Του Χρήστου Γιανναρά
Θα ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο, αν σιγούσε τη Μεγάλη Εβδομάδα κάθε παρέμβλητος στη λατρεία λόγος. Ούτε κηρύγματα, ούτε εόρτιες εγκύκλιοι, ούτε επεξηγήσεις και διδακτικοί σχολιασμοί των τελουμένων. Να γινόταν σεβαστή η λατρευτική δραματουργία ακέραια στη σημαντική δυναμική της.
Για να σιγήσει γόνιμα ο λόγος, πρέπει να έχουν εμπεδωθεί κριτήρια καίριων διακρίσεων: Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις νοητικές βεβαιότητες από τις εμπειρικές ψηλαφήσεις. Την ψυχολογική αυθυποβολή από την κοινωνούμενη εμπιστοσύνη. Την ατομοκεντρική «συγκίνηση» από την κατανυκτική αυθυπέρβαση. Τη γλώσσα της ελπίδας από τη γλώσσα της προπαγάνδας.
Τέτοιες διακρίσεις δεν διδάσκονται, σπουδάζονται στην πράξη. Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, σου φανερώνει τη διαφορά της εκκλησίας από τη θρησκεία. Και στη φανερώνει με τρόπους συγκεκριμένους, απτούς: Με την αρχιτεκτονική μορφή, τη ζωγραφική τεχνοτροπία, το είδος του μέλους, την παραστατική δραματουργία. Καταλαβαίνεις, χωρίς νοητικές αναλύσεις, πως ό,τι αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, στην ψυχολογική υποβολή, στην ατομοκεντρική «πνευματική» τέρψη είναι άσχετο με την εκκλησία, είναι μόνο θρησκεία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ανάγκες της φύσης του ανθρώπου). Καταλαβαίνεις, χωρίς αισθητικές προτεραιότητες, ότι το ηλεκτρικό καντήλι είναι ψευτιά, τα ηλεκτρικά κεριά (σε μανουάλια και πολυελαίους) είναι απάτη για εντυπωσιασμό, η υστερική μεγαφωνία είναι λογική της προπαγάνδας.
Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, διαπιστώνεις αμέσως ότι μετέχεις στη συγκρότησή του, δεν είσαι θεατής και ακροατής. Μετέχεις στις σχέσεις που το καθιστούν γεγονός, γι' αυτό και ό,τι δεν συγκροτεί σχέση και κοινωνία σχέσεων (ό,τι απευθύνεται στο άτομο, ευφραίνει, συγκινεί, διδάσκει, ηθικοποιεί το άτομο) αποκλείεται από το εκκλησιαστικό γεγονός. Ό,τι είναι ατομικό ανήκει στη θρησκευτική σφαίρα, ψευτοπαρηγορεί τον θάνατο. Εκκλησιαστικό γεγονός είναι το κερί, το λάδι, τα χρώματα, η μουσική, ακόμα και το κάθισμα (το «στασίδι») όταν συγκροτούν σχέση: δηλαδή αναφορά, ευχαριστία (όπως λειτουργεί ως αναφορά και ευχαριστία και το ευτελέστερο αντικείμενο όταν ζωντανεύει δεσμό ερωτικό).
Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σε αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας - τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή» και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι»στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι και στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μας δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.
Η θρησκευτική τελετουργία είναι μετάβαση σε άλλο γένος: Εκεί προέχει η ατομική μας ανάγκη, όχι το άθλημα της σχέσης. Γι' αυτό και δεν χρειάζεται εικόνες η θρησκευτική τελετουργία, θέλει συναίσθημα και διδακτισμό, άρα νατουραλίστικη ζωγραφική, ξανθωπούς Χριστούληδες και γλυκερές μαντόνες. Θέλει ψυχαναγκαστικό εντυπωσιασμό, επομένως θηριώδη μεγάφωνα, διακοσμητικούς φωτισμούς, ψεύτικα λουλούδια, ψεύτικα καντήλια, ψεύτικα κεριά.
Θέλει και θέσεις καθημένων, πολλές θέσεις, όπως σε κάθε οργανωμένο θέαμα και ακρόαμα. Θέλει και κήρυγμα: η ποίηση της υμνολογίας δεν αρκεί, η μεθεκτική δραματουργία δεν ενδιαφέρει, η εμπειρική θεολογία των κειμένων δεν κατανοείται. Χρειάζεται λόγο προπαγανδιστικό πεποιθήσεων, λόγο ενθουσιαστικού ψυχολογισμού, εξουσιαστικού κύρους επιχειρημάτων, αποδείξεων.
Διερωτάται εύλογα κανείς, αν είναι ίδιος ο δικός μας σημερινός χριστιανισμός με τον χριστιανισμό που σαρκώνεται στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τον χριστιανισμό της τέχνης των Εικόνων, των χειροποίητων θόλων και ημιθολίων, της λειτουργικής δραματουργίας. Εκείνος ο άλλοτε χριστιανισμός μιλούσε για την άγνοια που είναι γνώση, για την απόγνωση που γίνεται σχέση, για τη σιωπή που λογοποιεί την αποκάλυψη. Πείθει ότι ήταν ζωντανό, ενεργό γεγονός εκείνος ο χριστιανισμός γιατί παρήγε τέχνη, εκπληκτικά μορφώματα πολιτισμού.
Ο δικός μας σημερινός χριστιανισμός δεν παράγει τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό -δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, συμβιβάζεται με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, με την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγο, λόγο καταιγιστικό: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους ακατάσχετη έντυπη φλυαρία, ραδιοφωνικό προπαγανδισμό - τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος κομίζει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Ετσι εξασφαλίζει και το κύρος για να κατευθύνει κάθε πρακτική πτυχή και του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί πλήθη ανθρώπων που φοβούνται την ευθύνη της ενηλικίωσης.
Για να σιγήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα ο παρέμβλητος στην Εκκλησία θρησκευτικός λόγος, πρέπει να λειτουργήσουν κριτήρια διάκρισης του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη φυσική ανάγκη για θρησκεία. Γενιές Ελλήνων έρχονται στη ζωή και φεύγουν από τη ζωή δίχως να αξιωθούν να δουν αυτήν τη διάκριση ένσαρκη στον λειτουργικό χώρο. Να δουν να λειτουργεί στις εκκλησιές η εγρήγορση που ξεχωρίζει την παραμυθία από την προπαγάνδα.
(Εφημ. «Καθημερινή» - 22/4/2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου