Γράφει ο π. Ιωάννης Κίτσιος
Διπλή γιορτή,
διπλή χαρά σήμερα για την Εκκλησία μας. Ζούμε τη χαρά των Αποστόλων, ζούμε τη
χαρά των πρώτων χριστιανών γιατί η Εκκλησία μας πανηγυρίζει σήμερα δύο
βασιλείς. Το Χριστό, τον επουράνιο νικητή του θανάτου και τον Μέγα Κωνσταντίνο,
τον επίγειο νικητή των ειδώλων.
Κοιτάζοντας
την εικόνα της Αναλήψεως αισθανόμαστε όλη τη δόξα και μεγαλοπρέπεια του
γεγονότος. Αλλά βλέπουμε και την έκπληξη μειγμένη με τη χαρά στα πρόσωπα των
Αποστόλων.
Οι
Μαθητές δεν ήταν παρόντες, όπως και κανείς άλλος, την στιγμή της Αναστάσεως.
Έτσι ταράχθηκαν και δυσπίστησαν όταν Αυτός εμφανίσθηκε μπροστά τους για πρώτη
φορά. Ο Κύριος τους καθησύχασε και τους βεβαίωσε ότι ήταν Αυτός και είχε
αναστηθεί.
Αλλά η χαρά
τους ήταν τόση και υπερνικούσε την πίστη τους. Έτσι ο Κύριος τους απέδειξε με
πολλούς τρόπους ότι είναι ζωντανός και τους προετοίμασε για την αναχώρησή Του,
θυμίζοντάς τους ότι έπρεπε να ολοκληρωθεί όλο το σχέδιο της θείας οικονομίας.
Άλλωστε αυτό
τους το υπενθύμιζε συχνά. Γιατί αυτός ο προσωρινός χωρισμός τους συνέφερε
περισσότερο. «Συμφέρει υμίν», έλεγε,
«ίνα εγώ απέλθω» γιατί «εγώ εάν μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ
ελεύσεται προς υμάς». Είναι λοιπόν προς το συμφέρον των Μαθητών αλλά και
όλων μας αυτός ο χωρισμός γιατί όπως είπε ο Χριστός «εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς». Η αναχώρηση του Χριστού
σηματοδοτούσε τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος. «Ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν
του πατρός μου εφ' υμάς», τους είπε χαρακτηριστικά.
Ο Κύριος
εμφανιζόταν συνέχεια για 40 ημέρες στους Μαθητές Του και για έναν επιπλέον
λόγο. Έπρεπε να τους προετοιμάσει για την αποστολή για την οποία είχαν επιλεγεί.
Αυτοί ήταν οι
Μάρτυρες του θανάτου και της Αναστάσεώς Του. Κι ο ρόλος τους ήταν να διακηρύξουν
αυτά τα γεγονότα σ’ όλους τους ανθρώπους. Εγκαινιάζοντας επιπλέον ένα νέο τρόπο
ζωής. Μιας ζωής που έχει στόχο να οδηγήσει τον άνθρωπο που θα την ακολουθήσει
στη Βασιλεία του Θεού.
Όμως δεν είχαν τη δύναμη να το πράξουν, όπως
είδαμε στα γεγονότα πριν τη Σταύρωση, αν δεν δέχονταν δύναμη από τον ίδιο τον
επουράνιο Πατέρα. Κι ο Κύριος τους υποσχέθηκε ότι αυτό θα γινόταν. Είναι
χαρακτηριστικά τα λόγια Του, «υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ εώς ου ενδύσησθε δύναμιν εξ'
ύψους».
Όταν ο Χριστός ολοκλήρωσε την προετοιμασία των Μαθητών Του τους οδήγησε
έξω από τα Ιεροσόλυμα και υψώνοντας τα χέρια Του, τους ευλόγησε. Και συνέβη,
ενώ Αυτός τους ευλογούσε, να χωρίζεται και να απομακρύνεται από αυτούς και να
ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό καθισμένος πάνω σ’ ένα σύννεφο.
Έκπληκτοι αλλά και, πολύ
προσεκτικά έχοντας τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό παρατηρούσαν οι Μαθητές το
παράξενο γεγονός. Κι όταν «αι νεφέλαι
υπελάμβανον μετά σαρκός» τον Κύριο μπρός στα έκπληκτα μάτια των Αποστόλων. Άγγελοι κατέβηκαν απ’
τον ουρανό και συνομιλούσαν μαζί τους λέγοντας, «τι εστήκατε βλέποντες εις τον ουρανόν;» Αυτός που ανελήφθει στους
ουρανούς, είναι ο Χριστός ο Θεός. Όμως μην ανησυχείτε, συνέχισαν αναφερόμενοι στη
Δευτέρα Παρουσία Του, γιατί «ούτος
ελέυσεται πάλιν, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν ».
Κι είναι πράγματι σημαντική αυτή η υπενθύμιση των
Αγγέλων και πολύ διδακτική αν συνδυαστεί με τη στάση των Μαθητών. Γιατί ο καθένας
από εμάς έτσι πρέπει να στέκεται με το κεφάλι ψηλά.
Ως Χριστιανοί έχουμε χρέος να αγωνιζόμαστε να καθαρίζουμε το νου μας με
την άσκηση και να τον έχουμε προσηλωμένο στον ουρανό όπου είναι ο θρόνος του Θεού στις δύσκολες
αλλά και στις εύκολες στιγμές. Γιατί όπως λέει και ο Αποστόλος Παύλος, «ημών … το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει».
Αυτά πρέπει να είχε κι ο Μέγας Κωνσταντίνος στο νου του όταν πριν τη
μάχη στη Μιλβία γέφυρα εναντίον του Μαξέντιου αναζήτησε βοήθεια.
Ο Μαξέντιος ονειρευόταν να γίνει μονοκράτορας στην
απέραντη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για να το επιτύχει έπρεπε να παρακάμψει το
πρόβλημα που λεγόταν Κωνσταντίνος.
Ο Κωνσταντίνος, γιος του Κωνστάντιου Χλωρού και της χριστιανής Ελένης,
με λιγότερο αριθμητικά και καταπονημένο από τις μάχες στρατό ήταν επιφυλακτικός
και συγκρατημένος. Καταλάβαινε όμως ότι δε μπορούσε να το αποφύγει. Κι έτσι
άρχισε να συγκεντρώνει στρατό αδιάκριτα, από ειδωλολάτρες και χριστιανούς.
Έβλεπε ότι δεν είχε καμιά άλλη επιλογή για βοήθεια.
Ήθελε να προσευχηθεί μα δεν ήξερε πού. Δε γνώριζε σε ποιο θεό έπρεπε να
απευθυνθεί.
Τότε έφερε στο νου του όλους αυτούς με τους οποίους συμβασίλευε. Όλοι
τους πίστευαν σε πολλούς θεούς κι όλοι τους είχαν οικτρό τέλος. Μόνον ο πατέρας
του πίστευε σ’ ένα θεό. Τότε ύψωσε το δεξί χέρι του και «προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον
Λόγο του, τον Ιησού Χριστό» και ικέτευσε να του αποκαλυφθεί. Και πράγματι η
απάντηση δεν άργησε. Κατά το μεσημέρι, ενώ προσευχόταν, είδε στον ουρανό το
σχήμα του Σταυρού που έγραφε «εν τούτω
νίκα». Χωρίς να μπορεί να καταλάβει τη σημασία του οράματος έπεσε για ύπνο.
Τότε, σύμφωνα με το βιογράφο του Ευσέβιο, παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Χριστός
με το Σταυρό και τον πρότρεψε να χρησιμοποιήσει αυτό το σύμβολο σαν φυλαχτό από
τους εχθρούς.
Πράγματι με τη
δύναμη του Σταυρού και τον ενθουσιασμό των χριστιανών στρατιωτών ο Κωνσταντίνος
την βασιλείαν κατεύθυνε» στο Χριστό,
«και εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση έμεινε κυρίαρχος του δυτικού τμήματος της
αυτοκρατορίας.
Στα
313 μαζί με τον Λικίνιο εκδίδουν το «Διάταγμα
των Μεδιολάνων». Η συμφωνία αυτή όρισε την αρχή της ανεξιθρησκίας. Το
διάταγμα αυτό έπαυσε τους διωγμούς των Χριστιανών και καθιστούσε το
Χριστιανισμό επιτρεπτή θρησκεία για τους Ρωμαίους πολίτες. Και όχι μόνο.
Στη δύση βοήθησε έμπρακτα τις Εκκλησίες,
επέστρεψε τους δημευμένους χώρους λατρείας και τις περιουσίες των χριστιανών
πολιτών και απάλλαξε τον κλήρο από τα δημόσια βάρη (φόρους).
Το
325 συγκαλεί στη Νίκαια της Βιθυνίας την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο «ἔνθα τῶν ἀσεβῶν ἐσβέσθη τὸ φρύαγμα,
καὶ αἱρετικῶν ἠσθένησαν γλῶσσαι, καὶ ἐμωράνθησαν·».
Το 325 επίσης
θεμελιώνει τη νέα πρωτεύουσα του κράτους, την γνωστή μας Κωνσταντινούπολην και
την αφιερώνει στη Θεοτόκο.
Ως
άνθρωπος μιας ταραγμένης εποχής, ως αυτοκράτορας μιας απέραντης αυτοκρατορίας
που όδευε στην διάλυση αναγκάστηκε πολλές φορές να λάβει μέτρα που δεν αρμόζουν
σε χριστιανό. Κι αν εξετασθεί η ιστορία του θα πρέπει να γίνει με τα μέτρα του
τότε και πριν δεχθεί το καινοποιό Βάπτισμα.
Έτσι
αυτό που τον καταξίωσε στην θρησκευτική συνείδηση, εκτός από τα μέτρα υπέρ της
Εκκλησίας, και τον οδήγησε σε πνευματικά μέτρα είναι η τελευταία περίοδος της
ζωής του. Και δε θα πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση της τελευταίας στιγμής αλλά
ως ώριμη απόφαση, ως καταστάλαγμα μιας ολόκληρης ζωής. Απλώς αναζητούσε την
αφορμή.
Το 337
πλήττεται από κάποια αθεράπευτη ασθένεια. Έτσι στην Ελενόπολη της Βιθυνίας
κατέφυγε στο ναό των Μαρτύρων και προσευχόταν διαρκώς στο Θεό. Καταλάβαινε ότι
η ζωή του έφτανε στο τέλος της. Η ιδέα του θανάτου γαλήνεψε την ψυχή του και
τον οδήγησε μέσω της Μετανοίας στο Μυστήριο Του Βαπτίσματος.
Μετά το
βάπτισμα ο άγιος Κωνσταντίνος, «Πλουσίων
δωρεών τα κρείττονα, ειληφώς παρά Θεού», δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό
χιτώνα και έμεινε τυλιγμένος με το λευκό χιτώνα του βαπτίσματος ως την ημέρα
του θανάτου του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο κοιμήθηκε το έτος 337 ημέρα
εορτασμού της Πεντηκοστής.
Όμως
δεν πρέπει να λησμονήσουμε και την αγία Ελένη, τη μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου. Η
αγία γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας και για τα δεδομένα της εποχής ήταν
ταπεινής καταγωγής. Μεταξύ των ετών 274 – 288 γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον
Κωνσταντίνο.
Όταν ο Κωνστάντιος έγινε Καίσαρας αναγκάστηκε
εξαιτίας της καταγωγής της να την απομακρύνει και να παντρευτεί την αδελφή του
Μαξιμιανού. Όμως η αγία δεν εγκατέλειψε το γιό της και αν και ταπεινωμένη
έμεινε στα ανάκτορα του Διοκλητιανού φροντίζοντας τον μικρό Κωνσταντίνο. Ο
Κωνσταντίνος αργότερα την τίμησε με τον τίτλο της Αυγούστας και χάραξε τη μορφή
της σε νομίσματα.
Η
αγία έδειχνε έμπρακτα την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες. Ανοικοδόμησε
πολλούς ναούς στη Ρώμη του Τιμίου Σταυρού, και τον πρώτο ναό του αποστόλου
Πέτρου πάνω από τον τάφο του. Στην Κωνσταντινούπολη των αγίων αποστόλων, στη
Βηθλεέμ τη βασιλική της Γεννήσεως, στο Όρος των Ελαιών τη βασιλική της
Γεθσημανή.
Και
το σημαντικότερο, το έτος 326 πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου με «μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα ηύρεν τον Τίμιον Σταυρόν
και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών».
Εκοιμήθηκε
το έτος 327 σε ηλικία 80 ετών και ενταφιάσθηκε όπως και ο Μέγας Κωνσταντίνος
στο Ναό των αγίων Αποστόλων.
Οι δύο άγιοι είναι ιδιαίτερα αγαπητοί στους
Χριστιανούς και εικονίζονται μαζί έχοντες στη μέση των Τίμιο Σταυρό. Προς τιμήν
τους υπήρχε ναός στην Πόλη στην κινστέρνα του Βώνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου