Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως


 

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος
Σέργιος Μαρνέλλος

Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα,
καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν.

Ὅπως τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο ἤ χωρίς αἰτία στήν Ἐκκλησία, ἔτσι καί ἡ ἑορτή τῆς προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ δέν προβάλλεται χωρίς λόγο. Ἡ Τρίτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, δηλαδή ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, βρίσκεται στό μέσον ἀκριβῶς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἔχουμε ἤδη βαδίσει τό ἥμισυ τῆς νηστείας, τό ἥμισυ τῶν πολλῶν καί μακροσκελῶν ἀκολουθιῶν καί ἀρχίζει σιγά-σιγά να ξεπροβάλλει καί νά ἀνατέλλει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν θά πεῖ πολύ ὄμορφα ὅτι «βρισκόμαστε στή μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀπό τή μιά πλευρά ἡ φυσική καί πνευματική προσπάθεια, ἄν εἶναι συστηματική καί συνεχής, ἀρχίζει νά μᾶς γίνεται αἰσθητή, τό φόρτωμα νά γίνεται πιό βαρύ, ἡ κόπωση πιό φανερή. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό βοήθεια καί ἐνθάρρυνση. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀφοῦ ἀντέξουμε αὐτή τήν κόπωση καί ἔχουμε ἀναρριχηθεῖ στό βουνό μέχρι αὐτό τό σημεῖο, ἀρχίζουμε νά βλέπουμε τό τέλος τῆς πορείας μας καί ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Πάσχα γίνεται πιό ἔντονη»1.
Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς μήπως εἶναι ἀκόμα πρώιμο ἤ ἄκαιρο να μιλᾶμε ἀπό τώρα γιά Πάσχα καί Ἀνάσταση, ὅταν ἡ Κυριακή καί ὅλη ἡ ἑβδομάδα πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀφιερωμένη στό Σταυρό καί την προσκύνησή του; Μήπως δέν πρέπει νά ἀναθαρροῦμε καί νά καρτεροῦμε τό γεγονός τῆς Ἀνάστασης ἀπό τώρα, ἀφοῦ ὁ Σταυρός, δηλαδή τό πάθος τοῦ Χριστοῦ, βρίσκεται ἐνώπιόν μας; Πῶς εἶναι δυνατόν νά χαιρόμαστε σέ μιά περίοδο, ὅπως ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστή, στήν ὁποία ἔχουμε μάθει ὅτι κυριαρχεῖ τό πένθος καί ὁ θρῆνος; Καί ὅμως ἡ σημερινή ἑορτή εἶναι μιά ἑορτή χαρᾶς καί εὐφροσύνης,θά λέγαμε, κανονικό πανηγύρι. Αὐτό συμβαίνει διότι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα αὐτοτελές γεγονός, ἀλλά συνοδεύεται ἀπό το γεγονός τῆς Ἀνάστασης. Ὁ Σταυρός καί τά Θεῖα Πάθη δέν εἶναι παρά ἕνα στάδιο, ἕνα πέρασμα πρός τήν Ἀνάσταση, στά πλαίσια τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὁ Σταυρός δέν παραμένει ἕνα σύμβολο πόνου καί θανάτου, ἀλλά διά τῆς Ἀναστάσεως μεταβάλλεται σέ σύμβολο νίκης καί χαρᾶς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά σημειώσει ὅτι: «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται… κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν»2. Συνεπῶς, θά λέγαμε ὅτι σέ καμιά περίπτωση το κλίμα τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἀπολύτως πένθιμο. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἔχει δύο πλευρές. Εἶναι καί μυστήριο πόνου καί μυστήριο χαρᾶς, μυστήριο ἀτιμίας καί δόξης3.


Δέν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος νά ἀντιληφθοῦμε τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Σταυροπροσκύνησης ἀπό τήν ἀναζήτηση καί ἐμβάθυνση στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στούς ὕμνους πού περιβάλλουν τήν ἑορτή καί οἱ ὁποῖοι ἐκτείνονται στίς ἀκολουθίες ὅλης τῆς ἑβδομάδας πού θα διανύσουμε.
Ἡ χαρά τῆς ζωῆς ὑπερβαίνει τή θλίψη τῶν πολλῶν μας ἁμαρτημάτων και γίνεται σωστό πανηγύρι στό μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρκοστῆς, ὅταν ὁ κανόνας μᾶς προτρέπει ὄχι μόνο νά ψάλλουμε, ἀλλά κατά κάποιο τρόπο νά γίνει τόσο δυνατή, καρδιακή καί ζωντανή ἡ ψαλμωδία μας, ὥστε να εἶναι σά νά χειροκροτοῦμε καί νά ἐπευφημοῦμε, ψάλλοντας και προσκυνώντας τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ: «Κροτοῦντες ἐν ᾄσμασι θείοις πιστοί, ἀλαλάξωμεν Θεῷ τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου κατασπαζόμενοι»4. Σε ἄλλο σημεῖο θά ψάλλουμε «τῇ λύρᾳ τῶν ᾀσμάτων χορεύοντες»5.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας στήνεται ἡ εἰκόνα ἑνός κανονικοῦ πανηγυριοῦ τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς μέ ὅλα τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τραγούδι, ὄργανα, χορό, ἀλαλαγμούς, χειροκροτήματα.
Ἀλλά αὐτό τό πανηγύρι δέν περιορίζεται μόνο σ’ ἐμᾶς· «σήμερον γίνεται χαρά, ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί γῆς»6, μετέχει σύνολη ἡ Ἐκκλησία. «Αἰνεσάτωσαν συμφώνως, Οὐρανός καί ἡ γῆ…»7 οἱ ἐπί τῆς γῆς ζῶντες και οἱ ἐν οὐρανῷ κεκοιμημένοι, ἀφοῦ ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ «φῶς τοῖς ἐν σκότει»8 καί ὁ Χριστός κελεύει «τοῖς κατοικούσιν ἐν μνήμασιν· οἱ ἐν δεσμοῖς λύθητε»9. Καί δέ χαίρουν μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά «χορεύουσιν ἐν εὐφροσύνῃ Ἀγγέλων τάξεις σήμερον Σταυροῦ σου τῇ προσκυνήσει», ὅπως γράφει ὁ ὑμνωδός στήν ε΄ ᾠδή10.


Συμμετέχει ὅλη δημιουργία στή χαρά, γιαὐτό καί τήν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκύνησης μοιράζουμε ἄνθη, καθώς Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τή ζωή, ὅσο καί φύση μέ τίς ἐποχές τοῦ χρόνου. Μετά τό χειμώνα, ὅπου ἡ φύση περιστέλλεται και νεκρώνεται, ἐπέρχεται ἡ ἄνοιξη, δηλαδή ἡ ἀναγέννηση τῆς φύσης, ἡ ὁποία συμπίπτει χρονικά μέ τήν ἀναγέννηση τῆς ζωῆς, διά τῆς Ἀνάστασης. Ἔτσι, τά εὐωδιαστά ἄνθη πού πήραμε τό πρωί στήν Ἐκκλησία σχετίζονται μέ τη χαρά τῆς Ἀνάστασης καί γίνονται μέρος στό ὅλο ἑορταστικό κλίμα. Ὁ Σταυρός προβάλλεται ὄχι ὡς σύμβολο πάθους, θανάτου ἤ πένθους ἀλλά ὡς σύμβολο νίκης, ζωῆς καί ἀφθαρσίας. Εἶναι ὁ ζωηφόρος σταυρός, ἡ θύρα τοῦ παραδείσου, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, το στήριγμα τῶν πιστῶν, τό περιτείχισμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλος, δόξα Μαρτύρων, λιμήν σωτηρίας11.
Ἐν κατακλείδι, ἡ ἑορτή τῆς Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως γίνεται προπομπή τοῦ Πάσχα καί τῆς Ἀνάστασης. Γιά τό λόγο αὐτό το Συναξάρι μᾶς δίνει, μέ μιά εἰκόνα, τή θεολογία αὐτῆς τῆς ἑορτῆς: «Ὅταν ἔρχεται ἕνας βασιλιάς, πρίν ἀπ’ αὐτόν πορεύονται τά διακριτικά του γνωρίσματα, τά σκῆπτρα, τά σύμβολά του καί ὕστερα ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος χαρούμενος γιά τή νίκη καί μαζί του χαίρονται και ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του, ἔτσι καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πού σε λίγο θά μᾶς δείξει τή νίκη Του κατά τοῦ θανάτου Του καί θά ἐμφανιστεῖ μετά δόξης τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, μᾶς στέλνει πρῶτα τό σκῆπτρο Του, τή βασιλική σημαία, τό ζωοποιό Σταυρό ὥστε νά μᾶς προετοιμάσει νά δεχτοῦμε καί τόν ἴδιο τόν Βασιλιά καί νά Τόν δοξάσουμε γιά τη νίκη»12. Ἀμήν.







1 Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή, ἐκδ. Ἀκρίτας, σ. 89.
2 Α΄ Κορ. 15, 14.
3 Βλ. «Ὁ σταυρικός θάνατος», ἐν Γεωργίου Φλωρόφσκι, Ἀνατομία προβλημάτων πίστεως, ἐκδ. Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2006, σ. 84.
4 ᾨδή στ΄
5 ᾨδή ζ.
6 ᾨδή δ΄.
7 ᾨδή α΄.
8 ᾨδή ζ΄.
9 ᾨδή θ΄.
10 ᾨδή ε΄.
11 3ο στιχηρό Μ. Ἑσπερινοῦ.
12 Συναξάριο Ὄρθρου Σταυροπροσκύνησης, ἀπόδοση π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ἐν Μ. Τεσσαρακοστῇ, ὅπ.π., σ. 90.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

«Μονάκριβη μάνα...»


 
«Η Παναγία είναι η μόνη ελπίδα. Δεν υπάρχει άλλη για τους πολλούς απελπισμένους. Μονάκριβη μάνα. Είχε απελπιστεί από τις ικανότητες της. Δεν στεκόταν στα δεκανίκια των λόγων των άλλων. Στηριζόταν στον σταυρό του Υιού της. Ο πόνος την ομόρφαινε πιο πολύ. Στον κίνδυνο βρήκε τη λύτρωση. Επέλεξε τη σιωπή. Κυνηγήθηκε. Αγάπησε τα δύσκολα. Άντεξε στον πόνο. Άντεξε και στην ευτυχία των μαθητών του Υιού της, δίχως λάθη στις εξετάσεις. Ήξερε ν’ αναμένει...».

+ Μωυσής αγιορείτης, «Η των απηλπισμένων ελπίς».

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

«Η κοινή μητέρα όλων…»



«Το μυστήριο της δεύτερης Εύας (Παναγία) αρχίζει από την πλήρη αφοσίωσή της στο Θεό και τον πνευματικό αγώνα της κατά της αμαρτίας (εγωισμός, ανυπακοή)...
Έτσι η Θεοτόκος γίνεται η κοινή Μητέρα όλων των ανθρώπων, γιατί η ουσία της μητρότητός της βρίσκεται στην πλήρη ταύτιση της υπάρξεώς της με τον Θεάνθρωπο Κύριο. Από το βαθμό της σεβασμίας σχέσεως του ανθρώπου με το πρόσωπο της Θεοτόκου εξαρτάται και η αναγεννώσα και σώζουσα σχέση του με το μυστήριο της Εκκλησίας...».

Κωνσταντίνος Γρηγοριάδης,
Αν. Καθηγητής.

«Το απόστημα του σχολάρχη»



Ο Ευγένιος Βούλγαρης διετέλεσε διευθυντής στην Αθωνιάδα Σχολή το δεύτερο ήμισυ του 18ου αι. Στην Ιερά Μονή Διονυσίου ο σοφός αυτός άνδρας δοκίμασε τη θαυματουργική δύναμη της Παναγίας του Ακαθίστου, η οποία τον θεράπευσε από ένα οδυνηρό απόστημα.

«Θα διηγηθώ, σημειώνει ο ίδιος, το θαύμα πού έκανε σε μένα η Παναγία, για να της αποδώσω έτσι την ευγνωμοσύνη πού της οφείλω. Δεν το γράφω για να ηπερηφανευθώ ότι δέχτηκα τάχα θεία επίσκεψη, κι ούτε με πειράζει, αν θα με χαρακτηρίσουν ανόητο για τη διήγηση.

Το 1758, λοιπόν, ήμουν σχολάρχης στην Αθωνιάδα. Όταν ήρθε η άνοιξη, παρουσιάστηκε στο βάθος της αριστερής μου μασχάλης ένα επικίνδυνο απόστημα. Με ταλαιπωρούσε ένας ελαφρός πυρετός κι ένοιωθα εξάντληση. Το απόστημα διαρκώς μεγάλωνε και σκλήραινε. Όλο το κοίλωμα της μασχάλης και ο αριστερός μαστός είχαν σκληρύνει σαν την πέτρα.

Πονούσα φοβερά. Δεν μπορούσα όχι μόνο να σταθώ, μα ούτε να καθήσω, να ξαπλώσω, να κοιμηθώ ή να αναπνεύσω ελεύθερα. Ένοιωθα απογοήτευση και προτιμούσα τον θάνατο από τη φοβερή εκείνη ταλαιπωρία.

Μερικοί φίλοι με συμβούλευαν να νοσηλευθώ σε νοσοκομείο της Χίου, της Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης. Κάθε όμως μετακίνηση ήταν δύσκολη και επικίνδυνη.

Πάνω στην απελπισία μου μαθαίνω ότι κάποιος διονυσιάτης μοναχός Νικηφόρος είναι ειδικός στο να χειρουργεί αποστήματα. Παίρνω την απόφαση να τον επισκεφθώ. Με βάλανε με πολύ κόπο σε μία μικρή βάρκα, κι αφού κάναμε τον περίπλου του Άθωνα φθάσαμε στη μονή Διονυσίου.

Ο π. Νικηφόρος εξέτασε προσεκτικά το απόστημα και μου είπε:

— Έχε θάρρος. Τη θεραπεία όμως να την περιμένεις από τον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη της μονής. Εγώ μόνο σαν βοηθός του θα σου χρησιμεύσω.

Συγχρόνως έβαλε στο πονεμένο μέρος μαλακτικά, για να μαλακώσουν τη σκληρότητα του. Μέσα μου φούντωσε η ελπίδα ότι με τη δύναμη του Τιμίου Προδρόμου θα με θεράπευε.

Ο π. Νικηφόρος μου έβαζε χίλια δυο καταπλάσματα. Και τί δεν επινοούσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φρούτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Το απόστημα όμως ούτε υποχωρούσε ούτε μαλάκωνε. Αντίθετα, χειροτέρευε.

Τότε ο γέροντας αποφάσισε να με χειρουργήσει. Ήθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα, η οποία, καθώς έλεγε, ήταν μεγάλη σαν ρεβύθι. θα βύθιζε λοιπόν στο βάθος το μαχαίρι και, βγάζοντας τη ρίζα πού ήταν η αρχή του κακού, σύντομα θα εξαφανιζόταν και όλο το απόστημα.

Εγώ όμως φοβήθηκα την τόλμη του χειρουργού. Απόστημα πού δεν είχε ωριμάσει δεν έπρεπε και να χειρουργηθεί. Γι΄ αυτό αρνήθηκα την επέμβαση. Έτσι ο π. Νικηφόρος απελπίστηκε για τη θεραπεία μου, ενώ εγώ για τη ζωή μου.

Απογοητευμένος τελείως από την ανθρώπινη βοήθεια, στράφηκα προς τη Μητέρα της ευσπλαχνίας, και την ικέτευα επίμονα με δάκρυα να μου γίνει ιατρός και θεραπευτής.

— «Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω», θρηνούσα με χαμηλή φωνή.

Ύστερα γυρίζω στούς παρόντες και τους λέω:

— Πηγαίνετε με στο παρεκκλήσι της Θεοτόκου του Ακαθίστου, και αφήστε με μπροστά στή θαυματουργή εικόνα της.

Πράγματι, με πήγαν εκεί σηκωτό. Κι ενώ ο παπάς έψαλλε για χάρη μου τη μεγάλη Παράκληση, εγώ διαρκώς έκλαιγα. Τέλος έπεσα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, κι αφού έβρεξα το έδαφος με τα δάκρυά μου, ικέτευσα θερμά και είπα:

— Μή μ΄ αφήσεις, Μητέρα, να χαθώ. Σταμάτησε τη συμφορά μου. «Πάντα γαρ δύνασαι ως μήτηρ ούσα του τα πάντα ισχύοντος Θεού».

Αυτό ήταν! Αμέσως ένοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα και βγήκα χαρούμενος από το παρεκκλήσι. Με τη βοήθεια ενός αδελφού και του μπαστουνιού μου ανέβηκα στο κελλί μου και κοιμήθηκα επί τέλους όλη τη νύχτα -εγώ, πού πέρασα τόσες νύχτες άϋπνος από τους πόνους.

Το πρωί ήμουν ήρεμος. Το απόστημα σε λίγο μαράθηκε και εξαφανίστηκε.

Από τότε αισθάνομαι οφειλέτης στη Θεομήτορα και κηρύττω παντού το θαύμα της».

Πηγή: Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου, Διονυσιάτικαι διηγήσεις, Το απόστημα του Σχολάρχου, Έκδοση Ιεράς Μονής Διονυσίου, Άγιον Όρος 1989, β΄έκδοση.