανήκουν πια μόνο στη γη, αλλά και στη μνήμη, και -όπως θα ήθελε- στην Εκκλησία της αιωνιότητας.

Μάνος Λαμπράκης