Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

«Εύφορον πάσι το έτος χορήγησον…»



Εόρτιες ευχές από την ενορία μας σε όλους τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του blog «Εις Κοπάνους» για μια καλή και πλούσια ευλογημένη από τη χάρη του Θεού χρονιά…
 
 

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Πρωτοχρονιά και Άγιος Βασίλειος



Γράφει ο Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ

Από το Amen.gr

Η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως πρώτη του έτους από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Ιούλιο Καίσαρα, που μεταρρύθμισε το Ημερολόγιο το 45 π.Χ. Μέχρι τότε πρωτοχρονιά στη Δύσι εθεωρείτο η 1η Μαρτίου...

Διαβάστε τη συνέχεια, πατώντας εδώ:

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου)



Στην αρχαία εποχή, όταν δεν είχε εξελιχθεί ακόμη το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, η μόνη εορτή που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία ήταν η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, η 26η Δεκεμβρίου, γνωστή με τον αρχαίο τίτλο ως «Σύναξη προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου».

(π. Αλέξανδρος Σμέμαν)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!



Εόρτιες ευχές από την ενορία μας...

Χρόνια πολλά και Ευλογημένα...

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

O Θεός έγινε άνθρωπος...



Ο Χρήστος Γιανναράς γράφει για το α-νόητο της Γιορτής

Στην Καθημερινή της Κυριακής των Χριστουγέννων:

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Το Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη για την εορτή των Χριστουγέννων



Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Άγγελοι ψάλλουν τας τρεις μεγαλειώδεις ταύτας διακηρύξεις και η μεγίστη πλειονότης των ανθρώπων, αν και εορτάζει Χριστούγεννα, δεν δύναται να αντιληφθή το νόημα του αγγελικού αυτού ύμνου και διερωτάται εάν όντως σήμερον δοξάζεται υπό των ανθρώπων ο Θεός και διατί πρέπει να δοξάζεται, που δύναταί τις να εύρη επί γης την εξαγγελθείσαν ειρήνην και δια ποίον λόγον η σημερινή ανθρωπότης πρέπει να ζη εν ευδοκία...

Διαβάστε ολόκληρο το Χριστουγεννιάτικο μήνυμα του Πατριάρχη στον παρακάτω σύνδεσμο, στο amen.gr:
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=7847

Μιχάλης Γκανάς: «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»


Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.
(από το Γυάλινα Γιάννενα, 1989)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ο Αυλώνος Χριστόδουλος για τα Χριστούγεννα...


«Τα δώρα που οφείλουμε να δώσουμε εμείς στο Θείο βρέφος είναι τα τάλαντα της ψυχής μας, έργα αγαθά και θεάρεστα.
Να σπεύσουμε να προϋπαντήσουμε τον Ερχομό του με πράξεις Αγάπης προς τον Ιησού, όπως μετάνοια-εξομολόγηση-αλλαγή τρόπου ζωής. Μόνον έτσι μπορούμε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ως Θεόφρονες».
(Μητροπολίτης Αυλώνος Χριστόδουλος)

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

«Ο αγέννητος γεννάται…»



Γράφει ο π. Φιλόθεος Δέδες*

«Η εορτή της μεγάλης και ταπεινής επιφανείας του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι η απαρχή της νέας δημιουργίας
Ο άναρχος Θεός άρχεται και εμείς εισερχόμεθα στον αιώνιο, θείο και σωτήριο σαββατισμό, στους χρόνους και τους καιρούς του Θεού…
Ο αγέννητος γεννάται εν Πνεύματι και η Αειπάρθενος χορηγεί σάρκα παρθένον αγνήν στον αγαπητό του Θεού και Πατρός και η Εκκλησία είναι το μυστήριο του εν Τριάδι αποκαλυπτομένου Θεού στους αιώνας…
Ο αχώρητος Θεός χωρείται στην προσλαμβανομένη ανθρώπινη φύση, την οποία επανάγει στην προτέρα και πέραν αυτής, στην παραδείσια κατάσταση της ατελεύτητης κοινωνίας μαζί Του.
Δύο χιλιετίες ο Χριστιανισμός είναι ο άρτος, το ύδωρ, το άλας, η ζύμη, το φως. Προσλαμβάνει στην Ευχαριστία το φθαρτό της ανθρωπίνης και μοιραίας φύσεως και το καθαγιάζει εν Πνεύματι Αγίω. Πνευματοποιεί τη σάρκα με τη βιολογική σημασιολόγησή της και μεταμορφώνει την εκπεσούσα κτίση εις ακτισίαν κατά χάριν, σε δημιούργημα το οποίον εγένετο εν ημέρα ογδόη…
Είκοσι αιώνες, συνεχώς, ο Χριστιανισμός κολαφίζει την αβουλία της ελευθεριότητος, την δειλία της απραξίας, την ατολμία της αυτάρκειας, την προσκόλληση στην νοσηρή επιφάνεια του ναρκισσισμού, την ειδωλοποίηση της φθαρτότητος, την παρωδία της θλάσης, την κύψη στην ευφάνταστη αθλιότητα της ανημπόριας.
Όλους τους αιώνες θα διώκεται ο Ιησούς ως απ’ αρχής, από Ηρωδιανούς, γιατί ως Μεσσίας Θεός είναι ο μόνος επικίνδυνος στις δυνάμεις του σκότους και του μηδενός.
Ο Χριστιανισμός δεν είναι μηχανιστικός συναισθηματισμός, φυσικός θρησκευτισμός, ιδεολογικός ηθικισμός, φοβισμένος μεταφυσικός αφορισμός, θεϊστικός κοινωνισμός. Είναι το ήθος του όλου ανθρώπου, του τελείου ανθρώπου, τον οποίο πνευματοφόρησε ο Θεός. Είναι μαρτυρία, κατάθεση στην πρόθεση της ευχαριστίας της ζωής, συνακόλουθης κατ’ όνομα, στην οδό του Θεού προς τον Άδη της κοσμικής περιπέτειας. Είναι εναπόθεση καταλόγου κλητών ονομάτων στην Τράπεζα του Ουρανού, στην οποία ο γεγενημένος και, γι’ αυτό, αναστημένος Θεός συντρώγει τον άρτο της οδύνης με το πλάσμα του…
Ο Θεός γεννάται στον λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας και βεβαιώνει αείποτε τον καιρικό άνθρωπο πως είναι εδώ, αλλά η παρουσία Του είναι, ταυτόχρονα, αναστάσιμα διακριτική στη ζωή μας. Είναι εδώ, στην Εκκλησία Του, αλλά και έρχεται. Είναι ο ην και ο ερχόμενος και ο αναμενόμενος, ο αεί ων και ωσαύτως ων.
Ο χρόνος της Εκκλησίας γέμει φανερώσεων. Είναι δια Χριστόν χρόνος του Πνεύματος, χρόνος στον οποίο εκφαίνεται η αγάπη του Θεού και Πατρός. Η Γέννησις του Θεού Ιησού Χριστού σημαίνει την σπαργάνωση του κόσμου με την θέρμη της ζωογόνου πνοής του Πνεύματος…
Η πίστη στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού κατέστη, δυστυχώς, φυσική υπόθεσις, δουλικός αναχρονιστικός εθιμισμός. Εθιστήκαμε στην συνήθεια, παγιωθήκαμε στην αναζήτηση, αρνηθήκαμε την θυσιαστική σχέση, δεν ανταποκριθήκαμε στη συνάντηση, λυγίσαμε στην περιδίνηση της κοσμικής αφομοίωσης.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν παραδοθήκαμε, προσπαθούμε και ο Θεός ετάζει ενός εκάστου την καρδιακή εναγώνια πρόταξη…
Τα Χριστούγεννα σημαίνουν ένα ιστορικό γεγονός. Το γεγονός αυτό είναι η εσχατολογική πορεία μας στην αιωνιότητα της Τριαδικής ζωής. Η σχέση ενός εκάστου με τον γεννηθέντα Θεό Ιησού Χριστό καθορίζει την ύπαρξη στη διάσταση της προσωπικής αναγεννήσεώς μας, στην φάτνη της θεϊκής παρουσίας, στον φωτισμό του αστερισμού του παναγίου Πνεύματος, στη βεβαίωση, εν τέλει, ότι ο Θεός Πατήρ αγαπά τόσο όμορφα τον κόσμο μας για τον οποίο νοιάζεται και τον οποίο διακυβερνά με τόση θυσιαστική αγάπη, με αυτή ταύτη την κένωση του ίδιου του Υιού Του.
Η προσκύνησις του θείου γεγονότος της Γεννήσεως προϋποθέτει μετανοούσα πίστη, αναζήτηση ελέους, ταύτιση με το εκκλησιαστικό αξίωμα γευόμεθα τόσες δωρεές για τις οποίες ποτέ δεν θα γίνουμε άξιοι. Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν;»


*Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Φιλόθεος Δέδες είναι Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων και Ηγούμενος των Ιερών Μονών Ελεούσης και Σωτήρος Νήσου.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί το προλογικό του σημείωμα στο διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη «Τα Χριστούγεννα της γριάς», που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις «Μνημοσύνη» της Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Προσέγγιση στα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη



Γράφει ο φιλόλογος Μανόλης Αλεξάκης

Θυμόμαστε όλοι μας τις μέρες αυτές το Σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τα Χριστούγεννα αποτελούν για όλους μας μια πρώτης τάξης αφορμή για να ξαναδιαβάσουμε μερικά από τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του. Μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα που με το μοναδικό του τρόπο κατορθώνει να δημιουργήσει, ανοίγοντας πολλές δυνατότητες προβληματισμού μα και απόλαυσης.
Όσο περισσότερο διαβάζουμε τα κείμενά του, έχω τη γνώμη, πως τόσο περισσότερο γίνεται κατανοητή η προσπάθεια του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ως αφετηρία και μόνο το γεγονός των Χριστουγέννων για να προχωρήσει στην ανάδειξη του τραγικού της ανθρώπινης ζωής. Μιας ανθρώπινης ζωής που, όπως μας τη δίνει μέσα από τους πρωταγωνιστές του ο συγγραφέας, χαρακτηρίζεται, σημαδεύεται, όπως είναι φυσικό, από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του αντιφατικοί και ακραίοι καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ακολουθώντας τις μεταβολές και την ποικιλία του σκιαθίτικου τοπίου, μορφοποιούνται σκληροί, σαρκαστικοί, φιλεύσπλαχνοι, κουτοπόνηροι, μπαγάσηδες, συμφεροντολόγοι.
Όλη αυτή την ποικιλία ο Παπαδιαμάντης την παρουσιάζει με μια φυσική απλότητα που αγγίζει τα όρια του σαρκασμού. Εντυπωσιακό πάντως είναι, και εδώ επιβεβαιώνεται το ηθογραφικό μέρος του έργου του, το γεγονός πως ο ίδιος δεν έρχεται να πάρει θέση μπροστά στις επιλογές των πρωταγωνιστών του. Ούτε κρίνει, ούτε κατακρίνει τις πράξεις τους. Να προχωρήσουμε λίγο παραπέρα. Αν μέσα από το έργο του ως αναγνώστες επιθυμούμε να καταλήξουμε σε ένα «ηθικό δίδαγμα», αυτό είναι δική μας απόφαση και σε καμία περίπτωση ο ίδιος δε δείχνει να ενδιαφέρεται για μια παρόμοια πρόταση.
Μα ούτε και αυτή η «αμαρτία» δεν καταδεικνύεται, καταδικάζεται. Απέναντι στις πιο φρικτές ανθρώπινες πράξεις, καταστάσεις, δείχνει τόση κατανόηση και ψυχραιμία που μας κάνει να πιστεύουμε, για μερικές στιγμές, πως πρόκειται για αδυναμία της τέχνης του. Κάθε άλλο παρά κάτι παρόμοιο συμβαίνει. Ο Παπαδιαμάντης κατορθώνει, κατά την άποψή μου, μια τέτοια προσέγγιση, ακριβώς επειδή έχει διεισδύσει στα κατάβαθα της ανθρώπινης ψυχής, ήθελα να πω ύπαρξης. Οδηγείται μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτή σε μια ανάλυση που ξεπερνά το ηθογραφικό και μας οδηγεί σε μια βαθιά φιλοσοφημένη στάση ζωής, κάτι που γνωρίζουμε πολύ καλά πως αποτέλεσε βασική παράμετρο στη ζωή του μονήρη συγγραφέα.
Η ανάγκη αποτελεί για το συγγραφέα την κινητήριο δύναμη για τον άνθρωπο. Είναι ακριβώς αυτή που του υπαγορεύει τις πράξεις του. Η επιλογή φαντάζει πολλές φορές πολυτέλεια. Αλίμονο! για τους φτωχούς ανθρώπους, που αντιπροσωπεύουν το βασικό αφηγηματικό του υλικό, τα περιθώρια είναι ελάχιστα. Η σκληρή βιοπάλη οδηγεί τη σκέψη και την ψυχή τους. Με αυτό τον μπούσουλα οι χαρές και οι λύπες, η ευτυχία και η δυστυχία, η κατάληξη, θετική η αρνητική, μιας αφήγησής του ελάχιστα φαίνεται να απασχολούν το συγγραφέα.
Για τον Παπαδιαμάντη, ο άνθρωπος είναι κομμάτι της φύσης. Σάρκα εκ της σαρκός της. Προσφέρει, παράγει, αγαλλιάζει την ψυχή μας, μα είναι σκληρή στοιχειώνει και μας τιμωρεί. Παράδειγμα που έχει μπρος στα μάτια του, η θάλασσα που άλλοτε μας ταξιδεύει κι άλλοτε μας πνίγει. Απέναντι σε αυτές τις μεταπτώσεις. Απέναντι σ΄ αυτή την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, ο άνθρωπος χρειάζεται υπομονή. Υπομένει γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Ξέρει όμως πολύ καλά πως το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Όπως συνυπάρχει η διάθεση της προσφοράς ταυτόχρονα με την αδηφάγο ορμή του συμφέροντος. Όπως συνυπάρχει η μικρότητα με τον ηρωισμό. Όπως συνυπάρχει η αγάπη και το μίσος. Υπομένει, όχι όμως μοιρολατρικά. Αγωνίζεται να δαμάσει τη δύναμη της φύσης, όπως αγωνίζεται να κατανοήσει την άβυσσο της ψυχής του.
Χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης ως σημείο αναφοράς τα Χριστούγεννα. Αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα μέτρο σύγκρισης απέναντι στα ανθρώπινα μέτρα. Αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναδείξει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα πάθη απέναντι στο απόλυτό της Θείας Γέννησης για τα χριστιανικά δεδομένα. Σε ποιο βαθμό ο άνθρωπος μπορεί να το βιώσει και να επηρεαστεί από αυτό; Δε διστάζει νομίζω να τοποθετηθεί ρηξικέλευθα μέσα από την αφήγησή του. Ελάχιστα! Υπό την έννοια αυτή ανακαλύπτουμε μία μορφή αγνωστικισμού στην προσέγγιση του Σκιαθίτη λογοτέχνη. Μια αμφισβήτηση καθ’ όλα ωφέλιμη μία που μπορεί να μας οδηγήσει προ των ευθυνών μας. Το καλό και το κακό αποτελούν κατά περίπτωση δική μας επιλογή. Πρόκειται για ένα ακόμη χαρακτηριστικό, κατά τη γνώμη μου, που αποδεικνύει τη γνήσια τέχνη του Παπαδιαμάντη. Αν η τέχνη οφείλει να οδηγεί τον άνθρωπο στην πλήρη ελευθερία και στο αυτόβουλο των πράξεών του, τότε ο Παπαδιαμάντης αντιπροσωπεύει έναν γνήσιο εκφραστή της.
Είναι χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο μήνυμα που πάντα επίκαιρο πρέπει ως φωτεινό αστέρι να καθοδηγεί τις πράξεις των ανθρώπων όπου γης.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΑ

 

Γράφει ο πρεσβύτερος Σέργιος Μαρνέλλος
Δρ Θεολογίας

Η πτώση των πρωτοπλάστων είχε ως συνέπεια τη διάρρηξη της ελεύθερης κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό. Οδήγησε τον άνθρωπο στην απογύμνωσή του από τη χάρη και την παρρησία προς το Θεό, καθώς και στην έλευση της φθοράς και του θανάτου[i]. Τη στιγμή εκείνη που εκδιώκεται ο άνθρωπος από τον παράδεισο για την αφροσύνη του, προικίζεται με την ελπίδα από τον φιλάνθρωπο Θεό δια της ρήσης, γνωστής και ως πρωτευαγγέλιο[ii]. Ο ίδιος ο Θεός επαγγέλλεται στο πρωτευαγγέλιο την λύτρωση που θα προέλθει από απόγονο της Εύας, ο οποίος θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως, δηλαδή του διαβόλου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ερμηνεύοντας το σχέδιο του Θεού παρατηρεί ότι ο Θεός δε δημιουργεί άλλον, για να νικήσει τον τύραννο, ούτε με τη βία αποσπά τον άνθρωπο από το θάνατο, αλλά αυτόν που σκλάβωσε ο θάνατος με την αμαρτία, ο αγαθός και δίκαιος θα τον καταστήσει ξανά νικητή[iii]. Το πρωτευαγγέλιο είναι η πρώτη διαβεβαίωση, η πρώτη επαγγελία η οποία δεν προέρχεται ούτε από τους προφήτες, ούτε από τους πατριάρχες, αλλά από τον ίδιο το Θεό που,  στη συνέχεια, εμπνέοντας τους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης προετοιμάζει τον Ισραήλ και τον κόσμο για την έλευση του Μεσσία. Για το λόγο αυτό, η Παλαιά Διαθήκη καλείται από τον απόστολο Παύλο «παιδαγωγός εις Χριστόν»[iv].
Οι επαγγελίες της Παλαιάς Διαθήκης, που αναφέρονται στο πρόσωπο του Μεσσία, είναι αναρίθμητες. Η Παλαιά Διαθήκη είναι από μόνη της η επαγγελία της σωτηρίας, την οποία κόμισε με το εκούσιο πάθος και την ανάσταση του ο Ιησούς Χριστός. Τα βιβλία της γράφτηκαν σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, δηλαδή ανάμεσα στον 15ο και 2ο αιώνα π. Χ.[v], σ’ ένα διάστημα 1300 περίπου χρόνων, και όλα ανεξαιρέτως έχουν προτυπώσεις, συμβολισμούς, αλληγορίες, άμεσες ή έμμεσες αναφορές, στο μόνο Θεό, στην τριαδικότητα του Θεού, στη σχέση Του με τον κόσμο και βέβαια στην επαγγελία περί της έλευσης του Μεσσία. «…Ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζει όλο και πληρέστερα τον χαρακτήρα μιας εκπληρώσεως» θα μας πει ο π. Δημήτριος Στανιλοάε[vi]. Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης ομιλούν για τον αναμενόμενο Μεσσία, δηλαδή για το χρισμένο, τον Χριστό, τον βασιλέα εκείνο από τη γενιά του Δαβίδ, ο οποίος, ως σωτήρας και εκλεκτός απεσταλμένος του Θεού, θα ελευθέρωνε το έθνος του Ισραήλ από τους εχθρούς του και θα αποτελούσε ευλογία για όλα τα έθνη.
Ο Θεός διαβεβαιώνει τον Αβραάμ ότι «με τον απόγονο σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης»[vii]. Στο βιβλίο του Δευτερονομίου διαβάζουμε: «θα αναδείξω ένα προφήτη εκ μέσου των Ισραηλιτών όμοιο με σένα, θα βάλω τα λόγια μου στο στόμα του και αυτός θα αναγγείλει σ’ εκείνους κάθε τι»[viii]. Η μητέρα του Σαμουήλ Άννα επαγγέλλεται ότι  «ο ύψιστος στον ουρανό βροντάει. Ο Κύριος κρίνει όλη τη γη, τον βασιλέα του διάλεξε και τον εγκατέστησε. Τη νίκη του χαρίζει και δύναμη τρανή» [ix]. Στο δε προφήτη Ιεζεκιήλ βρίσκουμε την επαγγελία: «θα βάλω στα πρόβατά μου μόνο έναν ποιμένα να τα βόσκει, όπως ο δούλος μου ο Δαβίδ. Αυτός θα τα τρέφει κι αυτός θα είναι ο ποιμένας τους. Εγώ, ο Κύριος, θα είμαι Θεός τους κι αυτός θα είναι αρχηγός τους, όπως ήταν ο δούλος μου ο Δαβίδ»[x]. Στον προφήτη Μαλαχία αναγγέλλεται η έλευση του Μεσσία ως εξής «θα αποστείλω τον αγγελιοφόρο μου για να προετοιμάσει το δρόμο μου. Ο αγγελιοφόρος της διαθήκης, στον οποίο προσβλέπετε, ήδη έρχεται»[xi] και στον προφήτη Ιερεμία «έρχεται η ημέρα, λέγει ο Κύριος, που θ’ αναδείξω βασιλιά ένα γνήσιο βλαστό του Δαυίδ. Αυτός θα βασιλεύσει και θα ευημερήσει και θα εκτελέσει κρίση και δικαιοσύνη επί της γης»[xii]. Ο προφήτης Ησαΐας δεν μπορεί να γίνει πιο ουσιαστικός και συγκεκριμένος, όταν λέγει «γεννήθηκε για μας  παιδί, μας δόθηκε ένας γιος,·πάνω στους ώμους του η εξουσία θα μένει και τ’ όνομα του θα είναι Σύμβουλος θαυμαστός, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης. Μεγάλη θα είναι η εξουσία του, και η ειρήνη ατελείωτη, στο θρόνο θα καθίσει του Δαβίδ και το βασίλειο του θα το θεμελιώσει και θα το στηρίξει στο δίκαιο και στο σωστό από τώρα και για πάντα. Αυτό θα το κάνει η φλογερή αγάπη του Κυρίου των δυνάμεων»[xiii].
Τι κομίζει όμως ο Μεσσίας; Όπως επαγγέλλεται ο προφήτης Ησαΐας, «θα καταργήσει το πένθιμο πέπλο, που σκεπάζει όλους τους λαούς, το νεκρικό σεντόνι, που σκεπάζει όλα τα έθνη. Θα καταργήσει το θάνατο για πάντα»[xiv]. Σε άλλο σημείο προλέγει «οι νεκροί σου Κύριε, θα ξαναζήσουν, τα νεκρά σώματα του λαού μου θ’ αναστηθούν. Ξυπνήστε, εσείς που κείτεστε μέσα στο χώμα και ψάλτε από χαρά! Ζωής ακτίνα είσαι εσύ Κύριε, γι’ αυτό και η γη θα δώσει πίσω στο φώς αυτούς που δεν είναι παρά σκιά»[xv].
Ακόμη και οι ειδωλολάτρες της Παλαιάς Διαθήκης φωτίζονται από το Άγιο Πνεύμα, όπως ο μάντης Βαλαάμ, ο οποίος προαναγγέλλει το εξ Ανατολών άστρο και το Βασιλέα του Ισραήλ[xvi], και με την προφητεία του “Αναπεσόντος” προμηνύει πως ο Χριστός θα είναι άνθρωπος, βασιλεύς και Θεός[xvii], για να κάνει τους μάγους εξ Ανατολών κήρυκες μέσα στην Καινή Διαθήκη, και να τιμήσουν με τα τρία δώρα τους την ανθρώπινη φύση του τεχθέντος με τα σμύρνα, τη βασιλική του ιδιότητα  με το χρυσό και τη θεία του φύση  με το λίβανο[xviii].
Η έλευση του Χριστού, του Υιού του Ανθρώπου, του προφήτου, του ποιμένα, του αγγελιαφόρου, του εκλεκτού, του βασιλέα -με όποιο όνομα κι αν αναφέρεται ο Μεσσίας- επαγγέλλεται και προσδιορίζεται λεπτομερώς στη Π.Δ. Είναι δεκάδες οι αναφορές, οι οποίες υπάρχουν για την εκ Παρθένου γέννηση του Χριστού, όπως και για τον Τίμιο Σταυρό και τη λυτρωτική θυσία του Χριστού.
Ας εστιάσουμε όμως την προσοχή μας σε μερικά από τα γεγονότα της ζωής του Μεσσία, τα οποία προαναγγέλλονται με κάθε λεπτομέρεια:
Ο Μεσσίας λοιπόν:
1) θα προέλθει από τη φυλή του Ιούδα, σύμφωνα με το βιβλίο της Γενέσεως, όπου ο Μωυσής γράφει «ποτέ ο Ιούδας την εξουσία δεν θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μεσ’ απ’ τα πόδια του, ωσότου έρθει “άρχοντας”, σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν»[xix].
2) θα γεννηθεί στην πόλη της Βηθλεέμ, όπως μαρτυρεί ο προφήτης Μιχαίας, ο οποίος λέγει «από σένα Βηθλεέμ… αν και είσαι από τις πιο μικρές πόλεις Ιούδα, εγώ θα κάνω να προέλθει εκείνος που θα γίνει άρχοντας του Ισραήλ»[xx].
3) θα γεννηθεί εκ Παρθένου. Είναι γνωστή η προφητεία του Ησαΐα «ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται υιον και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ»[xxi], δηλαδή «η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο, ο οποίος θα ονομαστεί Εμμανουήλ που θα πει ο Θεός μαζί μας».
4) θα εισέλθει θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα επί πόλου όνου. Ο προφήτης Ζαχαρίας λέγει σχετικά «Χαίρε, πόλη της Σιών! Αλαλάξτε από χαρά, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ! Νάτος, ο βασιλιάς σας, έρχεται, είναι δίκαιος και σώζει. Είναι πράος και κάθεται πάνω σε γαϊδούρι, σ’ ένα πουλάρι γέννημα υποζυγίου»[xxii].
5) ο Μεσσίας θα λογαριασθεί μεταξύ των ανόμων και θα δώσει τη ζωή του για τις δικές μας αμαρτίες, όπως γράφει ο Ησαΐας[xxiii], πριν όμως θα προδοθεί για τριάντα αργύρια, κατά τον προφήτη Ζαχαρία[xxiv], και θα υπομείνει για εμάς βασανισμούς και κολαφισμούς. Ο προφήτης Ησαΐας αναφέρει: «αυτός όμως φορτώθηκε τις θλίψεις μας κι υπέφερε τους πόνους τους δικούς μας. Εμείς νομίζαμε πως όλα όσα τον βρήκαν ήταν τραύματα, πληγές και ταπεινώσεις από το Θεό. Μα ήταν αιτία οι αμαρτίες μας που αυτός πληγώθηκε, οι αμαρτίες μας που αυτός εξουθενώθηκε. Για χάρη της δικής μας σωτηρίας εκείνος τιμωρήθηκε και στις πληγές του βρήκαμε εμείς γιατρειά»[xxv].
6) ο Μεσσίας θα πεθάνει με σταυρικό θάνατο[xxvi], θα βάλουν κλήρο επί τον ιματισμό του[xxvii] και θα του προσφέρουν επί του σταυρού ξύδι[xxviii], όπως μαρτυρούν οι ψαλμοί του Δαυίδ.
7) θα αναστηθεί από τους νεκρούς σύμφωνα με τον 16ο ψαλμό[xxix], που αναφέρει: «Στον Άδη δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου, ούτε θα αφήσεις τον όσιο σου να αντικρύσει τη φθορά». Ακόμα προαναγγέλλεται η ανάσταση του δια του γνωστού μας 67ου Ψαλμού «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού»[xxx].
8) μαρτυρείται ακόμα η Ανάληψη του Μεσσία στους ουρανούς δια του 56ου Ψαλμού «Υψώθητι επί τους ουρανούς ο Θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου»[xxxi].
            Οι προφητείες βρίσκουν λοιπόν την εκπλήρωση τους στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και αυτό γίνεται ξεκάθαρο στην Καινή Διαθήκη, όπου εκπληρώνονται οι επαγγελίες της Παλαιάς και συνειδητοποιείται η αποστολή του Μεσσία και σωτήρα Χριστού, ως του Νέου Αδάμ. Πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη γίνονται αναφορές στις επαγγελίες από τον Ίδιο τον Ιησού Χριστό, από τους Αποστόλους και τους συγγραφείς των βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Ο Ιησούς Χριστός στην πορεία προς Εμμαούς αναφέρεται στις επαγγελίες της Παλαιάς Διαθήκης, που εκπληρώνονται στο πρόσωπο του. Απευθυνόμενος στους δύο μαθητές του λέγει «ανόητοι, που η καρδιά σας αργεί να πιστέψει σε όλα όσα είπαν οι προφήτες. Αυτά δεν έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας για να δοξαστεί; Και αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσέως και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν σ’ όλες τις Γραφές για τον εαυτό του»[xxxii]. Αλλά και αργότερα, όταν εμφανίζεται στους μαθητές του, τους βεβαιώνει ότι «“πρέπει να εκπληρωθούν όλα όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωυσή, στους προφήτες και στους Ψαλμούς”. Τότε τους φώτισε το νού, για να καταλαβαίνουν τις Γραφές, και τους είπε: “Οι Γραφές λένε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, και έτσι έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας, ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς την Τρίτη μέρα και να κηρυχτεί στο όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σ’ όλα τα έθνη, αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ”»[xxxiii].
 Αλλά και οι μαθητές του είχαν από την πρώτη στιγμή  την πεποίθηση ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Μεσσίας. Ο πρωτόκλητος απόστολος Ανδρέας, απευθυνόμενος στον αδελφό του Πέτρο, λέγει «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν»[xxxiv] ενώ  ο Φίλιππος λέγει στο Ναθαναήλ «Αυτόν που προανάγγειλε  ο Μωυσής στο νόμο, και οι προφήτες, τον βρήκαμε,·είναι ο Ιησούς, ο γιός του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ»[xxxv].
Ο Ιησούς Χριστός αποφεύγει ν’ αυτοαποκαλείται Μεσσίας. Χρησιμοποιεί κυρίως το μεσσιανικό τίτλο «Υιός του Ανθρώπου», ο οποίος προέρχεται από το βιβλίο του Δανιήλ. Εκεί ο προφήτης αφηγείται: «Είδα σε νυκτερινό όραμα μέσα στα σύννεφα του ουρανού να έρχεται ο Υιός του Ανθρώπου και έφθασε μέχρι τον Παλαιό των ημερών και οδηγήθηκε μπροστά του. Και σ’ αυτόν δόθηκε η εξουσία και η δόξα και η βασιλεία, ώστε όλοι οι λαοί, κάθε εθνικότητας και γλώσσας να τον υπηρετούν. Η εξουσία του θα είναι αιώνια και ατελεύτητη και το βασίλειό του δεν θα καταστραφεί ποτέ»[xxxvi]. Ο Χριστός αποφεύγει τον τίτλο του Μεσσία, ίσως, για να μην ταυτιστεί με την κοσμική και εθνική προοπτική, που είχε εκλάβει πλέον ο όρος από τους Ισραηλίτες, δηλαδή ότι ο Μεσσίας ως Βασιλέας θα καθοδηγούσε τους Ισραηλίτες και θα καθιστούσε τον Ιουδαϊσμό κυρίαρχο του κόσμου. Ο Χριστός πολλές φορές εναντιώνεται στην κυρίαρχη αυτή ιουδαϊκή πεποίθηση και, ενώπιον του Πιλάτου, διευκρινίζει ότι «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»[xxxvii].
Τελειώνοντας πρέπει να τονιστεί ότι οι Μεσσιανικές επαγγελίες, οι οποίες αναφέρθηκαν, δεν είναι παρά ένα ελάχιστο δείγμα των όσων αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη, που αποτελεί την προετοιμασία του κόσμου για την έλευση του Μεσσία και που ερμηνεύεται Χριστολογικά από την Καινή Διαθήκη. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά «προέλαβεν την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσεν την Παλαιάν η Καινή»[xxxviii]. Η Εκκλησία, όχι τυχαία, έχει εντάξει στην λατρεία της παλαιοδιαθηκικά αναγνώσματα. Στις Δεσποτικές εορτές μπορούμε να ακούσουμε τις επαγγελίες των Πατριαρχών και προφητών να εκπληρώνονται μέσα από τη γέννηση, τη ζωή, το πάθος και την ανάσταση του Κυρίου.


[i] Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1992,  σ. 208-211.
[ii] Γεν. 3, 15.
[iii] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, όπ. π., σ. 211.
[iv] Γαλ. 3, 24.
[v] Βλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΗ, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, εν Αθήναις 1993,  σ. 525, 553.
[vi] ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Θεολογία και Εκκλησία, εκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1989, σ. 150.
[vii] Γεν. 22, 18. 18, 17-19.
[viii] Δευτ. 18, 18.
[ix] Α΄ Βασ. 2, 10.
[x] Ιεζ. 34, 23-24.
[xi] Μαλαχ. 3, 1.
[xii] Ιερ. 23, 5.
[xiii] Ησ. 9, 6-7.
[xiv] Ησ. 25, 6-8.
[xv] Ησ. 26, 19.
[xvi] Αριθ. 24, 17.
[xvii] Αριθμ. 24, 9.
[xviii] Ματθ. 2, 1-12.
[xix] Γεν. 49, 10.
[xx] Μιχ. 5, 12.
[xxi] Ησ. 7, 14.
[xxii] Ζαχ. 9, 9.
[xxiii] Ησ. 53, 12.
[xxiv] Ζαχ. 11, 12.
[xxv] Ησ. 53, 4-5.
[xxvi] Ψαλμ. 22, 17.
[xxvii] Ψαλμ. 22, 18.
[xxviii] Ψαλμ. 69, 21.
[xxix] Ψαλμ. 16, 10.
[xxx] Ψαλμ. 67, 1.
[xxxi] Ψαλμ. 56, 6.
[xxxii] Λουκ. 24, 25-27.
[xxxiii] Λουκ. 24, 44-47.
[xxxiv] Ιωαν. 1, 42.
[xxxv] Ιωαν. 1, 46.
[xxxvi] Δαν. 7, 13-14.
[xxxvii] Ιωαν. 18, 36.
[xxxviii] PG 50, 796.