Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Χ. Α. Σταμούλης, Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει*

Αναστάσεως ημέρα και

λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει

και αλλήλους περιπτυξώμεθα.

Είπωμεν, αδελφοί,

και τοις μισούσιν ημάς

συγχωρήσωμεν πάντα

τη Αναστάσει

και ούτω βοήσωμεν

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών

θανάτω θάνατον πατήσας

και τοις εν τοις μνήμασιν

ζωήν χαρισάμενος.

Η συγχώρηση είναι δημιουργία, κίνηση και τέχνη, έξοδος από τον κλειστό εαυτό και είσοδος  στον αστερισμό του άλλου, που επιτρέπει την ύπαρξη επί το αυτό εν αμερίστω καρδία. Ένας πυρετός είναι η συγχώρηση και  μια αντρειοσύνη, που παλεύει τα σκοτάδια της ηρωοποίησης της μοναξιάς· τα σκοτάδια της αδράνειας  και της διαστρέβλωσης, αποτέλεσμα στείρων συναισθηματικών προσποιήσεων που φτάνουν έως και την κόλαση της υποκρισίας. Από τη μια η λεβεντιά, το γύμνωμα του μέσα μας ψεύδους και από την άλλη το ντύσιμο, το χτίσιμο της μεγάλης μας γύμνιας. Από τη μια η δημιουργικότητα και η τέχνη της εξόδου στο φως και από την άλλη η κακοτεχνία της διαίρεσης και η εκβολή στο σκότος της κόλασης. «Φεύγετε ουν τας κακοτεχνίας και ενέδρας του άρχοντος του αιώνος τούτου, μήποτε θλιβέντες τη γνώμη αυτού εξασθενήσετε εν τη αγάπη·», λέγει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και συμπληρώνει, δείχνοντας το δρόμο για το φως: «αλλά πάντες επί το αυτό γίνεσθε εν αμερίστω καρδία», διότι οι μερισμοί είναι «αρχή κακών».

Υπήρχε κάποτε, στα χρόνια του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου, ένας όσιος, ο  Μάξιμος ο  Καυσοκαλύβης, ο οποίος «υπεκρίνετο μωρίαν, και εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός, ο κατά αλήθειαν σοφός, διά να μην του αποτίναξη τον καρπόν της αρετής ο άνεμος της ανθρωπαρεσκείας». Τι έκανε, λοιπόν, ο τρελός για τη χάρη του Θεού. Τριγυρνούσε στις ερημιές του Αγίου Όρους, έφτανε κάπου, έφτιαχνε μια καλύβα και μετά από λίγο της έβαζε φωτιά και έφευγε. Πήγαινε παραπέρα και έκανε πάλι τα ίδια, δεύτερη καλύβα και δεύτερη φωτιά και μετά ξανά από την αρχή, εξ ου και Καυσοκαλύβης. Οι άλλοι τον έλεγαν τρελό, μα τούτος, φλεγόμενος από έρωτα για τον Θεό, καίγοντας την καλύβα του, έκαιγε τη βεβαιότητα που αυτή κάθε φορά γεννούσε και ζούσε ως άνθρωπος «πάροικος και παρεπίδημος», άνθρωπος βιβλικός, γεμάτος έρωτα και πίστη. Άλλωστε, «Ο χωρών “χωρείτω”. Τόπος μηδέναφυσιούτω», όπως λέγει και πάλι ο άγιος Ιγνάτιος διότι «το γαρ όλον πίστις και αγάπη, ων ουδέν προκέκριται». Και έχει σημασία αυτό σε μια εποχή που το δικαίωμα -το άγιο κατά τα άλλα δικαίωμα- γεννά απανθρωπία, γεννά διαίρεση και μαρασμό. «Το δίκαιο», γράφει ο άλλος τρελός, ο τρελός της ευθύνης, ο κυρ Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, στο εξαιρετικό του, Ο πεθαμένος και η Ανάσταση, «μειώνει το μέγεθος του κόσμου που ζητώ ν’ αγκαλιάσω». Το δίκαιο και το δικαίωμα,  συγγενείς εξ αίματος, το λιγότερο αδελφοποιτοί. Μαζί και η αυτοδικαίωση, που ακολουθεί την αυτοερωτικότητα και την αυτοϊκανοποίηση, στον τόπο που νομίζω πως έχω, νομίζω πως είμαι, αλλά εν τέλει ούτε έχω, ούτε είμαι. Το δίκαιο και το δικαίωμα, μαζί και η ελευθερία, χωρισμένα από την αγάπη -και το λέγω τούτο, διότι δεν είπε «μείζων δε τούτων η ελευθερία, μήτε το δικαίωμα, μήτε το δίκαιο», ούτε καν η πίστη ή ελπίδα, αλλά «μείζων δε τούτων η αγάπη»-, οδηγούν τον άνθρωπο στο «υπόγειο» της  ύπαρξης, όπου τελείται το έγκλημα της αφαίμαξης της αγάπης. Και είναι αυτή η αγάπη που χωράει τα πάντα· που συγχωρεί τα πάντα και τα συγκινεί, που τα κάνει να γεμίζουν από το φως του μαζί. Εκεί όπου ο τόπος μου δεν γίνεται το υπόγειο της φυσίωσης, αλλά ο χώρος της ομοήθειας, που πλατύνεται, συνεχώς πλατύνεται και πλαταίνει και χωρά τα αχώρετα, ως άλλη Θεοτόκος.

Ναι, η συγχώρεση είναι ήττα. Μια ήττα που ελπίζει και προσδοκά. Μια ήττα που μπορεί να κραυγάζει πως «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός». Μια ήττα γεμάτη από αγάπη, σαν τον Χριστό που είναι η αγάπη, η ανάσταση και η ζωή, που ανθίζει μέσα από την καρδιά του Άδη και βγαίνει στο φως κρατώντας από τα χέρια τον Αδάμ και την Εύα όλων των εποχών.

Αυτή την ήττα να μη την αρνηθούμε. Το είπε, άλλωστε και η ποιήτρια.

Θ’ απαρνηθείς την ήττα;

Η ήττα είναι παράδοση

μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται.

Είδες ποτέ κανένα όνειρο

μεταμοντέρνας νίκης να διαρκεί;

 

Αν δεν τρωθείς

πού θα σε βρει η αγάπη.

Το βέλος θα την οδηγήσει στην πληγή σου.

Για ποιόν νομίζεις ξεκινάει από το μακρινό

το έρημο το αβέβαιο όνομά της;

Όχι για το αξέχαστο βλέμμα του τοξότη

στης έλξης το φαρμάκι βουτηγμένο.

Για να τραφεί απ’ την πληγή σου ξεκινάει

η πεινασμένη ύπαρξή της.

 

Αβέβαια ζήσε.

Τίμα την προέλευσή σου.

(Κική Δημουλά)

*Εφημερίδα «Η Καθημερινή» | Μ. Σάββατο 4 – Κυριακή Πάσχα 5 Μαίου 2024.

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά!

Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:

— Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.

Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη: ανέστη του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη· δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία· πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά.

Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, έσπασαν ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής, δημιουργήθηκαν νόμοι καινούριοι· και να, πρώτη φορά το πρωί εκείνο, ο γερο-Κρητικός, δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πως αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό... (Ν. Κ.).