Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Ο Μητροπολίτης Μάξιμος στο Πνευματικό Κέντρο του Αγίου Νικολάου



Την πρωτοχρονιάτικη πίτα των Αποφοίτων της Ριζαρείου Σχολής Ιωαννίνων θα ευλογήσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννίνων κ. Μάξιμος την Κυριακή 31 Ιανουαρίου στις 6 το απόγευμα στο Πνευματικό Κέντρο του Αγίου Νικολάου «εις Κοπάνους», επί της οδού Θωμά Πασχίδη 80, στους Αμπελόκηπους.

Αρχιερατικός Εσπερινός «εις Κοπάνους»



Αρχιερατικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. Μαξίμου, θα τελεσθεί την Κυριακή 31 Ιανουαρίου στις 5 το απόγευμα στο Ναό μας.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

«Η κοινωνική προσφορά των Τριών Ιεραρχών ως πνευματικό και παιδαγωγικό μέγεθος».



«Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν ὑπῆρξαν ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ βιωματικοὶ Θεολόγοι ποὺ ἔζησαν τὴ θεία ἀποκάλυψη μέσα ἀπὸ τὴ βαθειὰ σχέση τους μὲ τὸ Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θεολογία τους νὰ μὴν περιορίζεται σὲ θεωρητικὲς διατυπώσεις, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωντάνια, δύναμη καὶ νὰ ἀπαντᾶ, ἀκριβῶς, στὰ ἐρωτήματα, τὶς ἀγωνίες, τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὰ πραγματικὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχή...!»

Πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο, μπορείτε να διαβάσετε την Ομιλία που εξεφώνησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Μάξιμος στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, κατά τον περσινό εορτασμό  των Τριών Ιεραρχών, με θέμα την «κοινωνική προσφορά των Τριών Ιεραρχών ως πνευματικό και παιδαγωγικό μέγεθος»:

Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα»(;) μιας γιορτής(;) για την Παιδεία



Γράφει ο Χριστόφορος Γ. Παπασωτηρόπουλος, 
εκπαιδευτικός θεολόγος.

Έπρεπε να μιλήσω για τους Τρεις Ιεράρχες, όμως είχα κουραστεί ν' ακούω μεγάλες κουβέντες και να μιλώ για ανθρώπους άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους σαν να διαφημίζω ένα προϊόν στο ραδιόφωνο. Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, κι έτσι βάλθηκα να περπατώ στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η παιδεία μας -του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου- και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τον σημερινό μας βίο.
Προχώρησα κι είδα ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια ή αδιαφορία, μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας τρυφηλότητα;
Προχώρησα κι είδα ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή τους, να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει». Και θυμήθηκα τον Ελύτη: «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου αν θέλεις να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια».
Είδα τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και μη, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο μπροστά μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Αγάπη που 'ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια».
Είδα ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία.
Είδα παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο, θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος» παιδιά στα Εξάρχεια, που σιχαινόμαστε τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλα παραπάνω.
Είδα δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει», να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί -με καθαρά, μεν αλλά άδεια χέρια!- να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους, να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά. Και σκέφτηκα τον Μίλτο Κουντουρά: «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».
Κι είδα γονείς πιο κάτω, στραμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν «μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο», μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή αγκάλιαζε. Η κραυγή της σιωπής σκέφτηκα…
Κι είδα γονείς να ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους -με θάρρος ή με θράσος;- γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες… κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο, που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές για να βολεύονται και σκέφτηκα και πάλι τον Ελύτη: «Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο».
Κι είδα την Εκκλησία να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λήθης και να πληρώνει σκληρά το τίμημα χρόνιων παθογενειών, ακέραιων καρκινωμάτων στο σώμα της που άλλες φορές η αγάπη της κι άλλες φορές η αδυναμία της, τα σκέπαζε για να μη φαίνονται. Κι έτσι βαυκαλιζόταν πως δεν υπήρχαν…
Κι είδα πιο κάτω ένα φως αχνό, μάλλον σα φωτοστέφανο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος -λες κι έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω;-…
Ένας παπάς μοίραζε τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους που είχαν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβούσε από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά της που έφτασαν από απέναντι, πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου, κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φόρτωνε στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από πρεζόνια κι αλαφιασμένους απόκληρους. Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα μυρίζουν θάνατο…
Κι έκανα «ένα βήμα πιο γρήγορο απ' τη φθορά». Κι είδα στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες, χωρίς πλουμιστά άμφια και μίτρες χρυσοκέντητες, μα με ράσα φθαρμένα, αλλά καθαρά και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούσαν σιωπηλοί κι ολόμονοι, κρυμμένοι θαρρείς, κουρασμένοι, μα μ' ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν.


Εκεί πλησίασα, γονάτισα κι αφέθηκα στην παραμυθία τους:
Μου ψιθύρισε ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται -«Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»- στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν' ανθίσει.
Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν.
Για την απελπισία της φτώχειας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
Κι ο Μέγας Βασίλειος, μου θύμισε για τους ψευτο - ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη -άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους.
Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία, που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του.
Μου είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους, -όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα- τους άλλους, που ξέρουν ότι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης…
Μου είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ' αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά από έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα.
Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν.
Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού!
Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές τους, σ' αυτά τα σχολεία, μ' αυτές τις συνθήκες, μ' αυτές τις ανημποριές :
«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…».
Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ(!):
«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο,
Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια
λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια.
Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα,
Λοιπόν,
αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα».

Πάτρα, Ιανουάριος 2011

σημείωση: ευτυχώς που για να γραφτούν αυτές οι λιγοστές αράδες εκτός από τους Τρεις Ιεράρχες, τα όσα είπαν και κυρίως τα όσα έκαναν και μας άφησαν κληρονομιά, βοήθησαν και ο Οδυσσέας Ελύτης (Μαρία Νεφέλη), ο Μίλτος Κουντουράς (Κλείστε τα σχολειά), ο Γιώργος Σεφέρης (Fog), ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (εν Κατακλείδει).

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Μήνυμα της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τους μαθητές για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών



Ἀγαπητά μας παιδιά,

Τιμοῦμε σήμερα, ἑορτή τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, τούς λόγιους ἱεράρχες πού ἔζησαν σέ ἐποχή πολιτισμικά κρίσιμη, σέ ἐποχή μετάβασης καί μετασχηματισμοῦ, ἄκρως ἐνδιαφέρουσα ἐξ ἀπόψεως ἱστορικῶν συγκυριῶν καί εὐκαιριῶν συγκροτήσεως, τόσο τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς, ὅσο καί τῶν ὑπαρξιακῶν κατευθύνσεων καί τοῦ νοήματός της.

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἁγιάστηκαν μέσα ἀπό τήν βιοτή τους καί χαρακτηρίζονται «ἰατροί ἐπιστήμονες τῶν νοσημάτων τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁδηγοί λαῶν καί μεγάλα προπύργια», διότι ἔδρασαν σέ ὅλους τούς τομεῖς τοῦ καθήκοντός τους ἄμεσα, ἀναδεικνύοντας κατ' αὐτόν τόν τρόπον τή γνώση τους, τήν ὑπευθυνότητά τους, τήν πίστη τους καί τήν ἀναγωγή τῶν πράξεών τους στίς θεμελιώδεις ἀξίες τῆς ζωῆς.

Ἄς γνωρίζουμε ὅτι καί οἱ Τρεῖς ἐπιφανεῖς Ἅγιοι Ἱεράρχες τοῦ 4ου αἰῶνος ἔδωσαν ἀξία στή θέση τους!

Ἄς γνωρίζουμε ὅτι καί οἱ Τρεῖς ἐπιφανεῖς λόγιοι Ἱεράρχες ἐπέτυχαν νά μετατρέψουν σέ τρανά τά μικρά.

Ἄς μή λησμονεῖτε ὅτι ἡ περίφημη Βασιλειάδα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πόλη ὁλόκληρη ἀπό ξενῶνες, νοσοκομεῖα, γηροκομεῖο, ὑπῆρξε αὐθεντικό ἔργο του, λίγο ἔξω ἀπό τήν Καισάρεια, καί παραμένει στούς αἰῶνες περίτρανη ἀπόδειξη κοινωνικῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία συνεχίζεται ἔκτοτε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας μέ πίστη καί θυσιαστική ἀγάπη.

Ἐπίσης, ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μέ τόν ὑψηλό θεωρητικό, θεολογικό καί ποιητικό λόγο του, ἔκανε «πράξι θεωρίας ἐπίβασιν» καί ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὡς πρεσβύτερος στήν Ἀντιόχεια, συντηροῦσε 3.000 χῆρες καί ὀρφανά καί ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως διέτρεφε 7.000 ἄτομα καί συντηροῦσε πολλά ἱδρύματα καί φιλανθρωπικές ἀποστολές ἐντός καί ἐκτός Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀγαπητά μας παιδιά,
μελετώντας τή ζωή τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, τιμᾶτε σήμερα τό θαυμαστό ἦθος ἐλευθέρων ἀνθρώπων καί γνησίων κοινωνικῶν μεταρρυθμιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν μέ πίστη στόν Χριστό καί μέ ἀγάπη στόν ἄνθρωπο, γιά τόν ὁποῖο ὁ Κύριος ἀπέθανε καί ἀνέστη.

Ἡ φωνή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀκούγεται περισσότερο ἀναγκαία καί ἐνθαρρυντική σήμερα, διότι ἡ διαφύλαξη τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί ἡ πνευματική ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων ἑδράζεται στίς θεμελιώδεις ἀνάγκες τους καί προσφέρει ὡς τεκμήριο τήν ἐγγύηση στό χρόνο, τή διάρκεια σέ συνάφεια μέ τήν προσωπική μας πράξη, τήν προσωπική μας χειρονομία μέσα στή ζωή.

Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες γεύθηκαν καί ἀφομοίωσαν ὅλους τούς καρπούς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς φιλοσοφίας, δίνοντας στήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπότητας τό κάλλος τῆς εὐαγγελικῆς ἀποκαλύψεως, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό στή γνώση καί στόν ἄνθρωπο, μέ ἐπιστημονικά καί κοινωνικά ἐπιτεύματα, ἐνεργοποιώντας καί μεγιστοποιώντας ὅλες τίς δυνάμεις τους, ζώντας θυσιαστικά τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Παράλληλα ἀξιοποίησαν τήν συμμετοχή τους στήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ξεπεράσουν τόν ἑαυτό τους. Τούς ἐνέπνευσε ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου «... ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι ...» (Α' Πέτρου, κεφ. α', 16). Ἀγωνίσθηκαν πνευματικά καί καρπώθηκαν πλουσιότερο ἐσωτερικό κόσμο μέ τήν διαρκῆ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τους.

Αὐτή, ἀγαπητά μας παιδιά, εἶναι καί ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας γιά σᾶς σήμερα στήν μεγάλη Ἑορτή τῆς Παιδείας καί τῶν Γραμμάτων:

Νά ἀγαπήσετε τή μελέτη καί τή γνώση.
Τή γνώση καί τήν πνευματική καλλιέργεια, ἡ ὁποία δέν ἔχει ὡς μοναδικό σκοπό τήν ἀποτελεσματικότητα, ἀλλά προτίστως τόν καλλωπισμό τῆς ὕπαρξης. Αὐτή ἡ γνώση εἶναι πηγή ἀλήθειας, ποιεῖ ἦθος, στερεώνει τίς αὔθαρτες ἀξίες καί νοηματοδοτεῖ τήν ζωή.

Μέ πατρική ἀγάπη καί θερμές εὐχές

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Στη λειψανοθήκη του Αγ. Γρηγορίου



Η λειψανοθήκη με το άφθαρτο δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που φυλάσσεται στο Ναό μας σε προσκυνητάρι στην αρχή του βόρειου κλίτους, κοσμείται από το περασμένο Σάββατο με την αγιογραφία που βλέπετε και που τοποθετήθηκε στο επάνω μέρος της.
Η εικόνα του Αγίου είναι έργο του γιαννιώτη αγιογράφου Κωνσταντίνου Γιαννάκη, ο οποίος εκτός των άλλων έχει αγιογραφήσει και τα δύο αντιμήνσια των Ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων επί αρχιερατείας του Μητροπολίτου μας κ. Μαξίμου.

Του Αγίου Γρηγορίου «εις Κοπάνους»



Φωτορεπορτάζ από τον Μ. Εσπερινό και την Πανηγυρική Θ. Λειτουργία επί τη μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου, το δεξί χέρι του οποίο φυλάσσεται άφθαρτο στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου ως πολύτιμος πνευματικός θησαυρός και ως μέγιστη ευλογία τόσο για την Ιερά Μητρόπολη όσο και για την επιφανή πόλη των Ιωαννίνων...










Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Πανηγυρίζει ο Άγιος Νικόλαος «εις Κοπάνους»



Γνωρίζουμε στα μέλη της Αγίας Εκκλησίας μας, ότι την ερχόμενη Δευτερα 25 Ιανουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου, πανηγυρίζει ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου «εις Κοπάνους» πόλεως Ιωαννίνων, στον οποίο φυλάσσεται το δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου.
Την παραμονή, Κυριακή 24 Ιανουαρίου και ώρα 6η εσπερινή, θα τελεσθεί ο Μέγας Εσπερινός με Αρτοκλασία.
Την επομένη, Δευτέρα 25 Ιανουαρίου και ώρα 07.30 π. μ., θα τελεσθεί ο Όρθρος και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Το απόγευμα της ίδιας μέρας και ώρα 17.00 θα ψαλεί η Ιερά Παράκληση στον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο.

«Ο Άγιος Νικόλαος Κοπάνων και το λείψανο του Αγ. Γρηγορίου…»



Του Χαρίλαου Καραγιάννη*

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας την 25η Ιανουαρίου εορτάζει την εορτή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Ο Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κοπάνων, τον οποίο υπηρέτησα από τη θέση του επιτρόπου (ταμίας) επί μία 12ετία (1983-1994) έχει το προνόμιο να έχει στην κατοχή του το λείψανο της δεξιάς χειρός του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου. Το ιερό λείψανο είναι τοποθετημένο σε ειδική λειψανοθήκη, η δε λαβή της χειρός είναι αργυρεπίχρυση και φέρει χαραγμένη την χρονολογία 1778.

Ο αείμνηστος Κων/νος Ι. Φωτόπουλος, ανώτερος ταχυδρομικός υπάλληλος ερευνητής – ιστοριοδίφης ασχοληθείς με θρησκευτικά και ιστορικά θέματα της πόλεώς μας, με ιδιόχειρο σημείωμα που μας παρέδωσε αναφέρει πώς, με πρωταγωνιστή έναν ιερέα από το Μωριά, αποκτήθηκε, περιπλανήθηκε στην Πελοπόννησο και τελικά έφθασε στην πόλη μας και αφιερώθηκε στον Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Κοπάνων, το ιερό λείψανο της χειρός του Αγίου Γρηγορίου.
Ιδού λοιπόν πώς μας περιγράφει ο Κων. Ι. Φωτόπουλος την απόκτηση του ιερού λειψάνου, αφ’ ενός μεν από οικογενειακή παράδοση κι αφ’ ετέρου από στοιχεία που ο ίδιος είχε συγκεντρώσει.

«Από παράδοση οικογενειακή – διήγηση του εκ μητρός πάππου μου Παπαζήση, ισόβιο, και πρώτου εφημερίου του Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου Κοπάνων διά διαθήκης του αοιδίμου Κτίτορος Ιωάννου ή Νούσια Χρυσού, είναι γνωστό, ότι με την επανάσταση του Ορλώφ στην Πελοπόννησο, που έγινε με την υποκίνηση της Τσαρίνας Αικατερίνης της Β’, ακολούθησαν σφαγές, εξανδραποδισμοί, λεηλασίες και καταστροφή των πάντων (στην Πελοπόννησο).
Στην περίοδο αυτή αρπάχθηκαν τα πάντα καθώς και το δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου από Αρβανίτες και πουλήθηκε στα Γιάννινα απ’ αυτούς κατά το γυρισμό τους στην Αλβανία. Κατά καλή συγκυρία αγοράστηκε από την Συντεχνία των Τακιαντζιάδων, που κατασκευάζουν κεντητά γελέκια κλπ. κεντήματα με κλωστή μεταξωτή (μπρισίμι), όπως είναι το γελέκι του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα, που σώζεται στο σπίτι του μαζί με το ωρολόγι του.
Η Συντεχνία θεώρησε καλό να το αφιερώση στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων, όπου κάθε χρόνο στη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου (25 Ιανουαρίου) έκαμνε λειτουργία με αρτοκλασία.
Ύστερα από καιρό εμφανίστηκε ένας ιερέας από το Μωριά αναζητώντας το χέρι από επαρχία σ’ επαρχία και χωριό σε χωριό βεβαιώνοντας πως το ζητούμενο χέρι βρίσκονταν στην κατοχή του και του το πήραν οι Αρβανίτες. Η Συντεχνία αρνήθηκε την επιστροφή του εφ’ όσον πλέον είχε αφιερωθεί στην Εκκλησία, πλην όμως του δόθηκε σαν αποζημίωση κάποιο ποσό από γρόσια κι έφυγε για τον τόπο του.


Έτσι από τον ιερέα αυτόν μαθεύτηκε η ιστορία της χειρός του Αγίου. Να σημειωθή δε ότι στα Γιάννινα υπήρχε και άλλη Συντεχνία των Συρμακέσηδων, κεντητάδων με χρυσή κλωστή, το τερτέρ λεγόμενο.
Πριν συμβούν τα «Ορλωφικά» ο ιερέας αυτός βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για «ζητεία», δηλαδή συγκέντρωση χρημάτων για την εκκλησία του χωριού του. Μια μέρα τον συνάντησε στα στενά δρομάκια της ένας Αγάς σαρικοφόρος και γενειοφόρος, τον σταμάτησε και τον πρόσταξε να τον ακολουθήση.
Τρομαγμένος ο παπάς τον ακολούθησε περιμένοντας την καταδίκη του. Όταν έφθασαν σ’ ένα σαράγι, που το φύλαγαν πλήθος Γενιτσάρων, τον έμπασε σ’ ένα δωμάτιο, το σελιαμπλήκι των ανδρών και τότε του μίλησε Ελληνικά και ήμερα: «Μη φοβάσαι, παπά μου, και μεις Χριστιανοί είμαστε στα κρυφά (Κρυπτοχριστιανοι) και θέλουμε να λειτουργηθούμε».
Στην απορία του παπά, πού θα βρεθούν εκκλησία και τα απαραίτητα για τη λειτουργία, του απάντησε: «Μείνε ήσυχος παπά μου και μη ρωτάς τίποτα, όλα θα βρεθούν. Θα μείνης εδώ, θα τρως, θα πίνης και θα κοιμάσαι, ώσπου να γίνη η ετοιμασία και θα πληρωθείς καλά».
Ο παπάς δεν τα πολυπίστεψε, γιατί έβλεπε στην αυλή να τριγυρνούν γενίτσαροι οπλισμένοι.
Την ωρισμένη μέρα τον παίρνει ο αγάς και τον οδηγεί ανάμεσα από διάφορους διαδρόμους εμπρός σε μια κλειστή πόρτα την ανοίγει και με τρόμο ο παπάς βλεπει μια σκάλα, που οδηγούσε σε σκοτεινό υπόγειο. Τα έχασε.
Ο αγάς για να τον εγκαρδιώση πέταξε το σαρίκι κάτω, ώσπου έφτασε κουτρουβαλώντας στον πάτο σε σκοτεινό διάδρομο και βρέθηκαν μπροστά σε μια πόρτα κλειστή. Ανοίγει κι αυτή και ω του θαύματος βρέθηκε μπροστά σε ολόφωτο εκκλησάκι με τέμπλο και τα καντήλια αναμμένα και όλα τα χρεώδη. Του φάνηκε παράδεισος. Τότε πίστεψε και γέμισε αγαλλίαση η ψυχή του.
Σε λίγο γέμισε το εκκλησάκι από γυναίκες, παιδιά και άνδρες, συγγενολόγι του Αγά. Μετά τη θεία λειτουργία ακολούθησε εξομολόγηση και κοινώνημα μικρών – μεγάλων. Στο τέλος του πρότεινε ο Αγάς να διαλέξη για ενθύμιο ένα από τα άγια λείψανα που ήταν αραδιασμένα πάνω στο τραπέζι έξω από το Άγιο Βήμα. Ο παπάς διάλεξε ένα χέρι με τα δάχτυλα σε σχήμα ευλογίας.
Λυπάμαι του λέει ο Αγάς. Δεν ήθελα να το αποχωριστώ, αλλά μια και σου είπα, να διαλέξης όποιο θέλεις θα σου το δώσω. Είναι το δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Ύστερα από πλούσια ευωχία και γενναία πληρωμή τον πήρε και από άλλους στενόδρομους τον έβγαλε σε άγνωστο μέρος. Φύγε τώρα παπά μου, αμέσως για τον τόπο σου δίχως χασομέρια και λησμόνα τι είδες, τι άκουσες και τι έκανες. Κινδυνεύουν όλων τα κεφάλια μας και το δικό σου.
Έτσι κι έγινε.
Τόσο η χρονολογία της επαναστάσεως του Ορλόφ (1770) όσο και η χαραγμένη χρονολογία (1778) στην αργυρεπίχρυση λαβή της χειρός του Αγίου καθώς και το σχετικό διήγημα του Κων. Καζαντζή «Τ  ο χέρι του Αγίου Γρηγορίου», που κατά βάση πλησιάζει προς την οικογενειακή μου παράδοση, ενισχύουν την πιστότητα της εκτιθεμένης ιστορίας».

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Κοπάνων κατεστράφη το 1821, όταν κατά την πολιορκία του Αλή πασιά (1821-22) είχε χρησιμοποιηθεί και ως τόπος Στρατοπεδεύσεως των Σουλιωτών (υπάρχει εντοιχισμένη σχετική επιγραφή).
Ξαναχτίστηκε μεγαλύτερος το 1845 Μαρτίου 8, σύμφωνα με τη σκαλισμένη στο κεφαλάρι του τόξου της εξώθυρας του γυναικωνίτη (στα δυτικά) από τον Ιωάννη ή Νούσια Χρυσό τον Γιαννιώτη, ο οποίος πέθανε φτωχός μάλιστα γιατί τα ξόδεψε όλα στην ανοικοδόμηση (†1860).
Ο τάφος του βρίσκεται δεξιά της υαλόφρακτης θύρας του ναού, όπου είναι ενταφιασμένα και τα οστά της συζύγου του.
Ο Παπαζήσης εφημέρευσε καθ’ όλο το διάστημα της ιεροσύνης του μέχρι του θανάτου του (1893).

*Πηγή: Εφημ. «Πρωινός Λόγος»

Κοζάνης Διονυσίου*: «Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος»



Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Μετὰ τὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, εἶναι ὁ δεύτερος στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου· ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰδικώτερα εἶναι ὁ τριαδικὸς θεολόγος, γιατί σὲ κάθε του λόγο κεντρικὴ διδασκαλία του εἶναι πάντα τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὸν πέμπτο θεολογικὸ λόγο του γράφει· οἱ πιστοὶ «προσκυνοῦσι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μίαν Θεότητα...».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε στὰ 329 στὴν Ἀριανζό, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, κοντὰ στὴν κωμόπολη Ναζιανζό, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται Ναζιανζηνός. Ὁ πατέρας του λεγότανε κι αὐτὸς Γρηγόριος κι ἦταν ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἡ δὲ μητέρα του λεγόταν Νόννα. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλομαθὴς καὶ ἐπιμελὴς κι ἔκαμε λαμπρὲς καὶ ἐξαίρετες σπουδὲς στὴ Ναζιανζό, στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὰς Ἀθήνας. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸ συμπατριώτη του Μέγα Βασίλειο, συνδέθηκαν ἀδελφικὰ κι ἔμειναν μαζὶ σπουδάζοντας ἕξη ὁλόκληρα χρόνια τὴν ἔξω φιλοσοφία. Στὸ τέλος τοῦ προσφέρθηκε καθηγητικὴ θέση, μὰ ἐκεῖνος προτίμησε νὰ ξαναγυρίση στὴν πατρίδα του Ναζιανζό.

Στὴν Καππαδοκία συναντήθηκαν οἱ δυὸ συμμαθητὲς κι ἔζησαν πάλι μαζί, ἀποτραβηγμένοι στὴν ἔρημο, ἀσκούμενοι καὶ μελετώντας τώρα τὰ ἱερὰ γράμματα. Σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος πῆρε τὸ βάπτισμα καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του πρεσβύτερος. Ἔμεινε γιὰ καιρὸ βοηθώντας τὸ γέροντα πατέρα του ἐπίσκοπο Γρηγόριο καὶ τὸ 372 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἦταν πιὰ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σασίμων. Αὐτὴ ἡ χειροτονία ἔγινε παρὰ τὴ θέλησή του, γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν δέχθηκε νὰ πάη στὰ Σάσιμα, ἀλλὰ ἔμεινε βοηθώντας τὸν πατέρα του στὴ Ναζιανζό. Γι’ αὐτὴ τὴ χειροτονία ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ μία ἐπιστολή του ὅτι γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἄξιζε μία ἐπισκοπὴ ὅση ὅλος ὁ κόσμος.


Τὸ 375, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ ὀρθόδοξοί τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ οἱ ἀρειανοί τοὺς εἶχαν πάρει ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐκκλησίες, πῆγαν στὴ Ναζιανζὸ καὶ κάλεσαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἦταν ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε, μὲ τὴ θεολογική του σοφία καὶ τὴ ρητορική του δεινότητα νὰ ἀντιμετώπιση τοὺς αἱρετικούς. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ σὲ μία μικρὴ Ἐκκλησία τῆς ἁγίας Ἀναστασίας ἡ Ὀρθοδοξία ἔστησε τὸ στρατηγεῖο της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶπε τοὺς περίφημους πέντε θεολογικοὺς λόγους κατὰ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν μακεδονιανῶν. Ἀρειανοὶ ἦσαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἀρνιοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μακεδονιανοὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Μακεδονίου, ποὺ ἀρνιοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὰ 381 ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἐσύνταξε τὰ πέντε τελευταῖα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· τὸ ὄγδοο ἄρθρο, «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον...», εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Σύνοδος, ὅταν τότε χήρεψε ὁ ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐξέλεξε ἀρχιεπίσκοπο τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἔτσι, ὅταν ὓστερ’ ἀπέθανε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἅγιος Μελέτιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Ἐπειδὴ ὅμως ἀργότερα ἀκούστηκαν διαμαρτυρίες καὶ ἀμφισβητήσεις καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Μακεδονίας, ποὺ ἦλθαν καθυστερημένοι στὴ Σύνοδο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος παραιτήθηκε κι ἀπὸ ἀρχιεπίσκοπος κι ἀπὸ Πρόεδρος τῆς Συνόδου κι ἔφυγε στὴν Καππαδοκία.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀφῆκε στὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο βίο του καὶ σπουδαῖο συγγραφικὸ ἔργο. Περίφημος εἶναι ὁ Συντακτήριος λόγος, μὲ τὸν ὁποῖο, ὅταν παραιτήθηκε, ἀποχαιρέτησε τὴ Σύνοδο καὶ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὅταν, μετὰ τὴν παραίτησή του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατέβηκε στὴν Καππαδοκία, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε ἀποθάνει πρὶν δύο χρόνια. Τότε ἔγραψε καὶ εἶπε τὸν ἐπίσης περίφημο ἐπιτάφιο λόγο στὸ Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε ἀκόμα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἀπέθανε στὰ 389 σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Θεολόγος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· ἱερουργὸς τοῦ λόγου καὶ τῶν θείων Μυστηρίων, ποὺ ἀποχαιρέτιζε τὴ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδο κι ἔλεγε· «Καθαρὰν καὶ ἀκίβδηλον τὴν ἱερωσύνην ἐφύλαξα».

*Από το βιβλίο: Εἰκόνες Ἔμψυχοι, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Η εορτή του Αγίου Μαξίμου στα Ιωάννινα




Η μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού, κατά την οποία άγει τα ονομαστήριά του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννίνων, τιμήθηκε σήμερα με ιδιαίτερη λαμπρότητα στη Μητρόπολή μας με την τέλεση Πολυαρχιερατικής Θείας Λειτουργίας, προεξάρχοντος του εορτάζοντος Ποιμενάρχου μας κ. Μαξίμου στο Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου.
Για να ευχηθούν στον εορτάζοντα Μητροπολίτη Ιωαννίνων ήρθαν στην πόλη μας και συλλειτούργησαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, Καστορίας κ. Σεραφείμ, Βρεσθένης κ. Θεόκλητος, Ιλίου κ. Αθηναγόρας, Νέας Ιωνίας κ. Γαβριήλ και Κεφαλληνίας κ. Δημήτριος, μαζί με πολλούς ιερείς από διάφορες πόλεις της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων οι πρωτοσύγκελοι της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών π. Συμεών και της Ι. Μ. Ν. Ιωνίας π. Επιφάνιος.
Για τη γιορτή του Αγίου Μαξίμου και τα ονομαστήρια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, ήρθε στα Γιάννενα με την πρωινή πτήση και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος.


Το λόγο στη Θεία Λειτουργία κήρυξε ο γιαννιώτης Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, ο οποίος στο μεστό θεολογικών νοημάτων κήρυγμά του εστίασε στην ανάλυση των επιθέτων Ομολογητής και Ησυχαστής, που αποδίδονται στον Άγιο Μάξιμο.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος δέχτηκε στο Επισκοπείο τις ευχές των αρχών της πόλης, του ιερού κλήρου, αλλά και πλήθους γιαννιωτών.


Μαξίμου
του Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου
της αγιωτάτης Μητροπόλεως Ιωαννίνων,
υπερτίμου και εξάρχου πάσης Ηπείρου και Κερκύρας,
ημών δε πατρός και ποιμενάρχου
πολλά τα έτη.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Τα ονομαστήρια του Μητροπολίτου μας



Την ερχόμενη Πέμπτη 21 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας επιτελεί τη μνήμη του Οσίου πατρός ημών Μαξίμου του Ομολογητού και «άγει» τα ονομαστήριά του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιωαννίνων κ. Μάξιμος.
Την Τετάρτη, στις 6 το απόγευμα, στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Αθανασίου, θα τελεστεί Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός με Αρτοκλασία, ενώ την κυριώνυμο ημέρα της εορτής και ώρα 07.30 στον ίδιο Ιερό Ναό θα τελεσθούν ο Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας θα δεχθεί τις ευχές κλήρου και λαού στο Επισκοπείο την Πέμπτη, μετά τη Θεία Λειτουργία.


Η Ανακομιδή των σεπτών λειψάνων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου



«Ἀνακομιδὴν σεπτήν σου πανηγυρίζομεν, θείου λείψανου Γρηγόριε σήμερον, καὶ τὰς σὰς χάριτας Ἅγιε ἐξαιτύμεθα, ἃς ἐκβλύζει τοῖς πίστει προσερχομένοις σοι, διὸ πρέσβευε θερμῶς, ὅπως τευξώμεθα, ἐλέους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».

Στις 19 Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Σύμφωνα με το Μ. Συναξαριστή, η ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, έγινε εκ Ναζιανζού κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών, επί Αρκαδίου (395 - 408 μ.Χ.) ή Θεοδοσίου Β’ (408 - 450 μ.Χ.) ή επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (911 - 959 μ.Χ.) και κατατέθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Η τιμία κάρα φυλάσσεται με ευλάβια στη μονή Βατοπαιδίου Αγίου Όρους. Τεμάχια εκ του λειψάνου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου κατείχε μέχρι το έτος 1204 μ.Χ., έτος της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, ο ναός της Αγίας Σοφίας, ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο ναός της Αγίας Αναστασίας.


Την Ανακομιδή μνημονεύει και ο άγιος Νικόδημος, ο αγιορείτης. Διαβάστε το σχετικό απόσπασμα, πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο:


Το δεξί χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου φυλάσσεται στο Ναό μας.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

«Ἕνας ἀθῶος ξεψυχοῦσε στήν ἀγχόνη...»



Ἄν ὁ φανατισμένος ἐκεῖνος Τουρκογιαννιώτης Χότζας τοῦ Τεκέ τοῦ Μουχτάρ, τύχαινε να’ χει τό στοχασμό καί τή μάθηση ἑνός Ἰουλιανοῦ, ἀντίς τά μάτια του νά λάμψουν ἀπό ἄγρια καί φονική χαρά γιά τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Ἁγίου, θά προτιμοῦσε –καθώς ἐκεῖνος ξεψυχοῦσε- νά ψιθυρίσει ταπεινωμένος καί γιομάτος διαλογισμούς: Νενίκηκας μέ, Γεώργιε!…..

Γιατί, ὁ λιτός κι ἀπέριττος ἐκεῖνος ἀγρότης, ἀδιάσειστα στερεωμένος ἐπάνω στήν προγονική του πίστη, μέ τό κοντάρι τῆς Χριστιανικά ἡρωικῆς ψυχῆς του κατέφερε μέ τόν ἐπίγειό του θάνατο, θανάσιμο – ὅπως κι ὁ συνονόματός του τροπαιοῦχος- πλῆγμα στά πλευρά τοῦ χαμαιλέοντα δράκοντα καί σκολιοῦ ἐχθροῦ τῶν χριστιανῶν.

Ἴσως πολλοί δέν ἦταν οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι τῶν Γιαννίνων πού στάθηκαν μάρτυρες καί θεατές τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ Ἁγίου: Ἀπό τή μιά, ὁ ἐξημμένος μουσουλμανικός φανατισμός, ὁ ἀπελπισμένος ἐρεθισμός κι οἱ ἀπεγνωσμένες κινήσεις τῶν Χριστιανῶν, ἀπό τήν ἄλλη εἶναι πιθανότατο ὅτι εἶχαν ἀναγκάσει τίς Τουρκικές ἀρχές νά πάρουν τή μέρα ἐκείνη ἔκτακτα, προληπτικά κάθε ἐξέγερσης μέτρα. Ἡ ὥρα μ’ ὅλα ταῦτα τῆς ἐκτέλεσης μᾶς κάνει νά συμπεράνουμε ὅτι οἱ Τοῦρκοι –μέ τήν ἔκδηλη πρόθεση νά ἐπιδείξουν τή δύναμή τους καί νά ταπεινώσουν καί πτοήσουν πιό πολύ τούς ραγιάδες- ἀκόμη καί γιά παραδειγματισμό- εἶχαν ταυτόχρονα ἐπιθυμήσει ὁ ἀπαγχονισμός τοῦ Ἁγίου νά γίνει μέ ὅσο μποροῦσε πιό πολλή διασημότητα.

Γιά τούς ἴδιους δέ ἀκριβῶς λόγους, εἶχαν διαλέξει ὡς τόπο ἐκτελέσεως τό πολυσύχναστο ἐκεῖνο πλατύ σταυροδρόμι, τό γεμάτο Χριστιανική κίνηση.

Λίγοι παρ’ ὅλα αὐτά –ἐκτός φυσικά ἀπ’ ὅσους κατάσταση γειτονίας καθήλωνε στήν περιοχή- θά ἦταν οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι πού δέ θά προσπάθησαν νά ἀποφύγουν τό θέαμα μιᾶς παρόμοιας ἐκτέλεσης: θύμα της ἦταν ἕνας ὁμόθρησκος, πού κι ἀπ’ ὅταν ἀκόμα ζοῦσε, εἶχε ἀρχίσει νά παίρνει μέσα στήν ψυχή τους τό χαρακτηριστικό φωτοστέφανο ἑνός Ἁγίου καί μάρτυρα.

Ὅμως, ἡ τελευταία ἐπίκλησή του –φωνή, ὄχι ὀργῆς, οὔτε μίσους, οὔτε καν μνησικακίας ἤ παράπονου, φωνή μέ τήν ὁποία, τήν ὕστατη ἐκείνη στιγμή τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καλοῦσε τούς ὁμοθρήσκους του νά τόν συγχωρέσουν, καί παράκληση ταυτόχρονα πρός τόν Παγκόσμιο Πατέρα, τό Θεό τῶν Χριστιανῶν, ὅλους νά τούς συγχωρέσει, γιά ὅλα τά ἁμαρτήματά τους- ἡ ὕστατη αὐτή φωνή ἑνός πράου, πού ἀκούστηκε, ἔστω κι ἀπό λίγους μονάχα Χριστιανούς, ἁπλώθηκε ἀπό τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή μ’ ἀφάνταστη γοργότητα, κυρίαρχη καί βροντερή στά γύρω, στήν πόλη, στήν ὕπαιθρο, στήν Ἑλλάδα, στόν κόσμο.

Ἕνας ἀθῶος ξεψυχοῦσε στήν ἀγχόνη καί συγχωροῦσε ὅλο τόν κόσμο, ἕνας ἁγνός παρέδινε, μέ τό βρόγχο στό λαιμό, τήν ψυχή του, καί ζητοῦσε ἀπ’ ὅλους συγχώρεση. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, πού ὠχρός, ριγώντας, γυμνός μπροστά στήν ἀγχόνη, παρακαλοῦσε τόν δήμιό του νά τοῦ λύσει τά χέρια γιά νά κάνει ἀπάνω του, τήν ὕστατη αὐτή στιγμή, τό σεπτό σημάδι πού θύμιζε τή θυσία κάποιου ἄλλου Πρωταρχικοῦ Μάρτυρα, ἡ εἰκόνα αὐτή, ἄσβεστη καί αἰώνια κυριάρχησε ἀπό τότε στήν ψυχή τοῦ βασανισμένου ραγιά: ὁ Ἅγιος ἦταν σάν μιά δική τους ἔκφραση κι ὁ τυποποιημένος ἐαυτός τους.

Ποιό τάχα ἦταν καί τῶν ἴδιων τό ἁμάρτημα; Ὅτι ἦταν Χριστιανοί καί Ἕλληνες, ὅτι τολμοῦσαν ἀκόμα νά ζοῦν στόν τόπο τους, στόν δικό τους τόπο, πού ἦταν ὁ προαιώνιος κλῆρος τους, ἕνας τόπος γεμάτος αἵματα, ἱδρῶτες, ἱστορία, δόξες, τόν ὁποῖο εἶχε καθαγιάσει ἕνας «Ἑσμός μαρτύρων».

Μιά χούφτα ἔξαλλων τυραννίσκων, ἕνα μπουλούκι φανατισμένων, σκότωναν, ξεδιάντροπα κι ὠμότατα ἕνα Χριστιανό, μόνο καί μόνο ἐπειδή ἦταν Χριστιανός: ἀναμφισβήτητα, ἔκδηλα, ἀδίστακτα, τόσο πού κι ἡ ἴδια, δική τους διοικητική καί δικαστική ἀρχή, ἦταν ἕτοιμη νά τόν ἀπολύσει. Κι αὐτός ὁ Χριστιανός ἦταν λιτός κι ἀπέριττος, ἄκακος καί βαθιά ἠθικός, ἁγνός καί ἄδολος: -ἕνα νέο καί ταπεινό παλληκάρι, νιόπαντρο καί προχθεσινός πατέρας.

Καθώς τά ἀναλογιζόταν ὅλα αὐτά, μέσα στήν ἀπόγνωσή τους, ἡ ψυχή τους βούρκωνε, τό μάτι δάκρυζε, ἡ καρδιά πονοῦσε, κατόπι, ἡ ὀργή καί τό μίσος γέμιζε τά ἐσώτατά τους: -αἰσθανόταν τότε μέσα τους νά σφύζει τό αἷμα τοῦ ἐπαναστάτη Διονύσιου, πού τόν εἶχαν κι αὐτόν, οἱ ἴδιοι αὐτοί ἔξαλλοι τυραννίσκοι, ζωντανό γδάρει, σ’ αὐτή τήν ἴδια τήν πλατεῖα, σ’ αὐτό τό ἴδιο Χριστιανικό σταυροδρόμι.

Καί μιά μανία τότε τούς κυρίευε, νά ἐξορμήσουν, νά θύσουν, νά καταστρέψουν, σπάσουν τά δεσμά τους νά χύσουν κι αὐτοί τό αἷμα τους, γιά νά γίνουν, οἱ ἴδιοι ἤ οἱ ἀπόγονοί τους, ἐλεύθεροι νά φωνάζουν, νά διακηρύττουν σέ ὅλο τόν κόσμο, ἀνεμπόδιστα, ὅτι εἶναι Χριστιανοί καί Ἕλληνες κι εἶναι αὐτός ὁ τόπος, ὁ δικός τους, ἡ χιλιόχρονη πατρίδα τους…

Ὅμως ἐκεῖ πέρα, καθώς οἱ ριπές τοῦ παγεροῦ ἀγέρα κουνοῦσαν δώθε κείθε το σκήνωμα ἑνός ὁμοθρήσκου τους, κροταλοῦσαν γύρω στόν Ἅγιο, ψηλά στίς ἐπάλξεις τοῦ κάστρου, σ‘ὅλη τήν πόλη, οἱ ἀτσαλένιες πανοπλίες τοῦ τυρράνου, πού βλοσυρῶς καί καχυπόπτως κρατοῦσε μέρα νύχτα ἀνήσυχο καί ἄγρυπνο τό μάτι ἐπάνω στό βαριά θλιμμένο καί ἐξοργισμένο ραγιά, ἕτοιμος νά ἐξαπολύσει τόν ὄλεθρο.

Μά ἡ καινούρια Ἑλλάδα…μιά μικρή μερίδα τῶν ὁμοφύλων τους, εἶχαν, μέ ὁλοκληρωτικές θυσίες ἀποτινάξει –σάν προχθές- ἀπάνω τους τό βάρβαρο καταπιεστή. Μά οἱ πληγές τούς ἦταν ἀκόμη νωπές: εἶχαν αὐτοί μέ ποταμούς αἱμάτων κατακτήσει τήν ἐλευθερία τους, ὅμως τώρα, τήν κρατοῦσαν κι ἐκείνη μέ ξένες προστασίες. Τά ὄνειρά τους βέβαια δέν εἶχαν σβήσει, μά τώρα δέν μποροῦσαν, δέν εἶχαν ἀκόμα τή δύναμη… Ἔπειτα οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς, δέν ἀγαποῦσαν τούς ραγιάδες τόσο, ὅσο ἤθελαν νά φαίνονται…

Ἔτσι ἔπρεπε νά’ ναι: δέν εἶχεν ἀκόμη ἔρθει καί γι’ αὐτούς τό «ποθούμενο», πού τούς εἶχε προείπει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, αἷμα κι αὐτός ἀπό τό αἷμα τους, τά σημάδια πού τούς εἶχε αὐτός βάλει, ἀκόμα δέν εἶχαν δείξει. Ἔστεκαν πάντα τους ὄρθιοι οἱ Σταυροί πού εἶχεν ἐκεῖνος στήσει, καί ζοῦν ἀκόμα θεριωμένα τά δέντρα, ὅπου αὐτός εἶχεν ἀκουμπήσει γιά νά τούς παρηγορήσει:

-Ὡς ὅτου δείξουν τά σημάδια, ἀδερφοί μου, σχολεῖα καί ἐκκλησίες!..

Κι ἀπό τό κάτωχρο τώρα κι ἀκίνητο πρόσωπο ἑνός καινούριου μεγάλου μάρτυρα, πού τόν ἔνιωθαν πιά κι αὐτόν –σάν καί τούς ἄλλους- ἐντελῶς δικό τους, καθώς εἶχεν ἁπλωθεῖ ἐπάνω του μιά θεία ἐγκαρτέρηση, ἐκφραζόταν, κι ἀπ’ αὐτοῦ ἀκόμα τή μορφή μιά βουβή ἐπίκληση:

-Κάποτε θά ‘ ρθεῖ καί γιά μᾶς, ἀδέλφια μου, ὁ καιρός πού περιμένουμε, μά ἴσα μέ τότε, μιά εἶναι ἡ δύναμή σας:- ὁ Σταυρός!… Αὐτός, πού μέ κράτησε κι ἐμένα στήν πίστη τῆς μάνας μου καί τῶν προγόνων μου, αὐτός πού μέ κραταίωσε στό μαρτύριο καί μ’ ἔκανε νά νικήσω τόν ἑαυτό μου καί τούς ἐχθρούς μου: -Ἡ πίστη μας!… Τό κοντάρι τοῦ τροπαιούχου, πού σκότωσε τόν δράκοντα!… Ἡ νίκη μου!… –Γονατίστε ἀδέλφια μου κοντά μου!…Κάντε τόν σταυρό σας!…Πιάστε ὅλοι μαζί τα χέρια, καί μέ μιά φωνή, μέ μιά βουβή φωνή, διακηρύξτε, ὅλοι μαζί, ἀδέρφια μου: -Εἴμαστε Χριστιανοί!… Χριστιανοί γεννηθήκαμε καί Χριστιανοί θά πεθάνουμε!… Ὁ Χριστός εἶναι ἡ καταφυγή μας, ἡ ἐλπίδα κι ἡ δύναμή μας!…-Ἡ νίκη μας!… (Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δημητρίου Σ. Σαλαμάγκα: «Ὁ Νεομάρτυρας Ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων», Ἀθήνα 1954).

Στη φωτογραφία της ανάρτησης, το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου, δια χειρός Πέτρου Γεωργιάδη, Πρωτοψάλτου της Μητροπόλεως Ιωαννίνων - 1842 Ιουνίου 4».

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

«Κάποιος νέος εις Ιωάννινα Γεώργιος τούνομα...»



«1838: Ιανουαρίου: 17: κάποιος νέος εις Ιωάννινα Γεώργιος τούνομα, εσυκοφαντήθη από τους Τούρκους Ιωαννίνων, ότι άλλαξε την θρησκείαν του, και έγινεν Τούρκος, και τον επήγαν εις τον Κατήν, και εις τον Βεζήρ Μουσταφά Πασάν, και τον εξέταξαν, και επαίδευσαν αυτόν πολλά, τέλος δεν εκατεπίσθη να γίνει τούρκος, εστάθη σταθερός, και δεν άλλαξε την χριστιανοσύνην του: τον εκρέμασαν, εις το Κουραμαργιό, ημέρας δύω κρεμασμένος, και τον εξεκρέμασαν και τον έθαψαν εις την Μητρόπολιν τη: 19: γεναρίου, και έγινεν μάρτυρας και κάμνει θαύματα εις τους μετά πίστεως προσερχομένους και είναι αληθέστατον, ο οποίος άγιος, είχε την συμβίαν του, και ένα παιδίον 15 ημερών και ευρίσκονται ζώντες εις Ιωάννινα» (Από μαρτυρία ανωνύμου μοναχού της Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων, σ’ ένα φύλλο του Μεγάλου Ωρολογίου της Μονής).

Στη φωτογραφία της ανάρτησης, η πρώτη φορητή εικόνα του Αγίου, που ιστορήθηκε στις 30/01/1838 μ.Χ., 13 ημέρες μετά το μαρτύριο του. «Δια χειρός Ζήκου Χιοναδίτου...

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Γιορτάζει ο Πολιούχος μας Άγιος Γεώργιος



Οι τριήμερες λατρευτικές εκδηλώσεις για τον εορτασμό της μνήμης του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, «του εν Ιωαννίνοις αθλήσαντος και Πολιούχου ημών» και του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο 16, την Κυριακή 17 και τη Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016, σύμφωνα με το πρόγραμμα που ανακοινώθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Ιωαννίνων.



Συγκεκριμένα, το Σάββατο 17 Ιανουαρίου, στη 4 μ.μ. στο Σεπτό Οίκο του Αγίου θα γίνει Δέηση και στη συνέχεια η Μεταφορά της ιεράς εικόνας στο παρά την κεντρική πύλη του Φρουρίου εικονοστάσι. Εκεί, στις 4.30 θα αναπεμφθεί Δέηση και ακολούθως, θα πραγματοποιηθεί η Μεταφορά της ιεράς εικόνας στο Ναό του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, στην Πλατεία Πάργης.
Στις 5 μ.μ., στο Μητροπολιτικό Ναό, στο Παρεκκλήσι του Τάφου του Νεομάρτυρα, θα τελεσθεί Εσπερινός και στις 6 μ.μ., στον Προσκυνηματικό Ναό του Αγίου στην Πλατεία Πάργης, Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός με Αρτοκλασία. Εσπερινός θα τελεσθεί στις 6 και στο Σεπτό Οίκο του Αγίου Γεωργίου, όπου στις 9 μ.μ. θα ακολουθήσει Ιερά Αγρυπνία.

Την Κυριακή 17 Ιανουαρίου, ημέρα εορτασμού της μνήμης του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, στις 7:30 π.μ., στο Ναό της Πλατείας Πάργης θα γίνει ο Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Όρθρος και Θεία Λειτουργία θα τελεσθούν επίσης στο Σεπτό Οίκο του Αγίου, όπως και στο Μητροπολιτικό Ναό. Η λιτάνευση των ιερών Λειψάνων του Νεομάρτυρος θα ξεκινήσει στις 10:30 π.μ., ενώ στις 5 μ.μ. στο Σεπτό Οίκο του Αγίου θα τελεσθεί Ιερά Παράκληση και στο Μητροπολιτικό Ναό Μέγας Εσπερινός με Αρτοκλασία και Θείο Κήρυγμα από το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ιλίου κ Αθηναγόρα, με θέμα «Ο Μέγας Αθανάσιος και η προσευχή».


Την ημέρα της εορτής του Αγίου Αθανασίου, Δευτέρα 18 Ιανουαρίου, Όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον πανηγυρίζοντα Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αθανασίου στις 7:30 π.μ. και στις 5 μ.μ. Εσπερινός και Ιερά Παράκληση του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου. Τα λείψανα του Αγίου θα επιστρέψουν στον Ναό του Πολιούχου στις 5 το απόγευμα της Δευτέρας.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

«Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σε»



Σᾶς ἀνακοινώνουμε ὅτι συνεχίζονται στὸν Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Περιβλέπτου τά κατά Κυριακήν ἑσπερινά κηρύγματα, πού ἔχουν γιά φέτος ὡς κεντρικό θέμα τήν ΠΡΟΣΕΥΧΗ.
Τήν Κυριακή, 10 Ιανουαρίου 2016, θά μᾶς ὁμιλήσει ὁ Αἰδ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Καπρινιώτης μέ θέμα: «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σε» (ψαλμός 118, 164).
Ὥρα ἐνάρξεως τοῦ Ἑσπερινοῦ 5:30 μ.μ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Η εικόνα των Θεοφανείων



Η βάπτιση του Χριστού ονομάζεται και Θεοφάνεια. Την φανέρωση της Αγίας Τριάδας ο αγιογράφος τη δηλώνει με το χέρι του Πατρός, που ευλογεί από ένα τμήμα ενός ημικύκλιου που παριστά τους ουρανούς. Από αυτό τον κύκλο αναχωρούν ακτίνες φωτός χαρακτηριστικό του Αγίου Πνεύματος και φωτίζουν το περιστέρι. Κατά τη στιγμή αυτή ο Πατήρ μαρτυρεί τη θεότητα του Υιού και τον ονομάζει αγαπητόν Του Υιόν. Ο Υιός ο οποίος βαπτίζεται στον Ιορδάνη φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο, απαλλάσσοντας τον από την κυριαρχία του Σατανά. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέρχεται με μορφή περιστεράς, βεβαιώνει την μαρτυρία του Πατρός και μας χαρίζει το αδιασάλευτο θεμέλιο της πίστεώς μας. Είναι το Πνεύμα που «ἐντέλλεται» το Χριστό και τον οδηγεί στη δημόσια αποστολή του.

Κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό κατ' αναλογία με το κατακλυσμό και το περιστέρι με το κλαδί της ελιάς είναι σημείο της ειρήνης. Το Άγιο Πνεύμα κατά τη δημιουργία του κόσμου «ἐπεφέρετο ἐπάνω» από τα αρχέγονα νερά κι ανέδειξε τη ζωή (Γεν. α΄ 2). Έτσι και τώρα στη Βάπτιση αιωρείται πάνω στα νερά του Ιορδάνη και προκαλεί τη δεύτερη γέννηση του νέου δημιουργήματος.
Στην αριστερή πλευρά της εικόνας ο Ιωάννης ο Πρόδρομος υποκλίνεται με ταπείνωση και σεβασμό στο πρόσωπο του Μεσσία. Είναι στραμμένος προς το Άγιο Πνεύμα, που κατέρχεται «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Το πρόσωπο του είναι ζωγραφισμένο σε πλάγια στάση λόγω της υπερφυσικής εμφάνισης του Αγίου Πνεύματος. Το δεξί του χέρι αγγίζει το κεφάλι του Χριστού ενώ το αριστερό βρίσκεται σε στάση δεήσεως. Το κεφάλι του είναι αναμαλλιασμένο και το γένι του αραιό. Η έκφραση του είναι αυστηρή και σοβαρή. Τα χέρια και τα πόδια του είναι άσαρκα, διότι «ἡ δὲ τροφὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μτ. γ΄ 4). Το πρόσωπό του αγιογραφείται λιπόσαρκο και μελαψό, για να δηλωθεί ο καύσωνας της ερήμου. Φορεί ρούχα από τρίχες καμήλας και ζώνη δερμάτινη στη μέση (Μτ. γ΄ 4).
Δίπλα του Προδρόμου βρίσκεται μια αξίνα σφηνωμένη ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου. Συμβολίζει τα λόγια του προφήτη Ιωάννη: «…ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται˙ πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Μτ. γ΄ 10). Εδώ φανερώνεται η θεία δίκη που βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, για να διαλέξει τα καρποφόρα από τα άκαρπα δέντρα.
Στη δεξιά πλευρά της εικόνας βρίσκονται οι άγγελοι. Έχουν σκεπασμένα τα χέρια τους και τα προτείνουν στο Χριστό, έτοιμα να τον υπηρετήσουν. Ένα ιδιαίτερο ύφασμα ή το ιμάτιο σκεπάζει τις ανοικτές παλάμες, που έχουν σχήμα δεήσεως και συνάμα προθυμίας για εξυπηρέτηση.
Τα απότομα φωτεινά χρώματα που ξεχύνονται από το ουρανό και κατεβαίνουν ως το Χριστό, τους Αγγέλους και τον Πρόδρομο, «δημιουργούν ιερότητα υπερβατικής ατμόσφαιρας, κατάλληλης για την εικόνα της Βαπτίσεως που είναι γεμάτη από υπερφυσικά στοιχεία, όπως η μεγαλειώδης φωνή του Πατρός και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος».

Πηγή: Δέσποινας Ιωάννου – Βασιλείου, Το Δωδεκάορτο – Εικόνα: Η άλλη γλώσσα της Θεολογίας, Εκδόσεις Βιβλιεκδοτική, Λευκωσία 2009.