Στην ευαγγελική περικοπή της
Κυριακής του Τυφλού παρουσιάζεται ένα θαυμαστό γεγονός. Ένας εκ γενετής τυφλός
αποκτά με τη θαυματουργική επέμβαση του Ιησού Χριστού την όρασή του. Και το
γεγονός της θεραπείας του γίνεται αφετηρία σωτηρίας, η οποία στο τέλος του
ευαγγελικού αναγνώσματος εκφράζεται διά της ομολογίας της πίστεώς του. Ο
Χριστός τον ρωτά: «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού»; Και ο τυφλός τότε
κατορθώνει να δει όχι μόνο το επίγειο, αλλά και το φως της Θεότητος: «Πιστεύω
Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ».
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια
ευλογημένη ευκαιρία, έτσι ώστε και εμείς, ως ορθόδοξοι άνθρωποι, να
προβληματιστούμε για την πίστη μας και να ανανεώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε
κατά την ημέρα της βαπτίσεώς μας.
Πολλές φορές, απογοητευμένοι από
τα ανθρώπινα και τα καθημερινά, προβληματιζόμαστε για την παρουσία του Θεού στη
ζωή μας. Ζητάμε σημεία για να πιστέψουμε . Ακόμη κι όταν ο Κύριος βρισκόταν
καρφωμένος επάνω στον Σταυρό, οι άνθρωποι Τον πείραζαν και Τον βλασφημούσαν
λέγοντας: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε σε
Σένα». Όμως ο Κύριος δεν απάντησε. Παρέμεινε, εν σιωπή, στον Σταυρό και πέθανε,
για να ζήσει ο άνθρωπος, και αναστήθηκε, για να ανοίξει τη θύρα του Παραδείσου
και να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ζωή του Θεού.
Η σιωπή του Θεού
Οι αποδείξεις που ζητάμε πολλές
φορές, για να πιστέψουμε στον Θεό, τραυματίζουν την αλήθεια, την αγαπητική
σχέση με το Θεό, και γι’ αυτό η άρνηση του Κυρίου είναι άμεση και
κατηγορηματική (Μάρκ. 8,12).
Ο Θεός ήλθε στον κόσμο αλλά
κρύβεται ακόμη και μέσα στη φανέρωσή Του. Ο Θεός αποκρίνεται με τη σιωπή, αλλά
για εκείνον που μπορεί να καταλάβει, να νιώσει. μέσα σ’ αυτή τη σιωπή δηλώνει
την αγάπη Του για τον άνθρωπο. Είναι η «μωρία» του Θεού, ο ακατανόητος σεβασμός
στην ελευθερία μας.
Κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει
την ανθρώπινη συνείδηση, μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Γι’ αυτό ο Θεός
κλείνεται μέσα στη σιωπή της οδυνώμενης αγάπης Του. Ο Θεός δε δίνει διαταγές.
Μας προσκαλεί σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Ο Πατέρας είναι Πατέρας χωρίς να
επιβάλει την πατρότητά του. Ο Χριστός έρχεται για να καθίσει στο «τραπέζι των
αμαρτωλών», και σταυρώνεται από υπερβολή ερωτικής αγαθότητας. «Ποιος σύζυγος»,
ρωτά ένας ασκητικός συγγραφέας του 6ου αι., «πέθανε ποτέ για τη σύζυγό του, και ποια σύζυγος διάλεξε ποτέ να παντρευτεί έναν εσταυρωμένο; Ο Κύριος μνηστεύθηκε
την Εκκλησία, της έδωσε μια προίκα με το αίμα Του, και της σφυρηλάτησε ένα
δαχτυλίδι με τα καρφιά της σταυρώσεώς Του». Τόσο μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού
για τον άνθρωπο.
Συ, πιστεύεις;
Ο Χριστός δεν απευθύνεται ποτέ
στη λογική, δεν παραθέτει αποδείξεις, μήτε επιχειρήματα, δε ρωτά: «Ξέρεις;
Πείστηκες; Νικήθηκες;». Το μόνο που ρωτά είναι: «Πιστεύεις;». Και στο ερώτημα
αυτό μια καθαρή καρδιά μόνο αυτό μπορεί να απαντήσει: «Πιστεύω, κύριε, βοήθει
μοι τη απιστία». Την ώρα. λοιπόν, που μας βαραίνει η αμφιβολία για την παρουσία
του Θεού, την ώρα που μας βαραίνει η μοναξιά, μόνο η βαθιά ταπείνωση έρχεται σε
βοήθειά μας. Αυτή, η ταπείνωση, κάνει τον άνθρωπο να καταθέτει μπροστά στον
Σταυρό του Χριστού ολόκληρο το είναι του. Και τότε έξαφνα ο Χριστός σηκώνει
αντί για μας αυτό το βάρος: «Μάθετε απ’ εμού… ότι ο ζυγός μου χρηστός και το
φορτίον μου ελαφρόν έστι» (Ματθ. 11, 30). Και ο λόγος αυτός δεν είναι απάτη·
είναι φως μέσα στην κόλαση του σημερινού κόσμου.
(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου,
«Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 136-138)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου