Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

«Σας κάλεσα, για ν’ αλλάξω τη ροή της ζωής σας, μ’ ένα αγκάλιασμα…»


άλλο ένα Πάσχα
μία ακόμη Μεγάλη Εβδομάδα
με τη σκέψη να περιορίζεται σε ότι την κατευθύνουν τα ΜΜΕ: στην οικονομική κρίση και στην καλοπέραση μέσω της απόκτηση σπιτιών, αυτ/των, και λοιπών υλικών αγαθών.
Καμιά γιορτή-αργία να μεσολαβεί για να σπάει κάπως την πλήξη μας.
Θα βάψουμε και τα κόκκινα αυγά, και το αρνάκι στη σούβλα
και λίγο στην εκκλησία, έτσι για το καλό
ενίοτε και λίγο συναίσθημα την Μ. Πέμπτη ή την Μ. Παρασκευή από αυτό που δεν προλαβαίνουμε να νοιώσουμε κ να ζήσουμε με τις ασχολίες μας.
Ακολουθεί μια πρόσκληση σε ΔΕΙΠΝΟ.
Θερμή παράκληση, σχεδόν ΙΚΕΣΙΑ
να μην την απορρίψουμε
Σας φώναξα, λέει ο βασιλιάς, γιατί είχα στρώσει στο τραπέζι μου το πιο λευκό λινό και είχα για σας μέλι και γάλα. Σας φώναξα γιατί ήσασταν οι καλύτεροι φίλοι μου και λαχτάρησα να φάω μαζί σας. Δεν κράτησα τίποτα για άλλον κανέναν. Όλα τα φύλαξα για σας. Μα εσείς δεν ήρθατε.
Και βρήκατε τόσο ασήμαντες δικαιολογίες που δεν ήρθατε κι εγώ σας άκουγα κι αναρωτιόμουν γιατί όλες οι έγνοιες που πάντοτε θα σας απασχολούν, να είναι πιο σπουδαίες από το δείπνο που θα μοιραζόμασταν.
Είχα αγοράσει το καλύτερο κρασί, τα πιο αρωματικά τριαντάφυλλα, τα απαλότερα μαξιλάρια. Και σας περίμενα. Χρόνια σας περίμενα. σας καλώ χρόνια. Ποτέ δεν έρχεστε. Πάντα κάτι επείγον προέχει. Πάντα κάτι με παρακάμπτει, με σβήνει, με εξαφανίζει από τις ζωές σας. Κι οι ζωές σας τρέχουν αλλού. Εκεί που τρέχει η ζωή κάθε μέρα.
Θα ’θελα να σηκώσω το χέρι μου κι αυτό το αλλοπρόσαλλο ποτάμι να πάψει να κυλά. Να κατεβάζει σκουπίδια, κλαριά, ψόφια ζώα, τα χρόνια που χάνονται. Θα ’θελα αυτό το ποτάμι να σταματήσει στο άκουσμα του αυλού που θα παίξει απόψε στο τραπέζι μου.
Γι’ αυτό σας κάλεσα, για ν’ αλλάξω τη ροή της ζωής σας, μ’ ένα αγκάλιασμα. Είχα πολλά να σας πω καθώς θα τρώγαμε, που ξέρω πώς θα ’καναν τα μάτια σας να λάμπουν. Γιατί προτιμάτε να είναι σβησμένα τα μάτια σας; Νομίζω δεν θα σας ξαναπαρακαλέσω ποτέ πια.
Αντίθετα θ’ ανοίξω τις πόρτες μου διάπλατες να μπει ο οποιοσδήποτε. Θα κατακλύσουν το σπίτι μου πλάσματα παράξενα και παραγνωρισμένα. Ίσως μάλιστα και πλάσματα που δεν είχα φανταστεί, γιατί έκανα το λάθος, εσάς να θεωρώ εκλεκτούς. Τώρα δεν περιμένω πια τίποτα από τους εκλεκτούς. Βλέπω τους άλλους να έρχονται. Το βλέμμα τους είναι τόσο κουρασμένο που ντρέπομαι. Σκέφτομαι πώς θα τους είχα στερήσει για χάρη σας το καλύτερο κρασί μου. Πώς ήμουν έτοιμος να ρίξω τα Άγια στα σκυλιά και τα μαργαριτάρια στους χοίρους.
Εκείνοι που έρχονται τώρα, δεν ζητάνε τίποτα. Τα μάτια τους κοιτάνε ταπεινά όλα όσα είναι απλωμένα πάνω στο τραπέζι και τα χέρια τους μένουν κρεμασμένα στα πλευρά τους.
Τούς παρακαλώ να καθίσουν και κάθονται. Όλοι κάθονται. Και τότε βλέπω πώς μένουν άδειες τόσες και τόσες θέσεις. Τρέχω στις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα και φωνάζω: «υπάρχει κι άλλος χώρος. Ελάτε όλοι σας».
Και ξαφνικά εμφανίζονται μυριάδες, που είναι ένα με τις σκιές και πλησιάζουν δειλά και καταφθάνουν και συμπληρώνεται το τραπέζι μου και δεν λείπει κανένας.
Έξω από σας.
Εσάς που δεν θυμάμαι πια το πρόσωπό σας κι αισθάνομαι πώς ποτέ δεν σας γνώρισα.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Ελεονώρας Σταθοπούλου «Εκείνος», που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις «Οδός Πανός».

Η εικόνα από τον Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου (της Μητρόπολης) πόλεως Ιωαννίνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου