«Ο θάνατος αποκαλύπτει -πρέπει ν’ αποκαλύπτει- το νόημα όχι του θανάτου, αλλά της ζωής. Η ζωή δεν πρέπει να είναι μια προετοιμασία για τον θάνατο, αλλά μια νίκη επί του θανάτου, έτσι ώστε ο θάνατος να γίνεται θρίαμβος της ζωής, εν Χριστώ. Διδάσκουμε για τη ζωή χωρίς να την αναφέρουμε στον θάνατο, και για τον θάνατο, σαν να είναι κάτι το άσχετο προς τη ζωή. Ο Χριστιανισμός, όταν βλέπει τη ζωή μόνο ως μια προετοιμασία για τον θάνατο, κάνει τη ζωή δίχως σημασία και υποβαθμίζει τον θάνατο σ’ έναν «άλλο κόσμο», που δεν υπάρχει, επειδή ο Θεός δημιούργησε μόνο έναν κόσμο, μια ζωή. Κάνει τον Χριστιανισμό και τον θάνατο να χάνουν τη σημασία τους ως νίκη. Δεν λύνει το πρόβλημα της νεύρωσης του θανάτου. Το ενδιαφέρον μας για τη μοίρα των νεκρών πέρα από τον τάφο, καθιστά τη χριστιανική εσχατολογία δίχως νόημα. Η Εκκλησία δεν εύχεται για τους νεκρούς. Είναι (πρέπει να είναι) η συνεχής Ανάστασή τους, επειδή η Εκκλησία είναι η ζωή μέσα στον θάνατο, η νίκη επί του θανάτου, η καθολική Ανάσταση...
Διαρκώς σκέφτομαι τον θάνατο… Ο τρόμος, η φρίκη του θανάτου είναι από τα πιο δυνατά αισθήματα που υπάρχουν: θλίψη για την εγκατάλειψη αυτού του κόσμου, «του ευγενικού βασιλείου αυτής της γης». Αλλά τι γίνεται αν «αυτό το ευγενικό βασίλειο», αυτός ο ανοιχτός ουρανός, αυτοί οι λόφοι και τα δάση, τα πλημμυρισμένα από ήλιο, αυτή η σιωπηλή μελωδία των χρωμάτων, της ομορφιάς, του φωτός, τι γίνεται αν όλα αυτά δεν είναι τελικά παρά η αποκάλυψη αυτού που βρίσκεται πίσω από τον θάνατο: ένα παράθυρο προς την αιωνιότητα; Μάλιστα, αλλά τι γίνεται όταν αυτή η μοναδική, γκριζωπή ημέρα, τα φώτα που ξαφνικά ανάβουν στο σουρούπωμα, και όλα όσα η καρδιά θυμάται τόσο έντονα, δεν υπάρχουν πλέον, δεν μπορούν να επιστρέψουν;... Αλλά η καρδιά θυμάται, επειδή ακριβώς αυτή η γκρίζα μέρα μάς έχει δείξει την αιωνιότητα. Δεν θα θυμάμαι αυτή τη συγκεκριμένη μέρα στην αιωνιότητα, αλλά αυτή η μέρα υπήρξε μια βίαιη είσοδος στην αιωνιότητα, ένα είδος ανάμνησης της αιωνιότητας του Θεού, της αιώνιας ζωής.
Όλα αυτά έχουν ειπωθεί χιλιάδες φορές. Όταν όμως φθάνουν στην καρδιά και γίνονται μια ζωντανή εμπειρία... τότε αναρωτιόμαστε από που, γιατί; Μια τέτοια ειρήνη, μια τέτοια χαρά, μια τέτοια διάλυση του φόβου, της θλίψης, της κατάθλιψης, γεμίζει την καρδιά. Μια μόνο επιθυμία παραμένει: να μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το αίσθημα δίχως να το χύσεις, να μην το αφήσεις να στεγνώσει ή να χάσει το άρωμά του μέσα στην καθημερινή ανακατωσούρα. Μόλις τότε αρχίζουμε ν’ ακούμε (αλλά μόνο, μόλις) το «εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιππησίους 1,21). Πως πρέπει λοιπόν να ζούμε; Να συνάζουμε τη ζωή για την αιωνιότητα, που σημαίνει να ζούμε τη ζωή σαν να είναι αιώνια. Να σπείρουμε φθαρτά αγαθά έτσι, ώστε «μετά» να εγερθούν άφθαρτα...
(Από το «Ημερολόγιο» του π. Αλέξανδρου Σμέμαν)
Διαρκώς σκέφτομαι τον θάνατο… Ο τρόμος, η φρίκη του θανάτου είναι από τα πιο δυνατά αισθήματα που υπάρχουν: θλίψη για την εγκατάλειψη αυτού του κόσμου, «του ευγενικού βασιλείου αυτής της γης». Αλλά τι γίνεται αν «αυτό το ευγενικό βασίλειο», αυτός ο ανοιχτός ουρανός, αυτοί οι λόφοι και τα δάση, τα πλημμυρισμένα από ήλιο, αυτή η σιωπηλή μελωδία των χρωμάτων, της ομορφιάς, του φωτός, τι γίνεται αν όλα αυτά δεν είναι τελικά παρά η αποκάλυψη αυτού που βρίσκεται πίσω από τον θάνατο: ένα παράθυρο προς την αιωνιότητα; Μάλιστα, αλλά τι γίνεται όταν αυτή η μοναδική, γκριζωπή ημέρα, τα φώτα που ξαφνικά ανάβουν στο σουρούπωμα, και όλα όσα η καρδιά θυμάται τόσο έντονα, δεν υπάρχουν πλέον, δεν μπορούν να επιστρέψουν;... Αλλά η καρδιά θυμάται, επειδή ακριβώς αυτή η γκρίζα μέρα μάς έχει δείξει την αιωνιότητα. Δεν θα θυμάμαι αυτή τη συγκεκριμένη μέρα στην αιωνιότητα, αλλά αυτή η μέρα υπήρξε μια βίαιη είσοδος στην αιωνιότητα, ένα είδος ανάμνησης της αιωνιότητας του Θεού, της αιώνιας ζωής.
Όλα αυτά έχουν ειπωθεί χιλιάδες φορές. Όταν όμως φθάνουν στην καρδιά και γίνονται μια ζωντανή εμπειρία... τότε αναρωτιόμαστε από που, γιατί; Μια τέτοια ειρήνη, μια τέτοια χαρά, μια τέτοια διάλυση του φόβου, της θλίψης, της κατάθλιψης, γεμίζει την καρδιά. Μια μόνο επιθυμία παραμένει: να μπορέσεις να κουβαλήσεις αυτό το αίσθημα δίχως να το χύσεις, να μην το αφήσεις να στεγνώσει ή να χάσει το άρωμά του μέσα στην καθημερινή ανακατωσούρα. Μόλις τότε αρχίζουμε ν’ ακούμε (αλλά μόνο, μόλις) το «εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιππησίους 1,21). Πως πρέπει λοιπόν να ζούμε; Να συνάζουμε τη ζωή για την αιωνιότητα, που σημαίνει να ζούμε τη ζωή σαν να είναι αιώνια. Να σπείρουμε φθαρτά αγαθά έτσι, ώστε «μετά» να εγερθούν άφθαρτα...
(Από το «Ημερολόγιο» του π. Αλέξανδρου Σμέμαν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου