Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Η Περιτομή του Κυρίου

 

Εις την Α΄, εορτάζομεν την κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. 

Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος.
Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις.


+ Tην κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού νόμου1, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής περιτομής, αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν περιτομήν, ήτοι το Άγιον Βάπτισμα. Ταύτην λέγω την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί υπό των Aγίων Πατέρων, να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος: καθώς και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην, μίαν από τας Δεσποτικάς εορτάς διά τον ημάς τιμήσαντα Κύριον, διά μέσου αυτής. Καθώς γαρ ο Κύριος κατεδέχθη διά λόγου μας την ένσαρκον αυτού Γέννησιν, και όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως έλαβεν, όσα ήτον παντελώς αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επαισχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την περιτομήν, διά δύω αίτια. Πρώτον μεν, διατί ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να ειπούν, ότι δεν ανέλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν. Οποίοι ήτον ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι. Διότι πώς ήθελε περιτμηθή, ανίσως δεν έλαβε σάρκα αληθινήν; Και δεύτερον δε, διά να επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες εκατηγόρουν τον Κύριον, πως δεν φυλάττει το Σάββατον. Και πως παραβαίνει τον νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν. Αυτός γαρ εφύλαττε τον νόμον έως και εις αυτήν την περιτομήν2.
     Διά τούτο λοιπόν ύστερα από οκτώ ημέρας της εκ Παρθένου γεννήσεώς του, ευδόκησεν ο Κύριος να φερθή από την Μητέρα του και από τον Ιωσήφ, εις τον διωρισμένον τόπον εκείνον, όπου ήτον συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, και εκεί επεριτμήθη, και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς. Το οποίον εκάλεσεν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, όταν ευηγγέλισε την Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς3. Μετά δε την περιτομήν, ήτον μαζί με τους γονείς του ο Κύριος, και έζη ανθρωπίνως, προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών. «Ιησούς γαρ, φησί, προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β΄, 52). (Όρα περί της εορτής ταύτης εις τον Νέον Θησαυρόν.)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και Εφραίμ ο Σύρος παρά τω Μελετίω Αθηνών (τόμω α΄ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας) λέγη, ότι ο Κύριος περιετμήθη από τον Ιωσήφ, τον νομιζόμενον αυτού πατέρα. Και ότι περιετμήθη εν τω σπηλαίω, ως λέγει ο Επιφάνιος παρά τω αυτώ Μελετίω. Οι θείοι όμως Ευαγγελισταί περί τούτων ουδέν έγραψαν. Αλλ’ ούτε ήτον χρεία και ανάγκη να γράψουν. Καθότι ουδέ όφελος είναι εις την σωτηρίαν ημών το να ηξεύρωμεν τα τοιαύτα. Τινές δε απορούσι, τι άρα γε έγινε μετά ταύτα το περιτμηθέν εκείνο μέρος της θεανδρικής σαρκός του Κυρίου, ήτοι η ακροβυστία;
     Και ο μεν Αναστάσιος ο Σιναΐτης, και άλλοι Ανατολικοί, εδόξαζον, ότι το μέρος εκείνο εφύλαξεν η Παρθένος μετά την περιτομήν, ως ιερόν κειμήλιον, διαφθοράς απάσης ον ανώτερον, έως ου ο Κύριος αναστάς, προσέλαβε πάλιν αυτό. Και ο Θεοφύλακτος δε Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου λέγει, ότι το τμήμα εκείνο προσέλαβεν ο Κύριος εν τη Αναστάσει.
     Μερικοί δε Δυτικοί εδόξαζον ματαίως, ότι η ακροβυστία του Κυρίου εσώζετο εις την Καβίλλινον πόλιν της κάτω Βουργουνδίας εν μιά Εκκλησία. Αλλ’ ο ταύτης Επίσκοπος Γκάστος ονόματι, ανοίξας εν έτει 1707, Απριλλίου 19, το κιβώτιον εκείνο, εν ω ενομίζετο ότι περιέχεται η θεία ακροβυστία, δεν ευρήκεν άλλο εις αυτό, ειμή ολίγην άμμον λεπτήν, και ένα μικρόν χαλίκιον. Όθεν έπαυσε την δεισιδαιμονίαν, οπού εκυρίευε την πόλιν εκείνην, προ χρόνων ήδη τετρακοσίων (όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα). Εκ τούτου λοιπόν συνάγομεν, ότι είναι ψευδές και απίστευτον και εκείνο το άλλο, οπού λέγουσιν οι αυτοί Δυτικοί, ήγουν ότι η του Κυρίου ακροβυστία σώζεται μέχρι του νυν εις την Ρώμην εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού, ως σημειοί ο Καλμέτης εν τω υπομνήματι εις τον Λουκάν, κεφαλ. β΄.

2. Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, προσθέττει και τρίτον αίτιον, διά το οποίον επεριτμήθη ο Κύριος. Ήγουν διατί, αν δεν επεριτέμνετο, ουκ αν όλως παρεδέχθη διδάσκων, αλλ’ απεπέμφθη αν ως αλλόφυλος. Ουδ’ αν επίστευσέ τις, ότι αυτός εστιν ο προσδοκώμενος Χριστός εκ σπέρματος Αβραάμ. Οι γαρ εξ Αβραάμ άπαντες, σφραγίδα και σημείον την περιτομήν είχον, διαστέλλουσαν αυτούς από των άλλων εθνών (ερμηνεία εις το δ΄ κεφάλ. του κατά Λουκάν). Έπαυσε δε ο Κύριος την περιτομήν, και πάνυ ευλόγως, κατά τον αυτόν Ευθύμιον. Η γαρ περιτομή των Εβραίων, το Βάπτισμα των Χριστιανών ετύπου και προεσήμαινεν. Ώσπερ γαρ εκείνη τους εξ Αβραάμ εσφράγιζε, και διέστελλεν από παντός έθνους, ούτω και τούτο (το Βάπτισμα δηλαδή) τους Χριστιανούς. Και καθάπερ εκείνη περιττόν αποτέμνει του σώματος μέρος, ούτω και το Βάπτισμα την αμαρτίαν αποτέμνει περιττήν υπάρχουσαν. Έδει δε παυθήναι τον τύπον, ελθόντος του πρωτοτύπου. Και σιγήσαι το μηνύον, επιστάντος του μηνυομένου. Το γαρ εαυτού πεπλήρωκε, και περιττόν εστι του λοιπού (αυτόθι). Σημείωσαι, ότι λόγος ευρίσκεται εν τη Μονή του Διονυσίου εις την περιτομήν, ου η αρχή· «Σκιάν μεν των μελλόντων αγαθών». Ο αυτός ευρίσκεται και εν τη του Βατοπαιδίου.

3. Τι δηλοί το όνομα Ιησούς, όρα εις τα Πνευματικά γυμνάσματα, την μελέτην εις την Περιτομήν του Κυρίου.
 
Πηγή: Συναξαριστής Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου

Αι προσπάθειαι του Μεγάλου Βασιλείου περί της κοινωνίας των Εκκλησιών

 

...Δι' ένα ηγέτην της νοοτροπίας και της περιωπής του Βασιλείου δεν ήτο αρκετή η μέριμνα δια την διατήρησιν της «κοινωνίας» εις τους μικρούς κύκλους εις τους οποίους την είχε περιορίσει η επικρατούσα σύγχυσις. Έπρεπε να καταβληθή έντονος προσπάθεια δια την διεύρυνσίν της, συγχρόνως δε δια την διευκρίνησιν των όρων της. Δια τον αρχιεπίσκοπον της Καισαρείας η κοινωνία δεν είναι απλή λέξις, αλλά κατάστασις υπάρξεως του εκκλησιαστικού οργανισμού ως σώματος του Χριστού και έδρας του Αγίου Πνεύματος, είναι κατηγορία της Εκκλησίας...
 
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Παναγ. Χρήστου, κάνοντας κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο, στη σελίδα της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος:

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Πρωτοχρονιά και Άγιος Βασίλειος



Γράφει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προικονήσου Ιωσήφ
 
Η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως πρώτη του έτους από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Ιούλιο Καίσαρα, που μεταρρύθμισε το Ημερολόγιο το 45 π.Χ. Μέχρι τότε πρωτοχρονιά στη Δύσι εθεωρείτο η 1η Μαρτίου. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η χρονολόγησι γινόταν με βάσι το υποτιθέμενο έτος κτίσεως του κόσμου και τις Ινδικτιώνες, ενώ πρωτοχρονιά ήταν η 1η Σεπτεμβρίου, ήδη από το 312 μ.Χ., βάσει διατάγματος του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Αυτή την 1η Σεπτεμβρίου καθαγίασε κ’ η Εκκλησία μας ως αρχή του νέου έτους, κι αυτήν τιμά λειτουργικώς μέχρι σήμερα. Ο Άγιος Ιερομάρτυς Κύριλλος Λούκαρις, κατά την β πατριαρχεία του στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1623, καθιέρωσε την χρονολόγησι από θεογονίας (δηλ. από της Γεννήσεως του Χριστού), αντί της από κοσμογονίας που ίσχυε και σε μας ως τότε. Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά όμως παρέμεινε η 1η Σεπτεμβρίου.

Διαβάστε τη συνέχεια, πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.amen.gr/article4372

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Η σιωπή του Ιωσήφ



Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

α) Εάν είναι αληθές ότι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος θα είναι η σιωπή, τότε ο Ιωσήφ, ο Μνήστωρ της Παρθένου, είναι τύπος του ανθρώπου του μέλλοντος αιώνος.
Στα ευαγγέλια δεν διασώζεται κανένας λόγος του, δεν αναφέρεται καμιά συνομιλία του. Περιγράφονται μόνο οι σκέψεις του και οι ενέργειές του. Προσεγγίζει το μυστήριο της άφατης κένωσης του Υιού και Λόγου του Θεού με δέος, περίσκεψη και σιωπή. Κι όταν λογισμοί αμφιβολίας τον κατακλύζουν, κι όταν η ταραχή τού προξενεί ανυπόφορο ψυχικό πόνο, τότε μιλάει ο ουρανός.
β) Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Ιωσήφ επιλέχθηκε στο κατώφλι του γήρατός του να γίνει προστάτης και φύλαξ της Παρθένου. Όμως στη διάρκεια της μνηστείας, Εκείνη βρέθηκε έγκυος «εκ Πνεύματος Αγίου». Το γεγονός αυτό του προκάλεσε αμφιβολίες και την θεώρησε «κλεψίγαμο». Σύμφωνα με τον ποιητή του Ακαθίστου ΄Υμνου: «Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη».
γ) Η ταραχή αυτή «μεταφράζεται» με γλαφυρό και δραματικό τρόπο από άλλο υμνωδό: «Τάδε λέγει Ιωσήφ προς την Παρθένον· Μαρία, τι το δράμα τούτο, ο εν σοι τεθέαμαι; Απορώ και εξίσταμαι, και τον νουν καταπλήττομαι. Αντί τιμής, αισχύνην· αντ’ ευφροσύνης, την λύπην· αντί του απαινείσθαι, τον ψόγον μοι προσήγαγες. Ουκ έτι φέρω λοιπόν, το όνειδος ανθρώπων· υπό γαρ ιερέων εκ του ναού ως άμεμπτον Κυρίου σε παρέλαβον· και τι το ορώμενον;».
δ) Όμως παρά τους λογισμούς, επειδή ο Ιωσήφ ήταν ευσεβής και δίκαιος, δεν θέλησε να διαπομπεύσει τη Μαριάμ. Αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα χωρίς επίσημη διαδικασία. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε στον ύπνο του άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες του» (Ματθ. 1, 20-21).
ε) Ο Ιωσήφ είναι μοναδικό πρόσωπο, διότι ακολούθησε την οδό της καρδιάς και όχι την αυστηρότητα του νόμου. Χαρακτηρίστηκε δίκαιος, παρότι δεν έμεινε προσκολλημένος στον παλαιό νόμο, τον οποίο υπερέβη συνεργώντας στο έργο της χάριτος. Έγινε διάκονος της νέας διαθήκης, όχι του γράμματος του νόμου αλλά του Πνεύματος του Θεού. «Το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β’ Κορ. 3,7). Εξάλλου, η χριστιανική δικαιοσύνη βρίσκεται πέρα και πάνω από τα όρια οποιασδήποτε προσκόλλησης στο γράμμα του νόμου.
στ) Ο ευαγγελικός λόγος είναι ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτερός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά και κρίνει τους διαλογισμούς και τις προθέσεις των ανθρώπων (βλ. Εβρ. 4,12). Εξίσου όμως σωστική μπορεί να αποβεί και η σιωπή. Όχι η ένοχη σιωπή, αλλά εκείνη που συνοδεύεται από απλότητα καρδιάς, διαύγεια, ευρυχωρία και άνευ όρων υπακοή στο θείο θέλημα. Στην περίπτωση του Ιωσήφ η σιωπή υπουργεί το θαύμα της Γεννήσεως του Χριστού.
ζ) Σε εποχή πολυλογίας, αργολογίας και πληθωρισμού ακόμη και του εκκλησιαστικού λόγου, είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί η αξία της σιωπής. Είναι ακόμη δύσκολο στη σύγχρονη ορθολογιστική εποχή να προσεγγίσει κάποιος τη θεία Γέννηση όπως ο Ιωσήφ. Εκείνος όμως που θα υπερβεί το κέλυφος της ανθρώπινης λογικής και θα λευκάνει την καρδιά του, θα γευθεί έστω και αμυδρά την παρουσία του «πτωχεύσαντος δι’ ημάς» Λυτρωτή, είτε «ένδον εν τη καρδία», είτε στα πρόσωπα των αγαπητών αδελφών αλλά και των «άλλων», των ελαχίστων.

 

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, πρότυπο χριστιανής αγιότητας

 

Του Καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
 
Ο διάκονος Στέφανος ήταν ο πρώτος από τις εκατοντάδες χιλιάδες των μαρτύρων που με το αίμα τους στερέωσαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας∙ ήταν ο πρώτος από εκείνη την ατέλειωτη σειρά των ηρώων που επί τρεις ολόκληρους αιώνες γύριζαν πρόθυμα την πλάτη τους στο μαστίγιο ή στο ραβδί του βασανιστή, που δεν δίσταζαν να πέσουν στη φωτιά ή στα θηρία και που έσκυβαν χωρίς αντίσταση το κεφάλι τους στο σπαθί του δημίου, προκειμένου να αποδείξουν σε όλον τον κόσμο ότι υπάρχει μια αλήθεια για την οποία αξίζει τον κόπο ακόμη και να πεθάνει κανείς και ότι η διάδοση της αλήθειας αυτής δεν είναι το αποτέλεσμα βίαιης επιβολής αλλά αυτοθυσίας. Η Εκκλησία δικαιούται πραγματικά να περηφανεύεται απέναντι σε οποιοδήποτε θρησκευτικό, ιδεολογικό ή πολιτικο-κοινωνικό μόρφωμα, αρχαίο ή σύγχρονο, ότι για την εξάπλωσή της σε ολόκληρο τον κόσμο δεν ακολούθησε τη συνήθη συνταγή -δεν έστρεψε, δηλαδή, τους οπαδούς της εναντίον των αντιπάλων της, ώστε να επιβάλουν με τη βία τις ιδέες της- αλλά προτίμησε να θυσιάσει τα δικά της παιδιά.
 
  Αναμφίβολα, η ένσταση απέναντι σε όλα τα παραπάνω είναι λογική και αναμενόμενη. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι, δυστυχώς, ούτε η Εκκλησία κατόρθωσε τελικά να αποφύγει σε κάποιες περιόδους της ιστορίας της τον πειρασμό της εξουσιαστικής επιβολής πάνω στους αντιπάλους της και, μάλιστα, κάποιες φορές, με την ίδια σκληρότητα που είχαν επιδείξει παλιότερα οι διώκτες της. Η πραγματικότητα αυτή θέτει επιτακτικά το σχετικό με το νόημα της γιορτής ερώτημα, καθώς, πέρα από την απόδοση τιμής σε έναν μάρτυρα, είναι προφανές πως όσο ηρωικό και αν ήταν το κατόρθωμα του Στεφάνου ελάχιστα θα μπορούσε είκοσι αιώνες μετά να συγκινήσει ή να εμπνεύσει τον σύγχρονο άνθρωπο. Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να προκύψει μέσα την αφήγηση της Γραφής για τον πρωτομάρτυρα.
 
  Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα κεφάλαια 6 και 7 του βιβλίου Πράξεις των Αποστόλων που αναφέρονται στον Στέφανο, θα διαπιστώσει ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς, περιγράφει τον μάρτυρα με τρεις διπλούς χαρακτηρισμούς. Τον χαρακτηρίζει «άνθρωπο γεμάτο πίστη και Άγιο Πνεύμα» (ς΄ 5), «γεμάτο πίστη και δύναμη» (ς΄ 8) και επισημαίνει ότι οι συνομιλητές του «δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε όταν αυτός μιλούσε» (ς΄ 10). Όσοι διαβάζουν συχνά την Αγία Γραφή θα έχουν διαπιστώσει το πόσο φειδωλοί είναι οι συγγραφείς των βιβλίων της σε εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς προσώπων∙ ακόμη και οι πιο μεγάλες προσωπικότητες περιγράφονται πολύ λιτά και σπάνια χρησιμοποιούνται επίθετα για τον χαρακτηρισμό τους. Το ότι, λοιπόν, ο Λουκάς μέσα σε 5 μόνον στίχους εγκωμιάζει τρεις φορές τον Στέφανο σημαίνει ότι τον θεωρεί πρότυπο χριστιανού. Σε τι συνίσταται αυτό το πρότυπο προκύπτει από την προσεκτική ανάλυση των ίδιων των χαρακτηρισμών∙ ο Στέφανος διαθέτει πίστη και σοφία και ο Θεός του προσφέρει τη δύναμη και το Άγιο Πνεύμα. Ο ίδιος, δηλαδή, έχει φροντίσει να μορφωθεί και να καλλιεργηθεί πνευματικά και ο Θεός ενισχύει την προσπάθειά του αυτή χορηγώντας του το Άγιο Πνεύμα. Αυτή η αμοιβαιότητα στις σχέσεις Θεού - ανθρώπου αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης που τη διαφοροποιούν από όλες τις θρησκείες του κόσμου.
 
 Η αντίληψη του Θεού ως νομοθέτη και εισηγητή κανόνων ηθικής συμπεριφοράς αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των θρησκευτικών παραδόσεων. Ειδικά για την Αγία Γραφή όμως η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο καθορίζεται από την αρχή της αμοιβαιότητας. Οι βιβλικές διατάξεις που καθορίζουν την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων δεν προκύπτουν από την αυθαίρετη έκφραση της βούλησης του Θεού αλλά από τους όρους μιας συμφωνίας (Διαθήκης), η οποία συνάπτεται μεταξύ του Θεού και ανθρώπων και η οποία προβλέπει δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Από την άποψη αυτήν δεν είναι τυχαίο το ότι το ιερό βιβλίο που αποτελεί τη βάση και την πηγή της χριστιανικής πίστης ονομάζεται “Διαθήκη”. Ο όρος αυτός αποτελεί μετάφραση μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει “συνθήκη”, “συμφωνία” και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σχέση του Θεού με τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι ο βιβλικός Θεός δεν είναι ένας τυραννικός δυνάστης, ο οποίος επιβάλλει τη θέλησή του στους ανθρώπους, αλλά ένας Θεός ο οποίος ζητά την ελεύθερη συνεργασία των ανθρώπων και μάλιστα μια συνεργασία που στηρίζεται πάνω σε συγκεκριμένους όρους ενός συμβολαίου. Όπως κάθε συμβόλαιο, έτσι και το συμβόλαιο που συνυπογράφει ο Θεός με τους ανθρώπους προβλέπει δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τις δύο πλευρές. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο της Εξόδου:
 
Ο Κύριος είπε στον Μωυσή: “Θα κλείσω μαζί σου την εξής συμφωνία: Εγώ θα κάνω μπροστά σε όλον τον λαό σου θαύματα τέτοια, που όμοιά τους δεν έγιναν πουθενά στη γη και σε κανένα έθνος… Εσύ τήρησε όλα όσα σε προστάζω.”
Έξοδος λδ΄ 10-11
Μέσα στη μακραίωνη ιστορία των σχέσεών του με τους ανθρώπους ο Θεός δεσμεύεται με διάφορες υποσχέσεις απέναντί τους, θέτει όμως ως προϋπόθεση για την εκπλήρωση των υποσχέσεων αυτών και τη δέσμευση των ανθρώπων απέναντί του ότι θα τηρήσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το συμβόλαιο που έχουν συνυπογράψει.
 
 
  Η υποχρέωση υπακοής των ανθρώπων στο εκπεφρασμένο μέσα από νομικές διατάξεις θέλημα του Θεού δεν προκύπτει από μυθικές αφηγήσεις που περιγράφουν κατορθώματα του Θεού στο αρχέγονο μυθικό παρελθόν αλλά από συγκεκριμένες ενέργειές του μέσα στην πρόσφατη ιστορία τους. Όπως ο ίδιος ο Θεός τονίζει μέσα από το βιβλίου της Εξόδου και πάλι:
 
Εσείς οι ίδιοι έχετε δει όσα έχω κάνει στους Αιγυπτίους· πώς σας πήρα σαν σε φτερούγες αετών και σας έφερα κοντά μου. Αν, λοιπόν, τώρα ακούσετε προσεκτικά τα λόγια μου και φυλάξετε τη διαθήκη μου, θα είστε ο εκλεκτός μου λαός απ’ όλα τα έθνη, γιατί όλη η γη είναι δική μου.
Έξοδος ιθ΄ 4-6
Προηγούνται πάντοτε οι ενέργειες του Θεού μέσα στην Ιστορία υπέρ των ανθρώπων και ακολουθούν οι απαιτήσεις του από τους ανθρώπους. Τονίζεται, για παράδειγμα, στο βιβλίο του Λευιτικού:
Αν ένας ξένος έρθει στη χώρα σας, δεν θα τον καταπιέσετε. Ο ξένος που έρχεται σε σας θα είναι όπως και ο συμπολίτης σας. Θα τον αγαπήσετε, όπως τον εαυτό σας, επειδή και σεις ήσασταν ξένοι στην Αίγυπτο. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας.
Λευιτικόν ιθ΄ 33-34
 
Αν ένας συμπατριώτης σου φτωχύνει και δεν έχει τα μέσα να ζήσει, θα τον βοηθήσεις να ζήσει μαζί σου, όπως θα έκανες σε ξένο και σε πάροικο. Δεν θα πάρεις από αυτόν τόκο ούτε προσαύξηση. Θα φοβάσαι τον Θεό σου, εγώ είμαι ο Κύριος, ώστε να ζήσει και ο αδερφός σου μαζί σου. Δεν θα του δανείσεις τα χρήματά σου με τόκο ούτε θα του δώσεις τα τρόφιμά σου με επιπλέον κέρδος. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας που σας έβγαλα από την Αίγυπτο για να σας δώσω την Χαναάν και να είμαι Θεός σας. Όταν ένας Ισραηλίτης που ζει κοντά σου, φτωχύνει και πουληθεί σε σένα, δεν θα σου προσφέρει εργασία δούλου… διότι είναι δούλοι μου που τους έβγαλα από την Αίγυπτο. Δεν θα πουληθούν ως δούλοι ούτε θα τους κακομεταχειρίζεστε. Θα φοβάσαι τον Κύριο το Θεό σου.
Λευιτικόν κε΄ 35-43
 
Αν ζείτε σύμφωνα με τους νόμους μου και τηρείτε τις εντολές μου και τις εφαρμόζετε … τότε θα συνομολογήσω τη διαθήκη μου μαζί σας … θα περπατώ ανάμεσά σας, θα είμαι Θεός σας και εσείς θα είστε λαός μου. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας, που σας έβγαλα από την Αίγυπτο, όταν ήσασταν εκεί σκλάβοι. Έσπασα τα δεσμά της σκλαβιάς σας και σας οδήγησα φανερά.
Λευιτικόν κς΄ 3,11-13
  Οι όροι της διαθήκης δεσμεύουν και τον ίδιο τον Θεό, όπως βεβαιώνεται στο βιβλίο Δευτερονόμιον:
Θα διαπιστώσεις ότι ο Κύριος ο Θεός σου είναι Θεός αληθινός, Θεός αξιόπιστος, που τηρεί τη διαθήκη.
Δευτερονόμιον ζ΄ 9
Γι’ αυτόν τον λόγο καλεί ο Θεός τους ανθρώπους μέσα από τον Νόμο του Μωυσή να μιμηθούν τη δική του συμπεριφορά:
Να είστε άγιοι, γιατί άγιος είμαι εγώ, ο Κύριος ο Θεός σας.
Λευιτικόν ια΄ 44,45. ιθ΄ 2 κ΄ 7,26. Αριθμοί ιε΄ 40
Συνέπεια, επομένως, της αρχής της αμοιβαιότητας είναι να αξιολογούνται με βάση τους όρους της διαθήκης όχι μόνον οι ενέργειες των ανθρώπων αλλά και οι ενέργειες του Θεού, κάτι, άλλωστε, που το επιζητεί και ο ίδιος, όπως βεβαιώνει ο προφήτης Ησαΐας:
Μάθετε να κάνετε το καλό, αναζητήστε τη δικαιοσύνη … και ελάτε να κριθούμε μεταξύ μας, λέει ο Κύριος.
Ησαΐας α΄ 17-18
 
  Αυτό είναι και το μήνυμα που στέλνει στη σύγχρονη εποχή ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, στη ζωή και στη δράση του οποίου συνοψίζεται ολόκληρη η χριστιανική διδασκαλία για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Άγιος δεν είναι ο ήσυχος και καλοσυνάτος άνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος εκείνος που παίρνει στα σοβαρά τη σχέση του με τον Θεό, που αναζητά να μάθει τι θέλει ο Θεός από αυτόν και αγωνίζεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτής της σχέσης. Μόνον τότε ο άνθρωπος αγιάζεται, γεμίζει από το Πνεύμα του Θεού και γίνεται φορέας αγιασμού για τους άλλους και για τον κόσμο ολόκληρο. Μόνον τότε, όταν οι χριστιανοί αντιληφθούν τον ρόλο τους στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, θα μπορούν να ελπίζουν ότι είναι σε θέση να αλλάξουν πραγματικά τον κόσμο. Ο Στέφανος πλήρωσε την επιθυμία του αυτή με τη ζωή του. Στους σύγχρονους χριστιανούς η δυνατότητα προσφέρεται δωρεάν, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα αναθεωρήσουν και θα βάλουν σε άλλη βάση τη σχέση τους με τον Θεό.
 

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Φυγή Χριστού εις Αίγυπτον (26/12)

 

Ήκοντα προς σε τον πάλαι πλήξαντά σε,
Aίγυπτε φρίττε και Θεόν τούτον φρόνει.


Eις καιρόν οπού ο Hρώδης έδωκεν ορισμόν διά να θανατωθούν όλα τα παιδία, οπού ήτον εις την Bηθλεέμ, Άγγελος Kυρίου εφάνη κατ’ όναρ εις τον Iωσήφ λέγων. Σηκώσου και έπαρε το Παιδίον και την Mητέρα του, και φεύγε εις Aίγυπτον, ήγουν εις το Mισήρι. Φεύγει λοιπόν εις το Mισήρι η Θεοτόκος ομού με το Bρέφος διά δύω αίτια, ένα μεν, ίνα πληρωθή το ρηθέν διά του Προφήτου Ωσηέ λέγοντος· «Eξ Aιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια΄, 2). Kαι άλλο δε, διά να εμφραγή κάθε στόμα των αιρετικών. Διατί ανίσως δεν έφευγεν ο Kύριος, αλλά ήθελε πιασθή από τον Hρώδην, ει μεν και εφονεύετο από εκείνον, βέβαια ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων. Eι δε και δεν εφονεύετο διά να τελειώση την οικονομίαν, βέβαια ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατά αλήθειαν. Aλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν. Eπειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, βέβαια ήθελε κοπή από το σπαθί. Aνίσως λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν να ειπούν τούτο, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Kύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Mάνης, και οι τούτου οπαδοί Mανιχαίοι· και μόλον οπού δεν έλαβον εις τούτο, καμμίαν αιτίαν και αφορμήν· πόσω μάλλον ήθελαν ειπούν τούτο, και εάν εύρισκον αιτίαν; Διά τούτο λοιπόν φεύγει ο Kύριος εις την Aίγυπτον διά τας ρηθείσας δύω αιτίας. Kαι προς τούτοις, ίνα συντρίψη και τα εν Aιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα.
 
Πηγή: Συναξαριστής Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου

Η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου

 

Tω αυτώ μηνί Kϛ΄, η Σύναξις της Yπεραγίας Θεοτόκου1.
 
Λεχώ άμωμον ανδρός μη γνούσαν λέχος,
Δώροις αμώμοις δεξιούμαι τοις λόγοις.
Mολπήν αγνοτάτη λεχοί εικάδι έκτη αείδω.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σημείωσαι, ότι εις την Σύναξιν ταύτην της Θεοτόκου έχουσι λόγους ο Aθανάσιος, Kύριλλος ο Aλεξανδρείας (παρά τη Iερά Tελετουργία), Bασίλειος ο Σελευκείας, ου η αρχή· «Mεγάλας των εγκωμίων». (Σώζεται ο τελευταίος εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τη του Διονυσίου).
 
Από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου
 

Πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο, μπορείτε να διαβάσετε, από παλιότερη ανάρτηση στο blog μας, ένα σχετικό με τη Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου κείμενο του π. Ιωάννου Κίτσιου:
 

Η ελπίδα της χριστουγεννιάτικης απελπισίας

 
 
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη 
 
Παραμονές Χριστουγέννων καί, ὅπως συμβαίνει ὅλο καί συχνότερα τά τελευταῖα χρόνια, βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα πού "καταγγέλουν" ὅτι ἔχει χαθεῖ τό νόημα τῆς γιορτῆς καί ὅτι ὁ ὑπερκαταναλωτισμός ἔχει ἐπιβάλει τό ὕφος καί τήν κυριαρχία του. Ὅμως ἄν ἀπογυμνωθοῦν οἱ γιορτές αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπό τό φολκλορικό τους στοιχεῖο, τά ρεβεγιόν, τήν εὐκαιρία γιά ὀλιγοήμερες διακοπές καί τίς ὑποχρεωτικές οἰκογενειακές συγκεντρώσεις, "πού τίς ἐπιβάλουν οἱ μέρες", τί θά ἀπέμενε ἄραγε γιά τούς πολλούς πού νά θυμίζει ὅτι εἶναι Χριστούγεννα;
 
Τό ἐρώτημά μας δέν ἀντιμάχεται τήν, δικαιολογημένη ἄλλωστε, δυσθυμία πού καλύπτεται πίσω ἀπό τή "γκρίνια". Θέλουμε ὅμως νά προκαλέσουμε τή σκέψη, καί γιατί ὄχι καί τήν ψυχή μας, νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πιά δεδομένα καί αὐτονόητα καί ἡ μεμψιμοιρία δέν μπορεῖ νά τά διορθώσει. Τό πολύ νά τονισθεῖ καί γραπτῶς τό ἔλλειμμα νοήματος καί νά ἐπιδεινωθεῖ τό αἴσθημα τῆς πνευματικῆς μιζέριας καί τῆς συναισθηματικῆς στέρησης πού συγκαλύπτει ἡ τεχνητή λάμψη τῶν ἡμερῶν.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ καταναλωτική ἔξαρση δέν ἀποτελεῖ τή φυσική ἐκδήλωση μιᾶς εὐτυχίας πού ζητᾶ ἐκτόνωση ἀλλά λειτουργεῖ σάν διεγερτικό μιᾶς χαρᾶς πού δέν ἔχει λόγο καί νόημα ὥστε νά ἐκδηλωθεῖ αὐθόρμητα. Ἡ ὑπερφωταγωγημένη ἐρημία τῶν ἀπρόσωπων πόλεων ἀγωνίζεται νά συσκοτίσει τή σχεδόν ὑπομανιακή ὑποχρεωτική εὐθυμία. Τίποτα ὅμως δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν κατάθλιψη πού φουντώνει τέτοιες μέρες, τίς ἀπόπειρες αὐτοκτονίας πού αὐξάνουν καί τά "κοριτσάκια μέ τά σπίρτα" πού γίνονται ὁρατά ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Στό πνευματικό ἐπίπεδο, ἄλλωστε, πόσο μακριά βρισκόμαστε ἀπό αὐτά σχεδόν ὅλοι μας.
Τό νά καταφύγει κανείς σέ μελαγχολικές διαπιστώσεις εἶναι εὔκολο· καί τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι συνήθως ἡ καταφυγή στό πρόσχημα καί στήν ψευδαίσθηση τῶν ἀναμνήσεων τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ, μέχρι νά κυλίσουν οἱ μέρες καί νά ἐπιστρέψουμε στήν ψυχοφθόρα ἀσφάλεια τῆς ρουτίνας μας.
Ἄς μήν καθηλωθοῦμε ὅμως στίς θλιβερές διαπιστώσεις, ὅσο ἀληθινές κι ἄν εἶναι αὐτές. Ἐάν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν καθυπόταξη τῆς σκέψης μας στήν ἀπογοήτευση πού γεννᾶ ἡ παρατήρηση αὐτῶν τῶν φαινομένων καί προσεγγίσουμε τό ψυχολογικό τους ὑπόβαθρο, μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἐνδιαφέρουσες ἀνακαλύψεις.
 
 
Μέ ὅποιο τρόπο κι ἄν προσπαθεῖται νά καταπνιγεῖ ἡ κραυγή τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἀγωνίας, εἴτε στό θόρυβο τῶν ρεβεγιόν, εἴτε κάτω ἀπό τό πέπλο τῆς φαντασμαγορίας καί τῆς τεχνητῆς εὐφορίας, ἡ μεταμφιεσμένη κατάθλιψη παραμένει ἡ ἀληθινή, κυριαρχοῦσα συναισθηματική κατάσταση. Οἱ εἰδικοί γνωρίζουν καλά τήν ἀμυντική βουλιμική διάθεση τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου, πού προσπαθεῖ νά συγκαλύψει μέ "στοματικές" ἱκανοποιήσεις, ὅπως ἡ καταναλωτική μανία, τό ἔλλειμμα πού βιώνει στό συναισθηματικό ἐπίπεδο. Τυπικό τό παράδειγμα τῆς συζύγου, πού προσπαθεῖ νά ἀνακουφίσει τό καταθλιπτικό ἄγχος τῆς συναισθηματικῆς της στέρησης, "σηκώνοντας" τά μαγαζιά. Ὁ ἴδιος μηχανισμός μᾶς ὠθεῖ νά ἐκφραζόμαστε ψευδοευφορικά στήν προσπάθεια νά ἀποφύγουμε τή συναίσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κενοῦ καί τῆς δυσθυμικῆς μας διάθεσης.
Τί μᾶς κάνει λοιπόν ὁμοθυμαδόν μελαγχολικούς καί κατ' ἀνάγκη συμμέτοχους τῆς προκατασκευασμένης καί ψευδεπίπλαστης ἱλαρότητας πού χαρακτηρίζει τό κλίμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν; Ἄν τά Χριστούγεννα ἦσαν ἐξ ὁρισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μιά γιορτή τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου ὅπως ἦταν προχριστιανικά ἡ 25η Δεκεμβρίου, τότε ἴσως δέν θά εἶχαν νόημα οἱ σκέψεις καί οἱ προβληματισμοί. Θά μπορούσαμε νά ἐπαναπαυθοῦμε στή σιωπηλή συμφωνία ὅτι κάποιες εὐκαιρίες διαφυγῆς ἀπό τή ρουτίνα εἶναι χρήσιμες· ἑπομένως καί νά συμβιβαστοῦμε μέ τήν ὑποταγή στή χρησιμοθηρία τοῦ γιορτασμοῦ. Ὅσο δέ πιό ἐκκωφαντική ἡ ἀνάπαυλα, τόσο πιό μεγάλη ἡ συγκάλυψη τοῦ τραγικοῦ στοιχείου τῆς καθημερινότητάς μας.
Ὅμως τό βαθύτερο αἴτημα τῆς λύτρωσής μας ἀπό τή φθορά, τό χρόνο καί τήν ἀναγκαιότητα δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέ τήν ὑποταγή σέ θεσμοθετημένες ἐπιμέρους ἀναγκαιότητες, ἔστω διασκεδαστικές ἀλλά τελικά πάντοτε φθοροποιές. Πόση χαρά μπορεῖ νά περιέχει ἕνα πανηγύρι στό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι γιορτάζεται ἡ γέννηση Ἐκείνου πού θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν δουλεία τῆς πνευματικῆς μας ἀνελευθερίας καί τῆς ὑπαρξιακῆς μας μιζέριας, ὅταν Τόν ἔχουμε ἤδη ἐξορίσει ἀπό τή ζωή μας καί ἀπό τό νόημά της; Ποιό γαμήλιο γλέντι δικαιολογεῖ τούς πανηγυρισμούς καί τίς γιορταστικές ὑπερβολές ὅταν ἔχει ἐκδιωχθεῖ ὁ "νυμφίος"; Τέτοιοι "γάμοι" μοιάζουν περισσότερο μέ κηδεῖες τῶν ὁποίων ἡ λαμπρότητα ὀφείλεται κυρίως στίς ἐνοχές τῶν οἰκείων παρά στήν ἀγάπη καί τή χριστοκεντρική ἐλπίδα.
Ἡ συγκαλυμμένη μελαγχολία τῶν ἡμερῶν μπορεῖ νά κρύβει τό ἐνοχοποιημένο πένθος γιά τόν ἐξοστρακισμό τῆς ἐνσαρκωμένης μας ἐλπίδας· τοῦ προαιώνιου Θεοῦ πού "παιδίον γέγονεν" καί ἀναζητᾶ ἐγκάρδιες φάτνες γιά νά τίς μετατρέψει, φιλοξενούμενος ἐκεῖ, σέ οἴκους τοῦ Πατρός Του.
Παρόλο τόν ξεπεσμό της ὑπάρχει κάτι θετικό καί ἐλπιδοφόρο σ' αὐτή τή συνεχῶς πιό ἐκκοσμικευμένη ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς. Ὅσο πιό ψευδεπίπλαστα ἐπιμένουμε νά τή γιορτάζουμε, πνίγοντάς την σέ φῶς ἀπό "νέον" καί πλαστικά πλουμίδια, τόσο πιό κούφια καί ἄπελπις θά εἶναι ἡ γεύση πού θά ἀφήνει. Καί τόσο πιό πολύ ὁ λαός "ὁ καθήμενος ἐν σκότει" θά ἀρχίσει νά ἀναζητᾶ τό Μέγα Φῶς πού τό συλλογικό του ἀσυνείδητο θυμᾶται πώς γνώρισε κάποτε. Ἴσως λοιπόν τότε νά ξαναζητήσει τόν ἀστέρα πού ὁδηγεῖ στή φάτνη. Στήν προσωπική καρδιακή φάτνη τοῦ καθενός πού θά κατανοήσει ὅτι ὅσο ταπεινή καί βρώμικη κι ἄν εἶναι, ὁ Χριστός θά τήν καταδεχθεῖ, θά τήν ἐνοικήσει καί θά τήν μετατρέψει σέ σῶμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μέχρι τότε, ὅσοι ἀπό μᾶς θέλουν νά βρίσκονται κοντύτερα στή φάτνη παρά στά ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἄς προσπαθήσουμε νά ζήσουμε τή γιορτή καί τή ζωή μας μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἄν κάποιος μᾶς ρωτήσει γιά τό ἀστέρι τῶν μάγων ἤ παρατηρήσει τή δική μας πορεία νά βρεῖ τό σωστό δρόμο. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε, ἀντί τῆς παθητικῆς μας συμμετοχῆς σέ ψευδοπαρηγορητικά τηλεοπτικά βαριετέ, ἴσως σταθοῦμε ἱκανοί νά ἀπολαύσουμε τήν εὐφρόσυνη καί βιωματική μας συμμετοχή στόν χαρμόσυνο ὕμνο: "Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε". 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Με το φακό του Μιχάλη Βακάρου...

 
 
Δείτε πως αποτύπωσε με το φακό του τη σημερινή παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Μαξίμου στην ενορία μας ο κ. Μιχάλης Βακάρος, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά... 
 




Πηγή: Photos from Ioannina

Προεόρτια Χριστουγέννων «εις Κοπάνους» ο Σεβασμιώτατος κ. Μάξιμος

 

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014...
 
Άγιος Νικόλαος («εις Κοπάνους»)...
 
Όρθρος, Μεγάλες Ώρες, Εσπερινός και Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Μαξίμου...



 

 

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Η σάρκα του Χριστού και η θέωση του ανθρώπου

 
 
Γράφει ο π. Παύλος Βαταβάλης
 
Κάτω από τα λαμπιόνια και τις φιέστες, τους ευτραφείς Αϊ-Βασίληδες με τους πεταχτούς σκεμπέδες, την εμπορεύσιμη πια συναισθηματικότητα των ημερών, και το παζάρι μιας αλλοπρόσαλλης καταναλωτικής ευωχίας, η γιορτή αυτή των Χριστουγέννων έχει χάσει την βαθύτερη και ουσιαστικότερη υπαρξιακή της αναφορά.
Η γέννηση αυτού του Χριστού, του γλυκύτατου Ναζωραίου, του μεγάλου αναμορφωτή των ανθρωπίνων σχέσεων, του κοινωνικού πρωτοπόρου και διδασκάλου, του «κάρμα» και «μπάκτι γιόγκι» κατά τον Ινδουϊσμό, δεν έχει καμία σχέση με το υπέρλογο αντάμωμα, στο χώρο του «είναι», του κτιστού με το άκτιστο.
Η ενανθρώπηση του Χριστού σήμανε κάτι πολύ σπουδαιότερο από τα στείρα ηθικολογικά συνθήματα και εγκαινίασε κάτι πολύ βαθύτερο από τις γλυκανάλατες αναλύσεις των κηρυγμάτων.
Η ενανθρώπηση του Θεού σήμανε κάτι πολύ ουσιαστικότερο, σήμανε την ύπαρξη πέρα από κτιστούς όρους και προϋποθέσεις. Κατέλυσε το χρόνο και σήμανε τον τρόπο υπάρξεως : τη σχέση.
Το άκτιστο «χωρείται» στο κτιστό και το κτιστό στο άκτιστο. Το κτιστό με όρους ακτίστου και το άκτιστο με τους όρους του κτιστού. Θεμελιακό γεγονός για τη σωτηρία του ανθρώπου, ότι ο Θεός παίρνει σάρκα και οστά, «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος». Δεν χωρά εδώ καμία μονομερής ερμηνεία, καμία αποπνευματικοποιημένη θεώρηση της σωτηρίας του ανθρώπου.
Σήμερα, βιώνουμε ένα Χριστιανισμό άσαρκο, αποπνευματοποιημένο και κατ’ ουσίαν μονοφυσιτικό. Δεν διανοούμαστε σήμερα να μιλάμε για σάρκα και οστά, για θέωση σύνολης της ανθρώπινης φύσης και αφθαρτοποίηση του κτιστού μας σώματος.
Η ενανθρώπηση όμως του Χριστού είναι ο ζωτικός κόμβος του μυστηρίου της ύπαρξης – θέωσης του ανθρώπου, που δεν νοείται χωρίς τη σάρκα. Δεν θα υπήρχε λόγος να σαρκωθεί ο Χριστός, αν η σάρκα δεν συμμετείχε στην οντολογική ανακαίνιση του ανθρώπου, αν δεν έπαιρνε μέρος στη Θεοθείσα ανθρώπινη φύση. «Το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον», μας θυμίζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. 
Ο Χριστιανισμός διαθέτει την κατεξοχήν «υλιστική» διάγνωση και θεραπεία της ανθρώπινης νόσου. Ο Χριστός, ο ίδιος, υπήρξε ο κατεξοχήν «υλιστής», εκείνος ο οποίος πήρε την ανθρώπινη φύση στην ολότητα της, σάρκα ανθρώπινη και ψηλαφητή, και συνένωσε αχωρίστως και αδιαιρέτως, μα και ατρέπτως και αναλλοιώτως, το κτιστό με το άκτιστο.
Η συν–χώρηση αυτή κτιστού και ακτίστου είναι εκείνη που βεβαιώνει και καταξιώνει την ύλη, δίνοντας της όρια και προοπτικές αθανασίας, αφθαρσίας, αιωνιότητας.
Υπάρχει μεγαλύτερη υλιστική θεώρηση (βλέπε καλύτερα οντολογική προοπτική του ταπεινού σαρκίου) του ανθρώπου και του σύμπαντος από αυτή;

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Χριστούγεννα και Θείο Βρέφος - Ένα μυστήριο χαράς και αγάπης

 

Του π. Αλέξανδρου Σμέμαν *
 
«Δι’ ημάς γάρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο πρό αιώνων Θεός.» Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ'; αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «προ αιώνων Θεό».
Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον έκτο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:
Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι δι'; ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
(Κοντάκιον Χριστουγέννων)
 
Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας;
 
Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πώς σ'; αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ'; αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ'; αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μάς ελευθερώσει.
 
Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ'; όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
 
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμόμουμε και φωτίζουμε, αλλά μ'; έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
 
 
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πώς ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ'; αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις, τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοι της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ'; ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πώς «είναι παιδιάστικο».
 
Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γέννησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3). Τι σημαίνει αυτό; Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ'; όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και καθετί που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.
 
Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία, όμως η απουσία ακριβώς του κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά, πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ'; αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε, εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μάς δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ'; αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, μάς απελευθερώνει απ'; όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά, το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
 
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιάς ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανένα. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.
 
*Από το βιβλίο Εορτολόγιο - Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος, Εκδόσεις Ακρίτας

Πρόγραμμα Μητροπολίτου Ιωαννίνων

 

Το πρόγραμμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Μαξίμου για τις επόμενες ημέρες:
 
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου:
17.00: Αγία Αναστασία Δωδώνης (Εσπερινός)
 
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου:
Επίσκεψη του Σεβασμιωτάτου στα Δημοτικά Σχολεία Βοτανικού, Λεμονιάς και Νέας Ζωής.
16.00: Ζωτικό (Εσπερινός)
18.00: Καταμάχη (Εσπερινός).
 
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου:
07.00: Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Περιβλέπτου πόλεως Ιωαννίνων (Θεία Λειτουργία για τα σχολεία της πόλης).
17.00: Πετράλωνα (Εσπερινός).
 
Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου:
07.00: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου (εις Κοπάνους) - Μεγάλες Ώρες, Εσπερινός, Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
 
Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου (Χριστούγεννα):
05.00: Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Αθανασίου (Θεία Λειτουργία).
 
Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου:
07.00: Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Αρχιμανδρείου πόλεως Ιωαννίνων (Θεία Λειτουργία).
 
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου:
07.00: Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνης πόλεως Ιωαννίνων (Θεία Λειτουργία και χειροτονία διακόνου).
 
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου:
07.00: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Αγοράς πόλεως Ιωαννίνων (Θεία Λειτουργία).
 

Πατριαρχική Απόδειξη για την εορτή των Χριστουγέννων

 
 

Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
«Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε!»
 
Ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς ὁ Θεὸς καὶ ἐφανερώθη συγχρόνως ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀσύλληπτος ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Oἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ἰδιαιτέρως ζῶμεν τὴν μεταπτωτικὴν κατάστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν καθημερινῶς διαπιστώνομεν μετὰ τοῦ Ψαλμῳδοῦ ὅτι «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. ΙΓ΄ 3 - Ρωμ. γ΄ 12-13).

Πρὸ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἠδύνατο ὁ ἄνθρωπος νὰ φαντασθῇ τὴν ἀσύλληπτον ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, διότι μετὰ τὴν πτῶσιν ἠσθένησε καὶ ἠλλοιώθη. Μόνον οἱ πολὺ φωτισμένοι ἄνθρωποι διῃσθάνθησαν καὶ πρὸ Χριστοῦ τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ εἰς τὴν ἀπορίαν τοῦ Ψαλμῳδοῦ «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. Η΄ 5), διεκήρυξαν: «ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτὸν» (ἐ.ἄ. 6).

Τὴν ὑπερτάτην αὐτὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐφανέρωσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί, ἔκτοτε, ἐπαναλαμβάνουν κατ᾿ ἔτος διακηρύξεις κρατῶν, κυβερνήσεων καὶ κοινωνικῶν ὁμάδων καὶ διεθνεῖς συμβάσεις ἀναφερόμεναι εἰς τὸν σεβασμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ.

Ἐν τούτοις, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας βλέπομεν καθημερινῶς τὸν χείριστον ἐξευτελισμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τὴν ἀτίμωσιν καὶ τὸν διασυρμὸν αὐτοῦ. Ὀφείλομεν, λοιπόν, ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ἄξιοι τῆς δόξης καὶ τιμῆς διὰ τῆς ὁποίας περιέβαλε τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον ὁ «δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος» Δημιουργός μας, νὰ πράξωμεν πᾶν τὸ δυνατὸν διὰ νὰ παύσῃ ἡ ἐσχάτως διογκουμένη ἐξευτελιστικὴ διὰ τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον συμπεριφορά. 
***
Παρακολουθοῦμεν ἔκπληκτοι τὸ ἐπαναλαμβανόμενον συνεχῶς «δρᾶμα τῆς Βηθλεέμ». Διότι περὶ δράματος πρόκειται καὶ ὄχι περὶ χαρμοσύνου γεγονότος, ἐφ᾿ ὅσον ἀγνοεῖται ὁ σπαργανούμενος ἐν φάτνῃ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ δημιούργημά Του, ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς «εἰκὼν Θεοῦ».

Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας καὶ ἡ θεολογία της διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ἀξιοῦνται πλήρους σεβασμοῦ, διότι ἡνώθησαν μὲ τὸν Θεὸν εἰς τὸν σαρκωθέντα Κύριον. Ὅθεν, ὀφείλομεν ὅλοι νὰ ἐντείνωμεν τὰς προσπαθείας μας διὰ νὰ γίνῃ ὑπὸ πάντων σεβαστὴ ἡ ὑπερτάτη ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
***
Μετὰ πολλῆς συνοχῆς καρδίας καὶ βαθείας θλίψεως τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ ἡμετέρα Μετριότης παρακολουθοῦμεν τὰ ὁσημέραι ὀγκούμενα κύματα ταῦτα βίας καὶ βαρβαρότητος, τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦν νὰ μαστίζουν διαφόρους περιοχὰς τοῦ πλανήτου μας, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν Μέσην Ἀνατολήν, καὶ μάλιστα τοὺς γηγενεῖς ἐκεῖ χριστιανούς, εἰς τὸ ὄνομα συχνάκις τῆς θρησκείας. Δὲν θὰ παύσωμεν δὲ νὰ διακηρύττωμεν ἀπὸ τοῦ Ἱεροῦ τούτου Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς πάντας, τοὺς ἀδελφοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Θρησκειῶν, τοὺς Ἀρχηγοὺς Κρατῶν, πρὸς πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, μάλιστα δὲ πρὸς τούς, κατόπιν ὑποκινήσεων ἤ μὴ θέτοντας τὴν ἰδίαν ζωὴν αὐτῶν εἰς κίνδυνον διὰ νὰ ἀφαιρέσουν ἀνθρωπίνους ζωάς, συνανθρώπους - δημιουργήματα καὶ αὐτὰ τοῦ Θεοῦ-, καὶ πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι οὐδεμία εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ μορφὴ ἀληθοῦς καὶ γνησίας θρησκευτικότητος ἢ πνευματικότητος ἄνευ ἀγάπης πρὸς τὸ ἀνθρώπινον πρόσωπον. Οἱονδήποτε ἰδεολογικόν, κοινωνικὸν ἢ θρησκευτικὸν μόρφωμα περιφρονεῖ τὸν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκει ἢ ἐπιτρέπει τὸν θάνατον συνανθρώπων μας, μάλιστα δὲ μὲ βάναυσον καὶ πρωτόγονον τρόπον, οὐδεμίαν ἀσφαλῶς ἔχει σχέσιν μὲ τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης.
***
Στρέφοντες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, τοὺς ὀφθαλμούς μας εἰς τὴν κρατοῦσαν σήμερον ἐν τῷ κόσμῳ κατάστασιν ἀποστρέφομεν τὸ πρόσωπόν μας ἐκ τῶν θλιβερῶν γεγονότων μισαλλοδοξίας καὶ ἐχθρότητος, τὰ ὁποῖα μαστίζουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ φθάνουν πλέον, διὰ τῶν συγχρόνων μέσων γενικῆς ἐπικοινωνίας, εὐχερέστερον εἰς τὰς ἀκοὰς καὶ τὴν ὅρασίν μας προκαλοῦντα τρόμον διὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά, καὶ προβάλλομεν ὡς ἰσχυρὸν ἀντίδοτον εἰς τὴν σύγχρονον βίαν τὴν καταπλήξασαν τοὺς μάγους καὶ τὸν κόσμον «ἐσχάτην πτωχείαν» τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ πάντοτε ὡς ἀγάπη. Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ μυστικὴ δύναμις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ μυστικὴ δύναμις τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν. Ἡ δύναμις ἡ ὁποία νικᾷ καὶ ὑπερβαίνει διὰ τῆς ἀγάπης τὴν κάθε εἴδους βίαν καὶ κακίαν.
***

Οὕτως ἀποτιμῶντες κατὰ τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα τὴν κατάστασιν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, εὐχόμεθα ὅπως βιώσωμεν οἱ πάντες τὴν χαρὰν τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ τῆς ἀξίας τοῦ προσώπου, τοῦ συνανθρώπου, καὶ τὴν παῦσιν τῆς βίας κάθε μορφῆς, τὴν νίκην ἐπὶ τῆς ὁποίας διὰ τῆς ἀγάπης προβάλλει καὶ προσφέρει ὁ σάρκα λαβὼν «μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», ὁ «Ἄρχων εἰρήνης» καὶ Σωτὴρ ἡμῶν Χριστός.
Αὐτοῦ τοῦ τεχθέντος καὶ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου τῆς δόξης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης ἡ Χάρις καὶ τὸ ἄπειρον Ἔλεος καὶ ἡ εὐδοκία εἴησαν μετὰ πάντων.

Χριστούγεννα, βιδ΄
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν.
 
Πηγή: amen.gr
 

Ἀληθῶς ἐγεννήθη!

 
 
"...Ἑορτάζοντες τὰ Χριστούγεννα, οὐσιαστικῶς ὁμολογοῦμεν καὶ δοξάζομεν τὸ μοναδικὸν ἀληθινὸν νόημα καὶ τὸν λόγον τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς τοῦ Κυρίου Γεννήσεως «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», τοῦ θείου νοήματος, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν κόσμον μέχρι τῶν περάτων του, καὶ ἀπεκάλυψεν εἰς ἡμᾶς τὸ αἰώνιον νόημα καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἐν ...τῷ κόσμῳ ἀνθρώπου.
Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ μας ἐδόθη ἡ ἀποκάλυψις καὶ τὸ νόημα τόσον τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς ὁ ἄνθρωπος: διότι ἀνήκει εἰς τὸν Θεὸν Λόγον καί, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, εἶναι λογικός⋅Ἀλλὰ μᾶς εἶναι ἀγαπητὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀνήκει καὶ αὐτὴ εἰς τὸν Λόγον καί, δι’ αὐτό, εἶναι λογική⋅καὶ ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου μᾶς εἶναι ἀγαπητή, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καί, δι’ αὐτὸ εἶναι, λογική καὶ ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου ἐπίσης, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καί, δι’ αὐτὸ εἶναι καὶ αὐτὴ λογική⋅κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ δι’ αὐτὸ λογική⋅μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς καὶ ὁ κόσμος ἀκόμη, διότι εἶναι τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ δι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς λογικός⋅καθὼς καὶ ὁ οὐρανός, διότι καὶ αὐτὸς εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ διὰ τοῦτο, λογικός.
Μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Θεοῦ ἐν σώματι, ἐγεννήθη εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ὅλος ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ, ὅλον τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὸν Θεὸν καὶ τὴν Δικαιοσύνην Αὐτοῦ, μέσα εἰς τὴν πνευματικὴν ἔξαρσιν καὶ τὴν ἄπειρον χαράν των, χαιρετίζουν ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλην τὴν κτίσιν μὲ τὸν χριστουγεννιάτικον χαιρετισμόν: Χριστὸς ἐγεννήθη! ἐνῷ ἀπὸ τὰ χριστονοσταλγικὰ βάθη τῶν ὄντων καὶ τῆς κτίσεως ἀντηχεῖ συγκινητικὴ ἡ ἀπάντησις: Ἀληθῶς ἐγεννήθη!"
 
Ἁγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς (1979)

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Η σημασία της Γεννήσεως του Χριστού για τον σημερινό άνθρωπο

 
 
Του  Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότ.Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
 
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τα Χριστούγεννα, παρμένο από την αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου, περιέχει την κατά σάρκα γενεαλογία του Χριστού και εν συνεχεία την οικονομία του Θεού για την εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της Παρθένου Μαρίας γέννησή του (Ματθ. 1, 1-25). Στη σημασία του γεγονότος αυτού για τον κάθε άνθρωπο ας στρέψουμε σήμερα την προσοχή μας.
Μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και αγαλλιάσεως πανη­γυρίζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο τη Γέννηση του Χριστού και ψάλλει ωραίους ύμνους προς τον ενανθρωπήσαντα και αναπλάσαντα τη φθαρμένη ανθρώπινη φύση Θεό. Γιατί κατά βάθος η Γέννηση του Χριστού υποδηλώνει την αναδημιουργία του ανθρώπου. Η Ορθόδοξη υμνογραφία και θεολογία εξαίρουν τη μεγάλη ανθρωπολογική σημασία της θείας ενανθρωπήσεως: Από την απελπιστική φθορά και από το χάος του καταστροφικού μίσους σώζει τον άνθρωπο η φιλανθρωπία του Θεού που παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην ιστορία στο πρόσωπο του Ίησού Χριστού- κι όχι μόνο τον λυ­τρώνει από τη σίγουρη καταστροφή, αλλά και τον οδηγεί στο «αρχαίον κάλλος», τον θεώνει, κατά τη γνωστή πατερική ορολογία.
Αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει ο άνθρω­πος ένεκα της υποδουλώσεώς του στη δύναμη της φθοράς και της αμαρτίας, προσφέρεται από τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της Παρθένου Μα­ρίας. Ακριβώς δε η εκ Πνεύματος Αγίου προέλευση του Σωτήρα δείχνει με τρόπο εύγλωττο ότι η σωτηρία δεν ήταν δυνατό να προέλθει από τα χαλάσματα και τα συν­τρίμμια της αναπόφευκτα καταδικασμένης σε θάνατο ανθρωπότητας, αλλά από τον ουρανό, από το Πνεύμα του Θεού, από την πηγή της ζωής.
Μιλάμε πολλές φορές για τη σημαντική ανθρωπολογική αλλαγή που σημαίνει η Γέννηση του Χριστού σαν νάναι μόνο μια σχετική βέβαια με μας αλλά και ανεξάρτητη από μας αντικειμενική κατάσταση και ξεχνάμε να συ­σχετίσουμε άμεσα και ζωντανά, δυναμικά και υπαρξιακά ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του με το σημαντικό γεγο­νός της Γεννήσεως. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι σ’ αυτήν την προσωπική του καθενός παράλειψη οφείλεται η τρα­γική αντίφαση κατά την οποία, ενώ ο Χριστός γεννήθηκε για να σώσει τον άνθρωπο από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου, οι άνθρωποι καθημερινά φθείρονται, καταστρέφονται και καταστρέφουν τους άλλους. Ενώ οι άγ­γελοι ψάλλουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι «ετέχθη ημίν Σωτήρ» και ήλθε «επί γης ειρήνη» (Λουκ. 2, 11. 14), παράλληλα τα μέσα επικοινωνίας και ενημερώσεως μάς μεταφέρουν θλιβερές ειδήσεις πολέμων καί καταστροφών.

 
Ή Γέννηση του Χριστού αποκτά νόημα ως υπαρξιακό γεγονός του κάθε ανθρώπου στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά του, στο προσωπικό πρόβλημα και την αγωνία του, στο φόβο του για τον άφανισμό του και στην ελπίδα του για τη ζωή. Όσο ο «ήλιος της δικαιοσύνης» δεν ανατέλλει μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, άδικα αυτός περιμένει το φωτισμό της ανθρωπότητας στη γενικότητά της· όσο η σωτηρία δεν γίνεται γεγονός προσωπικό του, αδικαιολόγητη θάναι η απορία και διαμαρτυρία του για τη γενική επικράτηση του μίσους, του εγκλήματος, του πολέμου· κι όσο η Γέννηση του Χριστού μένει απλώς ενα σημαντικό πλην όμως μακρινό ιστορικό γεγονός ή μια συγκινητική μόνο γιορτή της Εκκλησίας και δεν συντελείται μέσα στον κάθε άνθρωπο, μάταια θα άναζητούμε τις εμφανείς συνέπειές της.
O Θεός της αγάπης και της ειρήνης σαρκώνεται μέσα στην ιστορία τέμνοντάς την αποφασιστικά σαν φω­τεινό ορόσημο σε προχριστιανικό σκότος και σε χριστιανικό φως, σε προχριστιανική ατμόσφαιρα «οσμής θανά­του» και σε χριστιανική ελπίδα αναστάσεως. Αν η ζωή των ανθρώπων σήμερα φέρει τα παραπάνω προχριστιανικά χαρακτηριστικά, η αιτία δεν βρίσκεται έξω από τον εαυτό τους. Ή Γέννηση του Χριστού δεν σημαίνει αναγκαστική επικράτηση της αγάπης και της ειρήνης, αλλ’ αποτελεί αφετηρία και δυνατότητα αλλαγής του ανθρώπου σε τρόπο ώστε, αν ακούσει και ενστερνισθεί το θείο μή­νυμα, να μεταβληθεΐ ριζικά: Να παύσει να βλέπει το συ­νάνθρωπό του σαν εχθρό έναντι του οποίου αμύνεται συ­νεχώς και μάλιστα πολλές φορές επιτιθέμενος για να εξασφαλίσει περισσότερο την οντότητά του, αλλά να τον βλέπει σαν αδελφό για τον οποίο επίσης γεννήθηκε, σταυ­ρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.
Πολλοί ξένοι θεολόγοι χαρακτηρίζουν την Όρθόδοξη Εκκλησία σαν κατ’ εξοχή «Εκκλησία της Άναστά­σεως». Κι είναι σωστό. Εξίσου σωστό όμως είναι ότι οι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας μας στρέφουν συ­νεχώς τις σκέψεις τους γύρω από το «μυστήριο» της ενανθρωπήσεως που αποτελεί το θεμέλιο και το επίκεντρο της θεολογίας τους, που συνιστά την προϋπόθεση της σωτη­ρίας των ανθρώπων, που σημαίνει την αλλαγή και ανακαίνιση των πάντων. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τη γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού ως «μητρόπολιν πασών των εορτών».

Πέρα όμως από τις χρήσιμες ασφαλώς θεολογικές διατυπώσεις για το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου, πέρα από την αναγνώριση της ανθρωπολογικής σπουδαιότητας και της αναπλαστικής δυνάμεώς της, πέρα και μέσα από την πανηγυρική ατμόσφαιρα των ωραίων εκκλη­σιαστικών ύμνων εκείνο που χρειάζεται για τη φανέρωση των συνεπειών της Γεννήσεως του Χριστού είναι το προ­σωπικό ταπεινό γονάτισμα του καθενός μπροστά στη φάτνη, η απόφαση διαλόγου υπαρξιακού με τον γεννηθέντα και πάντοτε παρόντα μέσα στον κόσμο Σωτήρα. Άλλωστε η μεγάλη αυτή γιορτή παρά τη λειτουργική επανάληψή της κάθε χρόνο δεν χάνει την αξία της, δεδομένου ότι, καθώς σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Χριστός «εφάπαξ κατά σάρκα  γεννηθείς αεί γεννάται τοις θέλουσι».
 
Πηγή: amen.gr