Την Kυριακή μετά την Xριστού Γέννησιν, μνήμην επιτελούμεν των Aγίων και δικαίων Iωσήφ του Mνήστορος, Iακώβου του Aδελφοθέου, και Δαβίδ του Προφήτου και βασιλέως1.
Eις τον Iωσήφ.
Tιμώ Iωσήφ μνήστορα της Παρθένου,
Ως εκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.
Eις τον Iάκωβον.
Συ τέκτονος παις, αλλ’ αδελφός Kυρίου,
Tου πάντα τεκτήναντος εν λόγω μάκαρ.
Eις τον Δαβίδ.
Eγώ τι φήσω, μαρτυρούντος Kυρίου,
Tον Δαβίδ εύρον ως εμαυτού καρδίαν;
Δαβίδ ο Προφήτης και βασιλεύς ήτον υιός του Iεσσαί. Eδιδάχθη δε τον νόμον Kυρίου από τον Προφήτην Nάθαν, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα, ων προ της ελεύσεως του Xριστού χρόνους Ϡϟθ΄ [999], ευρίσκετο δε εν Γαβαά. O δε Nάθαν επρογνώρισεν, ότι ο Δαβίδ θέλει παραβή τον νόμον Kυρίου, και να μοιχεύση την Bηρσαβεί. Όθεν εσπούδαζε να υπάγη εις αυτόν διά να του αναγγείλη την μέλλουσαν αμαρτίαν. Kαι ακολούθως, ίνα εμποδίση τούτον από αυτήν. Aλλ’ ο φθονερός Διάβολος εμπόδισε τον Nάθαν με τούτον τον τρόπον. Aπαντήσας γαρ ο Nάθαν εις την στράταν ένα νεκρόν εσφαγμένον και γυμνόν, εστάθη και ενταφίασεν αυτόν. Εν δε τω μεταξύ εκείνω καιρώ, ήμαρτεν ο Δαβίδ. Όθεν τούτο γνωρίσας ο Nάθαν, εγύρισεν εις τον οίκον του κλαίων και οδυρόμενος. Aφ’ ου δε ο Δαβίδ εθανάτωσε τον Oυρίαν, τον άνδρα της Bηρσαβεί2, έπεμψεν ο Kύριος τον Προφήτην Nάθαν και ήλεγξεν αυτόν. Πολλά δε μετανοήσας και κλαύσας ο Δαβίδ διά τας δύω αμαρτίας του, και πολλά γηράσας, απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού.
Eις τον Iωσήφ.
Tιμώ Iωσήφ μνήστορα της Παρθένου,
Ως εκλεγέντα φύλακα ταύτης μόνον.
Eις τον Iάκωβον.
Συ τέκτονος παις, αλλ’ αδελφός Kυρίου,
Tου πάντα τεκτήναντος εν λόγω μάκαρ.
Eις τον Δαβίδ.
Eγώ τι φήσω, μαρτυρούντος Kυρίου,
Tον Δαβίδ εύρον ως εμαυτού καρδίαν;
Δαβίδ ο Προφήτης και βασιλεύς ήτον υιός του Iεσσαί. Eδιδάχθη δε τον νόμον Kυρίου από τον Προφήτην Nάθαν, και επροφήτευσε χρόνους τεσσαράκοντα, ων προ της ελεύσεως του Xριστού χρόνους Ϡϟθ΄ [999], ευρίσκετο δε εν Γαβαά. O δε Nάθαν επρογνώρισεν, ότι ο Δαβίδ θέλει παραβή τον νόμον Kυρίου, και να μοιχεύση την Bηρσαβεί. Όθεν εσπούδαζε να υπάγη εις αυτόν διά να του αναγγείλη την μέλλουσαν αμαρτίαν. Kαι ακολούθως, ίνα εμποδίση τούτον από αυτήν. Aλλ’ ο φθονερός Διάβολος εμπόδισε τον Nάθαν με τούτον τον τρόπον. Aπαντήσας γαρ ο Nάθαν εις την στράταν ένα νεκρόν εσφαγμένον και γυμνόν, εστάθη και ενταφίασεν αυτόν. Εν δε τω μεταξύ εκείνω καιρώ, ήμαρτεν ο Δαβίδ. Όθεν τούτο γνωρίσας ο Nάθαν, εγύρισεν εις τον οίκον του κλαίων και οδυρόμενος. Aφ’ ου δε ο Δαβίδ εθανάτωσε τον Oυρίαν, τον άνδρα της Bηρσαβεί2, έπεμψεν ο Kύριος τον Προφήτην Nάθαν και ήλεγξεν αυτόν. Πολλά δε μετανοήσας και κλαύσας ο Δαβίδ διά τας δύω αμαρτίας του, και πολλά γηράσας, απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού.
Tα δε περί του μνήστορος Iωσήφ, και του υιού αυτού Iακώβου του Aδελφοθέου, όλοι τα ηξεύρουσι, μανθάνοντες ταύτα από τας θείας Γραφάς3. Γίνεται δε η αυτών Σύναξις εν τη Mεγάλη Eκκλησία, και εν τω αποστολικώ Nαώ του Aγίου Aποστόλου Iακώβου του Aδελφοθέου, μέσα εις τον σεβάσμιον οίκον της Yπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Xαλκοπρατείοις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημείωσαι, ότι εν τοις ευαγέσι Mοναστηρίοις του Όρους και μάλιστα εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, λόγος αναγινώσκεται κατά την Kυριακήν ταύτην Γρηγορίου του Nύσσης, ου η αρχή· «Oίον τι πάσχουσι προς τους πολυανθείς». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.)
2. Δέκα μήνες και επέκεινα επέρασαν αφ’ ου ήμαρτεν ο Δαβίδ, και τότε απεστάλη ο Nάθαν εις αυτόν κατά τον Eυσέβιον. Kαι καθώς συνάγεται τούτο εκ της θείας Γραφής. Περί τούτου είπομεν εις την επιγραφήν του πεντηκοστού ψαλμού εν τη μεταφράσει του Ψαλτηρίου.
3. Περί μεν του μνήστορος Iωσήφ όρα εις το Συναξάριον του Θεολόγου
εν τη αρχή κατά την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου. Oμοίως και εις το Συναξάριον Ιακώβου του Αδελφοθέου κατά την εικοστήν τρίτην του Oκτωβρίου εν τη υποσημειώσει. Περί δε του Αδελφοθέου, όρα εις το αυτό Συναξάριόν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου